Μανωλης Μπουχλης: Ο ηρωας του ‘40, ο Οικονομολογος,ο Γυμνασιαρχης του Οικονομικου Γυμνασιου Κομοτηνης

Του Τάσου Γιοβανούδη

Αυτές τις μέρες γιορτάζουμε την 79η επέτειο του έπους του 40. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα θυμάμαι με άπειρη αγάπη τον Χανιώτη γυμνασιάρχη μας, το Μανώλη το Μπούχλη. Μικρός το δέμας, με γερμένο το κεφάλι στη μια πλευρά, σπινθηροβόλα μάτια. Μας τον παρουσίασε ο αναπληρωτής γυμνασιάρχης,  ο κύριος Πανανός, στα ψηλά σκαλοπάτια, κάτω από το βυζαντινό κάστρο, στο σχολείο μας, το Οικονομικό Γυμνάσιο Κομοτηνής, το Σεπτέμβριο του 1966.
 
(Στο μέσον της φωτογραφίας, με τους αποφοίτους του Οικονομικού Γυμνασίου Κομοτηνής, τον Ιούνιο 1968)
 
Πρέπει να ήταν τότε κοντά στα εξήντα. Οι πρώτες μέρες ήταν διερευνητικές. Ανέλαβε να μας διδάξει, λογιστική. Η παιδεία μας στη λογιστική ήταν σε ικανοποιητικό επίπεδο και δεν αντιμετωπίσαμε, ούτε εμείς ούτε εκείνος ιδιαίτερες δυσκολίες.
 
Περνώντας οι μέρες, διαπιστώσαμε ότι είχε δυο τρεις τόμους λογιστικής, απ΄όπου μας εφοδίαζε με εργασίες. Σε κάποιο διάλειμμα διαπιστώσαμε ότι συγγραφέας των βιβλίων ήταν ο ίδιος.
 
Τον ρωτήσαμε και αυτός, άνοιξε λίγο την γνωριμία και μας είπε ότι ήταν διδάκτορας οικονομικών επιστημών, με σπουδές στην Αμερική, ότι ήταν πολλές φορές υποψήφιος για κατάληψη πανεπιστημιακής έδρας, αλλά… όπως πάντα, το κατεστημένο δύσκολα έσπαζε, έτσι έμεινε καθηγητής και τιμητικά τώρα γυμνασιάρχης.
 
Οι μέρες περνούσαν, οι σχέσεις δασκάλου και μαθητών ήταν άριστες, αισθανόμασταν την έγνοια του για μας και την αγάπη του.
 
Παραμονές της 28ης Οκτωβρίου, μπήκε στην τάξη, δεν έβγαλε κατάλογο, δεν μας εξέτασε, ούτε παρέδωσε μάθημα.
 
Σήμερα είπε, θα σας πω λίγα πράγματα για το έπος του 40.
 
Καθίσαμε και εμείς ήσυχοι, ευκαιρία είπαμε να χάσουμε μάθημα, όπως σκέπτονται όλοι οι μαθητές και άρχισε την αφήγησή του:
 
-Στο στρατό υπηρέτησα σαν έφεδρος αξιωματικός.  Λίγο καιρό είχα που απολύθηκα και η πατρίδα με κάλεσε μόλις άρχισε ο πόλεμος του 40. Κατατάχτηκα στην Αθήνα και η μονάδα μου προωθήθηκε στην πρώτη γραμμή της Πίνδου.  Ο πρώτος καιρός αναλώθηκε σε άμυνα από τις επιθέσεις  των αλπινιστών. Σύντομα όμως διατάχθηκε επίθεση και εγκαταλείψαμε την πρώτη μας οργανωμένη εγκατάσταση. Το χιόνι περίσσεψε, τα μονοπάτια δύσβατα, η απόσταση μεγάλη. Όσο προχωρούσαμε τόσο οι συνθήκες δυσκόλευαν. Το χιόνι ήταν αξεπέραστο, τα μονοπάτια άφαντα, ο εφοδιασμός προβληματικός, το κρύο ανυπόφορο. Πού να σταματήσουμε, πού να λουφάξουμε, πού να κοιμηθούμε.
 
Και προχωρούσαμε, μέρα και νύχτα, με χιόνι και βροχή, με κρύο και με παγωνιά. Καταλάβαμε πλέον ότι, αν μια στιγμή σταματήσουμε, θα πεθάνουμε. Το  αργό εκείνο βάδην ήταν η σωτηρία μας. Τότε κατάλαβα τη δύναμη του ανθρώπου και το μεγαλείο του Έλληνα στρατιώτη. Τα μουλάρια ψοφούσαν από την κούραση, οι στρατιώτες περπατούσαν, από το αίσθημα της αυτοσυντήρησης. Περπατούσαμε εξουθενωμένοι, με τα μάτια ανοιχτά και το νου κοιμισμένο.
 
Το φαΐ μας λιγοστό, ακόμη και το κριθάρι των μουλαριώντρώγαμε.
 
Και προχωρούσαμε μέρες, ανάμεσα σε οβίδες και σφαίρες, με τεράστιες απώλειες, νεκρούς, τραυματίες και αρρώστους, με τα αποκρουστικά εκείνα κρυοπαγήματα. Δεν έμειναν άρβυλα, διαλύθηκαν, έλιωσαν και οι κάλτσες μας, ξοδέψαμε και την κουβέρτα μας τυλίγοντας τα πόδια.
 
Και προχωρούσαμε. Ο εχθρός αμυνόταν και υποχωρούσε. Μπήκαμε στην Αλβανία, φθάσαμε στα πρώτα χωριά, κρύφτηκαν οι κάτοικοι, προσπάθησαν να κλείσουνε τις πόρτες τους.  Στο πρώτο σπίτι που βρήκαμε άνθρωπο, προσπάθησε να κλείσει την πόρτα καταμουτρά μας. Έβαλα το πόδι μου με την αρβύλα ανάμεσα στην πόρτα και τον παραστάθη και αποφασισμένος μπήκα μέσα με προτεταμένη τη λόγχη. Ψηλά στο ταβάνι ήταν κρεμασμένα καλαμπόκια ξερά. Τα άρπαξαν οι στρατιώτες και τους είδα να τα τρώνε σαν μαλακά στραγάλια.  Βράσαμε καλαμπόκια και στάρια, τα σκουλήκια επέπλεαν και εμείς τρώγαμε, δημητριακά με… κρέας.
 
Την επόμενη μπήκα πρώτος με τη διμοιρία μου στην Κορυτσά, όπου και στρατοπεδεύσαμε. Εδώ τα πράγματα ήταν καλύτερα, μας βοήθησε ο Ελληνισμός.
 
Τι τα θέλετε όμως, μείναμε οι μισοί, ξεχειμωνιάσαμε κακήν κακώς και τον Απρίλιο ειδοποιηθήκαμε ότι η Ελλάδα συνθηκολόγησε, μετά την επίθεση των Γερμανών από τη Μακεδονία.
 
Η υποχώρηση, αυτού του ανίκητου στρατού του Αλβανικού μετώπου, ήταν αβάσταχτη για όλους μας. Μάζεψα τη διμοιρία μου, τους έδωσα οδηγίες και τους αποχαιρέτησα. Ο καθένας, με δικές του δυνάμεις, ανίκητος, πήρε το δρόμο της επιστροφής στην σκλαβωμένη πλέον οικογένειά του.
 
 Ήταν και είναι η χειρότερη μέρα της ζωής μου.
 
Μείναμε αποσβολωμένοι όλοι οι μαθητές, συγκινημένοι, περήφανοι. Ξεκινήσαμε χαβαλέ, να χάσουμε μια ώρα μάθημα και πήραμε, διδαχθήκαμε και ζήσαμε το ωραιότερο μάθημα της σχολικής μας διαδρομής.
 
Είχαμε μπροστά μας τον πραγματικό ήρωα του έπους του 40.
 
Ήμασταν πολύ τυχεροί σαν μαθητές που τον είχαμε γυμνασιάρχη για δύο χρόνια.
 
Άριστος παιδαγωγός, με τεράστια υπομονή, έξυπνος και διορατικός. Δίπλα στους μαθητές του, έδινε λύσεις στις διαφορές και διενέξεις μαθητών και καθηγητών.
 
Η καλοσύνη του, φαινόταν περισσότερο όταν ήθελε να κάνει τον αυστηρό. Έτσι λοιπόν, μια Δευτέρα πρωί, την άνοιξη του 1968, έπρεπε, μετά από πολλές αναβολές και παλινωδίες, να τελειώσουμε το σύνολο μιας λογιστικής εργασίας, με πίνακες, βιβλία, πρακτικά και άλλα σχετικά και να τα παρουσιάσουμε. Εμείς όμως αδιαφορήσαμε και ήμασταν απροετοίμαστοι. Μόλις κάθισε στην έδρα, ζήτησε την εργασία, με τη σειρά των θρανίων, αρχίζοντας από την Πηνελόπη (μας φώναζε όλους με τα μικρά ονόματα).
 
Πηνελόπη φέρε την εργασία.Δεν έκανα κύριε. Συνέχισε να καλεί και να εισπράττει αρνήσεις.Κωσταντινιά, λέει στην απουσιολόγο, γράφε σε ένα χαρτί, πέντε μέρες αποβολή στον καθένα. Σίγουρος ρωτά και την Κωσταντινιά, τίποτε και εκείνη. Γράψε και το δικό σου όνομα, είπε.
 
Κοκκίνισε, θύμωσε, δικαιολογημένα προσεβλήθη.
 
-Ποιος έχει κάνει λοιπόν το «Λογιστικό γραφείο», ρώτησε για τελευταία φορά. Μόνο η Αντιγόνη σήκωσε το χέρι.
 
 Άστραψε και βρόντηξε, έτσι που δεν φανταζόμασταν ότι θα τον δούμε.
 
Έξω, είπε με πραγματική οργή, φύγετε. Όλοι η τάξη πέντε μέρες αποβολή και χάθηκε πρώτος αυτός προς το γραφείο του.
 
Φύγαμε από την τάξη με κατεβασμένα τα κεφάλια και βγήκαμε στην αυλή, στενοχωρημένοι και προβληματισμένοι.
 
Πέρασε ένα δεκάλεπτο περίπου, λίγο πρινχτυπήσει το κουδούνι,  εμφανίσθηκε στο πλατύσκαλο της πανύψηλης σκάλας και με φώναξε στο γραφείο.
 
Ήταν όρθιος όταν μπήκα, ήρεμος, σκεπτικός και γλυκομίλητος.
 
-Ξέρω πολύ καλά, είπε, μερικοί δεν ήταν έτοιμοι και για συμπαράσταση είπατε ότι δεν ήσασταν και σεις έτοιμοι. Πες τους να περάσουν μέσα και την άλλη Δευτέρα το πρωί, όλοι να είναι εντάξει. Δεν πίστεψε ή δεν ήθελε να πιστέψει, ότι ήμασταν απροετοίμαστοι.
 
Περάσαμε στην τάξη, ανέβηκε στο γραφείο, δεν είπε τίποτα, σχεδόν αμέσως χτύπησε το κουδούνι, που έδωσε τη λύση στην αμηχανία της στιγμής. Την επόμενη Δευτέρα όλοι τρέξαμε να δώσουμε την εργασία μας. Καμία δεν πήρε. Ήταν σίγουρος ότι όλοι ήμασταν έτοιμοι. Ήταν σίγουρος  ότι πήραμε και πάλι το μάθημά μας.

 
Περίμενε να τον επισκεφθούμε στις απόκριες. Μας υποσχόταν βόλτα  με το Zastava 750 που είχε όταν πρωτοήλθε και το αντικατέστησε με το Zastava 900. Για εκείνον ήταν λιμουζίνα και για μας ευκαιρία να συζητήσουμε μαζί του σε χαλαρούς τόνους.
Έχουμε πάρα πολλά και μόνο ευχάριστα να θυμόμαστε από τα χρόνια εκείνα.
 
Μας μίλησε τόσο πολύ για την Κρήτη, που την αγαπήσαμε, ώστε προγραμματίσαμε εννεαήμερη εκδρομή στην Κρήτη.
 
Στα Χανιά, τόπο καταγωγής του, μας περίμεναν και μας φιλοξένησαν φίλοι και συγγενείς του, καθώς και συγγενείς της Βαγγελίτσας του. Μας πρόσφεραν ολονύχτια γλέντια με λύρες και λαούτα στο οικογενειακό κέντρο Κανάρια, στα Περιβόλια και σε άλλα μέρη.
 
Το πατρικό του σπίτι ήταν στην Χαλέπα, λίγο παραπάνω από το σπίτι του Ελευθερίου Βενιζέλου, νομίζω διώροφο, βαμμένο στο χρώμα του κεραμιδιού.
 
Τον επισκέφτηκα την άνοιξη του 1969 στην Αθήνα, όπου είχε μετατεθεί. Έμενε στην πλατεία Βάθης. Έστησε γλέντι στις λίγες ώρες που έμεινα κοντά τους.
 
-Βαγγελίτσα, κάνε κεφτεδάκια, πατάτες τηγανιτές, σαλάτες, τυριά, ντάκο.
 
-Βαγγελίτσα, πάω να πάρω σαμπανιζέ ρετσίνα να πιεί ο Τασούλης.
 
-Φάε Τασούλη, φάε, εσύ είσαι νέος και μπορείς. Κοίτα εμένα, νερόβραστα μακαρόνια τρώω. Όταν μπορούσα να φάω, δεν είχα, τώρα που έχω, δεν μου επιτρέπει ο γιατρός.
 
-Πώς να μοιράσει Τασούλη ο πατέρας μας, το μισθό του αξιωματικού που έπαιρνε. Πέντε σπίτια έπρεπε να συντηρήσει. Πέντε σπίτια όπου σκόρπησαν σπουδάζοντας τα παιδιά του και υπηρετώντας εκείνος την πατρίδα.
 
Ήταν πολύ περήφανος για την Κρήτη,  για τ΄ αδέλφια του, αλλά ιδιαίτερα για τον Μιχάλη, που ήταν ήδη μεγάλος και αναγνωρισμένος Έλληνας σκηνοθέτης και ηθοποιός, ο Μιχάλης Μπούχλης.
 
Αυτός ήταν ο Μανώλης ο Μπούχλης, ο δικός μας ο Μανωλάκης, ο βιοπαλαιστής φοιτητής, ο ήρωας του 40, ο διδάκτορας Οικονομικών Επιστημών,  ο άριστος εκπαιδευτικός, ο γυμνασιάρχης μας, ο ανεπανάληπτος και ασύγκριτος άνθρωπος.
 
Για μας τους μαθητές του, τα πνευματικά του παιδιά, του Οικονομικού Γυμνασίου Κομοτηνής, ζει. Πεθαίνουν οι άνθρωποι μόνο όταν τους ξεχνούν οι ζωντανοί. Εμείς δεν τον ξεχνούμε. Τον θυμούμαστε και τον μνημονεύουμε.  Πιστεύουμε ότι ζει στη μνήμη και όλων των παιδιών που μαθήτευσαν κοντά του.
 
-Κύριε γυμνασιάρχα, τον ρώτησε μια μέρα ο Γιώργος, πόσα παιδιά έχετε.
 
Τον κοίταξε στα μάτια, σάστισε με την ερώτηση, δεν την περίμενε, βούρκωσαν τα δυο του μάτια, γύρισε προς τον πίνακα, σκούπισε το δάκρυ του και έκανε ένα μεγάλο Τ (ταφ), το σχήμα του λογαριασμού της λογιστικής, να συνεχίσει δήθεν το μάθημα. Καταλάβαμε ότι δεν είχε βιολογικά παιδιά.
 
Είχε όμως όλους εμάς που με τη συμπεριφορά μας, με τις σκανδαλιές, τα προβλήματα της εφηβείας και της νιότης, τον στενοχωρούσαμε,  όμως του γεμίζαμε και την ψυχή. Απολαμβάναμε και εμείς την τεράστια και απερίγραπτη πατρική του στοργή, έγνοια και αγάπη.
 
Ο Θεός κρίνει τους ανθρώπους και τους κατατάσσει. Εμείς όμως οι θνητοί, πιστεύουμε ότι  στον παράδεισο οδηγούνται άνθρωποι σαν τον  δικό μας Μανωλάκη.
 
Εκεί, παρέα με τους νέους που κάλεσε ο Θεός κοντά του, πιστεύουμε ότι προσφέρει τις γνώσεις του, τη λεβεντιά και την αγάπη του, στα νέα παιδιά, μέσα στους ανθισμένους κήπους του Παραδείσου.
 

Οκτώβριος 2019

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.