Ο «Ρωμηος» βο(υ)λευτης του κυρ – Σουρη…

Με αφορμή όσα διαδραματίζονται στο ελληνικό κοινοβούλιο τελευταία, κι έχουν αρχίσει εδώ και καιρό, κοντά στα πέντε χρόνια τώρα, και πιο πριν, κοντά άλλα δέκα πιο πίσω, αρχής γενομένης όμως από τα πρόσφατα κι επανωτά, από κάτι υποθέσεις που τις λέγαν ομόλογα, χρηματισμούς κουμπάρων, παρακολουθήσεις τηλεφώνων, βατοπαιδινούς πολιτικούς, μα πάνω απ’ όλα και πριν απ’ όλα, πολιτικούς εκπάγλου ηθικής ωραιότητας, εγγενούς κυρίως, όπως αυτή που εξέπεμψε από το ελληνικό κοινοβούλιο ο τρισμέγιστος Αριστοτέλης Παυλίδης…

Με αφορμή όλα αυτά τα υπέροχα, που συμβαίνουν και καταρρακώνουν το κύρος του Κοινοβουλίου αλλά και της δημοκρατίας μας, «ξεφτιλίζουν» χώρα, θεσμούς και πολίτες, κυρίως εμάς τους πολίτες που επιλέγουμε να μας εκπροσωπήσουν αυτοί οι «πατέρες» του έθνους – την ξέρουν κάποιοι αλήθεια τη φράση, και ιδιαίτερα τη λέξη «έθνος»; –

με αφορμή λοιπόν το δικό μας «ξεφτίλισμα», ημών των πολιτών, σήμερα, φιλοξενούμε ως ένθετο στην εφημερίδα την έμμετρη κωμωδία του Γεωργίου Σουρή με τίτλο «Η Περιφέρεια», για πολλούς λόγους, μεταξύ των οποίων,

•η συνειδητοποίηση κατ’ αρχήν ότι οι «ξεφτιλισμένων» αξιών πολιτικοί πάντοτε υπήρχαν, ακόμη και εκατό χρόνια πριν, οι «ξεφτιλισμένων» αξιών πολιτικοί που «πωλούσαν» ακόμη και τις γυναίκες τους για ψήφους, όπως συμβαίνει με τον βουλευτή της Περιφέρειας Τενεκέ, όνομα και πράγμα, και, κατά δεύτερον λόγο

•η συνειδητοποίηση ότι όποιον εκ των πολιτικών εμφανίζει «ξεφτίλισμα», π.χ. Τενεκές, Απλοχέρης είναι στο χέρι του λαού να τον…προγκίξει, όπως συνέβη και με τους χωρικούς της «Περιφέρειας»… Αρκεί αυτοί οι χωρικοί να μπορούν να υπερασπίζονται τις αξίες και τον κόσμο τους, όπως οι παραστεκάμενοι στον δήμαρχο Απλοχέρη, ακόμη και με μπροστάρη μιαν οποιαδήποτε Φλώρα…

Πώς προέκυψαν τώρα όλα τούτα; Μα με αφορμή έναν λαμπρό φίλο θεατράνθρωπο, τον Δημήτρη Πανταζή, διευθυντή της Πειραματικής Σκηνής Νέας Ιωνίας Βόλου, ο οποίος ανέβασε θεατρική παράσταση με τίτλο «Κωμωδίας το…ανάγνωσμα», στο οποίο περιλαμβάνονταν «Η Περιφέρεια» του Γεωργίου Σουρή και «Η πώλησις της Αθηνάς» του Ιωάννη Λάσκαρη.
Με αφορμή τη συγκεκριμένη παράσταση, της οποίας επιμεληθήκαμε το θεατρικό υλικό (προγράμματα και αφίσες) ξαναήρθαμε σε επαφή με το έργο του Γιώργου Σουρή, και τότε διαβάζοντας το κείμενο της «Περιφέρειας» μας ήρθε στο νου η ιδέα, κατά το έθος του «Ποντικού», που αξιοποιεί συστηματικά Σουρή, επανεκδίδοντας «Ρωμηούς» να στήσουμε κι εμείς έναν «Ρωμηό» με το κείμενο της «Περιφέρειας», τόσο για να μοιραστεί δωρεάν στους θεατές της παράστασης «Κωμωδίας το…ανάγνωσμα» στο Βόλο, όσο και στους αναγνώστες του «Παρατηρητή της Θράκης», όταν η στιγμή θα ήταν κατάλληλη…

Η περίπτωση του Αριστοτέλη Παυλίδη, οι αποχωρήσεις και οι λευκές ψήφοι που γίνονται όχι, το ρεζίλι του βενιζελικού νόμου περί ευθύνης υπουργών, το σημείο δηλαδή μηδέν της πολιτικής, ήταν το…έναυσμα, οπότε Γιώργος Σουρής σήμερα, μαζί με τον «Παρατηρητή», και «Περιφέρεια»…

Ο συγγραφέας Γιώργος Σουρής

Ο Γεώργιος Σουρής γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου την 1η Φεβρουαρίου 1853. Όσον αφορά στην καταγωγή του υπήρχε μία σύγχυση που ο ίδιος δημιούργησε:

«Κατ’ άλλους είμαι γέννημα της ηρωίδος Χίου
και λέγουν πως εξ ευγενούς κατάγομαι στοιχείου,
πλην άλλοι παραδέχονται πατρίδα μου την Σύρον
και άλλοι περισσότεροι την νήσον των Κυθήρων.
Αλλά εγώ επιθυμώ να είμαι πάντα Χιώτης
και κάποτε και Συριανός κι’εσθ’ότε Τσιριγώτης».

Αυτό βέβαια είχε κάποια εξήγηση, εφόσον ο πατέρας του ήταν από τα Κύθηρα, η μητέρα του από τη Χίο, ο ίδιος γεννήθηκε στη Σύρο και αργότερα μετακόμισε στην Αθήνα το 1867, όπου τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές. Ο πατέρας του φιλοδοξούσε να τον κάνει παπά, αλλά επειδή ο ίδιος δεν ήθελε, έφυγε στη Ρωσία, για να εργαστεί σε κάποιο θείο του, έμπορο σιτηρών, σαν αποθηκάριος και λογιστής.
Όταν επέστρεψε στην Αθήνα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή, χωρίς ωστόσο να την τελειώσει, κυρίως για οικονομικούς λόγους. Παράλληλα παρέδιδε μαθήματα κι άρχισε να συνεργάζεται με διάφορες εφημερίδες, κυρίως σατιρικές. Παίζοντας με το όνομά του, υπέγραφε γαλλικά, souris (=ποντικός).
Το 1873 γνώρισε και παντρεύτηκε (1881) τη Μαρία Κωνσταντινίδου, από την Πόλη, που ήταν γι’ αυτόν «σύζυγος – σύντροφος – προστάτης και μούσα του», όπως έλεγε. Μαζί απέκτησαν πέντε παιδιά.
Στο σπίτι τους στο Νέο Φάληρο, από το 1877 και μετά οργάνωναν κοσμικές συγκεντρώσεις στις οποίες σύχναζαν τα μεγάλα πνεύματα της εποχής (Κωστής Παλαμάς, Ιωάννης Πολέμης, Γιώργος Δροσίνης, Ζαχαρίας Παπαντωνίου κ.ά.).
Στις 2 Απριλίου 1883 έβγαλε το πρώτο φύλλο του «Ρωμηού» και τον Αύγουστο έδωσε εξετάσεις για να πάρει το πτυχίο του, αλλά κόπηκε «μετά πολλών επαίνων» όπως σατιρίζει ο ίδιος.
Ο «Ρωμηός» ήταν τετρασέλιδη, εβδομαδιαία εφημερίδα, την οποία από ένα σημείο και μετά έγραφε όλη μόνος του. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η εφημερίδα ήταν ολόκληρη έμμετρη, από τον τίτλο της ως τις αγγελίες της. Κυκλοφόρησε ως το 1918, λίγο πριν το θάνατο του Σουρή, για 36 χρόνια και 8 μήνες, σε 1444 συνολικά τεύχη. Ο «Ρωμηός» έγινε γρήγορα η αγαπημένη εφημερίδα των Ελλήνων, αφού μιλούσε στη γλώσσα τους, ανέλυε τα προβλήματά τους, καυτηρίαζε την πολιτική κατάσταση και γενικά σόκαρε. Χρησιμοποιούσε δύο βασικά τραγικά πρόσωπα, τον «Φασουλή» και τον «Περικλέτο», που αποτελούσαν τη φωνή της συνείδησης του λαού.
Το 1897, λόγω μίας δεικτικής σάτιρας με στόχο το βασιλιά Γεώργιο Α’ και τη βασίλισσα Όλγα, τους οποίους κατηγορούσε για αδιαφορία απέναντι στα μεγάλα εθνικά θέματα, ο Γεώργιος Σουρής αναγκάστηκε να κρυφτεί για 40 ημέρες για να αποφύγει την κοινωνική δίωξη.
Το 1900 παρουσιάστηκαν με επιτυχία στο Δημοτικό Θέατρο των Αθηνών οι «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, σε έμμετρη απόδοσή του. Έγραψε και αρκετές έμμετρες κωμωδίες που καυτηρίαζαν τα κακώς κείμενα της εποχής του.
Η θεματολογία του ήταν ανεξάντλητη. Γελοιογράφησε την κοινωνία με φαρμακερούς στίχους και εύστοχα περιέγραψε τα ελαττώματα του σύγχρονου αστού Έλληνα, αλλά φρόντιζε να είναι ευχάριστος και καλοπροαίρετος. Στο ποίημά του «Η Ζωγραφιά μου», δεν διστάζει να αυτοσαρκαστεί.
Το 1908 προτάθηκε από τη Βουλή για το Βραβείο Νόμπελ και το 1915 τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο γραμμάτων.
Πέθανε στις 26 Αυγούστου 1919, σε ηλικία 66 ετών και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού. Στον τάφο του στο Α’ Νεκροταφείο, στήθηκε προτομή του, έργο του γλύπτη Ν. Γεωργαντή κι άλλη μία, στην είσοδο του Ζαππείου, έργο του γλύπτη Γ. Δημητριάδη.

«Η περιφέρεια», έμμετρος κωμωδία…

Ο Γεώργιος Σουρής, ένα από τα λαμπρότερα πνεύματα του 19ου και 20ου αιώνα, γνώριζε καλά πως οι ανθρώπινες συμπεριφορές παραμένουν αναλλοίωτες στο πέρασμα των χρόνων κι ότι απλά προσαρμόζονται στις συνθήκες κάθε εποχής.
Σε πολιτικά θέματα -ψηφοθηρία, συναλλαγή, καιροσκοπισμός- αναφέρονται πολλά έργα του. Από την εύθυμη σκοπιά και χρησιμοποιώντας φαρσικά σχήματα θίγει στην «Περιφέρειά» του τα παθήματα ενός υποψήφιου βουλευτή: Ο βουλευτής Τενεκές, χωρίς να διαθέτει κανένα απολύτως ταλέντο για την πολιτική, αλλά έχοντας τη διεφθαρμένη σκέψη πολλών πολιτικών, εκμεταλλεύεται την δύναμη ενός επαρχιώτη κομματάρχη για να κερδίσει τις επόμενες εκλογές.

ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ:
«Εδώ είν’ όλοι άνθρωποι δικοί μου, καθώς ξέρεις, κι όλους τους ψήφους
πίσω του τραβά ο Απλοχέρης».
Ο βουλευτής δεν διστάζει να σπρώξει στην αγκαλιά του την ίδια του τη γυναίκα προκειμένου να επιτύχει το σκοπό του:
«Να του ριχθής, αλλ’εννοείς με τρόπο, Διότι έχει δύναμιν κι επιρροήν στον τόπο,
Και κρέμονται επάνω του οι νόμοι κι οι προφήται».

Ο Δήμαρχος «Απλοχέρης», όνομα απόλυτα ταιριαστό, αφού «απλώνει» το χέρι στο λαό και στα αγαθά του λαού, αλλά και στη νόστιμη σύζυγο του βουλευτή. Κανείς όμως δεν παρεξηγεί τις προθέσεις του, ούτε και η φιλόδοξη και άπληστη κυρία.

ΑΦΡΟΔΙΤΗ:
«Αληθινά, κυρ-Δήμαρχε, τι ευγενής που είσθε!…
Μα στην γυναίκα σας εμπρός μη με περιποιείσθε…»

Όλοι είναι πρόθυμοι να ανταλλάξουν την υπόληψη και την αξιοπρέπειά τους προκειμένου να πραγματοποιήσουν τους στόχους τους. Λησμονούν όμως πως την τελική απόφαση, «ευτυχώς» θα την πάρει ο λαός.
Ο Σουρής παίζει με τα αγαπημένα θέματα της εποχής. Τα ερωτικά παιχνίδια, η απληστία και οι σκανδαλώδεις συναλλαγές κάθε είδους αναπτύσσονται κι εδώ με εξαιρετικά διασκεδαστικούς ρυθμούς. Γιατί το γέλιο απαλύνει τον πόνο. Είναι το όπλο του αδύναμου ανθρώπου ενάντια στην εξουσία των ισχυρών. Η «Περιφέρεια», όπως και όλο το έργο του Σουρή είναι έμμετρη κωμωδία, γραμμένη στη δημοτική με αρκετές λόγιες λέξεις. Για το λόγο αυτό κατηγορήθηκε στην εποχή του ότι το έργο του στερείται ποιητικής αξίας. Μεγαλύτερος αρνητής του ήταν ο Ψυχάρης. Η αλήθεια όμως είναι πως η ανάμεικτη γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι ένα από τα «σημαντικότερα θέλγητρα» της σάτιράς του, καθώς έτσι τονίζει και μεγεθύνει ως την υπερβολή. Προβάλλει ένα γεγονός διογκωμένο και καταγγέλλει συμπεριφορές και πολιτικές κινήσεις.

Έφη Σταυροθεοδώρου, Θεατρολόγος
Από το πρόγραμμα της παράστασης
«Κωμωδίας το… ανάγνωσμα»
της Πειραματικής Σκηνής Νέας Ιωνίας Βόλου

Εν είδει επιλόγου η ευχή
«Καλό ξεμπέρδεμα από τους τενεκέδες…»

Η ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ κωμικόν παίγνιον εις πράξιν μίαν

Διδαχθέν από την εν Αθήναις σκηνή του θεάτρου των Ολυμπίων τη 28η Αυγούστου 1886.
Η σκηνή στην επαρχία
ΠΡΟΣΩΠΑ:
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ: δήμαρχος σε ορεινή πόλη.
ΤΕΝΕΚΕΣ: βουλευτής
ΦΛΩΡΑ: σύζυγος του Απλοχέρη.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: σύζυγος του Τενεκέ.
ΓΙΑΝΝΗΣ: υπηρέτης του Απλοχέρη.
ΝΙΚΟΛΗΣ: ονηλάτης.
ΜΑΝΩΛΙΟΣ: δημογραμματέας.

«Η Περιφέρεια» είναι μια απ’ τις πιο ζωντανές κι από τις πιο επιτυχημένες σατιρικές δημιουργίες του Σουρή, ένα απ’ τα καλύτερα μονόπρακτα του νεοελληνικού θεάτρου. Το έργο γράφτηκε στα 1886 και παίχτηκε στο θέατρο «Ολύμπια», με πρωταγωνιστές τον Σπύρο Ταβουλάρη ως Τενεκέ, και τον Πέτρο Λαζαρίδη ως Απλοχέρη. Τα άλλα πρόσωπα υποδύθηκαν η Ελένη Χέλμη ως Φλώρα, η Άννα Λαζαρίδη ως Αφροδίτη, ο Π. Ρούσος ως Γιάννης και ο Δημήτρης Κοτοπούλης ως Μανωλιός.
Το έργο είχε καταπληκτική επιτυχία. Σατιρίζει τα εκλογικά ήθη, μας μεταφέρει στο χωριό, στο βουνό, στον ανοιχτό ορίζοντα, ανάμεσα στους χωριάτες. Ο τίτλος του «Περιφέρεια» είναι παρμένος απ’ το νέο εκλογικό νόμο, που για να βγεις βουλευτής έπρεπε να ψηφισθείς από όλη την εκλογική περιφέρεια, κι όχι μόνο από το γνωστό σου τοπικό διαμέρισμα. Έτσι ο Τενεκές, υποψήφιος βουλευτής, αναγκάζεται, με τη σύσταση του υπουργού, να κάνει προεκλογική περιοδεία στα χωριά, όπου είναι άγνωστος, για να μπορέσει να ψηφισθεί κι εκεί. Τον υποστηρίζει ο δήμαρχος Απλοχέρης, που ξελογιάζεται από τη γυναίκα του βουλευτή και της κάνει χειρονομίες και ανοιχτές εκμυστηρεύσεις. Ο βουλευτής συστήνει στη γυναίκα του να φαίνεται ανεκτική και να ανταποκρίνεται στις ερωτοτροπίες του Απλοχέρη, ώσπου να επιτύχουν το σκοπό του. Τα φερσίματα όμως αυτά του Δημάρχου και της βουλευτίνας ανάβουν την αντιζηλία της Δημαρχίνας, που για να εκδικηθεί τον άπιστο άντρα της και να εξευτελίσει την ξελογιάστρα βουλευτίνα, μαζεύει τους χωριάτες, καταγγέλλει την ατιμία, τους παίρνει με το μέρος της, και οργανώνει ομαδική αποδοκιμασία του Τενεκέ και δημόσια διαπόμπευση της γυναίκας του.

ΣΚΗΝΗ Α΄ (Οικία του Απλοχέρη)
ΑΦΡΟΔΙΤΗ, ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ

ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Μ’ ελίγωσες, κοκκώνα μου, μ’ αυτό το μαγουλάκι.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Παρακαλώ, κυρ – Δήμαρχε, ησύχασε λιγάκι.
Να λέγει τέτοια πράγματα ο Δήμαρχος δεν πρέπει,
γιατί και η γυναίκα σας πολύ μ’ αγριοβλέπει.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Σε βεβαιώ, κοκκώνα μου, είναι σωστό κουτάβι,
και τέτοια σκέρτσα, δεν μπορεί ποτέ να καταλάβει.
Αλλ’ όμως μη θυμώνετε, κυρά μου Αφροδίτη
και μια φορά που ήλθατε και στο δικό μου σπίτι,
εγώ και για τον άνδρα σας και σας θα προσπαθήσω
με κάθε περιποίηση να σας ευχαριστήσω.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Είσθε τω όντι ευγενής και άνθρωπος του κόσμου,
και πάλιν σας ευχαριστώ κι εκ μέρους του ανδρός μου.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Ο υπουργός μου έγραψε κάθε δουλειά ν’ αφήσω
και μόνο για τον άνδρα σου αμέσως να φροντίσω.
Κι εγώ θυσία γίνομαι σ’ όποιο κολλήσω κόμμα
και είμαι υπηρέτης του και με ψυχήν και σώμα.
Και θα ιδήτε μια φορά πώς δεν σας χωρατεύω
και πώς και πόσο τους πιστούς του κόμματος δουλεύω
και όταν πλέον συν Θεώ η εκλογή σας φθάσει,
ο βουλευτής ο Τενεκές μια ψήφο δεν θα χάσει.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Ευχαριστώ κατά πολλά, κυρ – Δήμαρχε, και πάλιν,
διότι αφοσίωσιν μας δείχνετε μεγάλην.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Εδώ είν’ όλοι άνθρωποι δικοί μου (καθώς ξέρεις),
κι όλους τους ψήφους πίσω του, τραβά ο Απλοχέρης.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Τ’ αξίζετε…
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Ορκίζονται απάνω στ’ όνομά μου και
όλοι σούζα στέκονται και τρέμουν εμπροστά μου.
Βρε Γιάννη!…
ΓΙΑΝΝΗΣ Τι ορίζετε;…
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Χωρίς καιρό να χάνεις,
μια τούμπα θέλω γρήγορα εδώ εμπρός να κάνεις.
ΓΙΑΝΝΗΣ Την έκαμα, κυρ – Δήμαρχε… να πάρω πάλι φόρα;
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Δεν θέλω άλλη… πήγαινε εις την δουλειά σου τώρα.
Βλέπεις λοιπόν που σού ’λεγα, κυρά μου Αφροδίτη,
πώς όλους τους ανθρώπους μου τους σέρνω απ’ τη μύτη;
Πώς είμαι είδος βασιλιά και ό,τι θέλω κάνω;…
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Και μπεχλιβάνη έχετε και σεις σαν τον Σουλτάνο.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Σ’ αυτήν την περιφέρεια είν’ όλοι μονοκούκι
αλλοιώς δουλεύει βούρδουλας και δυνατό χαστούκι.
Βρε Κώστα!…
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Είναι περιττόν… το είδα και το ξέρω,
και δεν γνωρίζετε γι’ αυτό, κυρ – Δήμαρχε, πώς χαίρω,
γιατί κανένας Δήμαρχος εις όσα πήγα μέρη
τόσο πολλήν επιρροήν στον τόπον του δεν χαίρει.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Αυτό το μαγουλάκι σας!…
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Μα πάλι τα παιχνίδια;
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Αυτό το μαγουλάκι σας κι εκείνα σας τα φρύδια!
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Παρακαλώ, κυρ – Δήμαρχε…
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Κυρά μου Αφροδίτη,
μια φορά που ήλθατε κι εις το δικό μου σπίτι,
εγώ και για τον άνδρα σας και σας θα προσπαθήσω,
με κάθε περιποίηση να σας ευχαριστήσω
κι αν σας χαϊδεύω κάποτε ολίγο παραπάνω,
κι αυτό για περιποίηση μονάχα σας το κάνω…
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Αληθινά, κυρ – Δήμαρχε, τι ευγενής που είσθε!…
Μα στην γυναίκα σας εμπρός μη με περιποιείσθε,
διότι ενδεχόμενον να το παρεξηγήσει
κι η παρεξήγησις αυτή θα με δυσαρεστήσει.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Σας είπα η γυναίκα μου, πως είναι σαν κουτάβι,
και τέτοια σκέρτσα δεν μπορεί ποτέ να καταλάβει.

ΣΚΗΝΗ Β΄
ΤΕΝΕΚΕΣ και οι άνω.

ΤΕΝΕΚΕΣ Αχ πόσο εκουράσθηκα… ο διάολος να πάρει!
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Πού έτρεχες, κυρ – Τενεκέ;
ΤΕΝΕΚΕΣ Εις όλο το παζάρι
κι ολοένα έπιανα ενός και άλλου χέρι
αλλά εδώ μου φαίνεται κανένας δεν με ξέρει.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Μωρ’ έννοια σου, κυρ – Τενεκέ, και θα σε μάθουν όλοι.
Σε ξέρουν όμως και πολλοί…
ΤΕΝΕΚΕΣ Να πάρουν οι διαβόλοι!
Έβγαζα το καπέλο μου για να τους χαιρετήσω,
κι εκείν’ οι αφιλότιμοι μου γύριζαν τα πίσω.
Τι λες και σύ, γυναίκα μου;
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Τι ερωτάς εμένα;
Ερώτα τον κύρ – Δήμαρχο…
ΤΕΝΕΚΕΣ Τα έχω σαν χαμένα.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Μωρ’ έννοια σου, κυρ – Τενεκέ… υπομονή ολίγη,
και ψήφος, μα την πίστη μου, κανείς δεν θα σου φύγει.
Ενόσω είμαι Δήμαρχος εγώ, να μη φοβάσαι,
και ήσυχος κι αξένοιαστος να τρως και να κοιμάσαι.
ΤΕΝΕΚΕΣ Απ’ το Θεό, κυρ – Δήμαρχε, και στο δικό σου χέρι.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Δεν σ’ έχω για κακή καρδιά!…
ΤΕΝΕΚΕΣ Ω! ναι, κυρ – Απλοχέρη,
να κάμεις, σε παρακαλώ, εκείνο που μπορέσεις,
και όποιον ξέρεις φούσκωσ’ τον με λόγια κι υποσχέσεις.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Καλέ, και θέλει ρώτημα;
ΤΕΝΕΚΕΣ Ό,τι μπορείς να κάνεις
και του κυρίου Υπουργού το γράμμα μην ξεχάνεις.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Για τέτοια πράγματα μικρά σου είπα μη σε μέλει,
κι εγώ κι εσύ, κυρ – Τενεκέ, αν ο Θεός το θέλει,
δουλειές με φούντες και οι δυο θα κάνομε μια μέρα,
εσύ απ’ την πρωτεύουσα κι εγώ από δω πέρα,
και τότε πια θα δεις καλά ποιος είν’ ο Απλοχέρης…
ΤΕΝΕΚΕΣ Καλέ, τι λόγος!…βέβαια…σε ξέρω και με ξέρεις.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Θα πάμε όξω στα χωριά σε λίγο με γαϊδάρους
κι εκεί θα δεις, κυρ – Τενεκέ, κουμπάρες και κουμπάρους,
κι υποδοχές με τούμπανα και ζήτω και λαγούτα,
όπου θα λες μονάχος σου, «μωρέ, μα τ’ είναι τούτα;»
ΤΕΝΕΚΕΣ Για όλ’ αυτά σ’ ευχαριστώ, κυρ – Δήμαρχε, ως τόσο,
μα τις θυσίες σου αυτές, εγώ θα τις πληρώσω.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Θα ’λθει μαζί μας κι η κυρά για πιο πολλή φιγούρα,
και αν δεν θέλει γάϊδαρο, καθίζει σε γαϊδούρα.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Α! μπα! Εγώ δεν έρχομαι γιατ’ είμαι κουρασμένη,
κι από γαϊδάρους, όπως σεις, δεν είμαι μαθημένη.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Πρέπει και συ, κοκκώνα μου, να ’λθης μαζί μας έξω,
κι εγώ τον πρώτο γάϊδαρο για σένα θα διαλέξω.
ΤΕΝΕΚΕΣ Καλέ, τι λόγος!… βέβαια…πρέπει να ’λθης μαζί μας.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Να σε γνωρίσουν τα χωριά και όλ’ οι άνθρωποί μας.
ΤΕΝΕΚΕΣ Μα πες τους, σε παρακαλώ, να ρίξουν και κουμπούρια.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Λοιπόν πηγαίνω γρήγορα να φέρω τα γαϊδούρια.

ΣΚΗΝΗ Γ΄
ΤΕΝΕΚΕΣ, ΑΦΡΟΔΙΤΗ

ΤΕΝΕΚΕΣ Α! είναι ανεκτίμητος ο Δήμαρχος τω όντι!
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Ξέρεις για μένα δυνατά πως του πονεί το δόντι;
ΤΕΝΕΚΕΣ Βρε, τι μου λες;
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Μου ρίχτηκε με όλα τα σωστά του
και με χαϊδεύει πού και πού με τα βρωμόχερά του,
και η γυναίκα του θαρρώ πως μ’ αγριοκοιτάζει.
ΤΕΝΕΚΕΣ Λοιπόν και συ σαν έξυπνη να του ριχθής για χάζι.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Τι λες, καλέ;
ΤΕΝΕΚΕΣ Να του ριχθής, άλλ’ εννοείς με τρόπο,
διότι έχει δύναμιν κι επιρροήν στον τόπο,
και κρέμονται επάνω του οι νόμοι κι οι προφήται.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Με τα σωστά σου ομιλείς;
ΤΕΝΕΚΕΣ Τι λόγος!… εννοείται.
Ακόμ’ ημέρες δώδεκα θα μείνομ’ εδώ πέρα
και ύστερα γλυτώνομε και απ’ αυτή τη λέρα.
Λοιπόν και συ τις δώδεκα ημέρες ωφελήσου
και εις αυτόν τον Δήμαρχον αμέσως προσκολλήσου
κι αν σε χαϊδεύει χάϊδευτον, κι αν σε φιλήσει φίλα,
ως να περάσει ο καιρός που μας παιδεύει, σκύλα.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Μου φαίνεται πώς τάχασες…
ΤΕΝΕΚΕΣ Ξέρω εγώ τι λέω.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Αχ! Όπως εκατήντησες, κυρ – βουλευτή, σε κλαίω.
Ανάθεμα επτά φορές εκείνες τις ημέρες.
Οπού και συ μες στη βουλή με τους λοιπούς πατέρες
τα νέα νομοσχέδια εφήφισες εκείνα…
ΤΕΝΕΚΕΣ Μα πάλι, Αφροδίτη μου, μου άρχισες τη γρίνα;
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Εγώ σου είπα: «Τενεκέ, τον ψήφο σου μη δώσεις,
γιατί χαΐρι δεν θα δεις και θα το μετανοιώσεις.
Εσύ δεν είσαι, άνδρα μου, καμμία εξοχότης,
ή κομματάρχης δυνατός ή ένας ρήτωρ πρώτης,
και πώς εβγήκες βουλευτής τον περασμένο χρόνο
ο παντεπόπτης κύριος κι εγώ το ξέρω μόνο».
Αλλά εσύ δεν μ’ άκουσες κι εσκότωνες τις μυίγες
κι αμέσως σαν θεόστραβος και κουτεντές επήγες
και τη θηλειά επέρασες μονάχος στο λαιμό σου.
ΤΕΝΕΚΕΣ Μη αναμνήσεις θλιβεράς μου φέρεις, στο θεό σου.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Δεν έβλεπες, κυρ – Τενεκέ, το φοβερό σου χάλι,
μα περιφέρεια και συ μου ήθελες μεγάλη.
Και τώρα σαν Ατσίγγανος εδώ κι εκεί γυρίζεις
και όλο χρήματα σκορπάς κι επιρροήν ελπίζεις,
και το κεφάλι σου κτυπάς στους τοίχους ολοένα,
και στα καλά καθούμενα με κουβαλάς κι εμένα
να υποφέρω χίλια δύο σ’ αυτούς τους παλιοτόπους
και να χαριεντίζομαι με πρόστυχους ανθρώπους,
χωρίς να ξέρεις, Τενεκέ, και σύντροφέ μου μόνε,
πως σαν μαλάζεις πίτουρα οι όρνιθες σε τρώνε.
ΤΕΝΕΚΕΣ Είμαι καθ’ όλα σύμφωνος με τη δική σου γνώμη,
ανάγκα όμως πείθονται και οι θεοί ακόμη.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Δεν ήτανε καλλίτερα να σου κοπεί το χέρι;
ΤΕΝΕΚΕΣ Αχ! Πόσον μετενόησα ένας Θεός το ξέρει.
Εγώ τα νομοσχέδια εκείνα να ψηφίσω
και τώρα πια τον ψήφο μου να μην μου δίνουν πίσω;
Κατάρα εις το χέρι μου και εις τας περιφερείας!
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Παραίτησε παρακαλώ, αυτάς τας φλυαρίας,
και τώρα πλέον κοίταξε τι διάβολο θα κάμεις.
ΤΕΝΕΚΕΣ Πρέπει και συ, γυναίκα μου, σ’ αυτό να με συνδράμεις
διότι αλλιώς το κλεινόν βουλευτιλίκι χάνω
και δεν γνωρίζω τίποτε καλλίτερο να κάνω.
Αυτό το ξέρεις δα και συ…
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Πολύ καλά το ξέρω,
για τούτο βάσανα κι εγώ και κόπους υποφέρω,
κι ελπίζω πάντα, Τενεκέ, πώς έτσι δεν θα μείνεις
και μια ημέρα ημπορεί και Υπουργός να γίνεις.
ΤΕΝΕΚΕΣ Είθε να παίξω πια κι εγώ του υπουργού τον ρόλον
προς καύχημα της γενεάς των Τενεκέδων όλων,
διότι πλέον δεν μπορώ στα έξοδα ν’ ανθέξω…

ΣΚΗΝΗ Δ΄
Οι άνω, ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ, ΝΙΚΟΛΗΣ

ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Ε! Τα γαϊδούρια τα ’φερα και περιμένουν έξω,
και από δαύτα η κυρά το πιο καλό ας πάρει…
Σας φέρνω και τον Νικολή, τον πρώτο γαϊδουριάρη.
ΝΙΚΟΛΗΣ Τι έχομε, κυρ – Τενεκέ;…Τι έχομε, κοκκώνα;
Επάχυνες και στέκεσαι σαν μαρμαροκολώνα.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Ποιος είν’ αυτός;
ΤΕΝΕΚΕΣ Πολύ καλά, ευχαριστώ, παιδί μου.
ΝΙΚΟΛΗΣ Δεν με γνωρίζεις φαίνεται…
ΤΕΝΕΚΕΣ Τι λες, βρε Νικολή μου;
Σε ξέρω, κατεργάρη μου και κάλτσα του διαβόλου…
(Και να με πάρ’ ο διάβολος αν τον γνωρίζω διόλου).
Τι κάνει ο πατέρας σου;
ΝΙΚΟΛΗΣ Τώρα; …θεός σχωρές τον!
ΤΕΝΕΚΕΣ Ξεχάνω πώς το έλεγαν…
ΑΦΡΟΔΙΤΗ
(προς τον Τενεκέν).
Έλα, καημένε, πες τον.
ΤΕΝΕΚΕΣ Μανώλη, Γιάννη, Κωσταντή…
ΝΙΚΟΛΗΣ Μα πες τον και Σταμάτη.
ΤΕΝΕΚΕΣ Ναι, τώρα το θυμήθηκα…
ΝΙΚΟΛΗΣ Αφεντικό, σπολάτη.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Εμείς συχνά ρωτούσαμε περί του μακαρίτου.
ΤΕΝΕΚΕΣ Ας έχη γαίαν ελαφράν η αγαθή ψυχή του!
Αμμέ η εξαδέλφη σου;
ΝΙΚΟΛΗΣ Θα λες για την Ειρήνη.
ΤΕΝΕΚΕΣ Ναι, ναι, γι’ αυτήν…
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Πού βρίσκεται;
ΝΙΚΟΛΗΣ Τα κόρδωσε κι εκείνη.
ΤΕΝΕΚΕΣ Βρε, τι μου λες;…απέθανε κι εκείν’ η κακομοίρα;
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Κι εγώ, δεν ξέρεις, Νικολή, τι λύπη που την πήρα.
ΤΕΝΕΚΕΣ Λοιπόν ζωή σε λόγου σου κι ο κόσμος τέτοιος είναι,
μαραίνονται του έαρος αι ανθηραί μυρσίναι
και φεύγει κι η νεότης μας ως αστραπή ταχεία…
Αλήθεια, ποιος ακούεται εδώ στην Επαρχία;
ΝΙΚΟΛΗΣ Και μ’ ερωτάς, αφεντικό;…ποιος άλλος από σένα;
ΤΕΝΕΚΕΣ Μη χωρατεύεις…
ΝΙΚΟΛΗΣ Σου μιλώ σωστά και τιμημένα.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Δεν σούλεγα, κυρ – Τενεκέ, να μην παραπονείσαι,
και ότι προ καιρού γνωστός στην Επαρχία είσαι;
Κι αν αδιάφοροι περνούν από μπροστά σου όλοι,
για φούρκα εξεπίτηδες το κάνουν οι διαβόλοι.
ΝΙΚΟΛΗΣ Σου εγγυώμ’, αφεντικό, για την επιρροή σου.
ΤΕΝΕΚΕΣ
(προς τον Απλοχέρην).
Αξίζει φίλημα θερμόν αυτός ο Νικολής σου.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Μα πρέπει να πηγαίνομε γιατί περνά η ώρα.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Αλλά μαζί μας δεν θα ’λθη και η κυρία Φλώρα;
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Άμμ’ τι την θέλεις;…πιο καλά στο σπίτι της να μείνει.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Μπορεί να της κακοφανεί…
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Καμπόσο ξύδι πίνει και ξεθυμώνει γρήγορα…
ΤΕΝΕΚΕΣ
(προς τον Νικολήν)
Εμπρός λοιπόν, λεβέντη.
ΝΙΚΟΛΗΣ Μα το Χριστό, αφεντικό, θα κάνομ’ ένα γλέντι!
ΤΕΝΕΚΕΣ Όσο για τούτο, Νικολή, κι εγώ δεν αμφιβάλλω.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Σταθήτε το καπέλο μου για μία στιγμή να βάλω.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ
(προς την Αφροδίτην)
Αυτό το μαγουλάκι σας κι εκείνα σας τα φρύδια!
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Καλέ, κι εμπρός στον άνδρα μου μου κάνετε τα ίδια;
Λίγη ντροπή, κυρ – Δήμαρχε…
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Ε! τώρα… μεταξύ μας…
ΝΙΚΟΛΗΣ Εμπρός, λοιπόν, και καρτερούν απ’ έξω οι δικοί μας.

ΣΚΗΝΗ Ε΄

ΦΛΩΡΑ Πω! Πω! Χριστέ και Παναγιά!…ήμουν εκεί κρυμμένη
και άκουσα πολύ καλά και είδα τι συμβαίνει.
Ακούς η ασυνείδητη να μου τον ξετρελλάνει
και τώρα στα γεράματα το κόρτε να της κάνει;
Είδες εκεί γαϊδουρινή ξετσιπωσιά η βρώμα,
Να θέλει χάδια κι εμπροστά στον άνδρα της ακόμα;
Μωρέ, καλά δεν μ’ άρεσαν οι τόσες χωρατάδες
και του ανδρός μου οι πολλές και άγνωστες γλυκάδες
και της κυρίας βουλευτού τα ψεύτικα γινάτια
και του Δημάρχου τα γλαρά και λιγωμένα μάτια.
Μωρέ, καλά μου το ’λεγαν και άλλες κακομοίρες,
νοικοκυράδες νιόπαντρες κι ελεύθερες και χήρες,
«Κυρία Φλώρα, πρόσεχε καλά τον Απλοχέρη,
μήπως καμμιά βρωμοδουλειά μ’ αυτήν σου καταφέρει».
Απ’ τη στιγμή που πάτησαν κι οι δυο τους εδώ πέρα,
εγώ δεν την εχώνεψα από την πρώτη μέρα,
και πάντοτε το έλεγα πως κάτι θα μου τρέξει,
και όμως όλα τα ’βλεπα, χωρίς να βγάλω λέξη.
Τα είδα μια, τα είδα δυό, τα είδα πέντε δέκα,
μα δεν το υποφέρω πια, για μια παλιογυναίκα
απ’ το δεξί μου το πλευρό το Δήμαρχο να χάσω
κι απ’ το πολύ σεκλέτι μου, ωσάν ασκί να σκάσω.
Ναι, ναι, θα μάθεις γρήγορα, μωρή σαχλοκαγκάγια,
ότι δεν είμαι όπως συ, καμμία κουκοβάγια
και ούτε, όπως με θαρρεί ο άνδρας μου κουτάβι,
που τέτοια σκέρτσα δεν μπορεί ποτέ να καταλάβει
και θα σε κάμω σήμερα με το χρυσό σου ταίρι
να φύγεις άναυλ’ απ’ εδώ ημέρα μεσημέρι,
κι αν ξύδι θέλετε να πιω να μου περάσ’ η κάκια,
θα σας ποτίσω και τους τρεις με χίλια δυο φαρμάκια.
Ναι ναι, κυρία Τενεκέ, κυρία πάπια, χήνα,
μπορώ να κάμω κάτι τι κι εγώ σαν Δημαρχίνα,
κι αν μ’ έφαγε το μαγειριό και του σπιτιού η πάστρα,
θα δεις πως φέρνω σ’ όλα σας τα σχέδια χαλάστρα.
Έχω κι εγώ, κυρία μου, το ιδικό μου κόμμα…
μα πως δεν ήλθαν τα παιδιά κι ο Μανωλιός ακόμα;

ΣΚΗΝΗ ΣΤ΄
ΦΛΩΡΑ, ΧΩΡΙΚΟΙ, ΜΑΝΩΛΙΟΣ

ΜΑΝΩΛΙΟΣ Μας εμηνύσατε, κυρά;
ΦΛΩΡΑ Καλώς τα τα παιδιά μου.
ΜΑΝΩΛΙΟΣ Και τι ορίζεις από μας;
ΦΛΩΡΑ Ελάτε πιο κοντά μου…
Τρέχουν σπουδαία πράγματα…
ΜΑΝΩΛΙΟΣ Φλώρα, μας τρομάζεις
Και υποψίες χίλιες δυο μες στο μυαλό μας βάζεις.
ΦΛΩΡΑ Ο Δήμαρχος τα έχασε με μια παλιοκαγκάγια…
ΧΩΡΙΚΟΙ Τι λες, κυρά;
ΦΛΩΡΑ Τα έχασε, σας λέω…
ΜΑΝΩΛΙΟΣ Τον κανάγια!
ΦΛΩΡΑ Αλλ’ ας μιλούμε πιο σιγά, κυρ – Μανωλιό, μην τύχει
κι ακούσουν τέτοια πράγματα και του σπιτιού οι τοίχοι.
ΜΑΝΩΛΙΟΣ Λοιπόν για πες μας…
ΦΛΩΡΑ Βέβαια καθένας σας θα ξέρει
πως τώρα πια οι εκλογές κι εδώ και σ’ άλλα μέρη
δεν θα ’ναι όπως άλλοτε…
ΧΩΡΙΚΟΙ Το ξέρουμε, κοκκώνα.
ΦΛΩΡΑ Κι όποιος θα βγαίνει βουλευτής από τον Μαραθώνα
θα βγαίνει κι απ’ τη Λειβαδιά και από την Αθήνα…
ΧΩΡΙΚΟΙ Το ξέρουμε, το ξέρουμε, κυρία Δημαρχίνα.
ΜΑΝΩΛΙΟΣ Άμμ’ έτσι τ’ απεφάσισαν, κοκκώνα, οι πατέρες.
ΦΛΩΡΑ Λοιπόν που λέτε, απ’ εδώ και κάμποσες ημέρες
ήλθε στην Επαρχία μας κατακαμαρωμένος
κι ο βουλευτής ο Τενεκές, αγνώριστος και ξένος.
Ο Υπουργός τον σύστησε θαρρώ στον Απλοχέρη
να ενεργήσει και γι’ αυτόν, καθώς εκείνος ξέρει,
κι εμείς τον εδεχθήκαμε τον παλιογκραβαρίτη
και τον φιλοξενήσαμε και στο δικό μας σπίτι.
ΧΩΡΙΚΟΙ Το ξέρουμε, το ξέρουμε…
ΦΛΩΡΑ Μπα! Που να ξεραθήτε… λοιπόν αφήστε να σας πω
και ύστερα μιλείτε.
ΧΩΡΙΚΟΙ Λοιπόν;
ΦΛΩΡΑ Μας κουβαλήθηκε κι αυτός και η κυρά του,
και μόνο που δεν έφερε μαζί και τα σκυλιά του.
Και από τότε, βρε παιδιά, μ’ αυτή την Αφροδίτη
ο Δήμαρχός μας έχασε Παρασκευή και Τρίτη,
και του ’στριψαν οι βίδες του και δράμι νου δεν έχει
και πάντα σαν λαγωνικό από κοντά της τρέχει,
και δος του πια ζαχάρωμα και γλύκα και παιχνίδι
κι εμένα με σιχαίνεται και με ποτίζει ξύδι.
Αχ! Μάννα μου, μαννούλα μου!
ΧΩΡΙΚΟΙ Μην κλαις, κυρία Φλώρα.
ΜΑΝΩΛΙΟΣ Γι’ αυτό καθόλου δεν πατεί στη Δημαρχία τώρα,
και όλοι πάνε κι έρχονται με χέρια σταυρωμένα…
ΦΛΩΡΑ Και φαντασθήτε, βρε παιδιά, όπου εμπρός σ’ εμένα
της πιάνει και το μάγουλο.
ΜΑΝΩΛΙΟΣ Το μάγουλο της πιάνει;
ΦΛΩΡΑ Και ποιος το ξέρει, Μανωλιό, ακόμη τι θα κάνει!
ΜΑΝΩΛΙΟΣ Απ’ άνδρες θα ’χει, φαίνεται, στον τόπο της κεσάτια
κι ήλθε κι εδώ, κοκκώνα μου, για γλύκες και για μάτια.
ΦΛΩΡΑ Καλά το λες, κυρ – Μανωλιό… ελύσσαξε αλήθεια
και με τσακίσματα ζητεί απ’ όλους μας βοήθεια,
κι ο Δήμαρχος εφρένιασε με τούτη τη βρωμούσα,
σαν να ’ν’ ο Ερωτόκριτος κι εκείν’ η Αρετούσα.
ΧΩΡΙΚΟΙ Και τι ορίζεις το λοιπόν;
ΦΛΩΡΑ Να γίνομ’ ένα κόμμα,
να διώξομε τον Τενεκέ μ’ εκείνη του τη βρώμα.
ΧΩΡΙΚΟΙ Πώς δηλαδή;
ΦΛΩΡΑ Ο Δήμαρχος και οι δυο τους με γαϊδάρους
πηγαίνουν έξω στα χωριά να εύρουν τους κουμπάρους.
Ενώ θα τρέχουν το λοιπόν εις τα χωριά εκείνοι
και ο χρυσός σας Δήμαρχος μαζί της θα τα ψήνει,
εμείς τους βγαίνουμ’ εμπροστά, τους βγάζομε στο φόρο,
τον Δήμαρχό μας πιάνομε, που λέν’ επ’ αυτοφώρω,
κι αρχίζομε τον Τενεκέ κι εκείνη με λεμόνια,
να μη θαρρούν στον τόπο μας πως είναι κουφαηδόνια.
ΜΑΝΩΛΙΟΣ Και αν ο Δήμαρχος γι’ αυτό θυμώσει;
ΦΛΩΡΑ Τι σας μέλει;
Αφού της Δημαρχίνας σας το κέφι έτσι θέλει;
Και αν ο Δήμαρχος γι’ αυτό το ξαφνικό φουρκίσει
και τις πολλές σας τις δουλειές ατέλειωτες αφήσει,
η Δημαρχίνα είν’ εδώ κι αυτή τα κάνει όλα…
ΜΑΝΩΛΙΟΣ Σε ξέρουμε τι πονηρή που είσαι και μαριόλα.
ΦΛΩΡΑ Τα πάντα είμαι ικανή εγώ να κατορθώσω,
και μάλιστα, μωρέ παιδιά, σαν τύχει και θυμώσω.
ΧΩΡΙΚΟΙ Συ πάντα την καρδούλα μας την κάνεις περιβόλι.
ΜΑΝΩΛΙΟΣ Εμπρός στη Δημαρχίνα μας ας γονατίσομ’ όλοι.
(Γονατίζουν)
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά καμαροφρύδα,
όπου στον κόσμο σαν και σε άλλη καμμιά δεν είδα,
που του κοράκου το φτερό φορείς καμαροφρύδι,
να σε ποτίζουν έπρεπε με μόσχο κι όχι ξύδι.
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά μαυροματούσα,
καμαρωτή και λυγιστή και σιγοπερπατούσα,
που σειέσαι και περπατείς σαν πέρδικα στον άμμο
κι αν σε κοιτάξει άνθρωπος γλιστρά και πέφτει χάμω,
που όλους με τους τρόπους σου τραβάς και τους
σκλαβώνεις
που μια και άλλη μας δουλειά σαν Δήμαρχος τελειώνεις,
που ’χεις τον ήλιο πρόσωπο και σαν γοργόνα μοιάζεις,
ας γίνει για χατήρι σου εκείνο που προστάζεις.
ΧΩΡΙΚΟΙ Εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραγίσει
και του Δημάρχου η κυρά χρόνους πολλούς να ζήσει.
ΦΛΩΡΑ Ευχαριστώ, καλά παιδιά…αλλά περνά η ώρα
Κι ας τρέξομε να κόψομε του Τενεκέ τη φόρα.
ΧΩΡΙΚΟΙ Εσύ να γίνεις αρχηγός…
ΦΛΩΡΑ Κτυπάτε με λεμόνια,
να μη θαρρούν στον τόπο μας πως είναι κουφαηδόνια.
Εμπρός, ή ταν ή επί τας…
ΧΩΡΙΚΟΙ Γεια σου, χρυσή κοκκώνα.
ΜΑΝΩΛΙΟΣ Μαύρο, παιδιά, στον Τενεκέ, οπού να πάει γόνα.

ΣΚΗΝΗ Ζ΄
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ, ΤΕΝΕΚΕΣ, ΑΦΡΟΔΙΤΗ
(Εισέρχονται επί όνων ακολουθούμενοι υπό πολλών)

ΠΟΛΛΟΙ Ζήτω, παιδιά, του Τενεκέ…
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Βαρείτε το λαγούτο.
ΠΟΛΛΟΙ Ζήτω και της κοκκώνας του, που είναι πρώτης φρούτο.
ΤΕΝΕΚΕΣ (Απ’ την καβάλλα την πολλή επέσαν τα νεφρά μου
κι επιάστηκε ο γόφος μου κι η περιφέρειά μου).
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ (προς τον Τενεκέν)
Μα δεν τους λες και τίποτε;
ΤΕΝΕΚΕΣ …θα βγάλω λόγο,
για να ιδήτε, βρε παιδιά, πως άχυρα δεν τρώγω.
ΠΟΛΛΟΙ Ακούσατε, ακούσατε…
ΤΕΝΕΚΕΣ Σταθήτε παραχρήμα…
Ας πω πως είναι η Βουλή κι ο γάιδαρος το βήμα.
Ω επαρχίας προσφιλούς γενναίοι πατριώται,
παρακαλώ, τους ψήφους σας σ’ εμένα μόνο δότε,
και όταν γίνω βουλευτής θα πω πολλά τα έτη,
έξω η φτώχεια, βρε παιδιά, και κάθε σας σεκλέτι.
Ας γίνουν όλα θάλασσα κι ο τόπος σαν ντιβάνι,
να ’ναι καλά ο Τενεκές κι αυτός τον ξαναφτιάνει.
ΠΟΛΛΟΙ Ζήτω, παιδιά, του Τενεκέ…
ΤΕΝΕΚΕΣ Τραβάτε πάρα πίσω και μη με διακόπτετε να
εξακολουθήσω…
Αγαπητοί μου εκλογείς και φίλοι συμπολίται
φθάνει να γίνω βουλευτής και όλοι σας θα πήτε:
«μωρέ, μα πού το βρήκαμε αυτό το κελεπούρι;»
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ (ιδία, προς την Αφροδίτην)
Κυρά μου, σαν ανέβαινες απάνω στο γαϊδούρι,
χωρίς να θέλω, εννοείς, λιγάκι γάμπα είδα,
και παρ’ ολίγον έλειψε να μου γυρίσ’ η βίδα.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Παρακαλώ, κυρ – Δήμαρχε…
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Ψυχίτσα μου, τι πόδι!
Ευθύς που το ’δα, ο παππούς μού φάνηκε σαν βόδι!
ΤΕΝΕΚΕΣ Εάν πεινάσετε ποτέ, εγώ θα σας ταΐσω,
εάν διψάσετε ποτέ, εγώ θα σας ποτίσω,
αν μπήτε μες στη φυλακή για το ’να και για τ’ άλλο,
αμέσως με τα τέσσερα θα έλθω να σας βγάλω,
και αν για λαθρεμπόρια ή άλλο τι τολμήσει
κανένας μασκαράνθρωπος να σας κατηγορήσει,
αυτοστιγμεί ο διάβολος του παίρνει τον πατέρα…
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Όσο για τούτο έννοια σου και είμ’ εγώ δω πέρα.
ΤΕΝΕΚΕΣ Κι αχούρια μες στο σπίτι μου θα κάμω κοντά στ’ άλλα,
να δένετε τα ζώα σας μικρά τε και μεγάλα,
διά να ξεκουράζονται κι εκείνα τα καημένα,
κι αν θέλετε, μαζί μ’ αυτά, να δένετε κι εμένα.
ΠΟΛΛΟΙ Ευχαριστούμε, Τενεκέ, μας καθυποχρεώνεις…
Αμμ’ δεν μιλάς κι εσύ, κυρά, που τόσο καμαρώνεις;
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Εγώ, παιδιά, στον καναπέ της σάλας θα σας βάζω
και πάντα με το πιάνο μου θα σας διασκεδάζω,
και μόνη μου προς χάριν σας θα κουβαλώ στη σάλα,
τσιμπούκι, πούρο, ναργιλέ, καπνό, καφέ και γάλα.
ΠΟΛΛΟΙ Ζήτω λοιπόν και της κυράς, που θα μας παίζει πιάνο.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Ό,τι δουλειά ζητήσετε προθύμως θα την κάνω.
ΠΟΛΛΟΙ Ζήτω και πάλι της κυράς, που είναι σαν παπίνι,
και αν θέλομε και τίποτε, ευθύς θα μας το δίνει.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Και αν ζημίες φέρετε στο σπίτι μου μεγάλες,
κι αν καναπέδες σπάσετε, πολτρόνες και μπουκάλες,
εσείς να είσαστε καλά κι εγώ καινούριες παίρνω…
ΠΟΛΛΟΙ Γι’ αυτά, κοκκώνα, έννοια σου, πληρώνει το Κουβέρνο.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ (ιδία προς την Αφροδίτην)
(Τι όμορφη που φαίνεσαι απάνω στο γαϊδούρι!)
ΑΦΡΟΔΙΤΗ (Πώς ήθελα να του ’δινα μια φτυσιά στη μούρη).
ΤΕΝΕΚΕΣ Και όταν έβγω νικητής εκ του σφοδρού αγώνος,
θα πω εκείνο το ρητόν του πάτερ Συμεώνος:
«Νυν απολύοις, Δέσποτα, τον ταπεινόν σου δούλον,
διότι τέλος εκ χειρών εσώθη επιβούλων».
ΧΩΡΙΚΟΙ Αμήν, να δώσει ο Θεός…
ΤΕΝΕΚΕΣ Αυτά λοιπόν και άλλα,
και μιλ παρντόν, αν σας μιλώ στο γάϊδαρο καβάλλα.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Γι’ αυτό τον λόγο, φίλε μου, σπουδαίως σε συγχαίρω.
ΤΕΝΕΚΕΣ Α! μπα! Δεν είναι τίποτε… άμμ’ τι θαρρείς; Δεν ξέρω;
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Αμμέ κι ο λόγος της κυράς δεν πήγε παρακάτω.
(προς την Αφροδίτην) (Μ’ αυτό το μαγουλάκι σας το ροδοζαχαράτο!)
ΑΦΡΟΔΙΤΗ (Καλέ, στέκουνε άνθρωποι, κυρ – Δήμαρχε,
μπροστά μας).
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ (Μη μου πειράζεσαι γι’ αυτό κι είναι παιδιά δικά μας).
ΤΕΝΕΚΕΣ Εμπρός λοιπόν, κυρ – Δήμαρχε…
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Κτυπάτε το νταούλι…
(προς την Αφροδίτην) (Μ’ αυτό το μαγουλάκι σας κι εκείνο το προγούλι!)
ΕΝΑΣ Ζήτω, παιδιά, του Τενεκέ…
ΑΛΛΟΣ Και της κυράς του ζήτω.
ΤΕΝΕΚΕΣ Την τόση καλωσύνη σας στον κόσμο θα κηρύττω.
ΠΟΛΛΟΙ Εμπρός! Κτυπάτε κι έρχονται λαγοί με πετραχήλια.
ΑΛΛΟΣ Ζήτω και του δημάρχου μας με όλη τη φαμίλια.
ΤΕΝΕΚΕΣ Μα το γαϊδουράκι μου κλωτσά, γιατ’ ίσως δεν θα ξέρει
Πως βουληφόρον άνθρωπον επί των νώτων φέρει.

ΣΚΗΝΗ Η΄
Οι άνω, ΦΛΩΡΑ, ΜΑΝΩΛΙΟΣ, ΧΩΡΙΚΟΙ

ΜΑΝΩΛΗΣ Σταθήτε, και σας φάγαμε…
ΠΟΛΛΟΙ Κυρ – Τενεκέ, σταμάτα.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Τι βλέπω!… η γυναίκα μου μ’ ένα σωρό φουσάτα.
(προς την Φλώραν) Τι θες κι εφύτρωσες εδώ;
ΦΛΩΡΑ Τώρα θα δεις τι θέλω;
Κρεμανταλά, παλιάνθρωπε, διαόλου Σγαναρέλο.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Τι έπαθες, μωρή Φλωρού;…
ΦΛΩΡΑ Ρεζίλι θα σε κάνω,
είναι καιρός, κυρ – Δήμαρχε, κι εγώ να ξεθυμάνω.
Νομίζεις πώς δεν τ’ άκουσα, νομίζεις πώς δεν τα ’δα
τα όσα μου μαγείρευες μ’ αυτή την αγελάδα;
Είχα και μάτια για να δω κι αυτιά για να τ’ ακούσω,
και τώρα ήλθα και τους τρεις πατόκορφα να λούσω.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Τι μυίγα σου εκόλλησε και μου ’γινες μπαρούτι;
ΜΑΡΟΥΛΑ Δεν στάλεγα, κυρ – Δήμαρχε; Τι μπόρα είναι τούτη;
ΦΛΩΡΑ
(προς την Αφροδίτην)
Και, συ, κυρά, που τριγυρνάς, απάνω στο γαϊδούρι
κι εις του Δημάρχου κόλλησες τη ράχη σαν τσιμπούρι,
δεν ντρέπεσαι στα σπιτικά να κάνεις πανηγύρι
με κάθε μία νοικοκυρά και κάθε νοικοκύρη;
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Μ’ όλο τον κόσμο σήμερα, ψαλλίδα, θα τα βάλεις;
ΜΑΝΩΛΙΟΣ Γεια σου, κοκκώνα, έμπα τους…ωραία τους τα ψάλλεις.
ΦΛΩΡΑ
(προς τον Τενεκέ)
Αμμέ και συ, κυρ – Τενεκέ, με το πολύ καμάρι,
που πρέπει απ’ οπίσω σου να σου κρατούν φανάρι,
τέτοια μαϊμού, δεν ντρέπεσαι μαζί σου να την παίρνεις
κι ως ένα είδος έπιπλο κοντά σου να την σέρνεις,
για να σου κάνει κόμματα και να μαζεύει ψήφους;
ΜΑΝΩΛΙΟΣ Άμμ’ έννοια της και από μας θα πάρει μόνο τζίφους.
ΦΛΩΡΑ Πώς τάχα συ, κυρ – Τενεκέ, δεν τα ’βαλες μ’ εμένα
Και δεν μ’ εκοίταξες ποτέ με μάτια λιγωμένα;
Γιατ’ ήξερες, πως δεν περνούν στη Φλώρα τέτοια λούσα,
Και ούτε θέλω να με πει ο κόσμος Αρετούσα.
ΤΕΝΕΚΕΣ Φθάνει να θέλεις μοναχά και απ’ εδώ και πέρα
Αρχίζομε τον έρωτα…
ΦΛΩΡΑ Κακή ψυχρή σου μέρα.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Μη την ξεσυνερίζεσθε και κάτι έχει πάθει.
ΦΛΩΡΑ Θα τα φωνάξω δυνατά ο κόσμος να τα μάθει.
(προς το κόμμα
του Δημάρχου)
Και σεις, παιδιά, που τρέχετε στον Τενεκέ οπίσω,
ελάτε με το κόμμα μου να σας ευχαριστήσω.
Πούθε βαστά η σκούφια του κανένας σας δεν ξέρει
κι ας πάει να ’βγει βουλευτής εις τα δικά του μέρη.
Ορίστε!…μας κουβάλησε και τούτη την καγκάγια.
Κι ετρέλλανε τον Δήμαρχο σαν να του φτιάνει μάγια.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ
(προς την Αφροδίτην)
Μην την ξεσυνερίζεσαι…
ΕΝΑΣ Αλήθεια, τον μαγεύει,
γιατί κι εμείς τον είδαμε να την κρυφοχαϊδεύει.
ΦΛΩΡΑ Κι ο Δήμαρχος τεμπέλιασε και τώρα ένα μήνα
αφήνει όλες τις δουλειές και κάνουν καραντίνα.
ΕΝΑΣ Αλήθεια λες…
ΦΛΩΡΑ Αμμ’ βλέπετε, ο έρωτας τον πνίγει…
Κι αν τώρα τούτη τη στιγμή τ’ ανδρόγυνο δεν φύγει,
θα τρελλαθούν κι αφεντικά, θα τρελλαθούν και δούλοι,
και θα γενεί πολύ κακό κι ο γάμος του Κουτρούλη.
ΕΝΑΣ Ζήτω της Δημαρχίνας μας, ζήτω της μ’ ένα στόμα.
ΑΛΛΟΣ Πάμε όλοι, βρε παιδιά, με το δικό της.
ΠΟΛΛΟΙ Γιούχα λοιπόν του Τενεκέ…
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Τι λέτε, βρε γαϊδούρια!
Ελάτε πίσω γρήγορα μη γίνουν νταβατούρια.
ΠΟΛΛΟΙ Δεν θέλομε τον Τενεκέ…
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Αλλά εγώ τον θέλω.
ΤΕΝΕΚΕΣ Μια λεμονιά, κυρ – Δήμαρχε, μου ήλθε στο καπέλο.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Συχάσατε χαμάληδες μη σας ξυλοφορτώσω.
Να είμαι Τούρκος, αν καμμιά υπόθεση τελειώσω.
ΦΛΩΡΑ Ενόσω είμ’ εγώ εδώ, καθόλου μη σας νοιάζει.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Άχ! Μούμια, τι μου σκάρωσες…
ΦΛΩΡΑ Μα πώς σε κάνω χάζι!
ΠΟΛΛΟΙ Γιούχα λοιπόν του Τενεκέ με όλη την καρδιά σας.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Βρε, τρελλαθήκατε και ’σεις μαζί με την κυρά σας,
που μάγια ονειρεύεται κι ερωτοκαρδιοχτύπι,
αφού και σεις το ξέρετε πως της λείπει;
ΦΛΩΡΑ Μωρέ, μ’ αυτά δεν μας γελάς…
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Ελύσσαξες, ζηλιάρα.
ΜΑΝΩΛΙΟΣ Σε ξέρουμε, κυρ – Δήμαρχε, και πού την πας την κλάρα;
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Σκεφθήτε, πως ο Υπουργός τον έχει συστημένα,
κι αν δεν τον βοηθήσουμε, αλλοίμονο σ’ εμένα.
ΠΟΛΛΟΙ Η σύστασις του Υπουργού, κυρ – Δήμαρχε, ας λείψει
κι απάνω στην κασσίδα του, αν θέλει ας τον τρίψει.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Σας λέω πως θα κλάψετε, αν δεν ελθήτε πίσω.
ΤΕΝΕΚΕΣ Αμμέ τ’ αχούρια, βρε παιδιά, που είπα να σας κτίσω;
ΠΟΛΛΟΙ Ευχαριστούμε…κτίσε τα και κάτσε μοναχός σου.
ΜΑΝΩΛΙΟΣ Βρε, δεν σε θέλει ο λαός και φεύγα για καλό σου.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Αμμέ το πιάνο;…
ΠΟΛΛΟΙ Παίζε το, αν δεν βαριέσαι, μόνη.
ΤΕΝΕΚΕΣ Και δεύτερο, κυρ – Δήμαρχε, με κτύπησε λεμόνι.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Συχάστε, βρε…
ΑΦΡΟΔΙΤΗ (προς τον Τενεκέν)
Κατήντησα ρεντίγκολο μαζί σου.
ΤΕΝΕΚΕΣ Παρακαλώ, γυναίκα μου, το χάλι μου λυπήσου.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Κι οι δυο εκαταντήσαμε μονάχα για το κάρο.
ΤΕΝΕΚΕΣ Ποιος διάβολος μ’ εφώτισε μαζί μου να σε πάρω;
ΜΑΝΩΛΙΟΣ Γιούχα, παιδιά, του Τενεκέ…
ΦΛΩΡΑ Και της κυράς του, γιούχα.
ΤΕΝΕΚΕΣ Μωρέ, θα μου λερώσετε τα σκολιανά μου ρούχα.
Τι μου ’κανες, κυρ – Δήμαρχε, σαν να μου το ’χες τάμα;
άμμ’ έτσι αποκρίνεσαι στου Υπουργού το γράμμα;
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Τι να σου κάνω, αδελφέ;…τι τα ’βαλες μ’ εμένα,
αφού κι εγώ εσάστισα και τα ’χω σαν χαμένα;
ΤΕΝΕΚΕΣ Αμμ’ δεν μου το ’λεγες λοιπόν, καημένε Απλοχέρη,
πως η μπογιά, σου δεν περνά σ’ αυτά εδώ τα μέρη,
ότι κανείς δεν σε ψηφά ωσάν να μην υπάρχεις,
και είναι η γυναίκα σου ο μόνος κομματάρχης,
για να ειπώ του Υπουργού σ’ αυτήν να με συστήσει;
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ (προς την Φλώραν)
Αχ! Φίδι, τι μου σκάρωσες, αλλά θα σου κοστίσει!
(προς τον Τενεκέν) Φεύγα, ως που η τρέλλα της να πάψει και η γκρίνια,
και ύστερα ξανάρχεσαι μετά κανένα μήνα.
ΤΕΝΕΚΕΣ Και δεν μου φθάνουν, Δήμαρχε, αυτά όπου μας κάνεις,
μα κι η Δευτέρα να γενεί χείρων της πρώτης πλάνης;
ΜΑΝΩΛΙΟΣ Βαρείτε του του Τενεκέ…
ΦΛΩΡΑ Και της κυράς ακόμη.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Βρε, δεν απολυσσάξατε, διαόλου περιδρόμοι;
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Καλέ, θα μου λερώσετε το μπλε μαρέν φουστάνι.
ΠΟΛΛΟΙ Να ’ναι καλά ο Τενεκές και πιο καλό σου κάνει.
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Συχάστε, βρε χαμάληδες…τι διάβολος σας μπήκε;
ΤΕΝΕΚΕΣ Βρε, τ’ είν’ αυτό το ξαφνικό κι η μπόρα που μ’ ευρήκε;
ΑΠΛΟΧΕΡΗΣ Με συγχωρείς, κυρ – Τενεκέ, γι’ αυτό το πανηγύρι,
αλλά την έπαθα κι εγώ με σε τον κακομοίρη.
ΤΕΝΕΚΕΣ Μακράν, μακράν μου τέρατα, κι Αυστριακοί προδόται…
σεις πρέπει μόνον λάχανα και άχυρα να τρώτε.
ΦΛΩΡΑ (προς τον Τενεκέν και την Αφροδίτην, αναχωρούντος επί των όνων)

Ώρα καλή κι οι τέσσερις, και αν σας ξαναρέσει, περάστε
να σας κάνομε και δεύτερο πεσκέσι.
ΤΕΝΕΚΕΣ Και τώρα φεύγα, Τενεκέ, και μόνος σου τραγούδα
«Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα».
(Βοή, γέλωτες και γιούχα)

Η επιτυχία της «Περιφέρειας» σαν κωμωδίας πολιτικών ηθών ήταν μοναδική. Εκτός απ’ τις πολλές παραστάσεις που δόθηκαν, ο Σουρής, ανταποκρινόμενος στην απαίτηση του κοινού, τύπωσε το έργο σε ξεχωριστό τεύχος που έγινε ανάρπαστο.
Στην επιτυχία του έργου και στην έκδοσή του αναφέρονται και οι στίχοι από το ποίημα με τίτλο «Και μερικά θεατρικά», που δημοσιεύτηκε στο «Ρωμηό» (Αύγουστος 1886). Στίχοι που χρησιμοποιούνται εδώ παραφρασμένοι για να δηλώσουν τα στοιχεία του εντύπου, που στηρίζεται, από κοινού με το εισαγωγικό σημείωμα, στην έκδοση των «Απάντων» του Σουρή από τον Γ. Βαλέτα, με κριτικά σημειώματα στα θεατρικά του έργα από τον Μάρκο Αυγέρη (εκδόσεις Χρήστου Γιοβάννη, Αθήνα 1967). Το έντυπο θα εξυπηρετήσει την παράσταση της «Περιφέρειας» από την Πειραματική Σκηνή Νέας Ιωνίας Βόλου, ως ένθετη εφημερίδα στο πρόγραμμα, αλλά και θα διανεμηθεί με την εφημερίδα «Παρατηρητής της Θράκης».

Και νυν η «Περιφέρεια», υπό πολλών κριθείσα
και εις το καλόν Κατάστημα της «Επικοινωνίας» τυπωθείσα,
αύριον Παρασκευήν με την εφημερίδα θα πωλείται
προς ογδοήκοντα λεπτά και μη τα λυπηθήτε.

 

Το αφιέρωμα σε pdf υπάρχει και στη στήλη “Ένθετα Αφιερώματα”
http://www.paratiritis-news.gr/admin/entheta/1276797219.pdf

 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.