Σοφια Βουλγαρη*, «Κοινωνια κρισης, ζωη στο μεταιχμιο: Γιαννης Σκαραγκας, “Λαχταρα που περισσεψε απο χτες”»

Γιάννη Σκαραγκά, «Λαχτάρα που περίσσεψε από χτες», εκδ. Κριτική, 2019

Το μυθιστόρημα του Γιάννη Σκαραγκά εντάσσεται σε μια γενικότερη τάση ανάπτυξης του ιστορικού μυθιστορήματος που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, μέσα στο περιβάλλον της οικονομικής κρίσης – ένδειξη ίσως κρίσης της εθνικής αυτογνωσίας ή, αλλιώς, μιας ανάγκης να επεξεργαστούμε ζητήματα της ελληνικής ιστορίας, να κατανοήσουμε στιγμές συνέχειας και ασυνέχειας στην πορεία διαμόρφωσης της συλλογικής ταυτότητας. Είναι ενδεικτικό ότι η πλοκή του μυθιστορήματος τοποθετείται στο χρονικό διάστημα 1881-1901, μια παλαιότερη εποχή κρίσης, οικονομικής, πολιτικής, ιδεολογικής και πολιτισμικής, σε μια κρίσιμη και μεταιχμιακή περίοδο, περίοδο αναζητήσεων, αναμοχλεύσεων, διλημμάτων, συγκρούσεων.
 
Θα χαρακτήριζα την εποχή εκείνη όχι μόνο εποχή κρίσης αλλά και εποχή μεταιχμιακή: Η Ελλάδα βρίσκεται την εικοσαετία πριν το τέλος του 19ου αιώνα, στην οποία τοποθετεί την ιστορία του ο Σκαραγκάς, σε ένα μεταίχμιο, από πολλές και διάφορες απόψεις. Βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου η σύγχρονη Ελλάδα αναζητά την ταυτότητά της. Σε αυτό το μεταίχμιο κινούνται τα πρόσωπα του μυθιστορήματος, προσπαθώντας να ορίσουν την ταυτότητά τους μεταξύ κέντρου και περιφέρειας (Αθήνα-Αλεξάνδρεια), μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο, σε μια διλημματική και συγκρουσιακή κατάσταση, που παίρνει κάποιες φορές χαρακτήρα εμφυλίου πολέμου. Πρωταγωνίστρια, όχι τυχαία, μια γυναίκα, που βρίσκεται, όπως οι γυναίκες της εποχής, συνολικά, στο μεταίχμιο ανάμεσα στον παραδοσιακό της ρόλο και τη χειραφέτηση. Και όλα αυτά με επίκεντρο την έκδοση ενός λογοτεχνικού περιοδικού –όχι τυχαία, αφού την εποχή αυτή ο περιοδικός τύπος είναι το πεδίο διαλόγου, το πεδίο μάχης, τελικά, όπου διεξάγονται οι συγκρούσεις της εποχής.
 
Είναι μια εποχή πτώχευσης και πολέμου, πολέμου εξωτερικού, με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με επίκεντρο την ανάγκη εδαφικής επέκτασης και αυτοπροσδιορισμού, και αφορμή το Κρητικό Ζήτημα, αλλά και πολέμου εσωτερικού, ανάμεσα σε υποστηρικτές διαφορετικών απόψεων, σε επίπεδο πολιτικό και πολιτιστικό. Μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό ρυθμιστικό ρόλο παίζουν οι λεγόμενες Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες απειλούν την Ελλάδα με κυρώσεις και επιβάλλουν οικονομικό έλεγχο στην πτωχευμένη χώρα.
 
Το νεαρό ελληνικό κράτος λοιπόν της εποχής αυτής βρίσκεται σε δοκιμασία, μια πορεία εμπέδωσης της εδαφικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας του, εν μέσω κινδύνων, διεκδικήσεων και πιέσεων εκ μέρους τόσο του εχθρού από την Ανατολή όσο και των συμμάχων από τη Δύση, με οδηγό ακόμα τη «Μεγάλη Ιδέα», η οποία αφορά, σύμφωνα με τον Ιωάννη Κωλέττη, ο οποίος πρωτοχρησιμοποίησε τον όρο, το χρέος των Ελλήνων του 19ου αι. να συντελέσουν στην αναγέννηση της Ελλάδας, μέσω της οποίας θα φωτιστεί η Ανατολή. Στην ομιλία του στη Βουλή ο Κωλέττης λέει: «Δια την γεωγραφικήν της θέσιν η Ελλάς είναι το κέντρον της Ευρώπης: ισταμένη, και έχουσα εκ μεν δεξιών την Ανατολήν, εξ αριστερών την Δύσιν, προώρισται, ώστε δια μεν της πτώσεως αυτής να φωτίση την Δύσιν, δια δε της αναγεννήσεως την Ανατολήν».
 
Αν ο Κωλέττης θέτει εδώ, έμμεσα και με συγκεκριμένη στόχευση, το δίλημμα Ανατολή/Δύση, ή, καλύτερα, ορίζει τη μεταιχμιακή θέση της Ελλάδας μεταξύ Ανατολής και Δύσης, το ζήτημα τίθεται, σε επίπεδο πολιτισμικό, επιτακτικά, αυτήν την εποχή ως δίλημμα μεταξύ του εγχώριου και του ξένου, του ιθαγενούς και του ευρωπαϊκού, μεταξύ της ελληνικότητας, του ενδιαφέροντος για την ελληνική παράδοση, από τη μια μεριά, και της καλλιέργειας του ενδιαφέροντος για τις ευρωπαϊκές τάσεις· η ελληνική λογοτεχνική και πολιτιστική ζωή βρίσκεται σε ένα κρίσιμο μεταίχμιο, το οποίο εκφράζεται διλημματικά, ως σύγκρουση ανάμεσα στην εσωστρέφεια και την εξωστρέφεια.
 
Προς τα ευρωπαϊκά γράμματα στρέφονται λ.χ. οι ποιητές που υιοθετούν στοιχεία του γαλλικού Παρνασσικού κινήματος (Νίκος Καμπάς, Γ. Δροσίνης), ενώ παραδείγματα της στροφής προς την ελληνική παράδοση θα βρούμε στο έργο του Κώστα Κρυστάλλη, του Δροσίνη, αλλά και του Παλαμά. Αν τη στροφή προς την Ευρώπη εκπροσωπεί στην πεζογραφία το είδος του μυθιστορήματος, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μετάφραση της «Νανάς» του Εμίλ Ζολά, που προκάλεσε πολλές αντιδράσεις, την επιστροφή στην ελληνική παράδοση, από την άλλη μεριά, σηματοδοτεί η ανάπτυξη της επιστήμης της Λαογραφίας, με πρωτοπόρο τον Νικόλαο Πολίτη, και η εμφάνιση του λεγόμενου ηθογραφικού διηγήματος με αφετηρία τον διαγωνισμό του περιοδικού «Εστία» (1883) για τη συγγραφή «εθνικού διηγήματος».
 
Η Ελλάδα της εποχής αυτής βρίσκεται, σε γενικές γραμμές, σε ένα μεταίχμιο ανάμεσα σε μια συγκεχυμένη λογοτεχνική και πολιτισμική ταυτότητα, με επίκεντρο το δίλημμα Ελλάδα/Ευρώπη, από τη μια μεριά, και σε μια ισορροπημένη σύνθεση των δύο παραμέτρων, όχι στη βάση της αντίθεσης αλλά της δημιουργικής και αμοιβαίας επίδρασης, από την άλλη, την οποία κατέκτησε σταδιακά από τη δεκαετία του 1930 και έπειτα. Οι δύο δεσπόζουσες, εν πολλοίς αντίπαλες, ποιητικές μορφές της εποχής, ο Παλαμάς, στη μικρή τότε και συντηρητική Αθήνα, όπου διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος του Σκαραγκά, και ο Καβάφης στην περιφέρεια, στην Αλεξάνδρεια, κοσμοπολίτικο κέντρο και πατρίδα της πρωταγωνίστριας, Δανάης, προοιωνίζονται με το έργο τους την υπέρβαση της διλημματικής διάζευξης Ανατολή/Δύση, Ελλάδα/Ευρώπη.
 
Το μυθιστόρημα του Σκαραγκά παρουσιάζει μια γυναίκα, μια οικογένεια, μια Αθήνα, ένα κράτος, σε αναβρασμό, σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, σε μια βίαιη έκρηξη που μοιάζει να προετοιμάζει στο τέλος του αιώνα το τέλος του κόσμου· μέσα στην κατάσταση αυτή, πολεμικά, πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα συμπλέκονται με ζητήματα που αφορούν τη λογοτεχνία και, κυρίως, με το καυτό γλωσσικό ζήτημα. Στο γλωσσικό ζήτημα, στη διαμάχη της εποχής γύρω από την επικράτηση ή όχι της δημοτικής, επικεντρώνεται ένας βασικός άξονας του μυθιστορήματος, πάλι όχι τυχαία, μια που είναι το κορυφαίο ζήτημα της πνευματικής ζωής της εποχής. Θυμίζω ότι το 1888 δημοσιεύεται το «Ταξίδι μου» του Γιάννη Ψυχάρη, το 1893 «Τα είδωλα» του Εμμανουήλ Ροΐδη –ο Ροΐδης, δηκτικός επικριτής της σύγχρονής του ελληνικής λογοτεχνίας, υπέρμαχος της δημοτικής (παρόλο που το βιβλίο είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα), και διάπυρος χλευαστής της γυναικείας χειραφέτησης, την οποία εκπροσωπεί η Καλιρρόη Παρρέν (που εμφανίζεται ως πρόσωπο στο μυθιστόρημα του Σκαραγκά με την ιδιότητα της εκδότριας της «Εφημερίδος των Κυρίων») εμφανίζεται μάλιστα και σε μια σκηνή του μυθιστορήματος.
 
Η βίαιη, αιματηρή σύγκρουση ανάμεσα στους υποστηρικτές και τους αντιπάλους της δημοτικής (κυρίως φοιτητές με τους καθηγητές τους) στο κέντρο της Αθήνας, η οποία ξεσπά μετά τη δημοσίευση το 1901 στην εφημερίδα του Βλάση Γαβριηλίδη (ενός από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος) της μετάφρασης των Ευαγγελίων στη δημοτική από τον ποιητή Αλέξανδρο Πάλλη (στη διαμαρτυρία συμμετέχει και ο προβληματικός αδελφός της Δανάης, ο Σταύρος, ως φοιτητής Θεολογίας), αποκαλύπτει πόσο υψηλό ήταν το διακύβευμα. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Σολωμού, ο Ψυχάρης ταυτίζει στο «Ταξίδι μου» τον αγώνα για την πατρίδα με τον αγώνα για τη γλώσσα: «Γλώσσα και πατρίδα είναι το ίδιο. Να πολεμά κανείς για την πατρίδα ή για την εθνική του γλώσσα, ένας είναι ο αγώνας». Η σφοδρότητα της σύγκρουσης, γύρω μάλιστα από τον κύριο φορέα της θρησκευτικής πίστης, πυλώνα της εθνικής ιδεολογίας, αποδεικνύει ότι την εποχή για την οποία μιλάμε, της μετάβασης από μια επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε ένα σύγχρονο κράτος, ο αγώνας για εδαφική επέκταση και για ανάπτυξη της λογοτεχνίας και των γραμμάτων μέσα από το κατάλληλο γλωσσικό όργανο ήταν ένα και το αυτό («Ένα έθνος για να γίνη έθνος θέλει δύο πράγματα: να μεγαλώσουνε τα σύνορά του και να κάμη φιλολογία δική του», έλεγε ο Ψυχάρης). Στο πλαίσιο αυτό, οι οπαδοί της δημοτικής θεωρούνται εχθροί του έθνους, πράκτορες των Ρώσων, επικίνδυνοι ταραξίες που σκοπό έχουν να πλήξουν την εθνική συνέχεια και τα εθνικά οράματα, να καταδικάσουν δηλαδή σε αποτυχία τόσο τις αλυτρωτικές επιδιώξεις όσο και τη διαμόρφωση εθνικής ταυτότητας.
 
Αν δούμε τη γλωσσική διαμάχη από μια άλλη οπτική, με άλλους όρους, πέραν της πολιτικής αντιπαλότητας και των φανατισμών, η νέα εποχή που χαράζει, το καινούριο που έρχεται, θέλει μια νέα γλώσσα, θέλει τις σωστές λέξεις, ζητά να αποτινάξει το παλιό, να προσπεράσει την αίσθηση του τέλματος και να βρει τη δική της διατύπωση. Όπως λέει ο Περικλής, φίλος της Δανάης, στο μυθιστόρημα του Σκαραγκά: «Δε φανταζόμαστε τι έρχεται. Και αυτό θα χτιστεί με καινούριες ιστορίες, με καινούρια ήθη και διατυπώσεις. Αυτό το καινούριο είναι ήδη εδώ. Τρέφει στόματα, γεμίζει τσέπες, φωτίζει όνειρα. Κάποιοι δουλεύουν πυρετωδώς για να μας βρουν τις σωστές λέξεις να το υποδεχτούμε» (420).
 
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, η Δανάη, πάνω στην οποία εστιάζει η πλοκή, κομβικό πρόσωπο όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων του μυθιστορήματος, βρίσκεται σε απόλυτη κρίση σχετικά με τον ρόλο της σε μια ασταθή κοινωνία, που παραπαίει. Προσπαθεί, όπως και η Ελλάδα της εποχής της, να βρει τον βηματισμό της, διεκδικώντας μια θέση στο καινούριο που έρχεται με γοργούς και συχνά βίαιους ρυθμούς, προσπαθώντας να κατανοήσει τον κόσμο γύρω της, τους άντρες και τις γυναίκες, τον έρωτα, το πάθος, το μίσος, που την καταρρακώνουν, όσο κι αν πασχίζει να παραμείνει δυνατή: «Τίποτα δεν την ανησυχούσε σε έναν κόσμο που άλλαζε – και δεν ήξερε αν οφειλόταν σε ωριμότητα ή αδιαφορία. Την ένοιαζε, αλλά δεν ήξερε πώς να επενδύσει στον καινούριο αιώνα. Έψαχνε να βρει τρόπους να προκαλεί τον εαυτό της» (425).

Σε μια εποχή που το γυναικείο κίνημα κάνει τα πρώτα του βήματα, η Δανάη είναι η κατεξοχήν μεταιχμιακή ηρωίδα, σε ένα μυθιστόρημα που αναπαριστά μια μεταιχμιακή εποχή υψηλών διακυβευμάτων και έντονων συγκρούσεων.
 

* Το κείμενο είναι η ομιλία της κ. Σοφίας Βούλγαρη στην εκδήλωση παρουσίασης του ιστορικού μυθιστορήματος του Γιάννη Σκαραγκά με τίτλο «Λαχτάρα που περίσσεψε από χτες» (εκδ. Κριτική, 2019), που έγινε στον χώρο του «Δημοκρίτειου» Βιβλιοπωλείου, την Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2019.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.