Μυρσινη Λαντζουρακη, σκηνοθετης, Ηθελα να λειτουργω με τους δικους μου ορους και οχι κατα παραγγελια και για αυτο εφτιαξα κατι δικο μου

«La Nona» ή επί το ελληνικότερον «Η Γιαγιά» τιτλοφορείται η παράσταση που θα ανεβάσει το Θεατρικό Εργαστήριο Θεατρικής Τέχνης και Αγωγής «Επί Σκηνής» της Μυρσίνης Λαντζουράκη. Το έργο, το οποίο έχει γράψει ο Αργεντίνος Ρομπέρτο Κόσα, θα ανεβεί στις 2, 28 και 29 του Απρίλη, είναι ένα σύγχρονο έργο που δίνει τη δυνατότητα στον θεατή του να κάνει τους δικούς του συνειρμούς με την πραγματικότητα που ζούμε.
Με αφορμή αυτό το γεγονός η υπεύθυνη του Εργαστηρίου «Επί Σκηνής» και σκηνοθέτης της παράστασης Μυρσίνη Λαντζουράκη φιλοξενήθηκε στο Ραδιόφωνο του «Παρατηρητή» και μίλησε για την παράσταση, αλλά και γενικότερα για το θέατρο και για τη δύναμη που έχει στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του ατόμου, όπως και για την παρέμβασή του στα προβλήματα που απασχολούν το σύγχρονο άνθρωπο.

«Οι θεατρικές σπουδές είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να κάνει κάποιος για τον εαυτό του»

Ρ.Π.: Ολοκλήρωσες τις θεατρικές σπουδές στη Σχολή Βεάκη στην Αθήνα και έχεις κάνει μεταπτυχιακό στο Royal Holloway University London. Να ξεκινήσουμε από αυτά λοιπόν.
Μ.Λ.:
Τη δραματική σχολή την τελείωσα το 1996. Ήταν μια εκπληκτική εμπειρία για μένα, έμαθα πολλά πράγματα και νομίζω ότι εκεί ξεκίνησα να ασχολούμαι ουσιαστικά με το θέατρο. Θεωρώ ότι οι θεατρικές σπουδές είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να κάνει κάποιος για τον εαυτό του, είτε θέλει να ασχοληθεί επαγγελματικά με το θέατρο είτε όχι. Τις σπουδές αυτές τις έκανα σε μικρή ηλικία, οπότε ουσιαστικά μου έδωσαν τη δυνατότητα να μάθω να εκφράζομαι, όχι ότι μέχρι τότε δεν εκφραζόμουν, απλά να εξωτερικεύω κάποια πράγματα που θέλω. Το να μπαίνεις στη διαδικασία να ερμηνεύεις ρόλους, πέρα από επαγγελματική διαδικασία, είναι μεγάλο μάθημα και μάλιστα μάθημα ζωής. Τελειώνοντας τη σχολή έμεινα λίγο καιρό στην Αθήνα και μετά επέστρεψα στην Κομοτηνή, όπου για κάποια χρόνια δούλεψα ως ηθοποιός. Παράλληλα τελείωσα το Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης Προσχολικής Ηλικίας στην Αλεξανδρούπολη. Ήταν μια σχολή που είχα περάσει με Πανελλήνιες εξετάσεις και την είχα παρατήσει για να κατέβω στην Αθήνα και να σπουδάσω θέατρο. Επιστρέφοντας στην Κομοτηνή αποφάσισα να ολοκληρώσω και αυτές τις σπουδές. Μόλις πήρα το πτυχίο έφυγα στο εξωτερικό, με στόχο να συνδυάσω αυτές τις δύο ιδιότητες, της παιδαγωγού και της ηθοποιού. Στο Λονδίνο έμεινα ένα χρόνο έκανα ένα μεταπτυχιακό foul time με θέμα «Το θέατρο ως κοινωνική παρέμβαση» το οποίο χωριζόταν σε δύο τομείς. Ο πρώτος στηριζόταν στην σκηνοθεσία με καθηγητές σκηνοθέτες και ανθρώπους του θεάτρου και ο δεύτερος αφορούσε στην παιδαγωγική, ουσιαστικά πώς μπορείς να χρησιμοποιήσεις το θέατρο ως εκπαιδευτικό μέσο.

Ρ.Π.: Εφόσον έχεις κάνει τις σπουδές σου στο κοινωνικό θέατρο πιστεύεις ότι η τέχνη είναι η μόνη που μπορεί να προτείνει λύσεις στην εποχή μας, όπου ο πολιτικός λόγος έχει εκπέσει στα μάτια των περισσότερων; Πιστεύεις ότι η τέχνη μπορεί να δώσει απαντήσεις στο σύγχρονο άνθρωπο;
Μ.Λ.:
Σίγουρα μπορεί να προβληματίσει και αν κάποιος ασχολείται με το θέατρο μπορεί να συμμετέχει ενεργά σε μια δράση που μπορεί να βοηθήσει στη λύση ενός προβλήματος. Για παράδειγμα, όταν έγινε για τα χρυσωρυχεία η συγκέντρωση στην πλατεία, μίλησαν πολλοί, συγκεντρώθηκε πολύς κόσμος για να διαμαρτυρηθεί, αλλά προσωπικά μου έμειναν στο μυαλό τα δύο παιδιά, εκ των οποίων ο ένας ήταν ντυμένος ανθρακωρύχος και ο άλλος με τη μορφή θανάτου και κρατούσαν τα κομμάτια του χρυσού. Δεν έκαναν τίποτα, στέκονταν απλά πάνω στη σκηνή. Αυτή η εικόνα, που είναι μια μορφή τέχνης, μια εικαστική παρέμβαση, εμένα πραγματικά με γέμισε συναισθήματα και με προβλημάτισε πολύ περισσότερο από τα λόγια που άκουγα. Πιστεύω ότι έτσι μπορεί να παρέμβει η τέχνη. Βλέπουμε μια πραγματικότητα την οποία ίσως να μην αντιλαμβανόμαστε, όταν όμως τη δούμε μπροστά μας, μπορεί να μας οδηγήσει στη λύση.

«Το θέατρο αναπτύσσει το χαρακτήρα του ατόμου»

Ρ.Π.: Συνδύασες το θέατρο με την παιδαγωγική. Αυτό το έκανες γιατί θεωρείς ότι είναι πιο εύκολο να πάρουν κάποια ερεθίσματα τα νεότερα παιδιά;
Μ.Λ.:
Ναι. Αυτό που μου έκανε εντύπωση στο εξωτερικό είναι ότι τα παιδιά από πολύ μικρή ηλικία ασχολούνται με τις τέχνες γενικότερα, όχι μόνο με το θέατρο. Ουσιαστικά είναι ένα κομμάτι της σχολικής τους ζωής. Υπάρχουν αίθουσες θεάτρου που τα παιδιά από την προσχολική ηλικία κάνουν ψυχοκινητική, παιχνίδια έκφρασης, θεατρικά παιχνίδια. Νομίζω ότι η θεατρική πρακτική μόνο να εξελίξει μπορεί ένα άτομο και όσο πιο μικρός μάθεις να ζεις μέσα σε αυτό και μάθεις να συνεργάζεσαι, να επικοινωνείς και να εργάζεσαι ομαδικά με τους συμμαθητές σου, αργότερα με τους συναδέλφους σου, αυτό μόνο μπροστά μπορεί να σε πάει. Επίσης σου ανοίγει και τους ορίζοντες. Μέσα από τους αυτοσχεδιασμούς ή τα παιχνίδια έκφρασης και δράσης βλέπεις, ανακαλύπτεις νέες ιδέες, σου προτείνουν νέα πράγματα και βάζεις τον εαυτό σου στην διαδικασία να τα εφαρμόσεις, βάζεις τον εαυτό σου να σκεφθεί πιο αφαιρετικά από ό,τι σκεφτόμαστε καθημερινά μέσα στον υλιστικό κόσμο που ζούμε. Το θέατρο αναπτύσσει το χαρακτήρα. Ένα άλλο σημαντικό προσόν που το θέατρο μπορεί να σου δώσει είναι ότι μαθαίνεις να ακούς. Ζούμε σήμερα σε μια εποχή που ο ένας δεν ακούει τον άλλο. Εκεί λοιπόν πρέπει να μάθεις να ακούς, γιατί αλλιώς δεν υπάρχει αλληλεπίδραση, και επειδή το θέατρο στηρίζεται στην αλληλεπίδραση ,άρα πρέπει να περιμένεις και να ακούσεις τον άλλο την ουσία που έχει να σου δώσει για να του απαντήσεις με ουσία και εσύ.

«Κάνω κάτι δικό μου για να επικοινωνήσω αυτά που θέλω εγώ στο κοινό»

Ρ.Π.: Το θέατρο στις μέρες μας υπήρξε δυστυχώς και αυτό κομμάτι του life style. Είναι και αυτός ένας λόγος που σε ώθησε στη δημιουργία του εργαστηρίου;
Μ.Λ.:
Το θέατρο ήταν πάντα ένα κομμάτι που συμπεριλαμβανόταν στα θεάματα. Αυτό που με ώθησε να κάνω κάτι δικό μου ήταν γιατί ήθελα να λειτουργώ με τους δικούς μου όρους, και όχι κατά παραγγελία. Θέλω να κάνω τις δικές μου επιλογές, τα έργα που δουλεύουμε να έχουν να πουν κάτι στο κοινό που τα παρακολουθεί, αφού πρώτα έχουν να πουν κάτι σε εμένα, γιατί πάντα από εκεί ξεκινάς, να έχουν κάτι που το θεωρείς σημαντικό και να το πεις και παραέξω. Οπότε για μένα για να κάνω κάτι δικό μου, όπως είπα, είναι να επικοινωνήσω αυτά που θέλω εγώ στο κοινό, στον κόσμο που θα παρακολουθήσει τις παραστάσεις.

«Επιλέγω κάτι κλασικό είτε κάτι σύγχρονο γιατί αυτή τη στιγμή με εκφράζει με αγγίζει»

Ρ.Π.: Ποια είναι η διαδικασία με την οποία επιλέγεις το έργο που θα ανεβάσετε κάθε φορά; Διαβάζεις και νεότερα κείμενα;
Μ.Λ.:
Γενικώς διαβάζω πάρα πολύ θέατρο, τουλάχιστον προσπαθώ όσο μου επιτρέπει ο χρόνος μου, προσπαθώ να είμαι ενήμερη για όλα όσα γίνονται στο χώρο Όχι ότι τα κλασικά έργα δεν είναι πολύ σημαντικά, έχουμε δουλέψει και κλασικά έργα, τα δε καινούργια κείμενα των νέων συγγραφέων ασχολούνται με προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας, οπότε μια επιλογή ενός σύγχρονου θέματος είναι σίγουρα επίκαιρη, είναι κάποια έργα που τα γνωρίζω από τα παλιά και έχω μια οπτική πάνω σε αυτά και θέλω να τη μοιραστώ με τους άλλους και είναι και κάποια έργα σύγχρονα που σε αγγίζουν, γιατί ζεις την καθημερινότητα, οπότε επιλέγω είτε κάτι κλασικό είτε κάτι σύγχρονο, γιατί αυτή τη στιγμή με εκφράζει, με αγγίζει.

«Μπορείς να βρεις έργα που συνδυάζουν την κωμωδία με το δράμα»

Ρ.Π.: Συνήθως κάνετε κωμωδίες;
Μ.Λ.:
Όχι πάντα, αν και εγώ έχω μια αγάπη προς τις μαύρες κωμωδίες, δηλαδή να έχουν χιούμορ τα έργα αλλά στο τέλος να σου αφήνουν μια πίκρα, να μην είναι αποκλειστικά κωμωδία, ένα μπουλβάρ, κάτι που θα γελάσει ο κόσμος και αυτό είναι όλο, αλλά να έχει να πει κάτι παραπέρα και να αφήσει κάτι στον θεατή. Πέρσι είχαμε ανεβάσει μια κωμωδία αλλά και ένα πιο δραματικό έργο. Φέτος επίσης ξεκινάμε με κωμωδία αλλά ακολουθούν και άλλα έργα που μπορεί να μην είναι τόσο κωμικά. Επίσης τα σύγχρονα έργα συνδυάζουν και κωμωδία και δράμα, δηλαδή μπορείς να βρεις έργα που τα συνδυάζουν και τα δύο.

«Αποφάσισα να ανεβάσω το «La Nona» γιατί είναι ένα έργο επίκαιρο»

Ρ.Π: Η πρώτη δουλειά που θα παρουσιάσει φέτος το Εργαστήρι είναι το «La Nonna»στην οποία συμμετέχουν δεκάξι άνθρωποι. Γιατί επέλεξες να ανεβάσεις αυτό το έργο;
Μ.Λ.:
Είναι ένα έργο σύγχρονο, που το είχα δει κατά το παρελθόν στην Αθήνα, το είχε ανεβάσει ο Δημήτρης Πιατάς, στο οποίο συγκεκριμένα έπαιζαν και πολύ καλοί μου φίλοι. Να σημειώσω μάλιστα ότι το ανεβάζει και φέτος, ίσως μέσα από μια καινούργια οπτική, δεν την είδα δυστυχώς την παράσταση. Από την παράσταση που είχα δει τότε μου είχε μείνει η εικόνα της γιαγιάς στο μυαλό. Όταν είδα την παράσταση δεν έκανα τους συνειρμούς που έκανα τώρα. Το βρήκα πάρα πολύ επίκαιρο, γιατί σε μένα το συγκεκριμένο έργο φέρνει στο μυαλό τη μαμά που ουσιαστικά τρώει τα παιδιά της και αυτό συνειρμικά μπορείς να το πας παραπέρα σε οποιοδήποτε άνθρωπο δυνάστη που μπορεί να εξαθλιώνει τον κόσμο γύρω του μέχρι και να τον εξοντώνει. Αυτό μου βγάζει αυτό το έργο και επειδή στη συγκεκριμένη φάση η Ελλάδα περνά μια τέτοια κατάσταση, ουσιαστικά η Nona, η γιαγιά, συμβολίζει την Ελλάδα που σιγά – σιγά εξαθλιώνει τα παιδιά της. Είναι η δική μου ανάγνωση, θα υπάρξουν κάποιες νύξεις στο έργο αλλά δεν θα σταθώ σε αυτό. Το επέλεξα γιατί το έργο μου δημιούργησε αυτό το συνειρμό και το βρήκα τόσο επίκαιρο που αποφάσισα να το ανεβάσω.

Ρ.Π.: Το ωραίο στην τέχνη είναι ότι ο καθένας παίρνει ένα τραγούδι, ένα θεατρικό έργο, ένα κινηματογραφικό, με τον τρόπο του και με τα δικά του ερεθίσματα. Όπως είπες η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της…
Μ.Λ.:
Μπορείς να το πας και παραπέρα να το πας στο ΔΝΤ που τρώει τις χώρες. Γενικώς ο συνειρμός που μπορεί να κάνει ο καθένας είναι προσωπικό του θέμα. Και αυτό είναι ένα επίσης πολύ σημαντικό που προσφέρει η τέχνη, ο καθένας μπορεί να διαβάσει τα μηνύματά της όπως θέλει. Κάποιος άλλος μπορεί να σταθεί μόνο στο έργο και να δει μόνο την παράσταση, όπου είναι μια βουλιμική γιαγιά η οποία καταφέρνει να εξοντώσει τους γύρω της με τον τρόπο της.

Ρ.Π.: Είναι το πρώτο έργο του Εργαστηρίου;
Μ.Λ.:
Είναι το πρώτο έργο του Εργαστηρίου για φέτος και θα παιχτεί στις 27, 28 και 29 του Απρίλη στις 9 το βράδυ στο ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής, θα έχει μια είσοδο συμβολική πέντε ευρώ και τα έσοδα θα διατεθούν στο Σύλλογο Μέριμνας για άτομα με νοητική υστέρηση «Αγιοι Θεόδωροι». Αυτός είναι ένας τρόπος να μπορέσουμε και εμείς να βοηθήσουμε όσο μπορούμε κάποιους συλλόγους που έχουν ανάγκη.

«Είναι πολύ σημαντικό που οι νέοι άνθρωποι διαφυλάσσουν την ανθρωπιά τους»

Ρ.Π.: Είναι μια ωραία πρωτοβουλία και ζητούμενο στα προβλήματα της εποχής μας.
Μ.Λ.:
Μου κάνει εντύπωση και μου αρέσει πάρα πολύ που δεν είμαι η μόνη που κάνει αυτή την κίνηση. Βλέπω πάρα πολύ νέο κόσμο που κάνει ανάλογες κινήσεις και αυτό για μένα σηματοδοτεί ότι, παρόλο που περνάμε δύσκολη περίοδο, οι νέοι άνθρωποι την ανθρωπιά τους την διαφυλάσσουν και προσπαθούν με κάθε τρόπο να βοηθήσουν αυτούς που έχουν ανάγκη. Αυτό είναι πολύ σημαντικό.

«Χωρίς ομαδικότητα δεν μπορεί να βγει κάτι όμορφο πάνω στην σκηνή»

Ρ.Π.: Άλλωστε πιστεύω ότι η αλληλεγγύη στις μέρες μας είναι από τα σημαντικότερα ζητούμενα, και το θέατρο, όπως είπες, δημιουργεί την αλληλεγγύη μεταξύ των ηθοποιών.
Μ.Λ.:
Χωρίς ομαδικότητα δεν μπορεί να βγει κάτι όμορφο πάνω στην σκηνή. Είναι φοβερό, αλλά πραγματικά όταν κάτι δεν πάει καλά φαίνεται, ή τουλάχιστον το δικό μου μάτι μπορεί να το ξεχωρίσει. Φαντάζομαι ότι και ο θεατής μπορεί να το ξεχωρίσει, ενώ αν υπάρχει αρμονία και συνεργασία αυτό επίσης βγαίνει.

«Προσπαθώ να δώσω ό,τι καλύτερο στους μαθητές μου όλων των ηλικιών»

Ρ.Π.: Δεν φοβάσαι μήπως κάνοντας τόσα πολλά διαφορετικά πράγματα υπάρξει μια έκπτωση στην ποιότητα;
Μ.Λ.:
Κατ’ αρχήν έχω μάθει να δουλεύω παράλληλα πάρα πολλά πράγματα από μικρή. Έχω τρία τμήματα ενηλίκων στο Εργαστήρι και το καθένα κάνει κάτι διαφορετικό, το οποίο είναι συνέχεια της διδασκαλίας που έχουμε κάνει. Προσπαθώ να δώσω ό,τι καλύτερο στους μαθητές μου όλων των ηλικιών, και από εκεί και πέρα στο πίσω μέρος του μυαλού μου έχω ότι κάτι μπορεί να μη γίνει, γιατί θέλω αυτό που θα παρουσιασθεί στη σκηνή να είναι πολύ καλό. Δεν θέλω να εκθέσω τον κόσμο που συμμετέχει ούτε φυσικά να εκτεθώ και εγώ, οπότε πάντα δουλεύοντας υπάρχει και το ενδεχόμενο κάτι να γίνει πιο αργά, ώστε να προλάβουμε να το προετοιμάσουμε καλύτερα. Υπάρχει ένα χρονικό όριο, αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει. Συνηθίζω επίσης να σκέφτομαι μία – μια παράσταση κάθε φορά και να δίνω προτεραιότητα εκεί που πρέπει. Αυτή τη στιγμή προτεραιότητά μου είναι η πρώτη παράσταση η «La Nona».

Ρ.Π.: Οφείλει δηλαδή ένας σκηνοθέτης και γενικότερα ένας άνθρωπος που ασχολείται με το θέατρο να έχει μια επαγγελματική προσέγγιση των πραγμάτων ακόμη και αν είναι σε μια επαρχιακή πόλη;
Μ.Λ.:
Πάντα. Για μένα αυτό ουσιαστικά είναι το επάγγελμά μου, αλλά και πριν ανοίξω το Εργαστήρι οι δουλειές που έκανα ήθελα να έχουν ένα επαγγελματισμό, παρόλο που δουλεύω με ερασιτεχνικές ομάδες και με παιδιά που ερασιτεχνικά ασχολούνται με το θέατρο. Δεν είναι επαγγελματίες, οπότε ίσως να μην μπορούμε να έχουμε το τέλειο επαγγελματικό αποτέλεσμα, αλλά τουλάχιστον το σύνολο θα πρέπει να έχει για μένα αρμονία. Στόχος μου σε μια παράσταση είναι να μην βγει ο θεατής και να πει ότι έπαιξε καλά ο τάδε, αλλά να πει τι ωραία παράσταση και αυτό περιλαμβάνει και τα παιδιά που παίζουν, αλλά και το γενικότερο σύνολο της σκηνοθεσίας, της σκηνογραφίας και όλων των υπολοίπων.

Ρ.Π.: Είσαι ένας άνθρωπος που καταπιάστηκε και καταπιάνεται και με πιο νεωτερικά πράγματα στο θέατρο αλλά και με πιο κλασικά. Υπάρχει κάτι το οποίο δεν έχεις κάνει και θα ήθελες να κάνεις;
Μ.Λ.:
Ναι, από έργα. Έχω κάποια κείμενα στην άκρη που θέλω να τα υλοποιήσω κάποια στιγμή.

«Θα ήθελα κάποια στιγμή να δουλέψω με ένα κείμενο πλήρως αφαιρετικό»

Ρ.Π.: Ίσως και κάποιο είδος θεάτρου;
Μ.Λ.:
Θα ήθελα κάποια στιγμή να δουλέψω με ένα κείμενο πλήρως αφαιρετικό κάτι που δεν το έχω κάνει μέχρι τώρα. Έχω κάνει κάποιες νύξεις, αλλά δεν έχω δουλέψει πάνω σε κείμενο αποδομημένο. Μια πρώτη προσέγγιση ήταν ένα θέατρο δρόμου που είχαμε κάνει με την ομάδα «Νομάς» το έργο «Κάσπαρ» του Πέτερ Χάντκε, ένα κείμενο που ο λόγος αποδομείται. Θα ήθελα να δουλέψω πάνω σε κείμενα του Πίντερ, που επίσης έχει ένα τρόπο ιδιαίτερο, του Μπέκετ, πολύ δύσκολος στην προσέγγισή του και θέλει πολύ προσωπικό χρόνο. Υπάρχουν κάποια πράγματα που θα ήθελα να κάνω, τα οποία βέβαια πιθανόν να χρειαστούν χρόνο για να γίνουν μέσα στο Εργαστήρι, γιατί είναι κείμενα που πραγματεύονται τα υπαρξιακά μας θέματα, έχουν δυσκολίες και είναι πολύ απαιτητικά.

«Για να κάνεις κάτι θέλει το χρόνο του»

Ρ.Π.: Θα ήθελα να δω ένα μιούζικαλ από εσένα και τους συνεργάτες σου
Μ.Λ.:
Για να κάνεις ένα μιούζικαλ θέλεις άτομα να τραγουδάνε και να χορεύουν. Πιστεύω όμως ότι στην πορεία, γνωρίζοντας κόσμο, κάποιοι πραγματικά τραγουδάνε και άλλοι επίσης μπορούν να χορέψουν. Με αρέσουν πάρα πολύ τα μιούζικαλ και θα ήθελα να κάνω κάποτε. Όλα θέλουν το χρόνο τους. Γνωρίζεις κόσμο και βλέπεις. Για παράδειγμα έχω τώρα μια πολύ καλή καθηγήτρια φωνητικής που πιστεύω ότι θα μπορούσε να βοηθήσει ως προς αυτό, να αναλάβει κάποια παιδιά και να τα προετοιμάσει, ξέρω κόσμο που χορεύει. Σιγά -σιγά φτιάχνεις τον κύκλο σου και μετά αρχίζεις και επενδύεις πάνω σε αυτό που θέλεις να κάνεις.

 

«Πάντα όταν μου πρότειναν να κάνω κάτι στην Αθήνα είχα να κάνω εδώ κάτι πολύ καλύτερο»

Ρ.Π.: Πώς επέλεξες να μείνεις στην Κομοτηνή; Πώς πήρες αυτή την απόφαση;
Μ.Λ.:
Δεν ήταν ακριβώς απόφαση. Προέκυψε. Με το που γύρισα στην Κομοτηνή από το εξωτερικό ήξερα ότι δεν ήθελα να κάνω θέατρο κάτω από τις υπάρχουσες συνθήκες και ήθελα να κάνω κάτι δικό μου, κάτι καινούργιο. Βρέθηκαν παιδιά που ήθελαν να ακολουθήσουν το όνειρό μου. Κάναμε κάποια πρωτοποριακά πράγματα. Τρία χρόνια λειτούργησε η ομάδα «Νομάς» και σιγά – σιγά η ανάγκη να βρισκόμαστε σε ένα χώρο πιο συγκεκριμένο και όχι όπου βρεθούμε, με ώθησε στην δημιουργία του Εργαστηρίου, έτσι ώστε να υπάρχει ένα πυρήνας κάπου και να αναπτύσσονται από εκεί πράγματα. Και πριν φύγω στο εξωτερικό πάντα αισθανόμουν ότι στην Κομοτηνή είχα πολύ ωραία πράγματα να κάνω, είτε με την Κοινότητα Νέων, τους φοιτητές, είτε με την Πολιτιστική Κίνηση, πολύ αγαπημένους φίλους. Πάντα αισθανόμουν ότι εδώ υπάρχουν πράγματα που με ιντριγκάρουν και με πάνε παραπέρα, οπότε δεν ήθελα να τα εγκαταλείψω και να πάω να ψάξω κάτι αμφίβολο σε μια μεγαλούπολη. Θα μπορούσα βέβαια και εκεί, γιατί υπήρξαν προτάσεις αλλά, ίσως τύχη, ίσως συγκυρία, πάντα όταν μου πρότειναν κάποια πράγματα στην Αθήνα είχα κάτι πολύ καλύτερο να κάνω εδώ, οπότε έλεγα ευγενικά όχι και έμενα στην Κομοτηνή.

Ρ.Π.: Στα μεγάλα αστικά κέντρα είναι λίγο δύσκολο να επιβιώσεις…
Μ.Λ.:
Τώρα πια είναι πολύ δύσκολο γιατί η κρίση έχει χτυπήσει ανελέητα τους ηθοποιούς, όπως και η τηλεόραση με το να αγοράζει κονσέρβα τα τούρκικα σήριαλ γιατί ίσως είναι πιο φθηνά στο κόστος τους από το να γίνει μια νέα παραγωγή. Πάντως γενικώς είναι δύσκολα.

 

«Είμαστε σε μια καλή πορεία και συνεχίζουμε»

Ρ.Π.: Αμέσως μετά από αυτή την παράσταση τι ακολουθεί;
Μ.Λ.:
Αμέσως μετά το Πάσχα στις 16 Μάη και στο πλαίσιο των Ελευθερίων θα παρουσιάσουν οι μικροί μαθητές στο REX τη δική τους δουλειά, με ελεύθερη είσοδο και από εκεί και πέρα υπάρχει μια σειρά παραστάσεων από τα δύο εφηβικά τμήματα, εκ των οποίων το ένα ασχολείται με διάφορα μικρά μονόπρακτα με θέμα της παρεξηγήσεις και το δεύτερο θεωρώ ότι θα παρουσιάσει μια ενδιαφέρουσα δουλειά και αρκετά πρωτοποριακή, η οποία θα ανεβεί στην Καπναποθήκη με τίτλο «Υπό έλεγχο», που έχει να κάνει με τον έλεγχο στη ζωή μας, και εκεί μπορεί να συμμετέχουν και άλλα τμήματα, δηλαδή θα είναι ένα πολυθέαμα, δεν θα είναι ακριβώς παράσταση, θα είναι πιο εναλλακτικό. Μετά θα παρουσιάσουμε το έργο «Ο Άσχημος» του Μάριο Φον Μάγιενμπουργκ του οποίου η θεματολογία ουσιαστικά αναφέρεται στο πώς η γενικότερη εικόνα που έχουν οι άνθρωποι για εμάς μπορεί να επηρεάσει ολόκληρη τη ζωή μας. Και το τελευταίο είναι μια συρραφή από διάφορα κείμενα μονόπρακτα του Πίντερ, του Ρεμί ντε Βος, με θέμα την εργασία στην Ευρώπη σήμερα, δηλαδή έχει να κάνει με τα επαγγελματικά άγχη που βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος είτε στην Ελλάδα είτε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Εκεί τελειώνουμε. Έχουμε πολύ δουλειά μπροστά μας, αλλά νομίζω ότι είμαστε σε μια καλή πορεία και προχωράμε. Ουσιαστικά μέχρι τα μέσα Ιουνίου θα παρουσιάζουμε τις παραστάσεις σε διαφορετικές ημερομηνίες.

 

Συνέντευξη: Θάνος Βαφειάδης, Ελένη Σολωμάκου

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.