Ο «Φιακας» χρονια δεν κοιτα

Το έργο του Δημήτρη Μισιτζή «Ο Φιάκας» ανεβάζει το ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής στην εαρινή του παραγωγή, στο πλαίσιο των «Ελευθερίων Θράκης 2005», μια σπαρταριστή κωμωδία με αξιόλογη γλώσσα από το δάσκαλο Μισιτζή. Η σκηνοθεσία είναι του Δημήτρη Παπασταμάτη και παίζουν οι Ειρήνη Αναγνωστοπούλου, Φιλοποίμην Ανδρεάδης, Μυρσίνη Λαντζουράκη, Παναγιώτης Λακιώτης και Κώστας Τζουβάρας. Η μουσική είναι του Γιώργου Μπουντουβή, ενώ τα σκηνικά και τα κοστούμια υπογράφει ο A. Σαραντόπουλος.

Οι ηθοποιοί συμφωνούν ότι ο Φιάκας είναι ο παπουτσωμένος γάτος του 1870 στην κωμωδία του Μισιτζή, μια και μπορεί να μεταμορφώνεται και να παρουσιάζεται ως «άλλος». Ο «Φιάκας» είναι ένα έργο που παίζεται συνεχώς επί δεκαετίες με μεγάλη επιτυχία.

Έρωτας για το χρήμα

Οι κ.κ. Λακιώτης και Τζουβάρας και οι κυρίες Αναγνωστοπούλου και Λαντζουράκη συζήτησαν για το έργο στην εκπομπή «Παράθυρο με θέα το διάλογο», επιβεβαιώνοντας ότι η παράσταση θα φέρει άρωμα άνοιξης, έρωτα και ευθυμίας στους θεατές που θα έχουν την τύχη να την απολαύσουν αρχικά στο Στέκι της Πολιτιστικής Κίνησης. «Είναι μια ελαφριά, ανοιξιάτικη κωμωδία» υποστηρίζει ο κ. Λακιώτης, που ερμηνεύει το ρόλο του Φιάκα. «Πίσω από τον έρωτα υπάρχει η μεταμόρφωση, με την έννοια ότι οι ήρωες μεταμορφώνονται στο ποθούμενο του καθενός. Ο Φιάκας είναι ένας νέος που θέλει ν’ ανέβει κοινωνικά, χρωστάει και το ποθούμενό του είναι ν’ αποκτήσει χρήματα, που είναι ο έρωτάς του. Τα χρήματα τα αντιπροσωπεύει η ωραία Ευανθία».

Η Ευανθία (κατά κόσμο Ειρήνη Αναγνωστοπούλου) αναγνωρίζει ότι ο Φιάκας είναι γοητευτικός και πανέξυπνος. «Μου λεει αυτό που θέλω ν’ ακούσω, τη στιγμή που θέλω να το ακούσω και πείθομαι». Όλοι συμφωνούν ότι η Ευανθία είναι πλουσία, τιμία και ρομαντική. Η θεία της (Μυρσίνη Λαντζουράκη) την χαρακτηρίζει ονειροπαρμένη και της έχει αδυναμία. Η θεία είναι η πολύ μικρή αδελφή του πατέρα της Ευανθίας κι έχει την ευθύνη της ανατροφής της.

Ο Κώστας Τζουβάρας υποδύεται τον υπηρέτη του Φιάκα και βρίσκεται επίσης στην τροχιά του έρωτα. Ο έρωτας για τους πρωταγωνιστές είναι το μέσον κι όχι ο στόχος αν και η Ευανθία έχει άλλη άποψη. «Άσχετα από το αντικείμενο του έρωτα μπορεί ο έρωτας να είναι ιδεατός. Το αντικείμενο του έρωτα δεν είναι το πρόσωπο αλλά αυτό που αντιπροσωπεύει το πρόσωπο. Μπορεί να είναι μια ευχάριστη ζωή χωρίς προβλήματα».

Η νεαρή θεία συμφωνεί με το γάμο της κοπέλας για να «πάρει σειρά».

Ο Παναγιώτης Λακιώτης σημειώνει ότι το έργο διαδραματίζεται στον Πέραν της Κωνσταντινούπολης σε μια περίοδο με μεγάλη πολιτισμική άνθιση. «Ο Μισιτζής ήταν δάσκαλος κι έγραψε το έργο με σκοπό να το ανεβάζουν οι μαθητές του για την διάπλασή τους, αν και στη συνέχεια ανέβηκε σε κεντρικές σκηνές». Όπως παρατηρεί και ο Κώστας Τζουβάρας έχει διδακτικό ύφος. Ο κ. Λακιώτης τονίζει ότι η γλώσσα είναι αριστούργημα, αλλά οι λέξεις είναι γνωστές. «Για παράδειγμα, ο Φιάκας λεει «πρέπει να καταφέρω την Ευανθίαν, την χαριτόβρυτο Ευανθίαν, γιατί είναι πλουσία και ως τοιαύτη έχει όλες τας αρετάς». Ακόμη κι όταν απευθύνεται στον υπηρέτη ο Φιάκας δε χρησιμοποιεί παρά την καθαρεύουσα. Ο κάθε ρόλος ‘μιλάει’ ανάλογα με το χαρακτήρα».

Η Μυρσίνη Λαντζουράκη εξηγεί ότι ανάλογα συμπεριφέρεται και η θεία. «Είναι Κωνσταντινοπολίτισσα, ένας ζωντανός άνθρωπος».

Μέσα από το κείμενο διακρίνονται επαγγέλματα και χαρακτηριστικά της εποχής. «Αναφέρονται πολλά επαγγέλματα εκείνης της εποχής, άνθρωποι που τους χρωστώ χρήματα ως Φιάκας» σημειώνει ο κ. Λακιώτης.

Η Ειρήνη Αναγνωστοπούλου σημειώνει ότι το έργο πρωτοεκδόθηκε σ’ ένα γυναικείο περιοδικό που σαν στόχο είχε τη διάπλαση των νεαρών κοριτσιών και ακολούθησε των μεταφράσεων έργων του Μολιέρου. «Διαπραγματεύεται την ιστορία νεαρών δεσποινίδων που διαβάζουν μυθιστορήματα και παρασύρονται ή όχι, ενώ φαντάζονται τον πρίγκιπα στο λευκό άλογο». Η ίδια ως Ευανθία αναγιγνώσκει μυθιστορήματα και μαθαίνει πράγματα, γιατί τα μυθιστορήματα είναι τερπνά και ωφέλιμα.

Ο Παναγιώτης Λακιώτης διακρίνει ομοιότητες ανάμεσα στα ρομαντικά μυθιστορήματα εποχής και στα Άρλεκιν.

Ο υπηρέτης του Φιάκα έχει λαμβάνει 13 μηνιάτικα, οπότε για να πάρει τα χρήματά του γίνεται ολίγον Φιάκας. «Είμαι το alter ego» ομολογεί ο Κώστας Τζουβάρας. Η ομάδα των ηθοποιών συμφωνεί στην αρμονική συνύπαρξη και τη δημιουργική διάθεση όλων.

Αν και το έργο γράφτηκε το 1870 η υπόθεση μεταφέρεται στην παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ στις αρχές του 20ου αιώνα, με λιγότερες κοινωνικές συμβάσεις, με την έννοια ότι ο κύριος που φλερτάρει μπορεί ν’ αγγίξει το χέρι της χαριτόβρυτης δεσποινίδας έστω και χωρίς γάντι!

Ο Κώστας Τζουβάρας θέλει να γίνει Φιάκας κι ερωτεύεται επίσης την Ευανθία. «Αφού εκείνος αγαπάει την Ευανθία που είναι πλουσία γιατί όχι κι εγώ;» αναρωτιέται.

Ο Φιλοποίμην Ανδρεάδης υποδύεται τον δανειστή του Φιάκα, ο οποίος τον αναζητά και κάποια στιγμή τον ανακαλύπτει και τον αποκαλύπτει. Ο Φιάκας κρύβεται και από τον ίδιο του τον εαυτό σύμφωνα με τον ηθοποιό που τον προσεγγίζει. Είναι κοινωνικός, μιλάει όμορφα και είναι αυτοδίδακτος στις ξένες γλώσσες! «Ο Φιάκας είναι ο καλύτερος γαμπρός για την ανιψιά μου. Ονειρεύομαι να τη δω ευτυχισμένη μ’ έναν άνθρωπο που θα έχει κάποια κοινωνική και οικονομική θέση. Προς στιγμήν είναι ο καλύτερος αλλά στην πορεία υπάρχουν λεπτομέρειες που με βάζουν σε υποψίες» ομολογεί η Μυρσίνη Λαντζουράκη.

Το έργο του Μισιτζή κρύβει πολλά μυστήρια και μυστικά, με αποτέλεσμα όσα από αυτά δεν αποκαλύπτονται με το φινάλε του έργου να τα ανακαλύψουν οι θεατές.

Μαρία Αμπατζή

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.