Οι γυναικες στη ζωη του Γιαννη Ριτσου

Το περασμένο Σάββατο η Πολιτιστική Κίνηση Ροδόπης και ο Σύνδεσμος Φιλολόγων συνδιοργάνωσαν μια εκδήλωση – αφιέρωμα στο Νίκο Εγγονόπουλο. Στην εκδήλωση έγινε μια εισήγηση από τη Δώρα Κάσσα – Παπαδοπούλου, πρόεδρο του Συνδέσμου Φιλολόγων και στη συνέχεια προβλήθηκε το ντοκιμαντέρ του Τάσου Ψαρρά από τη σειρά «Εποχές και Συγγραφείς» με θέμα τη ζωή και το έργο – ποιητικό και ζωγραφικό – του Νίκου Εγγονόπουλου.

Την Ημέρα της Γυναίκας ως αφιέρωμα επελέγη το θέμα «Οι γυναίκες στη ζωή του Γιάννη Ρίτσου», όπου ανέλαβε η κ. Κάσσα να μιλήσει για κάποιους καλλιτεχνικούς σταθμούς από το έργο του μεγάλου έλληνα ποιητή όπως και για σημαντικούς στη ζωή του ανθρώπους και ακολούθησε η απαγγελία του ποιήματος «Η Σονάτα του Σεληνόφωτος» από τη Σούλα Κυρατζόγλου, την Καίτη Σταμπόλη και την Τζένη Κασαπιάν. Στο πιάνο συνόδευσε η Ινώ Παπαδοπούλου. Στη συνέχεια προβλήθηκε το ντοκιμαντέρ του Γιώργου και της Ηρώς Σγουράκη «Αυτοβιογραφία του Γιάννη Ρίτσου».

Η βραδιά ήταν μια αφορμή να «διαβάσουμε» ξανά το έργο του ποιητή από την πλευρά του ανθρώπου που κατάφερε να πλησιάσει όσο λίγοι την γυναικεία ψυχή με σεβασμό και αγάπη και να συνομιλήσει μαζί της ως δημιουργός και ως άντρας.

Δ. Κάσσα

«Οι γυναίκες που συνειδητά ή συγκυριακά διασταύρωσαν τις πορείες τους με τη ζωή του Γιάννη Ρίτσου έχουν να μας δώσουν τις αληθινές ζωές τους»

Η κ. Κάσσα εξήγησε ότι οι γυναίκες στη ζωή του Γιάννη Ρίτσου ήταν «γυναίκες που πάλεψαν για τα δικαιώματά τους και τους στόχους τους με λογισμό και μ’ όνειρο. Που αγωνίστηκαν: για την προσωπική τους αξιοπρέπεια, για να στηρίξουν τ’ αγαπημένα τους πρόσωπα, για να κερδίσουν το ψωμί τους, για να απωθήσουν το φασισμό ως τρόπο ζωής και σκέψης, για να χαρούν τη λευτεριά, για να σταθούν ισότιμα με τους συντρόφους τους στους χώρους εργασίας, στις επιστήμες, στις τέχνες, στους πολιτικούς και ιδεολογικούς αγώνες…»

Παραπέμποντας στο «Σχεδίασμα Βιογραφίας του Γ.Ρ.» της Αγγελικής Κώττη και όπως είπε παρακολουθώντας το βιβλίο και την κινηματογραφική αυτοβιογραφία του ποιητή, από τον Γιώργο και την Ηρώ Σγουράκη, η κ. Κάσσα μετέφερε τη διαπίστωσή της ότι «οι γυναίκες που συνειδητά ή συγκυριακά διασταύρωσαν τις πορείες τους με τη ζωή του Γιάννη Ρίτσου έχουν να μας δώσουν τις αληθινές ζωές τους. Κι αυτές οι ζωές είναι ανώτερες από κάθε «ψαγμένη» θεωρητική διακήρυξη για τα δικαιώματα της γυναίκας με ή χωρίς κομματική σφραγίδα. Και ο ίδιος ο ποιητής, στην κορυφαία ποιητική σύνθεσή του, «τη Σονάτα του Σεληνόφωτος» (Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1956), έχει μια γυναίκα ως πρωταγωνίστρια, στην οποίαν, όμως, μεταγγίζει το δικό του ψυχισμό. Έτσι, αναγνωρίζει, με τον πιο βαθύ και ουσιαστικό τρόπο, την ισοτιμία των δύο φύλων».

Ξεκίνησε από τις «πρώτες» γυναίκες της ζωής του, την μητέρα του Ελευθερία Ρίτσου και την αδελφή του Λούλα, σύζυγο Βασίλη Γλέζου. «Η Ελευθερία Βουζουναρά ήταν θυγατέρα πλούσιων εμπόρων από το Γύθειο. Παντρεύτηκε σε ηλικία 12 ή 13 χρονών τον Ελευθέριο Ρίτσο, μεγαλοκτηματία, μη εργαζόμενο και όμως πάρα πολύ εσθιόμενο, όπως σημειώνει η Λούλα Ρίτσου, με τη συμφωνία ότι θα τελείωνε το γυμνάσιο, πριν πάει στη Μονεμβασιά, για να ζήσει μόνιμα μαζί του.

Κι έτσι έγινε, παρόλο που ο άντρας της την πίεζε για το αντίθετο. Ο ίδιος είχε τελειώσει μόνο το δημοτικό. Η έλλειψη κατανόησης δεν ήταν το μόνο μελανό σημείο στις σχέσεις τους. Το πάθος του Ελευθέριου Ρίτσου για τον ποδόγυρο και τη χαρτοπαιξία τής δημιούργησαν πολλά προβλήματα. Όμως η Ελευθερία, περήφανη και αξιοπρεπής, δεν άφηνε κανένα να σχολιάζει τη συμπεριφορά του συζύγου της.

Το πρώτο παιδί, η Νίνα (Άννα) γεννήθηκε το 1898. Ένα χρόνο αργότερα γεννήθηκε ο Μίμης (Δημήτρης). Επί 9 χρόνια δεν θέλησε να κάνει άλλα παιδιά. Κάποτε, βέβαια, συγκατένευσε στις επίμονες πιέσεις του συζύγου της. Έτσι, γεννήθηκαν η Λούλα (Σταυρούλα), τον Ιανουάριο του 1908 και ο Γιάννης, την 1η Μαΐου του 1909.

Η Ελευθερία Ρίτσου ήταν μια αισθαντική γυναίκα, που αγαπούσε το διάβασμα και τη μουσική. Στη βιβλιοθήκη της έβρισκε κανείς πολλά ενδιαφέροντα βιβλία της εποχής και το σπίτι της ήταν από τα 2 – 3 στη Μονεμβασιά με πιάνο και μαντολίνο. Δεν ήταν θρησκόληπτη και οι πολιτικές της απόψεις ήταν δημοκρατικές. Ο ποιητής έχει εξιστορήσει πως, όταν έφτασε ως εκείνους ο απόηχος της Οκτωβριανής Επανάστασης, που έγινε το 1917 στη Ρωσία, ο γαιοκτήμονας πατέρας του αντιμετώπισε το γεγονός εντελώς αδιάφορα, ενώ αντίθετα, η μητέρα του τριγυρνούσε στο σπίτι φορώντας ένα κόκκινο σάλι και λέγοντας: «Είμαι Μπολσεβίκα, είμαι Μπολσεβίκα»».


Στη συνέχεια, η κ. Κάσσα μίλησε για την επιρροή που άσκησε στον ποιητής η μητέρα του στην κοινωνική του ματιά αλλά και στα γράμματα, καθώς τον έστειλε στο σχολείο μόλις τεσσερισήμισι ετών, για να φοιτήσει στην ίδια τάξη με τη Λούλα. «Ο μικρός Γιάννης δεν τα πήγαινε καλά. Στήνεται πολλές φορές όρθιος στη γωνία, τιμωρημένος, επειδή αδιαφορεί για τα μαθήματα. Σβήνει τους αριθμούς και ζωγραφίζει ήλιους, σπιτάκια, λουλούδια ή ατακτεί σκίζοντας την εφημερίδα του δασκάλου.

Η μάνα του, τότε, τον στρέφει προς τη μουσική και τις ξένες γλώσσες. Τον γράφει και συνδρομητή στο εξαιρετικό περιοδικό «Η Διάπλασις των Παίδων», που δημοσιεύει και συνεργασίες των μικρών αναγνωστών του. Ήταν μόλις 8 ετών, όταν αρχίζει να γράφει στίχους. Η μητέρα του τον ενθάρρυνε. Μέσα της ήταν σίγουρη ότι θα γινόταν ο νέος Παλαμάς.

Στα 1917 η αγροτική μεταρρύθμιση του Βενιζέλου θα απαλλοτριώσει κάποια τσιφλίκια των Ρίτσων, για να δοθούν στους ακτήμονες. Λίγο αργότερα ο πληθωρισμός θα αυξηθεί. Το χτύπημα για τους Ρίτσους έχει αρχίσει. Βεγγέρες, δεξιώσεις, άμαξες και υπηρετικό προσωπικό ανήκουν οριστικά στο παρελθόν».


Τα χτυπήματα στην οικογένεια συνεχίζονται με αρρώστιες, οικονομικές δυσκολίες, θανάτους και λάθος γάμους.

Όταν το 1921 πεθαίνει ο αδελφός του Μίμης και λόγο αργότερα η μητέρα του ο ποιητής είναι μόλις 12 ετών. Η Δώρα Κάσσα συνέχισε με αναφορές στο βιβλίο της Λούλας Ρίτσου για τον αδελφό της και την ψυχολογία του την εποχή εκείνη, όπως και τα διαβάσματά του που ήταν Σολωμός, Παλαμάς, Γρυπάρης, Ψυχάρης. Αναφέρθηκε επίσης στις επιρροές που δέχτηκε από τα μανιάτικα μοιρολόγια. «Θα ακούσει ξανά και ξανά το αυτοσχεδιαστικό μοιρολόι των γυναικών. Τον απόηχό του θα τον βρούμε στον Επιτάφιο».

Η κ. Κάσσα
μίλησε για την περιπέτεια της υγείας του Γιάννη Ρίτσου που ξεκινά το 1926. «Μια απ’ τις πρώτες μέρες του, η Λούλα θα ξυπνήσει και θα βρει τον αδελφό της να κάνει αιμόπτυση. Τους αναγκάζουν να μετακομίσουν από το μικρό ξενοδοχείο της οδού Μπενάκη, όπου μένουν, σε ενοικιαζόμενα δωμάτια που διατηρεί ο ξενοδόχος στο τέρμα της οδού Αχαρνών. Πάλι η Λούλα θα επωμιστεί το βάρος της νέας αρρώστιας. Λίγοι φίλοι και η Νίνα ξέρουν την αλήθεια. Ο πατέρας και ο θείος Λεωνίδας ξέρουν μόνο για δέκατα. Αρχίζει μια τραγική πορεία για τον ποιητή και την αδελφή του: Μονεμβασιά σ’ ένα ερειπωμένο πανδοχείο και το 1927, μετά από δεύτερη αιμόπτυση, νοσηλεία στην κλινική Παπαδημητρίου στην Αθήνα και, επειδή τα χρήματά τους τελειώνουν, εισαγωγή στο σανατόριο «Σωτηρία». Ο Γ. Ρ. θα είναι ασθενής τρίτης θέσης για 3 χρόνια. Στη «Σωτηρία», παρά τις δραματικές συνθήκες νοσηλείας (30 – 40 άτομα νοσηλεύονται σε ένα θάλαμο), ο Ρίτσος συγχρωτίζεται με διανοούμενος της Αριστεράς και προσεγγίζει θεωρητικά τη Μαρξιστική Ιδεολογία. Διαβάζει Βάρναλη και Σικελιανό. Στα 1928, 19 χρονών, γνωρίζεται με τη Μαρία Πολυδούρη, καθώς κι εκείνη θα μπει στη «Σωτηρία» για νοσηλεία. Θα συνομιλούν ώρες ατέλειωτες. Εκείνος θα τη διασκεδάζει παίζοντας πιάνο κι εκείνη θα του αφιερώσει ένα ποίημα».

Και μετά την αρρώστια έρχεται ο έρωτας στο πρόσωπο της κόρης μιας προϊσταμένης στη «Σωτηρία», της Ρουμπίνη. «Στις εξόδους του απ’ το νοσοκομείο επισκέπτεται συχνά τη Λούλα με τη Ρουμπίνη στο πλευρό του. Μαζί της θα ανακαλύψει το σώμα του, την ομορφιά και τις πίκρες του έρωτα. Όταν η σχέση τους θα τελειώσει, θα συνεχιστεί στην ποίησή του με την «Εαρινή Συμφωνία»».

Στο μεταξύ, στη διάρκεια της περιπέτειας της υγείας του, η σημαντική γυναίκα της ζωής του, η Λούλα, παντρεύεται και φεύγει στην Αμερική. Όταν χωρίζει επιστρέφει και «τα οικονομικά προβλήματα αρχίζουν και πάλι. Το 1936 ο Ρίτσος μένει σε μια σοφίτα στην οδό Μεθώνης στα Εξάρχεια. Πέρα απ’ τις δοκιμασίες της οικογένειάς του, που τον έχουν συγκλονίσει είναι ήδη από το 1934 μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος, ενώ το ’34 και το ’35 έχει εκδώσει αντίστοιχα τις συλλογές «Τρακτέρ» και «Πυραμίδες»».

Η Δώρα Κάσσα στάθηκε σ’ ένα από τα σπουδαία έργα του ποιητή, τον Επιτάφιο που γράφεται με αφορμή το θάνατο του νεαρού οδηγού Τάσου Τούση στις 7 Μαΐου του 1936 στη Θεσσαλονίκη, το πρώτο θύμα της χωροφυλακής. «Την επομένη ο Ριζοσπάστης δημοσιεύει μια φωτογραφία συγκλονιστική: ο νεκρός Τάσος ξαπλωμένος πάνω σε μια πόρτα και δίπλα η μάνα του γονατιστή να ολοφύρεται. Ο Ρίτσος βλέπει τη φωτογραφία. Κλείνεται στη σοφίτα του και γράφει μέσα σε 2 μέρες κλαίγοντας σαν παιδί τον Επιτάφιο με απόηχους από τον Επιτάφιο θρήνο του Ιησού Χριστού, τα δημοτικά τραγούδια, το μανιάτικο μοιρολόι, την Ερωφίλη, αλλά και τη «Μάνα» του Γκόρκι. Η φιγούρα της συντετριμμένης μάνας που μοιρολογά το σκοτωμένο της αγόρι με απελπισία και τρυφερότητα, οι στίχοι του Επιτάφιου του Ρίτσου και η μελοποίηση του Μίκη Θεοδωράκη νομίζω πως έχουν εγγραφεί στη συλλογική μας συνείδηση και είναι μέρος της ελληνικότητας μας».

Η κ. Κάσσα συνέχισε να μιλάει για τις γυναίκες στο έργο του Ρίτσου με μια αναφορά στην ψυχική διαταραχή της Λούλας Ρίτσου που οδηγεί στον εγκλεισμό της Δαφνί.

«Πατέρας και κόρη νοσηλεύονται σε διαφορετικές πτέρυγες. Βλέπονται από μακριά και συνομιλούν σπάνια από το συρματόπλεγμα, γιατί σπαράζουν και οι δύο.


Ο ποιητής θα αποστάξει τα συναισθήματά του για τα βάσανα της Λούλας στο «Τραγούδι της αδελφής μου». Η συλλογή κυκλοφορεί στις 20 Ιουλίου του 1937 και ο Κωστής Παλαμάς χαιρετίζει την έκδοση μ’ ένα τετράστιχο που καταλήγει «Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις». Ταυτόχρονα ο Ρίτσος γίνεται μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών με πρόταση που υπογράφουν η Γαλάτεια Καζαντζάκη, η Έλλη Αλεξίου και η Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη. Ο πατέρας Ελευθέριος Ρίτσος πεθαίνει το Νοέμβρη του 1938 στο Δαφνί, ενώ η Λούλα αποθεραπεύεται και βγαίνει από το ψυχιατρείο το 1939».

Φιλίες, αντιστασιακή δράση (συμμετοχή στο ΕΑΜ), συνεργασία με την Ηλέκτρα Αποστόλου, μια ηρωική μορφή της Αντίστασης. «Η Ηλέκτρα θα συλληφθεί λίγους μήνες μόνο πριν από την απελευθέρωση, θα δολοφονηθεί με βασανιστήρια κι εκείνος θα γράψει ένα μεγάλο ποίημα, απ’ το οποίο σώζονται μερικά αποσπάσματα. Στα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης οι φίλοι που τον συντρέχουν είναι ο Ανδρέας Φραγκιάς, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Φάνης Καμπάνης, ο Τάσος και η Μιράντα Φιλιακού, η Αλέκα Παϊζη.


Το 1947 γνωρίζεται με τη μελλοντική του σύζυγο Φαλίτσα (Γαρυφαλιά) Γεωργιάδου από τη Σάμο, φοιτήτρια τότε της Ιατρικής. Η γνωριμία τους γίνεται, όταν η Φαλίτσα ως Επονίτισσα τον επισκέπτεται στο σπίτι των Φιλιακών, για να δανειστεί κάποια βιβλία για μια από τις λέσχες της ΕΠΟΝ (Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων)».

Η κ. Κάσσα μίλησε για τους σταθμούς του δεσμού τους (εξορία, νοσηλεία, γάμος, η γέννηση της κόρης τους Έρης, τα ταξίδια, βραβεία, διεθνείς διακρίσεις του ποιητή.

«Η Φαλίτσα στα 43 χρόνια της κοινής ζωής της με το Γ.Ρ. στάθηκε δίπλα σ’ ένα μεγάλο άντρα, κρατώντας προσεκτικά ισορροπημένη απόσταση, ενώ παράλληλα μεγάλωνε με δική της ευθύνη την Έρη και παρέμενε ως γιατρός στο Καρλόβασι Σάμου».

Η κ. Κάσσα μίλησε επίσης για τις γυναίκες «που χάραξε και ζωγράφισε ο ίδιος πάνω σε πέτρες. Στη Γυάρο η φίλη του Βάσω Κατράκη, χαράκτρια, του έμαθε την τέχνη. Ο Ρίτσος έπλασε τις γυναίκες του όμορφες, χυμώδεις, ερωτικές, αρχαιοπρεπείς. Στην απορία των συναγωνιστών του, γιατί δεν χαράζει στις πέτρες τα μαρτύρια και τη μοναξιά τους, ο Ρίτσος απαντούσε ότι η ομορφιά και ο έρωτας που εμπνέουν οι γυναίκες είναι οι μεγάλες, οι αιώνιες αξίες της ζωής και ότι τις αντιπαραθέτει σε όλες τις στερήσεις και σ’ όλα τα μαρτύριά τους ως δυνάμεις νικηφόρες, ως φορείς του φωτός και της ζωής» κατέληξε για να δώσει το λόγο στις κυρίες Κασαπιάν, Κυρατζόγλου και Σταμπόλη για μια συγκινητική και δυνατή διαδρομή μέσα από το ποίημα «Η Σονάτα του Σεληνόφωτος».

Μαρία Αμπατζή

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.