Ριζικη αναμορφωση στην ποινικη δικαιοσυνη με τη συμβολη της Νομικης του ΔΠΘ

Θεοχάρης Δαλακούρας, αντιπρόεδρος της Επιτροπής για την αναθεώρηση του ΚΠΔ «Πρέπει να γίνει συνείδηση όλων μας ότι ή αφήνουμε ένα νοσούν σύστημα να συνεχίσει να υφίσταται για λόγους φοβίας ή θαρραλέα προωθούμε συγκεκριμένες λύσεις»

Δομικές αλλαγές, που εισάγουν νέα δεδομένα στο πεδίο της Δικαιοσύνης και προσεγγίζουν με σύγχρονους όρους την ποινική δίκη, αναμένεται να επιφέρει η αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που επιχειρεί το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Για την προσαρμογή των δύο Κωδίκων στις σύγχρονες ανάγκες και απαιτήσεις της απονομής της Δικαιοσύνης στη χώρα μας, επεξεργάζονται προτάσεις ισάριθμες επιστημονικές επιτροπές, οι οποίες αναμένεται να ολοκληρώσουν το έργο τους μέχρι τα τέλη του τρέχοντος έτους. Στη σύνθεση της επιτροπής, που εργάζεται πάνω στον Ποινικό Κώδικα, η Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης εκπροσωπείται από τον Καθηγητή, κ. Στέφανο Παύλου, και από τον Επίκουρο Καθηγητή, κ. Γιώργο Δημήτραινα. Η Νομική Κομοτηνής εκπροσωπείται και στην επιτροπή, που επεξεργάζεται τις αλλαγές στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και μάλιστα στην τιμητική θέση του αντιπροέδρου αυτής. Συγκεκριμένα, χρέη αντιπροέδρου στην επιτροπή για την αναθεώρηση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας έχει αναλάβει ο Καθηγητής, κ. Θεοχάρης Δαλακούρας, ο οποίος, φιλοξενηθείς στο Ραδιόφωνο του Παρατηρητή και στην εκπομπή «Με το Ν και με το Β», παρουσίασε τους άξονες και δειγματικά το περιεχόμενο των προωθούμενων αλλαγών, περιγράφοντας τον θετικό αντίκτυπο που προσδοκάται να επιφέρουν στην ποιότητα της απονεμόμενης Δικαιοσύνης, στην ταχύτητα της απονομής της και στον εκσυγχρονισμό του όλου συστήματος. 

«Στο κομμάτι του ποινικού δικαίου έχουν συσσωρευτεί αυτή τη στιγμή γύρω στις 500.000 ανεκδίκαστες υποθέσεις» 

ΠτΘ: κ. Δαλακούρα, παρατηρείται διαρκώς αυξανόμενο το κοινωνικό ενδιαφέρον για την προωθούμενη αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, καθώς εκτιμάται ότι θα επιφέρει πολύ σημαντικές αλλαγές. Αληθεύει αυτό; Επίσης, διαδικαστικά, έχουν καιρό που έχουν συσταθεί οι δύο επιτροπές;
Θ.Δ:
Η επιτροπή ήδη έχει συμπληρώσει 9 μήνες λειτουργίας και, καλώς εχόντων των πραγμάτων, μέχρι το τέλος του έτους θα περατώσει τις εργασίες της. Αποτελείται αμιγώς από επιστήμονες, οι οποίοι έχουν προτάξει την υλοποίηση των νέων αναγκαιοτητών στον τομέα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, τόσο στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, όσο και στο δικονομικό ποινικό δίκαιο. Θα ξεκινήσω από μία διαπίστωση, η οποία αποτελεί κοινό τόπο. Όπως είναι γνωστό, για το κοινωνικό σύνολο η ποινική δικαιοσύνη, εν γένει η δικαιοσύνη, είναι βραδεία δικαιοσύνη. Το γεγονός αυτό άπτεται πολλαπλών δεδομένων. Για παράδειγμα, άπτεται του όγκου των υποθέσεων, της ταχύτητας της εκδίκασης τους και κάποιων άλλων παραγόντων, όπως η έλλειψη οργανωτικών δομών, η έλλειψη υπαλλήλων και πολλαπλών άλλων στοιχείων. Στο κομμάτι του ποινικού δικαίου έχουν συσσωρευτεί αυτή τη στιγμή γύρω στις 500.000 ανεκδίκαστες υποθέσεις. Λάβετε δε υπ’ όψη ότι κατ’ έτος υποβάλλονται περίπου 150.000 έως 200.000 μηνύσεις. Με βάση αυτά τα δεδομένα, θα πρέπει να βρεθούν λύσεις για το πώς θα μπορούσε να αναμορφωθεί το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης, ώστε να πραγματοποιείται ταχεία, αλλά και ταυτόχρονα δίκαια, η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Αυτό είναι το στοίχημα. Και είναι το στοίχημα που περιγράφεται άλλωστε και στο Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο απαιτεί δίκαιη δίκη μέσα σε εύλογο χρόνο. Διότι μία βραδεία δίκη, μια δίκη που γίνεται μετά από 10 ή 15 ή 20 χρόνια ή που αγγίζει εντέλει, σε επίπεδο κακουργημάτων, τον χρόνο παραγραφής, είναι κατανοητό πως καθίσταται δίκη που τείνει να είναι περισσότερο άδικη, παρά δίκαιη. Από το 1995 μέχρι σήμερα έχουν λάβει χώρα στην Ελλάδα 45 νομοθετικές παρεμβάσεις στο χώρο αμιγώς του ποινικού δικονομικού δικαίου. Δηλαδή, πρόκειται για 45 προσπάθειες του νομοθέτη να προωθήσει ταχύτερα τη διαδικασία εκδίκασης. Εάν κανείς μετρήσει την αποτελεσματικότητα αυτών των παρεμβάσεων, θα διαπιστώσει ότι λίγα είναι τα όσα προσέφεραν. Έτσι, κρίθηκε αναγκαία η σύσταση αυτής της επιτροπής, ώστε να συζητηθούν συγκεκριμένες προτάσεις, που θα αλλάξουν σημαντικά τον ρου των πραγμάτων. 

«Δεν περιποιεί τιμή στη χώρα μας το ότι κάνουμε αυτομάτως κακούργημα το οποιοδήποτε έγκλημα, για λόγους συμβολικής δικαιοσύνης» 

ΠτΘ: Εντυπωσιάζουν οι αριθμοί, που αναφέρατε. Προφανώς μελετάτε το σύστημα από την αρχή, προκειμένου να προτείνετε αλλαγές. Μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί το πώς θα γίνουν ταχύτεροι οι ρυθμοί της απονομής της δικαιοσύνης; Τι τρόπους προτείνετε ως επιτροπή;
Θ.Δ:
Μπορούμε να ξεκινήσουμε από την παραδοχή της βραδείας απονομής δικαιοσύνης και της αναποτελεσματικότητας των μέχρι τώρα παρεμβάσεων, ώστε να βρούμε συγκεκριμένους τρόπους. Ο παραδοσιακός τρόπος απονομής της δικαιοσύνης δεν πρέπει να αλλάξει κατά βάση. Σε όλες αυτές τις 45 προηγούμενες τροποποιήσεις η τάση του νομοθέτη ήταν, αναγκαστικά, να αναζητεί το επιθυμητό αποτέλεσμα με περικοπή κυρίως ατομικών δικαιωμάτων. Ο τρόπος ελάφρυνσης της διαδικασίας ήταν είτε η περικοπή δικαιωμάτων, είτε η απλοποίηση διαδικασιών στην προσπάθεια εκδίκασης υποθέσεων. Ξεκινάμε λοιπόν, λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι έχουμε ένα καλά δομημένο παραδοσιακό δικονομικό σύστημα και επομένως, για να παρέμβουμε σε αυτό, πρέπει να αλλάξουμε στοχευμένα συγκεκριμένους τομείς, που θα επιτρέψουν να λειτουργήσει το υπόλοιπο δικονομικό σύστημα. Βασισμένοι σε αυτή τη φιλοσοφία, αναμορφώνουμε τα ζητήματα των ποινών στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο και ταυτόχρονα αναμορφώνουμε συγκεκριμένες διατάξεις, στις οποίες έχουν παρουσιαστεί δομικά ζητήματα. Για παράδειγμα, η χώρα μας ανήκει στις πρώτες χώρες κακουργηματοποίησης στον ευρωπαϊκό νομικό χώρο. Δεν περιποιεί τιμή στη χώρα μας το ότι, όταν θέλουμε για λόγους συμβολικής δικαιοσύνης, να λέμε ότι το οποιοδήποτε έγκλημα θα το κάνουμε αυτομάτως κακούργημα, για να περάσουμε το μήνυμα ότι το κράτος είναι εδώ και τιμωρεί. Όλο αυτό το σύστημα απέτυχε. Και απέτυχε γιατί γίναμε μία χώρα, που διαθέτει έναν πολύ αυστηρό ποινικό μηχανισμό, χωρίς όμως ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα. Τούτου δοθέντος, προωθούμε λύσεις που έχουν να κάνουν, κατά πρώτον, με μία αντιστροφή στην αντιμετώπιση των ζητημάτων των ποινών. 

«Έχουν μείνει ελάχιστες χώρες στον πλανήτη, που δεν έχουν διαδικασίες συμβιβασμού: το Πακιστάν, η Τουρκία και κάποιες της Λατινικής Αμερικής» 

Κατά δεύτερον, αποσκοπούν στην προώθηση δικονομικών διαδικασιών απαλλαγής, που θα προβλέπουν μια διαφορετική συμβιβαστική θεώρηση της δίκης. Δηλαδή, ένας μεγάλος όγκος υποθέσεων που έχει οικονομικό αντικείμενο θα μπορεί να «κλείνει» συμβιβαστικά. Έχουν μείνει ελάχιστες χώρες αυτή τη στιγμή στον πλανήτη, που δεν έχουν διαδικασίες συμβιβασμού: το Πακιστάν, η Τουρκία και κάποιες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Δεν είναι σοφό να προσπαθούμε με τα «όπλα» του παλιού, παραδοσιακού συστήματος να καταπολεμήσουμε σύγχρονες μορφές κακουργημάτων και κυρίως να εξιχνιάσουμε τα οικονομικά εγκλήματα. 

«Πρόκειται για διαδικασίες που σε άλλες χώρες έχουν αποσυμφορήσει σε μεγάλα ποσοστά, από 50% έως 70%, τον όγκο των ποινικών υποθέσεων» 

Κατά τρίτον, προωθούμε επιτέλους κάποιες διαδικασίες που αναμορφώνουν τους ρόλους. Δίνεται ισχυρότερος ρόλος στον Εισαγγελέα, ο οποίος δύναται να απέχει από την ποινική δίωξη σε μια σειρά υποθέσεων, όπου κρίνεται ότι δεν υπάρχει δημόσιο συμφέρον ή ότι μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά η αδικία, με κάποιους όρους. Για παράδειγμα, να επιστρέψει κάποιος τα χρήματα που έκλεψε ή να ζητήσει συγγνώμη και να κάνει κάποιες αποκαταστατικές ενέργειες υπέρ αυτού που έβλαψε. Πρόκειται, δηλαδή, για διαδικασίες που σε άλλες χώρες έχουν αποσυμφορήσει σε μεγάλα ποσοστά, από 50% έως 70%, τον όγκο των ποινικών υποθέσεων. Είναι οι λεγόμενες «διαδικασίες αποχής από την ποινική δίωξη με όρους». Ένα άλλο παράδειγμα, για να γίνει κατανοητό, είναι το εξής: σήμερα στη χώρα μας σε όλα ουσιαστικά τα πλημμελήματα οι ποινές φυλάκισης, που επιβάλλονται, μπορούν να αντικατασταθούν με χρηματικές ποινές ή με άλλες μορφές ποινών, τις λεγόμενες «κοινωνικής έκτισης». Με απλά λόγια, κανένας στα πλημμελήματα δεν μπαίνει φυλακή. Βέβαια, σε εποχές οικονομικής κρίσης είναι δυσβάσταχτο και να πληρωθούν οι επιβαλλόμενες ποινές. Εμείς, λοιπόν, στην Επιτροπή προσπαθούμε να το αντιστρέψουμε αυτό, υποστηρίζοντας ότι εκεί που δεν μπαίνει κάποιος στη φυλακή και ουσιαστικά με πολλαπλούς νόμους εμφανίζονται προσπάθειες αποσυμφόρησης των φυλακών, αντί να επιβάλλεται μία ποινή και αμέσως μετά να έχουμε υφ’ όρον απόλυση, αυτό στα οικονομικά εγκλήματα να αντιστραφεί και να προταχθεί. Δηλαδή, αντί να ασκηθεί ποινική δίωξη, να λέγεται στον δράστη: «θα υπακούσεις σε συγκεκριμένους περιοριστικούς όρους και αν μέσα σε 3 χρόνια δεν υποπέσεις σε άλλο αδίκημα, δε θα ασκηθεί ποινική δίωξη». Αν όμως υποπέσει σε άλλο αδίκημα, θα ασκηθεί ποινική δίωξη και στο έγκλημα που εκκρεμεί και βεβαίως στο νέο έγκλημα, που εκτέλεσε. Με έναν τέτοιο τρόπο προωθείται μία διαδικασία αποσυμφόρησης της δικαστικής ύλης, χωρίς να θίγονται οι βασικοί εγγυητικοί μηχανισμοί.

«Δεν είναι δυνατόν να προταχθούν λύσεις που δεν είναι εφικτές» 

ΠτΘ: Αυτά που αναφέρετε είναι ενδιαφέροντα σε ό,τι αφορά στα λεγόμενα οικονομικά εγκλήματα, για τα οποία είχαμε δει τα προηγούμενα χρόνια να εκδίδονται σωρηδόν αστυνομικά δελτία που αφορούσαν σε συλλήψεις συμπολιτών μας για χρέη κυρίως προς το δημόσιο. Επομένως, η εναλλακτική που προωθείται αποτελεί μια πάρα πολύ σημαντική εξέλιξη και για το κοινωνικό σύνολο…
Θ.Δ.:
Ακριβώς. Προσπαθούμε να ανταποκριθούμε και στις οικονομικές ανάγκες. Ταυτόχρονα όμως προσπαθούμε να αναμορφώσουμε έναν μηχανισμό, που κινδυνεύει να συνεχίσει να δυσλειτουργεί. Υπάρχουν κάποιες αντίθετες γνώμες, που λένε, για παράδειγμα, ότι δεν πρέπει να εισαγάγουμε νέους μηχανισμούς και να προτείνουμε νέες λύσεις, καθώς το δικονομικό σύστημά μας θα λειτουργήσει με υπομονή ή με διπλασιασμό των δικαστών ή με διπλασιασμό των εισαγγελέων ή με διπλασιασμό των υπαλλήλων κ.ο.κ. Στο κράτος που ζούμε, με τα δεδομένα του κοινωνικού συνόλου, δεν είναι δυνατόν να προταχθούν λύσεις που δεν είναι εφικτές. Δεν μπορεί να γίνει ούτε ο διπλασιασμός των δικαστών, ούτε ο διπλασιασμός των υπαλλήλων. Αυτές είναι οι δυνατότητες της χώρας και επομένως πρέπει να βρούμε λύσεις εναρμόνισης με βάση άλλες νομοθεσίες. Για παράδειγμα, στα οικονομικά εγκλήματα αυτή τη στιγμή στη Γερμανία- στη χώρα, σημειωτέον, που είναι η πιο παραδοσιακή χώρα στο εξεταστικό σύστημα- «κλείνει» με αυτούς τους τρόπους το 62% των υποθέσεων. Στη δε Ιταλία «κλείνει» το 80% των υποθέσεων, ενώ στη Γαλλία, που είναι επίσης παραδοσιακή και έχει ένα παρόμοιο σύστημα με το δικό μας, «κλείνει» ένα ποσοστό που αγγίζει το 82% στα πλημμελήματα και το 40% στα κακουργήματα. Είναι προφανές ότι όλα αυτά τα κράτη που προσέφυγαν σε τέτοιες λύσεις δεν πειραματίστηκαν. Βρήκαν αναγκαίες λύσεις, για να μη διαταράξουν δομικά τον παραδοσιακό μηχανισμό.
 
Βέβαια, όλος ο Κώδικας, που έχει ήδη συμπληρώσει σχεδόν 66 χρόνια ισχύος, χρίζει αλλαγών και σε άλλους τομείς. Κάνουμε ευρύτατες αναθεωρήσεις στους ρόλους των προσώπων, στις επιμέρους διαδικασίες, στα ένδικα μέσα, στον τρόπο παραπομπής των υποθέσεων, απλοποιώντας συγκεκριμένα στοιχεία και ενδυναμώνοντας σε κάποιες άλλες περιπτώσεις τις φιλελεύθερες διαδικασίες. 

«Οι Εισαγγελείς αποκτούν ιδιαίτερες λειτουργικές δυνατότητες, ώστε στα «χαμηλά» εγκλήματα να κρίνουν πότε υπάρχει δημόσιο συμφέρον και πότε να απέχουν» 

ΠτΘ: Αναφερθήκατε στις αλλαγές οι οποίες προωθούνται για το ρόλο των Εισαγγελέων, ενώ γνωρίζουμε ότι προβλέπονται αλλαγές και ειδικότερα σε ό,τι αφορά στα καθήκοντα των ειδικών εισαγγελέων. Να επιμείνουμε λίγο περισσότερο σε αυτές τις αλλαγές, αλλά και στην παραδοχή για τις ελλείψεις προσωπικού και δικαστών στο χώρο των δικαστηρίων, από την οποία κατανοούμε και την αναγκαιότητα αυτών των αλλαγών.
Θ.Δ.:
Η αναγκαιότητά τους προκύπτει αφενός από τις διαπιστώσεις περί των ελλείψεων και αφετέρου από μία πρόσθετη διαπίστωση, ότι ο όγκος των συγκεκριμένων εγκλημάτων τα τελευταία χρόνια είναι εντυπωσιακός. Την ίδια ώρα όμως έχει αλλάξει το ποινικό μας σύστημα. Αν σκεφτείτε τα παλαιά, τα παραδοσιακά εγκλήματα, όπως οι ληστείες, οι κλοπές, οι βιασμοί, οι απάτες κ.λπ., θα δείτε ότι ο ίδιος ο Ποινικός Κώδικας έχει αλλάξει. Έχουμε προσθέσει το ηλεκτρονικό έγκλημα, τις διαδικασίες ηλεκτρονικών συναλλαγών, τις ηλεκτρονικές απάτες και μια ευρύτατη γκάμα οικονομικών εγκλημάτων. Όλα αυτά δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με τον παλαιό μηχανισμό και τους παλαιούς ρόλους. Χρειάζεται επομένως μια αναμόρφωση, όπως η αναμόρφωση ως προς το ρόλο του Εισαγγελέα. Πέραν του ότι διευρύνονται οι ειδικοί Εισαγγελείς, οι Εισαγγελείς αποκτούν ιδιαίτερες λειτουργικές δυνατότητες, ώστε κατά πρώτον στα «χαμηλά» εγκλήματα να κρίνουν πότε υπάρχει δημόσιο συμφέρον και πότε να απέχουν. Κατά δεύτερον, στα οικονομικά εγκλήματα έχουν τη δυνατότητα να μπαίνουν σε μία διαδικασία εξιχνίασης από τα αρχικά στάδια. Για να γίνει κατανοητό αυτό, να υπενθυμίσουμε πως σήμερα ξεκινάμε με μια προκαταρκτική εξέταση, αμέσως μετά ασκείται η ποινική δίωξη, διατάσσεται ανάκριση και επαναλαμβάνονται όλες οι ανακριτικές πράξεις. Αυτό το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί, κυρίως στα σοβαρά εγκλήματα, κυμαίνεται ουσιαστικά από 3 έως 5 χρόνια. Αυτή είναι η πρώτη καθυστέρηση μέχρι η υπόθεση να φτάσει στο ακροατήριο- που σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις, κυρίως στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη- αγγίζει και τα 10 χρόνια στα κακουργήματα. Κατανοείτε λοιπόν ότι αυτό ως μηχανισμός δεν μπορεί να μείνει ίδιος. Γι’ αυτό εδώ διευρύνουμε την προκαταρκτική εξέταση, όπου ο Εισαγγελέας δια των ανακριτικών υπαλλήλων ψάχνει να βρει αν έχει τελεστεί το έγκλημα και από ποιους τελέστηκε. Διευρύνουμε το πεδίο και επιτρέπουμε το σύνολο σχεδόν των ανακριτικών πράξεων να γίνεται σε αυτήν την προκαταρκτική εξέταση. Δηλαδή, διπλασιάζεται ο όγκος δουλειάς στην προκαταρκτική εξέταση, αλλά αυτό έχει ως συνέπεια, όταν ασκείται η ποινική δίωξη και η υπόθεση πηγαίνει στον ανακριτή, ο ανακριτής να μην κάνει όλες τις πράξεις που έκανε, αλλά να περιορίζεται πλέον στο να καλεί τον κατηγορούμενο σε απολογία και σε πρόσθετες μόνο πράξεις. 

«Τέτοιες αλλαγές, θεσμικού χαρακτήρα, υπολογίζουμε ότι θα μειώσουν το χρόνο κατά 3/4 επί του σημερινού» 

Επιπλέον, ο Εισαγγελέας θα ενισχυθεί με υπηρεσίες πραγματογνωμόνων, έτσι ώστε από την αρχή να εξιχνιάζεται σε καλύτερο βαθμό η υπόθεση. Διότι σήμερα, μέσα από τον όγκο των υποθέσεων και μέσα από το βάρος των συγκεκριμένων λειτουργικών καθηκόντων των Εισαγγελέων προκύπτει το φαινόμενο να φτάνει η υπόθεση στο ακροατήριο και να αρχίζει να αναβάλλεται η εκδίκαση, για να γίνει πραγματογνωμοσύνη ή να γίνει μία περαιτέρω έρευνα κ.ο.κ. Είναι οι λεγόμενες αναβολές για ισχυρότερες, κρείσσονες αποδείξεις. Όλα αυτά, αν μεταθέσουμε το βάρος στην προδικασία, στα αρχικά στάδια, θα εκλείψουν. Επομένως, θα έχουμε και ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης και καλύτερη εξιχνίαση. Τέτοιες αλλαγές, θεσμικού χαρακτήρα, υπολογίζουμε ότι θα μειώσουν το χρόνο κατά 3/4 επί του σημερινού. 

«Αν εξιχνιαστούν σε αρχικό στάδιο οι υποθέσεις, όσοι δεν έχουν εμπλοκή δε θα υφίστανται το βάρος της ποινικής διαδικασίας και κυρίως τον κοινωνικό στιγματισμό» 

Στο τελευταίο δε επιμένω, διότι αν εξιχνιαστούν σε αρχικό στάδιο οι υποθέσεις, δε θα παραπέμπονται στο ακροατήριο από την αρχή οι κατηγορούμενοι. Δηλαδή, με καλύτερη έρευνα διασφαλίζεται ότι θα εξιχνιάζεται σε καλύτερο βαθμό ποιοι είναι οι φερόμενοι ως δράστες και ποιοι εξ αρχής δεν έχουν εμπλοκή και άρα δε θα παραπέμπονται, για να υφίστανται όλο αυτό το βάρος της ποινικής διαδικασίας και κυρίως όλον αυτόν τον κοινωνικό στιγματισμό. 

«Πρέπει να γίνει συνείδηση όλων μας ότι ή αφήνουμε ένα νοσούν σύστημα να συνεχίσει να υφίσταται για λόγους φοβίας ή θαρραλέα προωθούμε συγκεκριμένες λύσεις» 

ΠτΘ: Γιατί αργήσαμε τόσον καιρό να αναμορφώσουμε τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας;
Θ.Δ.:
Προσπάθειες γίνονται διαχρονικά. Αλλά υπάρχει από όλον τον νομικό κόσμο μία τάση συστολής ως προς το νέο. Δηλαδή, το παλιό το ξέρουν και ξέρουν τις δυσλειτουργίες τους, αλλά υπερισχύει το «καλύτερα σε αυτό που ξέρουμε, παρά σε νέες ρυθμίσεις». Υπάρχει όμως και μία επικίνδυνη τάση στο όλο ζήτημα. Δηλαδή δείτε τι έγινε στον άλλο Κώδικα, στον Κώδικα της Αστικής Δικονομίας. Εκεί είχαμε ανατροπές που δεν ήταν όλες προς την άδολη κατεύθυνση. Υπήρξαν ανατροπές που αλλάζουν εντελώς τα δεδομένα της δίκης, δημιουργώντας σε κάποιες περιπτώσεις μια άλλη δίκη. Άρα δικαιολογείται εν μέρει η συστολή. Σήμερα όμως πρέπει να γίνει συνείδηση όλων μας ότι ή αφήνουμε ένα νοσούν σύστημα να συνεχίσει να υφίσταται για λόγους φοβίας ή θαρραλέα προωθούμε συγκεκριμένες λύσεις, αυξάνουμε τις εγγυήσεις για τη λειτουργία του συστήματος και πραγματικά δοκιμάζουμε να έχουμε έναν καλύτερο νομικό πολιτισμό και ένα καλύτερο δικονομικό σύστημα. Το οποίο σύστημα θα έχει δύο κατευθύνσεις: μία κατεύθυνση ταχύτερης απονομής-πολύ ταχύτερης- με τις λεγόμενες νέες συμβιβαστικές διαδικασίες και μία παραδοσιακή. 

«Η προσπάθεια θα εμπεδωθεί και θα επιτύχει, αρκεί να μην τορπιλιστεί εκ των εν όντων και αρκεί να μην πέσει σε πολιτικές σκοπιμότητες οποιασδήποτε κατεύθυνσης» 

Ένας αρκετά μεγάλος όγκος των εγκλημάτων θα συνεχίσει να εκδικάζεται με τον παραδοσιακό τρόπο. Την ίδια ώρα όμως θα εκσυγχρονιστεί το σύστημα για έναν πολύ μεγάλο όγκο εγκλημάτων, που έχουν λιγότερο δημόσιο συμφέρον για την εκδίκαση ή που έχουν οικονομικό αντικείμενο. Δηλαδή, κάναμε 10 χρόνια για να ξεπεράσουμε ένα πρώτο εμπόδιο, που έλεγε πως αν κάποιος έχει κάνει έγκλημα σε βάρος του δημοσίου, ακόμα κι αν επιστρέψει το σύνολο των χρημάτων, πρέπει αυτός να δικαστεί και να καταδικαστεί, επειδή ακριβώς ήταν σε βάρος του δημοσίου. Λες και το δημόσιο, δεν είχε ανάγκη χρημάτων. Όλο αυτό ως σύστημα αφορούσε συγκεκριμένες αγκυλώσεις. Ήρθε η ώρα να προωθήσουμε αλλαγές και έχω την αίσθηση ότι αυτή είναι μια προσπάθεια που θα εμπεδωθεί και θα επιτύχει, αρκεί όμως να μην τορπιλιστεί εκ των εν όντων και αρκεί να μην πέσει σε πολιτικές σκοπιμότητες οποιασδήποτε κατεύθυνσης. Τότε τα πράγματα παύουν να είναι επιστημονικά και μπαίνουν σε μια διάσταση πολιτικής διαχείρισης του ζητήματος. 

«Στα πλημμελήματα αντί να μπαίνει μια ποινή φυλάκισης, θα μπαίνει απ’ ευθείας μια εναλλακτική ποινή» 

ΠτΘ: Εκείνο στο οποίο θα θέλαμε, τέλος, να εστιάσουμε είναι το πώς αλλάζει το σύστημα των ποινών, τι έχετε δει εκεί να δυσλειτουργεί και τι προσπαθείτε να αλλάξετε…
Θ.Δ.:
Το ζήτημα των ποινών εξετάζεται από την άλλη επιτροπή, για τον Ποινικό Κώδικα. Επειδή όμως πρόκειται για ζητήματα που βαίνουν παραλλήλως και έχουν κοινό ενδιαφέρον, προσπαθούμε να έχουμε μια κοινή συνισταμένη των όλων αλλαγών. Ο βασικός άξονας είναι το ζήτημα της μετατροπής των ποινών. Δηλαδή να μην υπάρχει για όλα τα πλημμελήματα η αυτόματη εξαγορά. Γιατί σήμερα στα πλημμελήματα, που είναι μέχρι 5 χρόνια φυλάκισης, κάθε ποινή μπορεί να εξαγοραστεί. Εδώ λοιπόν προωθούνται άλλου είδους ποινές, εναλλακτικές ποινές. Την ίδια στιγμή προωθούμε την υφ’ όρον απόλυση, αλλά και την κοινωφελή εργασία. Όλα αυτά τα δίνουμε από την αρχή ως εναλλακτικές ποινές. Δηλαδή, αντί να μπαίνει μια ποινή φυλάκισης, θα μπαίνει απ’ ευθείας μια εναλλακτική ποινή. Επίσης, στη φυλάκιση θα μικρύνει ο χρόνος των αναστολών. Όλα αυτά μελετώνται, για να μπουν σε ένα τελικό στάδιο λίγο πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων. Θέλω να πιστεύω ότι τον Νοέμβριο ή το αργότερο τον Δεκέμβριο θα είναι έτοιμα. 

«Ο ίδιος ο δικηγορικός κόσμος βιώνει το αδιέξοδο κάποιων διαδικασιών κι επομένως θέλω να πιστεύω ότι θα είναι αρωγός» 

ΠτΘ: Έχετε μέχρι στιγμής συναντήσει αντιδράσεις, είτε από τον δικηγορικό κόσμο είτε γενικότερες; Περιμένετε ίσως τέτοιες αντιδράσεις επί των προωθούμενων αυτών αλλαγών;
Θ.Δ.:
Νομίζω ότι ο δικηγορικός κόσμος θα είναι αρωγός σε αυτήν την προσπάθεια, γιατί ο ίδιος αντιλαμβάνεται την έκταση και το αδιέξοδο του προβλήματος. Ο ίδιος ο δικηγορικός κόσμος βιώνει το αδιέξοδο κάποιων διαδικασιών κι επομένως θέλω να πιστεύω ότι θα είναι αρωγός και πρέπει να είναι αρωγός. Πάντως, στο πλαίσιο των προτάσεων των επιτροπών δε συρρικνώνεται ο ρόλος των δικηγόρων, αντίθετα στις περισσότερες των προβλεπόμενων νέων διαδικασιών ο ρόλος τους ενισχύεται. 

Υ.Γ.: Μπορείτε να ακούσετε τη συνέντευξη του κ.Δαλακούρα και στο Mixcloud του Ραδιοφώνου του Παρατηρητή

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.