Μarie-Paule Masson-Vincourt «Αν θελουμε να εξυγιανουμε τη σχεση της Ελλαδας με την Ευρωπη, χρειαζεται να σπασουμε τα στερεοτυπα που συνδεονται με την αγνοια»

«Δεν πιστεύω στην απόλυτη συνέχεια, αντίθετα γνωρίζω τη δύναμη του ελληνισμού, αυτήν που, μπροστά στον κίνδυνο ρήξης έβρισκε πάντοτε τον τρόπο να ξαναχτίζει τη συνέχεια»

Στις 5 Δεκεμβρίου του 2017 το Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης ανακήρυξε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος την Ομότιμη Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Paul Valery Monpellier 3 και επί πολλά έτη  διευθύντρια του εκεί Τμήματος Νεοελληνικών Σπουδών κ. Μarie-Paule Masson, το θέμα της ομιλίας της οποίας κατά τη διάρκεια της τελετής ήταν: «Γύρω από τη συνέχεια του ελληνισμού: ανάδυση και ωρίμανση μιας προβληματικής».
 
Δυο και κάτι μήνες μετά, αναζητώντας μορφές γυναικών που εξακολουθούν να προάγουν τον ανθρώπινο πολιτισμό, καταθέτοντας στο δημόσιο χώρο δυσεύρετα σήμερα στοιχεία ήθους,  όπως η επιστημοσύνη αλλά και η παρρησία και ο γόνιμος προβληματισμός προς τα φαινόμενα του καιρού μας που βαθμιαία περιβάλλονται από βεβαιότητες μεταφυσικού ύφους, η σκέψη  όλων μας στράφηκε στην επίτιμο διδάκτορα του Δ.Π.Θ. και νεοελληνίστρια κ. Μarie-Paule Masson, που λίγους μήνες πριν, θέτοντας το ζήτημα του ευρωπαϊκού σήμερα μισελληνισμού, ανατρέχοντας στην προσωπική της σχέση με τα ελληνικά γράμματα, κατάφερε να φωτίσει με τον καλύτερο τρόπο τα αίτια και τις αφορμές του, φανερώνοντας  πολιτισμικές στρατηγικές που καλό θα ήταν να υιοθετήσουμε, πιστεύοντας όπως και η ίδια, «στη δύναμη του ελληνισμού,  αυτήν που, μπροστά στον κίνδυνο ρήξης έβρισκε  πάντοτε τον τρόπο να ξαναχτίζει τη συνέχεια.». Επισημαίνοντας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι την κυριαρχία  στερεοτύπων  και άγνοιας σχετικά με την Ελλάδα και τον ελληνικό πολιτισμό, ανάγοντας λ.χ. την γένεση του συνήθους σήμερα χαρακτηρισμού των ελλήνων ως τεμπέληδων στα χρόνια των σταυροφοριών. Παραδεχόμενη  ότι λαμβάνοντας και σήμερα ως πρότυπο την Ελλάδα, «σίγουρα μπορούμε να δούμε μέσα από τη διαδρομή της πόσες δυσκολίες έχει η συγκρότηση ενός νέου κράτους.».
 
Μarie-Paule Masson όμως…
  
«Είναι για μένα μεγάλη χαρά και μεγάλη τιμή να βρίσκομαι εδώ μαζί σας για την απονομή του τίτλου του Επίτιμου Διδάκτορα του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης […]* Είναι για μένα πολύτιμο να συμμετέχω στην κοινότητά σας, καθώς μου δώσατε το δικαίωμα να βρεθώ σε οικείο περιβάλλον, εδώ σε αυτούς τους χώρους στους οποίους έχω έρθει πολλές φορές με χαρά, για καλές συνεργασίες. Η ύψιστη αυτή αναγνώριση την οποία σήμερα μού προσφέρει το ελληνικό Πανεπιστήμιο είναι ανεκτίμητη, επειδή καταξιώνει  για μένα μια ολόκληρη ζωή αφιερωμένη στον ελληνικό κόσμο. Εξήντα χρόνια ύπαρξης, όπου η Ελλάδα δεν έπαψε στιγμή να κατέχει τη σκέψη και το πνεύμα μου και να φωτίζει τη ζωή μου. Γιατί πολύ νωρίς εμφανίστηκε μέσα μου  η επιθυμία να γνωρίσω τον ελληνισμό. Ποτέ δεν σταμάτησα να ζω την επαφή με την Ελλάδα, ως ένα είδος συνάντησης, στη συμβολή της τύχης και του θαύματος.  

«Για μένα η ελληνική γλώσσα δεν είναι ούτε αρχαία ούτε νέα· είναι ελληνικά· η Ελλάδα δεν είναι ούτε αρχαία ούτε νέα/ είναι η Ελλάδα»    

Είμαι άραγε κλασική φιλόλογος ή νεοελληνίστρια; Αυτή την ερώτηση μου την κάνουν πολύ συχνά, όμως πάντοτε με εκπλήσσει. Για μένα η ελληνική γλώσσα δεν είναι ούτε αρχαία ούτε νέα. Είναι ελληνικά. Η Ελλάδα δεν είναι ούτε αρχαία ούτε νέα. Είναι η Ελλάδα. Η σημερινή τελετή, όπως κι ο έπαινος που εκφώνησε η φίλη μου  καθηγήτρια  Βασιλική Κοντογιάννη, με οδηγούν σταθερά σε μια επιστροφή προς το παρελθόν. Όσο πίσω κι αν γυρίζω στις αναμνήσεις μου, βρίσκω να μου επιβάλλεται το ερώτημα της συνέχειας του ελληνισμού. Πρόκειται για ένα ζήτημα του οποίου τον πολύπλοκο χαρακτήρα και τις ποικίλες ιδεολογικές και λοιπές συνιστώσες διόλου δεν αγνοώ. Προσέγγισα το ερώτημα αυτό, όταν ήμουν ακόμα παιδί, με τρόπο ταυτόχρονα παράξενο αλλά και επιτακτικό. Τολμώ να αναφερθώ σήμερα εδώ  στις περιστάσεις εκείνες: στο οικογενειακό αγρόκτημα όπου γεννήθηκα, υπήρχε πάνω από το κρεβάτι μου μια εικόνα που έδειχνε την Παναγία. Αυτή η εικόνα ασκούσε μια ειδική έλξη πάνω μου. Αναρωτιόμουν παραξενεμένη, το ομολογώ, γιατί είχε χαραγμένα πλάι της τα αρχικά του δικού μου ονόματος. Μπορούσα να διαβάσω τρία από τα γράμματα της εικόνας,  αριστερά και δεξιά από το πρόσωπο, ΜΡ αριστερά και Υ δεξιά. Δεν είχα καμία αμφιβολία, αφού η εικόνα ήταν δική μου, ότι αποτύπωνε τα αρχικά του ονόματός μου, δηλαδή Μαρί Πωλ, κι ότι το τελευταίο γράμμα, το Υ, του οποίου το κάτω τμήμα είχε κοπεί, αντιστοιχούσε στο V του επωνύμου (Vincourt). Όσο για το τέταρτο γράμμα, με βύθιζε σε χάος σύγχυσης. 
 
Πέρασαν μερικά χρόνια[…] Στο Λύκειο, στην πρώτη τάξη, άρχισα να ανακαλύπτω την ελληνική αρχαιότητα στο μάθημα ιστορίας. Παράλληλα διδάχτηκα λατινικά με μια πολύ νέα και λαμπρή καθηγήτρια. Εκείνη μου αποκάλυψε το μυστήριο του τέταρτου γράμματος της εικόνας,  που εξακολουθούσε να με απασχολεί. Πράγματι μια μέρα άρχισε να μας εξηγεί τη λειτουργία της αθηναϊκής δημοκρατίας και αναφέρθηκε στις ποινές με τις οποίες τιμωρούνταν οι Αθηναίοι. Τότε είδα για πρώτη φορά γραμμένη στον πίνακα μια ελληνική λέξη,  τη λέξη θάνατος. Το αρχικό γράμμα της με έβγαλε από εκείνη την παλιά μου αμηχανία:  το γράμμα λοιπόν της εικόνας, που μου έλειπε, ήταν το ελληνικό Θ. Με κατέλαβε αμέσως ο θαυμασμός, όχι μόνο για την ελληνική γραφή αλλά και για τους ίδιους τους ήχους της γλώσσας:  άκουγα για πρώτη φορά αυτή τη γλώσσα και την έβρισκα υπέροχη. Εξάλλου η καθηγήτρια σχολίασε τη λέξη με στίχους του ποιητή André Chénier: “un langage sonore aux douceurs souveraines/le plus beau qui soit né sur les lèvres humaines”,  ή αλλιώς στα ελληνικά: «Μια γλώσσα μουσική με αρχοντική γλυκύτητα/ η ωραιότερη από όσες γεννήθηκαν στα χείλη των ανθρώπων».
 
Αυτή η ανακάλυψη με βύθισε σε απόλυτη έκσταση, αλλά ταυτόχρονα ανάδυσε στη σκέψη μου μια καινούρια απορία. Γιατί να υπάρχουν ελληνικά γράμματα πάνω σε μια χριστιανική εικόνα;  Οι Έλληνες ήταν άραγε χριστιανοί; Τίποτα από όσα μάθαινα τότε, δεν μου επέτρεπε να το υποθέσω. Άλλωστε, στις τελευταίες σειρές του, το βιβλίο αρχαίας ιστορίας που είχαμε, δήλωνε επίσημα ότι ο ελληνισμός είχε πεθάνει με τη ρωμαϊκή κατάκτηση.  Κι όμως είχα ακούσει στην εκκλησία το «Κύριε Ελέησον». Είχα διαβάσει επίσης ότι αυτή η έκφραση, που κανονικά θα έπρεπε να προφέρεται στα λατινικά, είχε διαφυλαχτεί σε ελληνική γλώσσα, για να θυμίζει την αρχική ενότητα των Εκκλησιών. Ωστόσο, από το σημείο αυτό και έπειτα αναρωτήθηκα πώς είχε πραγματοποιηθεί το πέρασμα από τον παγανισμό στο χριστιανισμό.  Μήπως η εικόνα αυτή της παιδικής ηλικίας βρίσκεται στην απαρχή, εκεί όπου γεννάται η κλίση μου για τα ελληνικά γράμματα;  Μήπως μού ενέπνευσε τα ερευνητικά μου ενδιαφέροντα;  Μου αρέσει να το πιστεύω.
 
 Όταν έγινα δεκατριών ετών, κατάφερα να πείσω τους γονείς μου, ότι ήταν απαραίτητο να παρακολουθήσω μαθήματα  αρχαίων ελληνικών. Δυο χρόνια αργότερα, έμαθα ότι οι προσκοπίνες  της τελευταίας τάξης του Λυκείου θα πήγαιναν μια μεγάλη εκδρομή, στην Ελλάδα. Μου ήταν αδύνατον να σκεφτώ ότι παρόμοιο ταξίδι θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς εμένα. Παρόλο που μου εξήγησαν οι καθηγητές, ότι  ήμουν πολύ μικρή για ν’ αντέξω την κούραση παρόμοιου ταξιδιού, εγώ επέμεινα. Οι δύο αρχηγίνες  μάλλον σκέφτηκαν ότι θα με απέτρεπαν από το σχέδιό μου, αν έβαζαν όρους συμμετοχής πρακτικά αδύνατους: έτσι μου ζήτησαν να μάθω αρκετά νέα ελληνικά ώστε να μπορώ να ψωνίζω για όλη την ομάδα και να λύνω απλά πρακτικά προβλήματα. Δεν φαντάζονταν  τότε ότι η απαίτησή τους αυτή θα σφράγιζε τη μεταγενέστερη διαδρομή μου[…].
 
Ξεκινήσαμε για το ταξίδι τον Σεπτέμβριο του 1957. Συνάντησα την Ελλάδα και τους Έλληνες. Ήταν μια συγκλονιστική έκπληξη. Στο τραίνο που μας έφερνε στην Ελλάδα επιβιβάστηκε από τα Σκόπια ένας Έλληνας κομμουνιστής, πολιτικός εξόριστος του εμφυλίου πολέμου. Δοκίμασα να προφέρω  τις πρώτες μου ελληνικές λέξεις. Είχα ετοιμάσει προσεκτικά τις προτάσεις μου. Το όνομα, την ηλικία, την καταγωγή.  Εκείνος αμέσως σκέφτηκε, «η κοπέλα ξεκινά σπουδές αρχαίας ελληνικής φιλολογίας». Γι αυτό μου απάγγειλε τους πρώτους στίχους της  «Ιλιάδας». Η κατάσταση γινόταν τελείως παράδοξη. Φανταστείτε έναν ηλικιωμένο έλληνα κομμουνιστή, που σχεδόν έψελνε τους ομηρικούς στίχους, μπροστά σε μια κοπελίτσα δεκαπέντε χρονών, ενώ αυτή προσπαθούσε απελπισμένα να τους ταυτίσει. Και ξαφνικά η μικρή κατάλαβε. Ξανάπιασε τους στίχους από την πλευρά της, δηλαδή με την ερασμιακή προφορά που γνώριζε. Τους ήξερα κι εγώ αυτούς τους στίχους του Ομήρου «Μήνιν άειδε Θεά», μιας γλώσσας που είχε «την αρχοντική γλυκύτητα» της «πιο ωραίας γλώσσας», όπως έλεγε ο ποιητής. Ποιοι όμως στίχοι ήταν οι πιο μελωδικοί; Οι στίχοι του  συνταξιδιώτη ή μήπως οι δικοί μου; Καινούρια βασική απορία. Πώς πρέπει να προφέρουμε την ελληνική γλώσσα; Όπως εκείνος που ήταν Έλληνας ή όπως θα έκανε η μελλοντική φοιτήτρια της κλασικής φιλολογίας; Πού βρισκόταν η «αρχοντική γλυκύτητα» του Chénier; Κρυβόταν άραγε στην προφορά που πρότεινε ο Έρασμος ή μήπως την είχε διαπιστώσει ο ποιητής στην προφορά της μητέρας του, που ήταν Φαναριώτισσα; Το ερώτημα αυτό το αντιμετώπισα ουσιαστικά μόνο μετά την επιστροφή μου στη Γαλλία. Η καθηγήτριά μου, αυτή μου μίλησε για τον Έρασμο και μου εξήγησε τη συλλογιστική, χάρη στην οποία ο μεγάλος αυτός Ουμανιστής οδηγήθηκε στην πρότασή του. Παρατήρησε ορισμένους Έλληνες του καιρού του. Καθώς διαπίστωσε ότι ήταν πολύ δύσκολο να αποδοθεί ο τόνος,  υιοθέτησε μια προφορά που πλησίαζε σε εκείνην των γάλλων Ουμανιστών. Αναρωτήθηκα τότε γιατί και με ποιο δικαίωμα ένας ξένος, ακόμα κι αν ήταν τόσο σεβαστός λόγιος όσο ο Έρασμος, τολμούσε να ορίσει νόμους για μια γλώσσα που δεν ήταν η δική του. Αν μετατοπίσουμε την οπτική, αναρωτιέμαι  τι θα λέγαμε στην περίπτωση που ένας Γερμανός ή ένας Άγγλος θα υποστήριζε ότι μπορεί να αποδείξει στους Γάλλους με ποιον τρόπο να προφέρουν τη γλώσσα τους. Δεν είχα όλα τα στοιχεία για να ολοκληρώσω την εξέταση αυτής της προβληματικής, αλλά σκεφτόμουν κι εγώ ότι κάτι σε αυτή την υπόθεση δεν προχωρούσε σωστά, ήταν ένα είδος  παραχάραξης κληρονομικών δικαιωμάτων, με περιφρόνηση των νόμιμων κληρονόμων. 

«Στο πρώτο ταξίδι μου στην Ελλάδα, το παραμορφωτικό πρίσμα, το φτιαγμένο από όσα είχα μάθει και  είχα ονειρευτεί, με χώριζε από την πραγματικότητα» 

Από αυτό το πρώτο ταξίδι στην Ελλάδα μένουν στη μνήμη κάποιες παλίμψηστες εικόνες, που σχεδόν καλύπτονται από μεταγενέστερες εμπειρίες. Θυμάμαι καλά την ανυπομονησία που ένιωσα όταν φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη: δεν υπήρχαν αρχαιότητες, μόνο παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά μνημεία. Ήταν άραγε ελληνικά;  Η βαλκανική όψη αυτής της πόλης με έκανε να δυσανασχετώ. Έπρεπε να αποδεχτώ την πραγματικότητα: αγνοούσα τα πάντα για την Ελλάδα που βρισκόταν μπροστά μου. Το μοναδικό μου καταφύγιο ήταν ο ταξιδιωτικός οδηγός “guide bleu” και βυθιζόμουν στην εισαγωγή. Ακόμα κι αν έδινε προτεραιότητα στην αρχαία Ελλάδα, η ιστορική ματιά του Pierre Levesque αποτελούσε μια καλή εισαγωγή στην Βυζαντινή, Οθωμανική και σύγχρονη Ελλάδα. Αυτή υπήρξε η πρώτη μου επαφή, αναμφίβολα στοιχειώδης και κάποτε λίγο απλοϊκή, με τη συνέχεια του ελληνισμού. Θα μπορούσε κανείς να διακρίνει ήδη το παραμορφωτικό πρίσμα της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης: από την ελληνιστική περίοδο ο Pierre Levesque επιλέγει να εξετάσει μόνον ό,τι ονομάζει “la Grèce propre”, όρο που θα μπορούσαμε να αποδώσουμε ως «κυρίως Ελλάδα», δηλαδή τα εδάφη που είχαν οι πόλεις-κράτη στο Νότο των Βαλκανίων. Αυτή την Ελλάδα την θεωρεί  χώρα που παρακμάζει. Επιπλέον, ο ιστορικός παρακολουθεί την εξέλιξη αποκλειστικά, και μόνον, αυτής της γεωγραφικής περιοχής. Γι αυτόν τα ελληνιστικά βασίλεια είναι άραγε Ελλάδα; Μοιάζει να αμφιβάλλει πραγματικά[…]
 
Ας επιστρέψουμε σ’ εκείνο το πρώτο ταξίδι, που επιτέλους μας οδήγησε προς τους τόπους,  όπου υπήρχαν τα μνημεία της αρχαιότητας: τους Δελφούς, την Αθήνα, το Σούνιο, την Αίγινα, την Τίρυνθα, τις Μυκήνες και τη Δήλο. Εκεί συνάντησα την Ελλάδα που αναζητούσα. Κοιμηθήκαμε μέσα στα ερείπια του ναού των Δελφών, όπως και στο ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Μαγειρέψαμε στους Δελφούς με το νερό της Κασταλίας πηγής,  χαζεύαμε μέρα-νύχτα στα ερείπια, που δεν ήταν ακόμα κλεισμένα με απαγορευτικές λωρίδες. Έτσι είχα περιθώριο να ονειρευτώ και να συλλογιστώ βαθιά με ρομαντικό τρόπο. Θα το ομολογούσα σήμερα.   Αλλά, και πάλι αναγκαζόμουν να δω την  πραγματικότητα. Γιατί υπήρχε μια πινακίδα που έγραφε «Καστρί», ενώ ήμασταν στους Δελφούς;  Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι οι Δελφοί δεν ονομάζονταν πάντοτε Δελφοί. Και ξαφνικά έβρισκα πάλι μπροστά μου την ερώτηση της συνέχειας του ελληνισμού: οι Δελφοί ονομάζονταν Καστρί στην εποχή της Φραγκοκρατίας και της Οθωμανικής κατάκτησης. Είχα μπροστά μου, χάρη στα τοπωνύμια, ένα ζωντανό παράδειγμα ρήξης και κατόπιν συνέχειας, η οποία ανακατασκευάστηκε. Πολύ αργότερα, έμαθα ότι ένα βασιλικό διάταγμα του Όθωνα, το 1833, είχε αποκαταστήσει τα αρχαία τοπωνύμια του νέου κράτους.
 
Τι συγκράτησα από την ζωντανή Ελλάδα, μέσα σε όλα αυτά; Αν κοιτάξω τις φωτογραφίες που τράβηξα εκείνη τη χρονιά,  πουθενά δεν βρίσκω τη μορφή ενός Έλληνα. Οι εικόνες εκείνες δίνουν την εντύπωση  ότι η Ελλάδα προσφερόταν έρημη στους ταξιδιώτες, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για την άσκηση της φαντασίας τους… Τους Έλληνες τους πλησίαζα, αλλά δεν ήθελα να τους δω. Κι όμως πήγαινα στο ταχυδρομείο, παίρναμε όλοι μαζί τον ηλεκτρικό, μπαίναμε σε  λεωφορεία,  στο καράβι… οι Έλληνες ήταν εκεί. Στη χώρα φαινόντουσαν ακόμα  σημάδια μεγάλης φτώχιας και ίσως και πείνας, σημάδια του εμφυλίου πολέμου που δεν είχαν πραγματικά επουλωθεί, σημάδια της Μικρασιατικής καταστροφής, αφού οι πρόσφυγες δεν είχαν ακόμα  καλά σπίτια. Απ’ όλη αυτήν την πρόσφατη ιστορική διαδρομή εγώ δεν γνώριζα παρά όσα σημείωνε ο Pierre Levesque στον “Guide bleu”. Παρατηρούσα χωρίς να καταλαβαίνω. Το παραμορφωτικό εκείνο πρίσμα, φτιαγμένο από όσα είχα μάθει και  είχα ονειρευτεί, με χώριζε από την πραγματικότητα.
 
Μόλις γυρίσαμε στη Γαλλία δεν επέλεξα να ξεχάσω την πραγματικότητα που είχα δει. Θα ήταν το  πιο εύκολο. Πάντως ένα πράγμα είχε ξεκαθαρίσει μέσα μου: θα γινόμουν καθηγήτρια ελληνικών, δηλαδή αναγκαστικά καθηγήτρια αρχαίων ελληνικών, αλλά θα προσπαθούσα να καταλάβω πώς οι Έλληνες πέρασαν από τον παγανισμό στον χριστιανισμό∙  γιατί κι από πότε η Ευρώπη προσάρτησε την ελληνική κληρονομιά ∙ γιατί εγώ η ίδια, όπως μου δίδασκε  το εγχειρίδιο ιστορίας που διάβαζα, είχα την αυθάδεια να θεωρώ τον εαυτό μου πιο Ελληνίδα από τους Έλληνες. Έγραφε ο ιστορικός στην κατάληξη του βιβλίου «έτσι ο ίδιος ο  σύγχρονος πολιτισμός μας  πρέπει να θεωρηθεί ως  κληρονόμος του ελληνικού πολιτισμού. Η γαλλική ιδιοφυία, που συγγενεύει με το ελληνικό πνεύμα, με την επιθυμία της διαύγειας και του μέτρου, φαίνεται να κράτησε το καλύτερο τμήμα της κληρονομιάς αυτής».
 
Όταν έφτασα στο Πανεπιστήμιο επέλεξα την κλασική φιλολογία κι ήμουν επιτέλους  ευτυχισμένη, γιατί μπορούσα να αφιερωθώ στην Ελλάδα. Οι σπουδές αυτές σπάνια μας επέτρεπαν να βγούμε  από την κλασική εποχή. Ο Πλούταρχος και ο Λουκιανός γίνονταν βέβαια αποδεκτοί, όμως ο Ιουστίνος και ο Τατιανός δεν έβρισκαν καμία θέση. Από τους συγγραφείς του 4ου αιώνα αποδεκτοί γίνονταν μόνο όσοι έγραφαν σε αττικίζουσα γλώσσα, όπως είναι για παράδειγμα ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και ο Βασίλειος ο Μέγας. 

«Ζυμωμένος με  κλασική παιδεία, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος εγγράφεται στη συνέχεια των αλεξανδρινών ποιητών» 

Όταν ήρθε η ώρα να αποφασίσω το θέμα της διπλωματικής εργασίας, της maîtrise, μίλησα με τον επιβλέποντα καθηγητή για την επιθυμία που είχα να μελετήσω ένα κείμενο, στο οποίο θα μπορούσα να διακρίνω την συνάντηση του Παγανισμού με τον Χριστιανισμό κι όπου θα φαινόταν η συνέχεια του ελληνισμού. Εκείνος με κατεύθυνε ή μάλλον με εγκατέλειψε μέσα στην «Παλατινή Ανθολογία». Αυτή η συλλογή επιγραμμάτων απαντούσε ακριβώς στο αίτημά μου, αφού συμπεριλάμβανε κείμενα χρονολογημένα από τον 6ο αιώνα π.Χ. και έφθανε ως τον 10ο αιώνα μ.Χ.  Η «Ανθολογία» εκτεινόταν σε 12 τόμους, πράγμα που επέτρεπε να αναπτύξω με άνεση τη σκέψη μου ως προς το ζήτημα της συνέχειας. Και τότε κατάλαβα,  με μεγάλη έκπληξη, ότι, ενώ ο ανθολόγος είχε κατατάξει τα περισσότερα επιγράμματα  θεματικά, αντίθετα είχε αφιερώσει έναν ολόκληρο τόμο στα επιγράμματα που συνέθεσε ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός. Επρόκειτο για το όγδοο βιβλίο, που περιείχε 254 επιτύμβια επιγράμματα. Και εδώ στάθηκα, γιατί κατάλαβα ότι κρατούσα τον ίδιο τον κόμβο της προβληματικής μου.  Αυτός που τα έγραψε ήταν ένας σοβαρός θεολόγος, είχε γίνει μάλιστα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, κι όμως συνέθεσε επιγράμματα για την οικογένειά του, για τους δασκάλους του, τους φίλους του και για τον εαυτό του, ακολουθώντας το παράδειγμα των αλεξανδρινών επιγραμμάτων. Ζυμωμένος με  κλασική παιδεία, ο Γρηγόριος ο θεολόγος εγγράφεται στη συνέχεια των αλεξανδρινών ποιητών, συνέχεια στην οποία θα μπορούσαμε να εντάξουμε και  τον Καβάφη.
 
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα από τα δέκα επιγράμματα που συνέθεσε προς τιμήν του νεαρού εξαδέλφου του, Ευφήμιου. Πώς να μην το συσχετίσουμε με τον «Αδώνιδος Επιτάφιον», του ποιητή Βίωνα; Βρίσκουμε κάποτε παράλληλους στίχους. Και στις δύο περιπτώσεις οι Μούσες και οι Χάριτες θρηνούν για τον χαμό ενός τέλειου νέου, που δεν γνώρισε ακόμη τις χαρές του υμεναίου. Ο Ευφήμιος είναι θύμα του φθόνου, της θεότητας εκείνης που ζηλεύει τους θνητούς. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Γρηγόριος παρασύρεται από το παιχνίδι της μίμησης, κι έτσι αποδεικνύει την παιδεία του και τις στιχουργικές του ικανότητες. Αν παραβλέψουμε τα ερωτήματα και τις υποθέσεις, πάντοτε μένει μια πραγματικότητα: ο Ευφήμιος είναι χριστιανός και ο Γρηγόριος είναι Πατριάρχης. Μπορεί άραγε να θρηνήσει τον χαμό της ομορφιάς και της νεότητας, που είναι αγαθά  αυτού του κόσμου; Μπορεί να πει κι αυτός με τη σειρά του ότι βλέπει, σ’ αυτόν τον χαμό, το έργο μιας θεότητας που ζηλεύει τους ανθρώπους;
 
Ο Γρηγόριος αγαπά με πάθος την ελληνική παιδεία. Καλλιεργεί εσωτερική και ουσιαστική σχέση με τον ελληνισμό, όπως μαρτυρεί το επιτύμβιο επίγραμμα που συνθέτει για τον εαυτό του. Εκεί βλέπουμε για πρώτη φορά στην ελληνική λογοτεχνία, κατά τη γνώμη μου, το κτητικό επίθετο να συνοδεύει το ουσιαστικό «Ελλάς»:  «Ελλάς εμή», που μοιάζει να απαντά σε αντίστοιχη δική του έκφραση «Χριστός εμός», την οποία βρίσκουμε σε άλλα ποιήματά του. Όμως ο Χριστιανός διχάζεται ανάμεσα στην ελληνική παιδεία  και στην χριστιανική πίστη. Πώς ο Γρηγόριος χειριζόταν αυτόν τον βαθύτερο διχασμό;
 
Σε αυτή την εποχή των σπουδών μου συνάντησα για πρώτη φορά ορισμένους γάλλους διανοούμενους, οι οποίοι, ακολουθώντας μια ανθρωπολογική θεωρία, υποστήριζαν ότι δεν υπάρχουν πια Έλληνες. Και αυτό επειδή ο ελληνισμός είχε σβήσει από την ώρα που υπερίσχυσε ο Χριστιανισμός, καθώς οι χριστιανικές αξίες ήταν εντελώς αντίθετες από τις ελληνικές. Σημείο απόλυτης τομής και ρήξης αποτελούσε ο Χριστιανισμός.

Εν τω μεταξύ ξαναγύρισα στην Ελλάδα και έζησα, όπως και πολλοί ταξιδιώτες, τα ελληνικά μου καλοκαίρια: περπάτησα τον τόπο από τη μία άκρη στην άλλη και γνώρισα τους ανθρώπους. Ένα πράγμα ήταν σίγουρο: η γλώσσα ζούσε. Υπήρχε συνέχεια που διαφαινόταν από την ίδια τη σχέση του χριστιανισμού με τον παγανισμό. Έπρεπε όμως να παρατηρήσει ο ερευνητής προσεκτικά πώς έγινε το πέρασμα από την παλιά στη νέα θρησκεία. Το έργο του Γρηγόριου Ναζιανζηνού μου φάνηκε πως αποτελούσε εξαιρετικό πεδίο για την εφαρμογή της έρευνας. Αποφάσισα λοιπόν να συνεχίσω σε αυτή την κατεύθυνση και να μελετήσω τα άπαντα του θεολόγου. Διαπίστωσα ότι καταδίκαζε αυστηρά τον παγανισμό, έβλεπα όμως ότι παράλληλα χρησιμοποιούσε αρχαίους μύθους για την ηθική διαπαιδαγώγηση των πιστών. Αποδελτίωσα στα έργα του πεντακόσιες ενενήντα δύο αναφορές σε τόπους ή πρόσωπα που συνδέονται με τον παγανισμό.
 
Τα δύο πιο ενδιαφέροντα από αυτά τα κείμενα είναι οι «Απολογίες ενάντια στον Αυτοκράτορα Ιουλιανό», ο οποίος το 362 αποφάσισε να απαγορεύσει τη διδασκαλία της γραμματικής, της ρητορικής και της φιλοσοφίας στους Χριστιανούς, υποστηρίζοντας ότι  δεν ήταν σε θέση να διδάξουν τους έλληνες συγγραφείς. Ο Γρηγόριος απαντά με το έργο «Στηλιτευτικός κατά Ιουλιανού Βασιλέως», στο οποίο ζητά το δικαίωμα της ελληνικής παιδείας για τους χριστιανούς. Έτσι διατυπώνει το ρητορικό ερώτημα : «Σòν τò  ἑλληνίζειν;  Σòν τò ἀττικίζειν;». Την ίδια στιγμή λοιπόν που καταδικάζει τον Έλληνα Ιουλιανό και μαζί μ’ αυτόν τη θρησκεία του, του αρνείται το δικαίωμα να απαγορεύσει στους χριστιανούς την ελληνική παιδεία. Ζητά γι’ αυτούς, όπως και για όλη την ανθρωπότητα, την κληρονομιά του ελληνισμού, αφού αποτελεί την κοινή παιδεία, στην οποία όλοι πρέπει να έχουν πρόσβαση. Αυτά τα λόγια του Γρηγορίου απηχούσαν στη σκέψη μου το περίφημο εκείνο χωρίο του Ισοκράτη, που το έλεγα μέσα μου πότε πότε, γιατί μου επέτρεπε να αισθανθώ κι εγώ Ελληνίδα. «Το των Ελλήνων όνομα πεποίηκεν μηκέτι του γένους, αλλά της διανοίας δοκείν είναι και μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας». 

«Ο Γρηγόριος καταδικάζει τον παγανισμό, διαφυλάσσει την ελληνική παιδεία, ανεξάρτητη πια από την θρησκεία, και την εκχριστιανίζει όπου είναι δυνατόν» 

Με  την τοποθέτηση αυτή ο Γρηγόριος φαινόταν να έχει οριστικά διαχωρίσει τη θρησκεία από τον πολιτισμό. Kαταδικάζει τον παγανισμό, διαφυλάσσει την ελληνική παιδεία, ανεξάρτητη πια από την θρησκεία, και την εκχριστιανίζει όπου είναι δυνατόν. Ο Οδυσσέας που επιστρέφει στην Ιθάκη συμβολίζει τον χριστιανό που βαδίζει προς την ουράνια πατρίδα του∙ ο Αλφειός που διασχίζει τη θάλασσα για να συναντήσει την Αρέθουσα αναπαριστά τον χριστιανό που προχωρεί ορμητικά προς τον θεό∙ το δελφίνι που σώζει τον Αρίωνα είναι ο ιχθύς σωτήρ, που οδηγεί τον πιστό προς τη σωστή κατεύθυνση. Έτσι ο χριστιανός φοιτητής της Ακαδημίας της Αθήνας ανοίγει τον δρόμο για μια πρώτη μορφή ουμανισμού.
 
Χάρη σ’ αυτή τη διδακτορική διατριβή τρίτου κύκλου διορίστηκα ως βοηθός στις ελληνικές πατερικές μελέτες στο Πανεπιστήμιο του Μονπελλιέ. Όμως οι φοιτητές ήταν τόσο λίγοι που το Ίδρυμα μου ζήτησε να στραφώ προς τις νεοελληνικές σπουδές. Ήμασταν στο 1979, η Ελλάδα επρόκειτο να μπει στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και νιώθαμε την ανάγκη να γνωρίσουμε καλύτερα τον πολιτισμό και τη γλώσσα της. Καθώς ήταν  γενικά γνωστό ότι ενδιαφερόμουν για την Ελλάδα και είχα κάνει πολλά ταξίδια εκεί,  μου ανατέθηκε η  διδασκαλία. Δεν ήμουν καθόλου έτοιμη γι’ αυτό.
 
Πέρασαν μερικά χρόνια, οι νεοελληνικές σπουδές αναπτύσσονταν, έρχονταν όλο και περισσότεροι φοιτητές, έτσι μου φάνηκε απαραίτητο να αποκτήσω συμπληρωματικές γνώσεις  στα νέα ελληνικά, αφού δεν είχα κανένα δίπλωμα για την ειδίκευση αυτή. Οι καθηγητές του Πανεπιστημίου της Λιλ, που είχαν επιβλέψει τη διατριβή,  με σύστησαν στον Κωνσταντίνο Δημαρά. Η συνάντηση με τον Δημαρά μου μένει αξέχαστη. Η γοητεία της παρουσίας του ήταν άμεση, συνδεόταν τόσο με την εξωτερική εμφάνιση –που ήταν πάντα πολύ κομψή– όσο και με τη βαθύτερη προσωπικότητα. Αντιμετώπισε την ερευνητική μου πρόταση με επιείκεια και με συμβούλεψε να διαβάσω πριν απ’ όλα τον «Θάνο Βλέκα» του Παύλου Καλλιγά  και  να κάνω μια κριτική έκδοση. Σίγουρα είχε σκοπό να μου δείξει τη δυσκολία του εγχειρήματος και να με θεραπεύσει για πάντα από την φιλελληνική μου τάση. Ανακάλυπτα μέσα απ’ αυτό μια πλήρη απεικόνιση, χωρίς παραχωρήσεις, της Ελλάδας του Όθωνα. 

«Το έργο του Καλλιγά με οδήγησε κατευθείαν σε μια εποχή συνέχειας, που δηλώνεται και ανασυγκροτείται» 

Όταν διάβασα τη σχετική βιβλιογραφία, μου φάνηκε ότι πράγματι η μελέτη των έργων του Καλλιγά θα μου έδινε την ευκαιρία να καταλάβω το ζήτημα της ίδρυσης του ελληνικού κράτους, που για μένα είναι το δεύτερο κομβικό σημείο της συνέχειας του Ελληνισμού. Ο νομικός αυτός, που είχε σπουδάσει σε γερμανικά πανεπιστήμια, έφτασε στην Ελλάδα το 1837, και διακρίθηκε σε διάφορους τομείς: δικηγόρος, πρόεδρος του Αρείου Πάγου, καθηγητής ρωμαϊκού δικαίου στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, πολιτικός άνδρας (υπήρξε Υπουργός, Βουλευτής και πολλές φορές Πρόεδρος της Βουλής) Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος. Με έκπληξη τον έβρισκα παντού, σε ώρες καίριες για την ίδρυση του κράτους,  στην σύνταξη του Αστικού Κώδικα, όπως και του Συντάγματος του 1864. Επιπλέον συμμετείχε στα μεγαλύτερα ελληνικά δημόσια έργα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα: στα μεταλλεία του Λαυρίου, στη σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας-Πειραιά, στην αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε τη συγγραφική του δραστηριότητα: μυθιστόρημα, Ρωμαϊκό Δίκαιο σε πέντε τόμους, ιστορικά έργα σχετικά με το Βυζάντιο, ένα δοκίμιο ιστοριογραφίας, ένα ταξιδιωτικό κείμενο για την Τουρκία, ένα δοκίμιο για το ζήτημα των φυλακών κ.ά. Επιπλέον είχε σχολιάσει τον Υπερείδη και τον Αριστοφάνη, είχε μεταφράσει από τα γερμανικά ένα έργο Εκκλησιαστικού Δικαίου, όπως και μια ιστορία της Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο.
 
Ποιο ήταν το οδηγητικό νήμα που συνέδεε αυτές τις δραστηριότητες; Το ίδιο το έργο του Καλλιγά και τα οικογενειακά αρχεία, στα οποία έφτασα με σύσταση του Δημαρά, στάθηκαν πολύτιμα για να βρω την απάντηση. Ο Δημαράς παρακολουθούσε τακτικά την έρευνα. Με τις συμβουλές του προχώρησα σε αποδελτίωση του τύπου της εποχής, που με έβαλε στο πολιτικό και πνευματικό κλίμα της Ελλάδας. Απέκτησα επίσης πρόσβαση στη σημαντική βιβλιοθήκη του Καλλιγά, η οποία μαρτυρούσε τις αναζητήσεις του: πολιτικά, νομικά, κοινωνικά και οικονομικά πρότυπα για τη χώρα. Έβρισκε κανείς σε αυτήν τη βιβλιοθήκη την Ελλάδα και μόνο την Ελλάδα: την ιστορία, το μέλλον και την ανασύστασή της.  Διέκρινα  στον Καλλιγά μια συλλογιστική πάνω στη συνέχεια του ελληνισμού, επειδή, ως ιστορικός που ήταν, ήξερε ότι ένας λαός δεν μπορεί να δει  πού πηγαίνει αν δεν γνωρίζει ποιος είναι και από πού έρχεται. Ο Δημαράς είχε βέβαια δίκιο. Το έργο του Καλλιγά με οδήγησε κατευθείαν σε μια εποχή συνέχειας, που δηλώνεται και ανασυγκροτείται. Ο Καλλιγάς προχωρούσε ακολουθώντας τον άξονα που είχαν χαράξει οι προηγούμενοι: ο Ρήγας και ο  Κοραής, αλλά και τα μέλη της Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου,  που είχε διακηρύξει το 1822 ότι η ελευθερωμένη χώρα λεγόταν Ελλάδα και οι κάτοικοί της Έλληνες. Ορίζονται ως χριστιανοί ορθόδοξοι, πράγμα που επιβεβαιώνει τη θέση του Γρηγορίου Ναζιανζηνού. Ο Έλληνας δεν είναι πια παγανιστής, είναι επίσημα χριστιανός. Η ανασυγκρότηση της θρησκευτικής ταυτότητας έχει ολοκληρωθεί και αυτή η ταυτότητα διαφυλάσσει τον αρχαίο πολιτισμό.
 
Προχώρησα στην έρευνα αυτή για δέκα χρόνια, με ενδιαφέρον αμείωτο. Μου επέτρεψε να διατρέξω σχεδόν έναν αιώνα βίου της Ελλάδας και της Ευρώπης, στους τομείς της πολιτικής και πολιτιστικής ζωής, της ιστορίας, της λογοτεχνίας και διάρκεσε εξήντα χρόνια. Ακολουθώντας τον βήμα βήμα βρέθηκα στο κέντρο λήψης αποφάσεων για το νεοσύστατο κράτος: γλώσσα, σύνταγμα, αγροτικό σύστημα, κόμματα, αστικός κώδικας, εκπαιδευτικό σύστημα, σωφρονιστικό σύστημα κ.ά. Εξοικειώθηκα με τους λόγιους της Αθήνας του 19ου αιώνα, στο βάθος της σκέψης μου όμως, πάντα άκουγα το ερώτημα «ποια είναι αυτή η Ελλάδα που αναγεννιέται με το νέο κράτος;». Καταλάβαινα πόσο σύνθετο ήταν, αφού το μετρούσα πάνω σε  προσωπικότητες που διέφεραν πραγματικά μεταξύ τους, όσο ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο Σκαρλάτος Βυζάντιος, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, ο Νικόλαος Δραγούμης, ο Νικόλαος Πολίτης και άλλοι. 

«Γύρω από τη συνέχεια του ελληνισμού, ο προβληματισμός πάνω στη μακρά διάρκεια» 

Τελείωσα τη μελέτη, υποστήριξα την διατριβή του κράτους και δημοσίευσα το βιβλίο μου με τίτλο «Ο Παύλος Καλλιγάς και η ίδρυση του ελληνικού κράτους». Είχα ωριμάσει πια και ο φίλος μου Νίκος Καραπιδάκης με έκανε να αντιληφθώ την δυσκολία που υπάρχει, όταν εργάζεται κανείς πάνω  στη μακρά διάρκεια, και μάλιστα όταν το θέμα εμπεριέχει πολιτικές συνιστώσες για τους Έλληνες. Άλλωστε  αναρωτιόμουν: μήπως ήταν παράτολμο να γράψω, εγώ που ήμουν ξένη, πάνω σ’ αυτό το θέμα; Δεν κινδύνευα να εγγραφώ στον μακρύ κατάλογο των ξένων που είχαν θελήσει να δώσουν μαθήματα στους Έλληνες, λέγοντάς τους ποιοι είναι και ποιοι θα πρέπει να είναι;  Δίστασα πολύν καιρό πριν αρχίσω τη συγγραφή.
 
Κι όταν ξεκίνησα να γράφω είχα ήδη περάσει σε  άλλη οπτική. Συνειδητοποίησα ότι αν θέλουμε να εξυγιάνουμε τη σχέση της Ελλάδας με την Ευρώπη, χρειάζεται να σπάσουμε τα στερεότυπα που συνδέονται με την άγνοια, αυτήν που διαπίστωνα στους συμπατριώτες μου. Πολλές φορές κατηγόρησα τον εαυτό μου, γιατί δεν έκανα δημόσιες παρεμβάσεις, δεν απαντούσα με άρθρα στον τύπο ή με διαλέξεις, μολονότι άκουγα γύρω μου να κυκλοφορούν τόσες ανοησίες για τη νεότερη Ελλάδα, και μάλιστα να υποστηρίζονται και από συναδέλφους μου. Ειδικότερα σκέφτηκα και πάλι τα στερεότυπα, όταν ξέσπασε η υπόθεση του ονόματος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, το 1990, όπως και με την οικονομική κρίση των τελευταίων ετών.
 
Πρέπει  πριν απ’ όλα να αντιμετωπίσουμε τα στερεότυπα. Η νέα Ελλάδα, τα νέα ελληνικά: όροι που πρέπει να εξορίσουμε. Μήπως λέμε η νέα Γαλλία, η νέα Αγγλία, η νέα Γερμανία; Αυτή η έκφραση παραπέμπει στο παρελθόν, δηλαδή, με στενή αντίληψη, στα πενήντα χρόνια της Ελλάδας του Περικλή, στην Αθήνα. Με τη χρήση αυτής της έκφρασης από τη διεθνή κοινότητα,  οι σημερινοί Έλληνες έχουν, από το ξεκίνημα κιόλας, χάσει το παιχνίδι, αφού θεωρούνται κατώτεροι.

Χρειάζεται επίσης να ξεριζώσουμε την παθιασμένη σχέση που καλλιεργεί η Ευρώπη με την Ελλάδα: ούτε ακραίος φιλελληνισμός, αλλά ούτε και μισελληνισμός. Επειδή, ανάλογα με τις περιστάσεις, η Ελλάδα γίνεται αντικείμενο λατρείας ή κριτικής και περιφρόνησης. Κανένας λαός, από όσο γνωρίζω, δεν υπέστη παρόμοια αντιμετώπιση. Ο φιλελληνισμός προωθεί την εικόνα μιας ιδανικής Ελλάδας, φτιαγμένης από κρύσταλλο, όπως λέει ο Paul Valéry. Όμως το κρύσταλλο σπάζει στην επαφή με την πραγματικότητα και γεννά τον μισελληνισμό. Μου φαίνεται πως μία από τις δυσκολίες που αντιμετώπισε η ελληνική κοινωνία του νεοσύστατου κράτους συνδέεται με αυτό το φαινόμενο του καθρέφτη:  το θέμα δεν είναι μόνο πώς να παραμείνει στο ύψος των μεγάλων προγόνων, αλλά επίσης και πώς να ανταποκριθεί στην εικόνα της Ελλάδας, που της έστελνε η Ευρώπη από την εποχή κιόλας της Αναγέννησης. 
 
Η στάση της Ευρώπης απέναντι στο νέο κράτος δεν διευκόλυνε την ανασύσταση. Ακόμα και σήμερα δεν διευκολύνει τη θέση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Οι Έλληνες δεν έχουν άλλη επιλογή: πρέπει να είναι άξιοι του ονόματός τους και να στέκονται στο ύψος της αρχαίας κληρονομιάς. Όταν η Ευρώπη απογοητεύεται,  πέφτει η καταδικαστική απόφαση, τρομερή για ένα κράτος που χτίζεται ακόμα:  εκφυλισμός και  παρακμή. Τα θέματα αυτά  βλέπουμε να αναπτύσσονται ήδη από την Αναγέννηση και τα βρίσκουμε ακόμα  ως και τον 19ο αιώνα.
 
Μία δεύτερη ερμηνεία που προτείνεται : οι Έλληνες δεν μοιάζουν στους μεγάλους προγόνους τους, γιατί δεν είναι απόγονοι εκείνων. Πρόκειται για κατάφαση πολύ διαδεδομένη στην Ευρώπη, και μάλιστα ως τις μέρες μας. Όσοι την διατυπώνουν αγνοούν συνήθως ότι πρώτος την υποστήριξε ο γερμανός ιστορικός  Φαλμεράϋερ, που έγραψε ότι δεν υπάρχουν πια Έλληνες. Αυτή η κατάφαση συνιστά διπλά ευχάριστη προοπτική: πρώτα πρώτα η κληρονομιά των αρχαίων Ελλήνων είναι ελεύθερη από κάθε διεκδίκηση, και αποτελεί  αγαθό που δεν έχει πια ιδιοκτήτη. Δεύτερη όψη της ίδιας προοπτικής, είναι αυτή που διακρίνουμε στην οικονομική κρίση των ημερών μας: δεν χρειάζεται να υπερπροστατεύουμε τους Έλληνες, αφού δεν έχουμε κανένα πολιτισμικό χρέος απέναντί τους.
 
Πώς λοιπόν, μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει το ζήτημα της συνέχειας του ελληνισμού; Πρώτα πρώτα, θα ήταν άτοπο να το κρίνουμε σε επίπεδο γενετικής, μολονότι στις μέρες μας διαθέτουμε τα επιστημονικά μέσα για να το κάνουμε. Ας αφήσουμε πίσω προσεγγίσεις βιοχημικές, κι ας επιστρέψουμε στις ιδέες. Πρέπει να δείξουμε σε ποιον ορισμό του έθνους οφείλουμε να κατατάξουμε την Ελλάδα που αναδύεται το 1822, στην Επίδαυρο.

Αν δοκιμάσουμε να εφαρμόσουμε στους Έλληνες τον ορισμό του έθνους που έδωσε στους Γάλλους ο  abbé Sieyès το 1789, ο οποίος προϋποθέτει ότι πρέπει να ζουν μαζί, κάτω από κοινούς νόμους, σ’ έναν συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, με σύνορα, κράτος και κοινωνικό συμβόλαιο, διαπιστώνουμε ότι δεν λειτουργεί. Οι Έλληνες έζησαν χωρίς δικό τους γεωγραφικό χώρο, χωρίς κράτος, για περισσότερο από οκτώ αιώνες, πράγμα που δεν τους εμπόδισε να γίνουν έθνος. Ο Δημαράς το έδειξε πολύ καλά: πρέπει να επικαλεστούμε τον Χέρντερ και τον Βίκο για να σκεφτούμε το ελληνικό έθνος, και όχι τον Sieyès ή τον Renan. Ταιριάζει καλά ο γερμανικός ορισμός του έθνους. Ιδρύει το έθνος σε ό,τι ο Καλλιγάς αποκαλεί «ηθικά στοιχεία»: γλώσσα, θρησκεία, λαϊκή παράδοση. Από εκεί και έπειτα οι αλλαγές του εδάφους ή ακόμα και η έλλειψη γεωγραφικού χώρου, η ύπαρξη ή η έλλειψη κράτους,  δεν έχουν σημασία. Ο ελληνισμός δεν εξαρτάται από ένα έδαφος ή ένα κράτος. Βέβαια τα πράγματα έχουν αλλάξει από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους. Οι Έλληνες έχουν κράτος, σύνορα, σύνταγμα και αστικό κώδικα. Μπορούν στο εξής να ενταχθούν στον ορισμό του Sieyès και του  Renan. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορούμε να ξεχάσουμε την πολύ εκτεταμένη ελληνική διασπορά. 

«Ο Παπαρρηγόπουλος είχε σωστά καταλάβει ότι ήταν απαραίτητο να εντάξουμε το Βυζάντιο στην ιστορία του ελληνισμού» 

Πρέπει επίσης να καταπολεμήσουμε ένα άλλο στερεότυπο: αυτό που αφορά το Βυζάντιο. Ο Παπαρρηγόπουλος είχε σωστά καταλάβει ότι ήταν απαραίτητο να εντάξουμε το Βυζάντιο στην ιστορία του ελληνισμού. Αλλιώς, χωρίς τη συνέχεια, το νέο κράτος δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει το παρελθόν του. Στην ελληνική ιστοριογραφία, το Βυζάντιο εξασφαλίζει τη συνέχεια του ελληνισμού, ακόμα κι αν στην πράξη ήταν  πολυεθνικό κράτος. Τι είναι όμως το Βυζάντιο για τους Ευρωπαίους;  Αυτό το ζήτημα, βέβαια, στην Ευρώπη παραμένει θέμα που αφορά κυρίως  τους Βυζαντινολόγους, ως ειδικούς επιστήμονες, που συνήθως δεν απευθύνονται στο ευρύ κοινό. Έτσι ο δρόμος μένει ανοιχτός για τα στερεότυπα,  που κυκλοφορούν από την εποχή ακόμα του σχίσματος και της τέταρτης σταυροφορίας, στερεότυπα που εξαπλώθηκαν με την εποχή του Διαφωτισμού. Το ξέρουμε από το έργο του Gibbon, ο 18ος αιώνας δεν αγαπάει το Βυζάντιο. Το αντιμετωπίζει ως δολοπλοκίες στα βασιλικά παλάτια, θρησκευτικές διαμάχες, υπερβολική πολυτέλεια, παρακμή. Πράγμα που αποτύπωσε στη φαντασία των πολλών μιαν  αρνητική εικόνα για το Βυζάντιο, εικόνα που κυκλοφορεί ακόμα στις μέρες μας, στον τύπο και στις συζητήσεις των Γάλλων. Κάθε βδομάδα μπορεί ο αναγνώστης να διαπιστώσει ότι στην εφημερίδα «Le Monde» χρησιμοποιούνται οι όροι Βυζάντιο ή βυζαντινός με αρνητική σημασία. Βλέπουμε λοιπόν πώς η αφομοίωση της βυζαντινής χιλιετίας στην ελληνική ιστορία ενίσχυσε τα στερεότυπα, που στηλιτεύουν την Ελλάδα και τους Έλληνες. Ο ιστορικός Olivier Delorme υποστήριζε ότι το στερεότυπο του Έλληνα «κλέφτη, ψεύτη και τεμπέλη»  είχε χρησιμοποιηθεί κιόλας από τους σταυροφόρους, την εποχή που συνάντησαν τους βυζαντινούς. Οι ίδιοι χαρακτηρισμοί κυκλοφορούν σε κάθε περίοδο, όταν εντείνεται ο μισελληνισμός. Στην εποχή μας προστίθενται σε όλα αυτά οι πελατειακές σχέσεις και η διαφθορά, κι έτσι δημιουργούνται  αντιφατικές αντιδράσεις. Ο παλαιός μισελληνισμός εμφανίζεται και πάλι:  μην έχετε κανέναν οίκτο για τη χώρα αυτή των απατεώνων. Αντίθετα οι φιλέλληνες, που νοσταλγούν την εξιδανικευμένη αρχαιότητα, λένε, επικαλούμενοι ένα μακρινό  παρελθόν: πρέπει να τρέξουμε και να βοηθήσουμε τη χώρα που είναι το λίκνο της δημοκρατίας. 

«Είναι  απαραίτητο να αποκαταστήσουμε το Βυζάντιο και να εξηγήσουμε πόσο ολέθριος μπορεί να γίνει ο μισελληνισμός, αλλά και ο φιλελληνισμός» 

Και οι δύο στάσεις είναι επικίνδυνες  και διόλου δεν συγκινούν την τρόικα. Η πρώτη υποδαυλίζει τον ρατσισμό και το μίσος,  που βλάπτουν τη συνοχή και την αλληλεγγύη της Ευρώπης. Η δεύτερη προϋποθέτει ότι αποδεχόμαστε  στερεότυπα,  που συνδέονται με την αρχαία Ελλάδα, ενώ αναφέρεται σε μια δημοκρατία που δεν διάρκεσε περισσότερο από πενήντα χρόνια και σήμερα τίθεται σοβαρά σε αμφισβήτηση.  «Τι χρη ποιείν ;»  όπως ρωτούσαν στο μαντείο των Δελφών οι πιστοί. Είναι λοιπόν απαραίτητο να αποκαταστήσουμε το Βυζάντιο και να εξηγήσουμε πόσο ολέθριος μπορεί να γίνει ο μισελληνισμός, αλλά και ο φιλελληνισμός. Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη επίσης  πρέπει να αφήσει  πίσω τη στάση που ανέπτυξε η Αναγέννηση απέναντι στην Ελλάδα, και να σταματήσει να διεκδικεί αποκλειστικά  την αρχαία ελληνική κληρονομιά.
 
Ούτε το αίμα ούτε το έδαφος φτιάχνουν το ελληνικό έθνος και τη συνέχειά του, αλλά όπως είπε ο Καλλιγάς και όπως αναφέραμε στα προηγούμενα, χτίζεται με  τα «ηθικά στοιχεία» δηλαδή τη θρησκεία και τη γλώσσα.  Αναδείξαμε αρκετά ως εδώ πώς δημιουργήθηκε η συνέχεια στο θέμα της θρησκείας. Όσον αφορά τη συνέχεια της γλώσσας που αποτελεί, κατά τον Βίκο, μοναδικό και ασφαλές τεκμήριο της ταυτότητας,  πράγματι δεν υπάρχει διακοπή της συνέχειας στην ελληνική γλώσσα. Κι αυτό δεν συνδέεται με κανενός είδους θαύμα, αλλά με τη συνεχή επαναφορά της γλώσσας προς τον κανόνα, κάθε φορά που αυτή κινδυνεύει από την επαφή με μια ξένη γλώσσα. Η ρωμαϊκή κατάκτηση παρουσίασε άνθιση σε λογίους που ήταν γραμματικοί και λεξικογράφοι, στην Αλεξάνδρεια και στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι πολύ νωρίς καθόρισαν τον κανόνα της αττικίζουσας γλώσσας. Στην Αναγέννηση οι γραμματικές του Κωνσταντίνου Λάσκαρη και του Χρυσολωρά χρησιμοποιήθηκαν και για την εκπαίδευση των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και συνέβαλαν στη διατήρηση της γλώσσας. Και αν, την ώρα της ίδρυσης του νέου κράτους, φάνηκε πόσο δύσκολο ήταν να διαλέξουν οι Έλληνες ποια γλώσσα  θα χρησιμοποιούσαν, εντέλει υιοθετήθηκε μια μορφή απλής λόγιας γλώσσας, όπως την είχε προτείνει ο Κοραής. Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος, συγγραφέας πολλών λεξικών και υπεύθυνος για τα σχολικά προγράμματα, μας δείχνει καλά την ανασυγκρότηση της συνέχειας. Πίστευε ότι οι Έλληνες έπρεπε να επιστρέψουν στην ομιλουμένη της εποχής του Ιωάννη του Χρυσόστομου. Πάλι επιστροφή στον κανόνα…. Δυστυχώς όμως δεν γνωρίζουμε ποια ακριβώς ήταν αυτή η ομιλουμένη.
 
Μια προσωπική παρατήρηση : Η τάση μιας γλώσσας που αναζητά την καθαρότητα του κανόνα, δεν συνιστά αναγκαστικά στροφή προς ένα παρελθόν. Πιστεύω πως για τα ελληνικά αυτή η στροφή υπήρξε σωτήρια.
 
Συμπερασματικά: Θα ήταν επικίνδυνο να γράψει κανείς πάνω στο θέμα της συνέχειας, αν δεν πρόσεχε να μην διαιωνίσει ή να μην ανανεώσει τα στερεότυπα, που έχουν αναπτυχθεί από την Αναγέννηση. Αντίθετα θα πρέπει αυτό να του δίνει την ευκαιρία να τα καταγγείλει. Πρέπει να κοιτάξουμε την Ελλάδα με άλλο τρόπο.  Σίγουρα θα έχετε καταλάβει ότι δεν πιστεύω στην απόλυτη συνέχεια, αντίθετα γνωρίζω τη δύναμη του ελληνισμού,  αυτήν που, μπροστά στον κίνδυνο ρήξης έβρισκε  πάντοτε τον τρόπο να ξαναχτίζει τη συνέχεια.
 
Αν χρησιμοποιήσουμε για μια ακόμα φορά ως πρότυπο την Ελλάδα, σίγουρα μπορούμε να δούμε μέσα από τη διαδρομή της πόσες δυσκολίες έχει η συγκρότηση ενός νέου κράτους. Αυτό το ζήτημα τίθεται στις μέρες μας επιτακτικά σε πολλές περιοχές του κόσμου. Έτσι το παράδειγμα της Ελλάδας δείχνει ότι για να γίνει ένα καινούριο κράτος απαιτείται πολύς χρόνος και κόπος: οι θεσμοί, η πολιτική ζωή, η αλλαγή στις νοοτροπίες γίνονται με αργούς ρυθμούς[…].»
 
*Η ομιλία της κ. Μasson παρατίθεται κατά τι μόνον συντομευμένη. Οι υπότιτλοι τέθηκαν με στόχο την ευκολότερη ανάγνωση.
 
**Πολλές ευχαριστίες στην κ. Βασιλική Κοντογιάννη, καθηγήτρια του ΤΕΦ του Δ.Π.Θ., που μεσολάβησε, διευκολύνοντaς τη δυνατότητα φιλοξενίας τής πολύ σημαντικής και με τολμηρές πολιτικές, διευρωπαϊκές, επισημάνσεις ομιλίας της κ. Μasson

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.