Κατια Γερου: «Τα βασικα και τα αυτονοητα δεν ειναι ουτοπικα»

«USSAK», η νέα ταινία του Κυριάκου Κατζουράκη και της Κάτιας Γέρου

Σε μια χώρα που όλα είναι ρευστά και αβέβαια, κάπου στο μέλλον, βρίσκουμε πρόσωπα που είναι βυθισμένα στην απάθεια και τις ψευδαισθήσεις και μέσα από συναντήσεις και άγριες συγκρούσεις αφυπνίζονται και διεκδικούν μιαν άλλη ζωή. Αυτό προβάλλει η ταινία USSAK, στην οποία παρακολουθούμε να διασταυρώνονται οι ζωές και οι ιστορίες ετερόκλητων ανθρώπων μεταξύ των οποίων μια περιπλανώμενη performer, ένα μυστηριώδες μικρό κορίτσι και ένας drag showman.
 
Με αφορμή την απελευθέρωση της ταινίας στις αίθουσες προβολής, η Κάτια Γέρου, η οποία υπογράφει το σενάριο μαζί με τον Κυριάκο Κατζουράκη και συμμετέχει και ως ηθοποιός, μίλησε στο «Ράδιο Παρατηρητής 94 fm» και αναφέρθηκε σε όλα εκείνα τα στοιχεία που ξεχωρίζουν την ταινία και στα ζητήματα που θίγονται μέσα σε αυτή.
 
Ο λόγος στην ίδια…
 
ΠτΘ: Πείτε  μας λίγα λόγια για την ταινία USSAK.
Κ.Γ:
Είναι μια ταινία που σκηνοθετεί ο Κυριάκος Κατζουράκης,  με τον οποίο έχουμε γράψει το σενάριο όταν ξεκινήσαμε πριν πέντε χρόνια. Αν και με πολύ κόπο, βάσανα και ταλαιπωρίες έφτασε στο τέλος και ολοκληρώθηκε, έχουμε πολύ χαρά, γιατί στο δρόμο συναντηθήκαμε με υπέροχους ανθρώπους και ένα γραφείο παραγωγής που υιοθέτησε και αγάπησε την ταινία. Είχαμε υπέροχους συναδέλφους μεταξύ των οποίων ο Δημήτρης Πουλικάκος, ο Δημήτρης Πολύτιμος, ο Γιάννης Τσορτέκης, ο Νίκος Νίκας, η Θεοδώρα Τζίμου, ο Θάνος Αλεξίου και ένα μικρό κορίτσι 7 ετών η Νέλλη Θεοφιλοπούλου που χαρίζει τη δροσιά και την αθωότητά της  στην ταινία. Έτσι το τέλος ήταν αίσιο.
USSAK είναι το όνομα ενός μουσικού ανατολίτικου δρόμου. Κάποια στιγμή ο Δημήτρης Πολύτιμος που είναι ένας σπουδαίος  πιανίστας της τζαζ και στενός συνεργάτης του Δημήτρη Πουλικάκου έχει μια σκηνή που παίζει κάτι ανατολίτικο, όταν τον πλησιάζουν τρεις πιτσιρικάδες και λένε «τι είναι αυτό ρε» και απαντάει αυτός «είναι USSAK, δρόμος USSAK, και η λύπη έχει τη φόρμα της».
 
Όπως καταλαβαίνετε είναι μερικά χρόνια μετά από σήμερα, ας πούμε μελλοντολογικό, αν και τα πράγματα που παρουσιάζονται είναι μπροστά μας, υπάρχει δηλαδή η φτώχεια, η ταλαιπωρία και μια υφέρπουσα οπισθοδρόμηση. Το μόνο μελλοντολογικό στοιχείο είναι το θέμα των σπόρων, όπου ένα από τα κομμάτια της ταινίας μιλάει για τους φυσικούς πόρους που εξαφανίζονται σε λίγο και θα αντικατασταθούν από τους μεταλλαγμένους. Τουλάχιστον το μελλοντολογικό αυτό κομμάτι να μη γίνει πραγματικότητα εδώ όπως σε άλλα μέρη σαν το Μεξικό. Είναι σαν να χτυπά ένα καμπανάκι, καθώς παρακολουθούμε ανθρώπους να έχουν χάσει, εκτός όλων των άλλων, την ψυχή τους, το κέφι τους, την αισιοδοξία τους, δηλαδή αυτό που θα έπρεπε να είναι το ανθρώπινο πλάσμα. Στις ειδικές συνθήκες είναι σαν οι άνθρωποι, οι βασικοί ρόλοι τουλάχιστον, να ασχημαίνουμε. Σιγά σιγά όμως μέσα από τυχαίες συναντήσεις οι άνθρωποι αυτοί κατά μία έννοια αλλάζουν. Η δική μου ηρωίδα, που είναι μια άγρια τύπισσα που δουλεύει σε ένα ξενυχτάδικο, λέει σε μια στιγμή του έργου «Εγώ σκοτίστηκα, θα πάω Αυστραλία. Σιγά μην κάτσω στην κωλοελλάδα. Σιγά μην κάτσω εδώ να γίνω χώματα. Θα πάω Αυστραλία θα κάνω χοντρή κονόμα, θα γυρίσω πίσω και θα σας βγει το μάτι». Αυτά τα μαργαριτάρια βγαίνουν από το στόμα της. Προς το τέλος του έργου σε έναν επικήδειο λέει «Και μη φύγετε, όταν φεύγουμε με τη βία από τον τόπο μας αυτός πονάει σαν να είναι άνθρωπος. Αφιλόξενος είναι το ξέρω, παντού αφιλόξενα είναι για εμάς, όμως μη φύγετε. Εγώ έφευγα από παντού και τίποτα δεν βρήκα. Εδώ είναι όλα». Στην αρχή βλέπεις μία γυναίκα που θέλεις να της δώσεις πέντε μπάτσες και στο τέλος εξανθρωπίζεται. Δείτε τι άσχημα είμαστε ήδη και τι άσχημα φανταζόμαστε ότι θα γίνουμε ακόμη περισσότερο, όσο φοβόμαστε ότι τα πράγματα θα χειροτερέψουν, γιατί όχι μόνο στη χώρα μας αλλά σε όλο τον πλανήτη μαζεύονται άσχημα σύννεφα.
 
Όσοι θα έρθουν να δουν την ταινία δεν χρειάζεται μετά να θέλουν να πυροβολήσουν το κεφάλι τους, αλλά να βγουν με ένα φως  και αυτό το φως είναι ότι ο άνθρωπος μπορεί, αν προσπαθήσει, να αναγεννηθεί από τη στάχτη του. Από τα μικρά φωτάκια που υπάρχουν στην ταινία είναι ότι ο Κυριάκος και εγώ πιστεύουμε παθιασμένα στις μικρές κοινότητες. Δεν μπορείς να επηρεάσεις τη μεγάλη πολιτική σκηνή, ούτε  κάτι που μπορείς να κάνεις πίσω σου, ίσως όχι ακόμα, αλλά η μικρή κοινότητα είναι φοβερός πνεύμονας. Υπάρχουν άνθρωποι που μαζεύουν σπόρους, αγρότες που συνεταιρίζονται, κάποιοι που πήραν το εργοστάσιο και το λειτουργούν μόνοι τους, ακτιβιστές, άνθρωποι που κάνουν μαθήματα δωρεάν σε παιδιά που δεν έχουν να πληρώσουν. Χίλια πράγματα μπορούμε να σκεφτούμε και να κάνουμε και αν δεν τα κάνουμε, δεν θα περάσουμε τη ζωή που μας αξίζει. 

«Πρέπει οι άνθρωποι να σκηνοθετούμε την κάθε μας μέρα» 

ΠτΘ: Αυτή η σταδιακή μεταστροφή του ψυχισμού που μας περιγράψατε, όπου στο τέλος καταλήγει ο ήρωας σας με μια πιο αισιόδοξη και ανθρώπινη υπόσταση, μου θύμισε το ταξίδι της εξημέρωσης της αλεπούς από το μικρό πρίγκιπα. Το πώς τελικά μπορείς να ακουμπήσεις κάτι και να το εξημερώσεις μέσω της αγάπης.
Κ.Γ:
Ακριβώς. Πρέπει να έχουμε τα αυτιά και τα μάτια μας ανοιχτά, ώστε να μην κυκλοφορούμε σαν ζόμπι, γιατί αυτή είναι η γενική μας αρρώστια. Δηλαδή μια κατάθλιψη καραμπινάτη που δεν γλιτώνει κανένας από 15 μέχρι 95 και όλοι παίρνουμε ένα κομμάτι από την πίτα της. Το θέμα είναι να έχουμε τα αυτιά και τα μάτια μας ανοιχτά και να κρατάμε την ψυχή μας ανοιχτή. Με αυτόν τον τρόπο, εγώ, ο μικρός ανθρωπάκος, γίνομαι και ένα παράδειγμα για τον άλλο. Νιώθω, και αυτό υπάρχει και μέσα στην ταινία, σαν να πρέπει οι άνθρωποι να σκηνοθετούμε την κάθε μας μέρα, γιατί αν την αφήσουμε να πάει όπου αυτή θέλει θα πάει χάλια.
 
ΠτΘ:  Πώς θα ερμηνεύατε εσείς τη φράση από την ταινία  «ο ουτοπιστής είναι ο απόλυτος υλιστής»;
Κ.Γ:
Ουτοπιστής είναι αυτός που λέει αυτή τη στιγμή «ψωμί- παιδεία- ελευθερία», γιατί παγκοσμίως στο μεγαλύτερο κομμάτι του πλανήτη δεν υπάρχει ούτε ψωμί, ούτε παιδεία, ούτε ελευθερία επί της ουσίας. Λοιπόν αυτό είναι ουτοπικό και για εμένα είναι το απόλυτο υλιστικό αίτημα, δηλαδή τα βασικά και τα αυτονόητα, όπως η εργασία, η καλή υγεία και παιδεία, η σύνταξη και το να μη φεύγει ο κόσμος από τη χώρα δεν είναι ουτοπικά, αλλά η ΑΒ μιας φυσιολογικής ζωής. Επειδή όμως δεν είμαστε ινδουιστές να πιστεύουμε ότι θα γυρίσουμε πίσω όταν θα είναι επίγειος παράδεισος  με τη μορφή πεταλούδας, διεκδικούμε  αυτά τα πράγματα εδώ και τώρα. Επομένως δεν είναι ουτοπία, αλλά απόλυτα υλιστικό να διεκδικώ τη ζωή μου, όχι μόνο τη δική μου αλλά όλων.
 
ΠτΘ: Το USSAK θα βγει στους κινηματογράφους και θα κάνει το δικό του ταξίδι χάρη και στην ανιδιοτελή συμμετοχή πολλών ανθρώπων και τίθεται το ερώτημα πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να δημιουργείς μια ταινία μέσα σε τόσο δύσκολες αλλά και ανισσόροπες κοινωνικές συνθήκες.
Κ.Γ:
Είναι δύσκολο αλλά ταυτόχρονα είμαστε καλλιτέχνες και μπορούμε να αφηγηθούμε τις ιστορίες μας. Δεν έχουμε κάτι άλλο να κάνουμε ή κάπως αλλιώς να συμμετάσχουμε στη μεγάλη συζήτηση σχετικά με το πού πάει η ζωή μας. Δεν έχουμε άλλο τρόπο παρά μόνο μέσα από τις ιστορίες που αφηγούμαστε. Εγώ είμαι σίγουρη ότι μέχρι την τελευταία μας πνοή αυτό θα κάνουμε, το οποίο είναι πολύ οδυνηρό και κουραστικό λόγω χρημάτων. 

«Όταν έχεις τα πάντα και ο άλλος έχει ένα τίποτα, θα βγούνε τα άγρια ένστικτα στην επιφάνεια» 

ΠτΘ: Το σενάριο που γράφτηκε τα τελευταία πέντε χρόνια αφορά μια μελλοντική εποχή, ωστόσο είναι νομίζω εμφανές το πόσο επίκαιρο είναι ακόμη και σήμερα ειδικά στην καταγραφή της λάσπης της κοινωνίας μας και στο πώς μέσα σε αυτή τη λάσπη, ηθελημένα ή όχι, ο άνθρωπος μπαίνει και βγαίνει βρώμικος μέσα από όλο αυτό.
Κ.Γ:
Απολύτως και αυτό το έχει πει ο μπαμπάς όλων μας, ο Μπρεχτ, που βάζει την αγία Ιωάννα των Σφαγείων, η οποία είναι ακτιβίστρια και βοηθάει τους ανθρώπους που πάσχουν, να λέει όταν βλέπει τους ανθρώπους που ζουν στις καλύβες «δεν υπάρχει καλοσύνη στη φτώχεια». Όμως όχι με την έννοια ότι ο φτωχός άνθρωπος δεν είναι καλός, αλλά ότι δεν μπορεί να πει θέλω να είμαι αξιοπρεπής, εκπαιδευμένος ή θέλω να φέρομαι με καλοσύνη στον άλλο, γιατί βγαίνουν στην επιφάνεια η πείνα και τα άγρια ένστικτα. Για αυτό ποντάρουμε στον πολιτισμό, για να κάτσουν δηλαδή κάτω τα άγρια ένστικτα και να βγει  μια καλοσύνη και μια ποιητικότητα στις σύντομες ζωές μας. Ξαφνικά τώρα άντε πάλι από την αρχή σαν να μην τελειώνει ποτέ από μία και μοναδική αφετηρία που κατά τη γνώμη μου είναι η απληστία. Όταν έχεις τα πάντα και ο άλλος έχει ένα τίποτα, θα βγούνε τα άγρια ένστικτα στην επιφάνεια. 

«Το θέατρο πρέπει να είναι ένα αίτημα ελευθερίας» 

ΠτΘ: Θα ήθελα να κάνουμε και μια αναφορά και σε αυτό το πολύ όμορφο βιβλίο που έχετε γράψει το «Αλλάζοντας παλμούς της καρδιάς».
Κ.Γ:
Το έγραψα  το 2000 και είναι μια εφ’ όλης της ύλης σκέψη πάνω στη δουλειά του ηθοποιού, στο θέατρο και στη διαδικασία πώς γίνεται κανείς ηθοποιός με τα ζόρια και τους φόβους του. Έχω διάφορα κομμάτια που λέω πόσο σιχαίνομαι το κρακ και πόσο καταστροφικό είναι και πώς το θέατρο πρέπει να είναι ένα αίτημα ελευθερίας. Επειδή δουλεύω για πάρα πολλά χρόνια σε δραματικές σχολές και είμαι δασκάλα παιδιών, ό, τι έμαθα ήταν μέσα από τους δασκάλους μου και τα βιβλία που διάβαζα, ειδικά τα ξενόγλωσσα. Εδώ δεν υπάρχει μεγάλη βιβλιογραφία και έβλεπα ανθρώπους να μιλούν πολύ αναλυτικά για το πώς πάλεψαν με την τέχνη τους και έπαιρνα πολλά πράγματα από αυτούς. Έτσι, αποφάσισα όσο είμαι ακόμα υγιής να κάνω και εγώ μια προσπάθεια να καταγράψω τη μέχρι τώρα εμπειρία μου. Αυτό είναι το βιβλίο και η φράση είναι του Λαζάνη που έλεγε «Όταν ο ηθοποιός ανεβαίνει στη σκηνή, αλλάζουν οι παλμοί της καρδιάς του». Ταυτόχρονα περιέχει τις βλακείες, τις χαζομάρες, τις απογνώσεις και όλα αυτά που συνοδεύουν κάθε ανθρώπινη εργασία.
 
ΠτΘ: Εκτός από την ταινία αυτή την εποχή πού βρίσκεστε;
Κ.Γ:
Είμαι σε πρόβες και ανεβαίνει σε τρεις εβδομάδες στο θέατρο Τέχνης το έργο του Ντάριο Φο με τον υπέροχο τίτλο «Δεν πληρώνομαι, δεν πληρώνω». Ο πρώτος τίτλος ήταν «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω», αλλά προς το τέλος της ζωής του το ξαναέγραψε και  βρίσκω τον καινούριο τίτλο  πολύ πιο φαρμακερό. Είναι de facto, αφού δεν πληρώνομαι, δεν πληρώνω. 

«Η επικοινωνία είναι η μόνη βιταμίνη που μπορούμε να πάρουμε» 

ΠτΘ: Θα θέλαμε να μας πείτε το πώς εκλαμβάνεται εσείς το ραδιόφωνο σαν ένα μηχανισμό που στέκεται ακόμα παρά τις εποχές που κυλάνε πολύ γρήγορα;
Κ.Γ:
Στέκεται με μεγάλη σοβαρότητα και γενικότερα ακούς πολύ όμορφα πράγματα από υπέροχες μουσικές μέχρι υπέροχες συζητήσεις. Είναι μια συντροφιά που έχει ένα ανθρώπινο πρόσωπο που έρχεται από πολύ παλιά και ακόμα κρατάει. Δεν έχει την «ξιπασιά» της εικόνας, που είναι «δες το» και «εντυπωσιάσου». Κάθε εικόνα είναι πιο βιντεοκλιπίστικη από την προηγούμενη και χάνεσαι εκεί μέσα και νιώθεις πλαδαρός και άσχημος. Δεν υπάρχει αυτό. Υπάρχει αυτή η γλύκα και η ζεστασιά των ανθρώπινων φωνών και φαντάζεσαι ακούγοντας και οι άνθρωποι είναι φιλαράκια σου από μακριά και αυτό είναι απέθαντο. Η επικοινωνία είναι η μόνη βιταμίνη που μπορούμε να πάρουμε. 

«Η ταινία είναι ένα όμορφο “παιδί” γεμάτο αισθήματα και δεν σε αφήνει από έξω» 

ΠτΘ: Πείτε μου τι κάνει το USSAK ξεχωριστό το 2017 που θα κυκλοφορήσει;
Κ.Γ:
Νομίζω ότι πέρα από τις ιδεολογικές εμμονές που είχαμε εμείς οι δημιουργοί της ταινίας και το τι θέλαμε να υπογραμμίσουμε, μάλλον είναι ένα όμορφο «παιδί» γιατί είναι γεμάτο αισθήματα και δεν σε αφήνει από έξω. Ορκίστηκα στον εαυτό μου ότι ό, τι και να γίνει , όπως και να πάει η ταινία αυτή θα την πάρω αγκαλιά και θα αφιερώσω δύο χρόνια από τη ζωή μου πηγαίνοντάς την παντού.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.