Συμβασιουχοι: Ομηροι της αναγκης για εργασια

Ένας χρόνος διακυβέρνησης Ν.Δ. Ένα χρόνο οι συμβασιούχοι περιμένουν την υλοποίηση της υπόσχεσης της Κυβέρνησης περί μονιμοποίησής τους, η οποία όπως δείχνουν τα πράγματα για τον μεγαλύτερο αριθμό συμβασιούχων έχει παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες. 250 000 συμβασιούχοι του Δημοσίου περίμεναν μάταια τη μονιμοποίησή τους. Με το Προεδρικό Διάταγμα που συνέταξε η κυβέρνηση μετεκλογικά μονιμοποιούνται περίπου 25000 και οι άλλοι μάλλον θα μείνουν χωρίς δουλειά.

Κοινωνικό κεκτημένο και αναφαίρετο δικαίωμα των ανθρώπων χαρακτηρίζεται η εργασία.
Δικαίωμα όμως που όπως δείχνουν τα πράγματα κάποιοι το εκμεταλλεύονται υποσχόμενοι αυτό που οι άνθρωποι έχουν ανάγκη, την ανάγκη εργασίας.

Το μεγάλο θέμα των συμβασιούχων έτσι όπως έχει διαμορφωθεί τους τελευταίους μήνες με το Διάταγμα Παυλόπουλου συζητά σήμερα ο ΠτΘ με τη λέκτορα του Δημοκριτείου κ. Λευκή Κιοσσέ –Παυλίδου….

ΠτΘ : κ. Κιοσσέ ξεκινώντας θα ήθελα να μας αναλύσετε το περιεχόμενο της μετατροπής των συμβάσεων πολλών ανθρώπων που απασχολούνται στο δημόσιο τομέα, όπως αυτή επιχειρήθηκε στην αρχή με το Π.Δ. 81/2003 και στην συνέχεια με το Π.Δ. 164/2004.

Λ.Κ. Είναι γνωστό ότι οι συμβάσεις των εργαζομένων χωρίζονται σε ορισμένου και σε αορίστου χρόνου. Ορισμένου χρόνου συμβάσεις είναι αυτές που έχουν ένα τακτό χρονικό σημείο λήξης, π.χ. σε προσλαμβάνω από σήμερα μέχρι την 27-5-2005, που σημαίνει ότι όταν έρθει η ημερομηνία αυτή, λήγει η σύμβασή σου. Οι αορίστου χρόνου δεν έχουν εκ των προτέρων προσδιορισμένο χρονικό σημείο λήξης. Όμως και οι δύο – ορισμένου και αορίστου – μπορούν να καταγγελθούν, δηλαδή οι εργαζόμενοι μπορούν να απολυθούν. Αυτό που λέμε «μονιμοποίηση» συμβασιούχων, στην ουσία σημαίνει ότι οι συμβάσεις των εργαζομένων αυτών, μετατρέπονται σε αορίστου χρόνου. Επειδή λοιπόν στο δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, δύσκολα κάποιος απολύεται, έχει ταυτισθεί η μετατροπή σε αορίστου χρόνου με τη μονιμοποίηση.

Στην εσωτερική μας έννομη τάξη δημιουργήθηκε μεγάλο θέμα, μετά την Κοινοτική Οδηγία 99/70, η οποία συμπερασματικά να το αναφέρω, λέει ότι πρέπει σαν σκοπό να έχουμε τις συμβάσεις αορίστου χρόνου και όχι τις ορισμένου, οι οποίες επιτρέπονται αλλά εξαιρετικά και εφ’ όσον συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι,. Διασφαλίζει δηλαδή η Κοινοτική Οδηγία μια σταθερότητα και συνέχεια στην εργασία. Αρχικά η Κοινοτική αυτή οδηγία ενσωματώθηκε στο εσωτερικό μας δίκαιο με το Π.Δ. 81/2003. Ο τρόπος όμως που έγινε η μεταφορά αυτή αποδυνάμωνε πλήρως την προστασία που η Κοινοτική Οδηγία παρέχει. Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι το φαινόμενο είναι ευρύτατο στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. ΄Άλλωστε όταν αναφερόμαστε στο « πρόβλημα των συμβασιούχων » σ΄ αυτούς τους τομείς δραστηριότητας αναφερόμαστε και όχι βέβαια στον ιδιωτικό τομέα, για τον οποίο υπήρχε προστασία από παλαιότερα. Μεταξύ άλλων λοιπόν το Π.Δ. 81/2003 όριζε, ότι αν η σύμβαση που καταρτίζει ο συμβασιούχος στους παραπάνω φορείς στηρίζεται σε διάταξη νόμου και η διακοπή μεταξύ των συμβάσεων είναι μεγαλύτερη από 20 ημέρες, τότε οι συμβάσεις αυτές δεν μπορούν να μετατραπούν. ΄Όμως όλες οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου με το δημόσιο κ.λ.π., στηρίζονται σε διάταξη νόμου, δηλαδή στο άρθρο 20 ή 21 του Ν. 2190/1994 – τον νόμο Πεπονή όπως τον λέμε – και οι συμβάσεις με το νόμο αυτόν δεν μπορούν να καταρτισθούν, πριν παρέλθει τετράμηνο. Αμέσως λοιπόν εξαιρούσε το δημόσιο τον εαυτό του, μολονότι είναι φορέας που κατ’ εξοχήν εντοπίζονται καταχρήσεις, δηλαδή διαδοχικές συμβάσεις χωρίς αντικειμενικό λόγο. Στη συνέχει ήλθε το Π.Δ. 164/2004, το διάταγμα Παυλόπουλου, όπως συνηθίζεται να λέγεται. Καλύτερο από το προηγούμενο, αλλά πάλι χωρίς να λύνει το πρόβλημα. Το διάταγμα λοιπόν αυτό μεταξύ των προϋποθέσεων που θέτει είναι, οι διακοπές μεταξύ των συμβάσεων να μην είναι μεγαλύτερες του τριμήνου. Για τους έχοντες γνώση, τούτο σημαίνει ότι είτε πούμε διακοπή 20 ημερών, όπως το προηγούμενο διάταγμα έλεγε, είτε διακοπή τριών μηνών, στην ουσία είναι το ίδιο πράγμα, αφού όπως σας είπα οι διακοπές μεταξύ των συμβάσεων, αυτών των συμβασιούχων, πρέπει να είναι τουλάχιστον τεσσάρων μηνών. Για το λόγο αυτό εκτιμώ ότι ο αριθμός των συμβασιούχων που θα μετατραπούν οι συμβάσεις τους σε αορίστου χρόνου, που θα « μονιμοποιηθούν » όπως λένε, είναι ελάχιστος στο Δημόσιο, μικρός στα Ν.Π.Δ.Δ. και μεγαλύτερος στους Δήμους και στις δημοτικές επιχειρήσεις που λειτουργούν ως Ν.Π.Δ.Δ. Δεν είναι τυχαίο ότι όπως λέγεται, η πίστωση στον προϋπολογισμό για τους μισθούς των συμβασιούχων που οι συμβάσεις τους θα μετατραπούν, είναι για περίπου 30.000 συμβασιούχους και όχι για 250.000 που προεκλογικά δινόταν υπόσχεση, ότι τάχα θα μετατρέπονταν. Οι προϋποθέσεις που έβαλε και το Π.Δ. Παυλόπουλου δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο.

ΠτΘ: Τι εννοούμε όταν λέμε πάγιες και διαρκείς ανάγκες ;

Λ.Κ. Αυτό είναι ένα πραγματικό γεγονός, εξαρτάται από τη φύση των αναγκών που ο κάθε φορέας εξυπηρετεί με τις προσλήψεις. Λ.χ. σε ένα σεισμό, σε πλημμύρες, σε θεομηνίες ή σε περιπτώσεις που υπάρχει αυξημένος κίνδυνος πυρκαγιών λόγω καλοκαιριού, πράγματι οι ανάγκες είναι επείγουσες ή πρόσκαιρες ή παροδικές ή εποχιακές. ΄Όμως δεν μιλάμε για εξυπηρέτηση τέτοιου είδους αναγκών που ο νόμος επιτρέπει τις προσλήψεις συμβασιούχων. Μιλάμε για διεκπεραίωση διοικητικών εργασιών ή τέτοιων αναγκών που εξακολουθούν να υπάρχουν και μετά τη λήξη των συμβάσεων, αλλά δυστυχώς δεν καλύπτονται με προκήρυξη των θέσεων. Πρόσκαιρα αντιμετωπίζονται και μετά αναστέλλονται για τέσσερις μήνες και ξανά πάλι συνάπτονται νέες συμβάσεις και παρουσιάζεται έτσι το φαινόμενο, ο ίδιος άνθρωπος να συνάπτει δώδεκα και δεκαπέντε συμβάσεις, τάχα για να εξυπηρετήσει πρόσκαιρες ανάγκες, αλλά στην ουσία σταθερές. Μιλάμε για ένα μεγάλο αριθμό εργαζομένων που απασχολούνται με τον τρόπο αυτό, όμηροι της ανάγκης τους να εργασθούν.

ΠτΘ: Και έτσι φθάσαμε σε αδιέξοδο…..

Λ.Κ. Φυσικά. ΄Όπως και παραπάνω σας είπα, το αδιέξοδο αυτό θα συνεχισθεί για τους συμβασιούχους που παρέχουν την εργασία τους στο Δημόσιο, γιατί οι περισσότεροι απ’ αυτούς, ενώ συμπλήρωσαν 24 μήνες εργασία, ενώ καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν μπορούν να επικαλεστούν το Π.Δ. 164/2004, το διάταγμα Παυλόπουλου δηλαδή, γιατί οι συμβάσεις τους έχουν διακοπή μεγαλύτερη από τρεις μήνες και την έχουν την διακοπή αυτή, γιατί διαφορετικά ο νόμος δεν επέτρεπε να καταρτισθούν συμβάσεις. Αντίθετα προσωπικό σε Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. ή δημοτικές επιχειρήσεις, δεν έχουν τις διακοπές αυτές και για το λόγο αυτό εκτιμώ ότι ο μεγάλος αριθμός των συμβασιούχων εντοπίζεται σ’ αυτούς τους φορείς. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι κατά του Π.Δ. προσέφυγε η ΚΕΔΚΕ, γιατί γνωρίζει ότι αν δεν επιδοτηθεί γενναιόδωρα, δεν θα μπορέσει να αντέξει τη μισθοδοσία των συμβασιούχων που θα κληθεί να απασχολήσει με σύμβαση αορίστου χρόνου.

ΠτΘ: Οι εργαζόμενοι στα ΚΕΠ εμπίπτουν στο Προεδρικό Διάταγμα ;

Λ.Κ. Το Προεδρικό διάταγμα ισχύει από 19 Ιουλίου 2004 και καταλαμβάνει όσους κατά την ημερομηνία αυτή συμπλήρωσαν 24 μήνες ή 18 μήνες ανάλογα κατά την ημερομηνία αυτή, ή είχαν απολυθεί τρεις μήνες πριν, δηλαδή υπηρετούσαν την 19η Απριλίου 2004 αφού βέβαια συντρέχουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις του Νόμου. Επειδή τα περισσότερα ΚΕΠ λειτούργησαν μετά νομίζω ότι οι εργαζόμενοι των ΚΕΠ δεν εμπίπτουν στο Π.Δ.

ΠτΘ: Και με τους σχολικούς φύλακες ;

Λ.Κ. Οι σχολικοί φύλακες εμπίπτουν καθ’ όσον τηρούν όλες τις προϋποθέσεις. Πρέπει ήδη τα υπηρεσιακά συμβούλια των Δήμων στους οποίους ανήκει το συγκεκριμένο προσωπικό να αποφάσισαν θετικά, με δεδομένο ότι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες.

ΠτΘ: Τελικά είναι πολύ μικρός ο αριθμός των συμβασιούχων που μονιμοποιείται….

Λ.Κ. Προσωπικά και εγώ το ίδιο πιστεύω, για όλους τους λόγους που προανέφερα. Μάλιστα ο αριθμός αυτός θα είναι πολύ μικρός στο Δημόσιο, εξ αιτίας των τετράμηνων διακοπών των συμβάσεων. Κυρίως το προσωπικό που οι συμβάσεις τους θα μετατραπούν σε αορίστου χρόνου θα είναι σε Δήμους, Δημοτικές Επιχειρήσεις και Ν.Π.Δ.Δ.

ΠτΘ: Με το Προεδρικό διάταγμα 164 παραβιάζεται το Σύνταγμα, εφ’ όσον σύμφωνα με την τελευταία αναθεώρησή του απαγορεύεται ρητά η αυτόματη μετατροπή των συμβάσεων ;

Λ.Κ. Πιστεύω ότι δεν παραβιάζεται. Βέβαια σύμφωνα με το άρθρο 103 παράγραφο 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι « κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη…..» Στη δε παράγραφο 8, που προστέθηκε μετά την αναθεώρηση, αναφέρεται ότι « νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα κ.λ.π.». Νομίζω ότι προϋπόθεση για την κατ’ εξαίρεση πρόσληψη προσωπικού σε μη νομοθετημένες θέσεις για ορισμένη χρονική περίοδο για κάλυψη αναγκών του φορέα πρόσληψης είναι αυτές οι ανάγκες να είναι « απρόβλεπτες και επείγουσες » ή « πρόσκαιρες » Μόνον αν το προσωπικό προσλήφθηκε για τέτοιες και μόνο τέτοιες ανάγκες που προσδιορίζονται από το σύνταγμα, απαγορεύεται να μετατραπούν οι συμβάσεις σε αορίστου χρόνου. Αν όμως τις ανάγκες τις « βαπτίζουμε » ως τέτοιες, μόνο και μόνο για να είναι δυνατές οι προσλήψεις, ενώ στην ουσία είναι πάγιες και σταθερές, τότε νομίζω ότι μπορούν να μετατραπούν. ΄Άλλωστε δεν μπορώ να φανταστώ ότι ο το ίδιο το Σύνταγμά μας θα ήθελε να παραβιάσει το κοινοτικό κοινωνικό κεκτημένο, όπως αυτό κατοχυρώνεται και με την παραπάνω Κοινοτική Οδηγία. Είναι γνωστό ότι οι Κοινοτικοί εταίροι συνήψαν αυτή την Οδηγία τον Ιούνιο του 1999. Το Σύνταγμά μας αναθεωρήθηκε τον Απρίλιο του 2001, ενώ δηλαδή υπήρχε η προθεσμία μεταφοράς της Οδηγίας στο εσωτερικό μας δίκαιο. Νομίζω ότι δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι ο συνταγματικός νομοθέτης ήθελε να προσβάλει αυτό το κοινοτικό κοινωνικό κεκτημένο θεσπίζοντας τέτοιες ρυθμίσεις που στην ουσία να το προσβάλλει.

ΠτΘ: Και το πρόβλημα της αντισυνταγματικότητας του Π.Δ. από το ΣτΕ ;

Λ.Κ. Λέγεται ότι ο εισηγητής στο ΣτΕ θα εισηγηθεί, ότι το διάταγμα Παυλόπουλου δεν είναι συνταγματικό. Βέβαια πριν να τεθεί σε ισχύ με οριακή ψηφοφορία, νομίζω με ψήφους 4-3, το ΣτΕ γνωμοδότησε ότι είναι συνταγματικό. Εάν τελικά το ανώτατο ακυρωτικό κρίνει ότι είναι αντισυνταγματικό, τότε πραγματικά θα υπάρξει μεγάλο πρόβλημα με τους συμβασιούχους ακόμα δηλαδή και με αυτούς που οι συμβάσεις τους θα μετατραπούν σε αορίστου χρόνου.

ΠτΘ: Δημοσιεύματα αναφέρουν ότι τα ονόματα των 23.000 συμβασιούχων που θα προσληφθούν τελικά μετά το Διάταγμα Παυλόπουλου, δεν θα δημοσιευτούν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Πόσο νόμιμο είναι αυτό;

Λ.Κ. Τα δημοσιεύματα επαληθεύτηκαν. Πριν δεν ήταν νόμιμο αυτό. ΄Έπρεπε η κατάταξη να δημοσιευτεί. Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, στις 23-2-2005 ψηφίστηκε παρόμοια διάταξη που ορίζει ότι η κατάταξη του προσωπικού αυτού ειδικά, δεν θα δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Είναι το άρθρο 1 παράγραφος 3 του Ν. 3320/23-2-2005.

ΠτΘ: Προηγουμένως αναφερθήκατε στον ιδιωτικό τομέα και είπατε ότι υπήρχε προστασία και ούτε υπήρξε ούτε υπάρχει πρόβλημα…

Λ.Κ. Ναι. Στην εσωτερική μας έννομη τάξη ήδη από το 1920 έχουμε διάταξη που προστατεύει όχι μόνο τις διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου αλλά ακόμα και τη μία σύμβαση ορισμένου χρόνου. Εάν δηλαδή αποδειχθεί ότι η σύμβαση ορισμένου χρόνου έγινε κατ’ επίφαση ενώ στην ουσία υποκρύπτεται αορίστου χρόνου, τότε τα Δικαστήρια μετατρέπουν αυτές τις συμβάσεις. Η προστασία που είχαμε δηλαδή είναι ακόμα μεγαλύτερη απ’ αυτή που η Κοινοτική Οδηγία διασφαλίζει, γιατί το δικό μας δίκαιο προστατεύει και τη μία σύμβαση, ενώ η Οδηγία και τα Π.Δ. προστατεύουν τις διαδοχικές, δηλαδή τουλάχιστον δύο συμβάσεις. Δηλαδή θεωρητικά εργαζόμενος που συνήψε π.χ. σύμβαση με το Δημόσιο ή τον δημόσιο τομέα 48 μηνών δεν μπορεί να επικαλεστεί το διάταγμα Παυλόπουλου ενώ κάποιος που έχει δύο συμβάσεις συνολικής διάρκειας 24 μηνών ή τέσσερις συμβάσεις διάρκειας 18 μηνών προστατεύεται εφ΄όσον φυσικά συντρέχουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις.

ΠτΘ: Πόσο νόμιμο είναι να μη δίνονται οι λίστες αυτών που δεν προσλαμβάνονται με το διάταγμα Παυλόπουλου, στο ΑΣΕΠ;

Λ.Κ. Δεν είναι νόμιμο. Το διάταγμα αναφέρει ότι όλες οι κρίσεις των υπηρεσιακών ή των δημοτικών συμβουλίων ή των Δ.Σ., είτε είναι θετικές είτε είναι αρνητικές πρέπει να αποσταλούν στο ΑΣΕΠ το οποίο κάνει έλεγχο νομιμότητας. Δεν έχει δικαίωμα κανένα από τα παραπάνω αρμόδια όργανα να αρνηθεί να αποστείλει και τις αρνητικές του κρίσεις, αποφασίζοντας κυριαρχικά ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις. Εδώ θα ήθελα να προσθέσω, ότι την ανάγκη για εργασία πρέπει να τη σεβόμαστε ιδιαίτερα όλοι μας και να μη χρησιμοποιούμε για γνωστούς λόγους αυτή την ανάγκη, υποσχόμενοι αυτό που οι άνθρωποι έχουν ανάγκη. Την ανάγκη να εργασθούν, την ανάγκη να αισθάνονται χρήσιμοι μέσα στη κοινωνία, παράγοντας κάτι. Το να εκμεταλλευόμαστε αυτή τη βασική ανάγκη ούτε κοινωνική ούτε δημοκρατική ευαισθησία δείχνει.

ΠτΘ: Πόσο εύκολο όμως είναι νοοτροπίες που διαμορφώνονται και συντηρούνται για χρόνια να αλλάξουν ;

Λ.Κ.: Σαφώς οι νοοτροπίες διαμορφώνονται και συντηρούνται και διαιωνίζονται από τον καθ’ ένα που ασκεί εξουσία και επιθυμεί να παραμείνει σ’ αυτήν, εκμεταλλευόμενος την ανάγκη των ανθρώπων να εργασθούν όχι μόνο για το βιοπορισμό τους αλλά και για να νοιώθουν ότι είναι χρήσιμοι. Αν όσοι ασκούν εξουσία θελήσουν αυτή την ανάγκη όχι να την εκμεταλλευθούν αλλά να την ικανοποιήσουν αξιοκρατικά, πέρα από σκοπιμότητες, τότε οι νοοτροπίες θα αλλάξουν. Όπου θέλαμε να εξασφαλίσουμε αξιοπιστία το πετύχαμε. Κανείς λ.χ. δεν αμφισβήτησε ούτε αμφισβητεί τη διαδικασία των Πανελληνίων εξετάσεων. Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι η εισαγωγή δεν είναι αξιόπιστη και αξιοκρατική. Αν η Πολιτεία ήθελε αυτό να ισχύσει και για τις θέσεις εργασίας ιδιαίτερα στο Δημόσιο και στον λοιπό τομέα, τότε αυτό θα είχε επιτευχθεί. Κάτι πήγε να γίνει με τον Νόμο Πεπονή, -τον Ν. 2190/1994 – και νομίζω ότι για χρόνια λειτούργησε καλά, αλλά στη συνέχεια υπέστη τροποποιήσεις που δικαιολογούν τη δυσπιστία. Η ανάγκη των ανθρώπων να εργασθούν είναι αυτή που χρησιμοποιείται, πόσο μάλλον στη σημερινή εποχή που το κοινωνικό δικαίωμα της εργασίας βάλλεται από παντού.

ΠτΘ: Σήμερα όμως κ. Κιοσσέ, τα πάντα προσμετρώνται με οικονομικούς όρους…

Λ.Κ. Συμφωνώ και έτσι είναι. Όμως η προστασία της εργασίας είναι ένα κοινωνικό κεκτημένο ένα πολιτιστικό στοιχείο του ευρωπαϊκού μας πολιτισμού. Στα πλαίσια του ανταγωνισμού δεν μπορούμε να την περιορίζουμε, να την συρρικνώνουμε και να την εντάσσουμε και αυτή στην ανταγωνιστικότητα. Δεν μπορούμε δηλαδή να την αντιμετωπίζουμε μόνο με όρους οικονομικούς. Πίσω από τους όρους αυτούς υπάρχουν άνθρωποι και τα όποια μέτρα λαμβάνουν υπ’ όψη μόνο την ανταγωνιστικότητα, ανθρώπους άμεσα αφορούν και ανθρώπους άμεσα πλήττουν.

ΠτΘ: Δυστυχώς όμως κ. Κιοσσέ στον 21ο αιώνα, βλέπουμε αυτά που κατακτήθηκαν και κατοχυρώθηκαν στον 20ο αιώνα να κινδυνεύουν και οι εργασιακές σχέσεις να πηγαίνουν πίσω. Πιστεύετε ότι υπάρχει ελπίδα;

Λ.Κ. Βέβαια και υπάρχει ελπίδα. Εμπιστεύομαι τη λογική των ανθρώπων. Θα μου πείτε: μα η λογική είναι υποκειμενική και κάθε άνθρωπος το «λογικό» αλλιώς το αντιλαμβάνεται. Θα συμφωνήσω. Όμως πόσοι άνθρωποι υπάρχουν που θα υποστηρίξουν, ότι μπορούμε να έχουμε μια σταθερή κοινωνία στο μέλλον, χωρίς μέσα στην κοινωνία αυτή ο κάθε άνθρωπος να αισθάνεται χρήσιμος, χωρίς ο κάθε άνθρωπος να έχει μια σταθερή δουλειά; Νομίζω ελάχιστοι. Το λογικό είναι να συνωμοτήσει το σύμπαν για την πρόοδο της οικονομίας μόνο ή την πρόοδο της κοινωνίας; Ας αναρωτηθεί ο καθ’ ένας μας. Νομίζω ότι η λογική είναι ότι η οικονομία υπηρετεί την κοινωνία και όχι η κοινωνία την οικονομία. Πιστεύω ότι η Ευρώπη και ο ευρωπαϊκός νομικός, και όχι μόνο, πολιτισμός, έχει τις ασφαλιστικές δικλίδες να προστατεύσει εν τέλει την κοινωνία και φυσικά και το κοινωνικό κεκτημένο της εργασίας.

ΠτΘ: κ. Κιοσσέ, σας ευχαριστούμε πολύ.

Λ.Κ.: Κι εγώ σας ευχαριστώ.

Α.Π.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.