Ιδεολογικες, πολιτικες, εκλογικες και κοινωνικες συμπεριφορες απο τη Μεταπολιτευση μεχρι σημερα

Στην ταινία του Μπράιαν ντε Πάλμα «Διχασμένο κορμί» ο πρωταγωνιστής παρακολουθεί με το τηλεσκόπιό του μια πολύ όμορφη κοπέλα και γίνεται μάρτυρας της δολοφονίας της. Αργότερα όμως τη βλέπει ξανά μπροστά του, ολοζώντανη, και πλέον δεν γνωρίζει αν βλέπει την ίδια ή κάποια άλλη και ποια είναι στην ουσία αυτή η κοπέλα. Στο παρουσιαζόμενο έργο του Γιάννη Βούλγαρη, καθηγητή του Παντείου, τακτικού αρθρογράφου και συγγραφέα πολλών άλλων βιβλίων, μερικά από τα οποία έχουν παρουσιαστεί και στις στήλες της «Βιβλιοθήκης», ο αναγνώστης επίσης θα έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με δύο Ελλάδες, όπου επίσης δεν θα ξέρει ποια είναι η αληθινή. Βεβαίως η παρουσίαση μιας χώρας με δύο ή και περισσότερα πρόσωπα δεν είναι «προνόμιο» μόνο της Ελλάδας. Πολλές χώρες στον κόσμο, κατά την άποψή μας οι περισσότερες, παρουσιάζουν αυτό που ο συγγραφέας ονομάζει «πολιτισμικό μετεωρισμό». Αν υπάρχει κάποια δική μας ιδιομορφία, αυτή έγκειται στο ότι θεωρούμε πως μόνον εμείς έχουμε διπλή ταυτότητα. Η σημασία της μελέτης του Γιάννη Βούλγαρη έγκειται όχι στην παρατήρηση της διπλής Ελλάδας, αλλά στο περιεχόμενο που της αποδίδει.

Ο συγγραφέας προσεγγίζει την Ελλάδα από τη Μεταπολίτευση μέχρι το 2004 με διεπιστημονικό τρόπο. Ο αναγνώστης κρατάει στα χέρια του μια μελέτη που έχει πρωτίστως πολιτειολογικό περιεχόμενο εμπλουτισμένο με κοινωνιολογικά, στατιστικά, δημοσκοπικά και ανθρωπολογικά στοιχεία. Αρχικά, περιγράφει με συνοπτικό τρόπο τη μετεμφυλιακή Ελλάδα 1949-1974. Στη συνέχεια, παρακολουθεί την πτώση της δικτατορίας και την επιστροφή Καραμανλή. Αναγνωρίζει χωρίς δισταγμό τη συμβολή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στον εκδημοκρατισμό και στην ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η περιγραφή των πολιτικών περιόδων, χωρισμένες ανάλογα με το κόμμα και τον ηγέτη που κυβέρνησε τη χώρα (Ν.Δ. 1974-1981 και 1990-1993, ΠΑΣΟΚ 1981-1989, 1993-1995 και 1996-2004), αποτελεί τον καμβά πάνω στον οποίο πλέκει την κριτική ανάλυση των θεσμών που αναπτύχθηκαν την τελευταία τριακονταετία στη χώρα, την περιγραφή των αλλαγών στα κόμματα, την ανάδειξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της πολιτικής συμμετοχής, του κομματικού συστήματος και του κομματικού ανταγωνισμού, την ανάπτυξη των κοινωνικών οργανώσεων και τέλος, την κριτική περιγραφή του ελληνικού «πολιτισμικού μετεωρισμού».

Ο συγγραφέας αμφισβητεί την κατεστημένη αντίληψη, η οποία θεωρεί πως η Μεταπολίτευση συνεχίζει ακόμη και σήμερα και ότι τα πρώτα σημάδια της κρίσης της εμφανίζονται μετά το 2000. Ο Βούλγαρης μιλάει για πολλές λήξεις της Μεταπολίτευσης, που ξεκινούν από το 1985. Διακρίνει τα πρώτα σημάδια κρίσης της Μεταπολίτευσης στη δεύτερη περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου (1985-1989). Σ’ αυτή την περίοδο το διεθνές πολιτικό και οικονομικό κλίμα αλλάζει, καθώς πλέον οι κεϊνσιανές πολιτικές καταδικάζονται ως αιτία της οικονομικής στασιμότητας, του πληθωρισμού, των δημοσιονομικών και νομισματικών ανισορροπιών. Το πνεύμα του νεοφιλελευθερισμού, κυρίαρχου σε Αμερική και Μεγάλη Βρετανία, φτάνει στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Ελλάδα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου εμμένει στα πολιτικο-ιδεολογικά προτάγματα της περιόδου 1981-1985 και εφαρμόζει μια οικονομική πολιτική διόρθωσης των ανισορροπιών, που είχαν προκαλέσει η γενναιόδωρη μισθολογική πολιτική, οι κρατικοποιήσεις των προβληματικών, η διόγκωση του κράτους και η κακή λειτουργία των συνδικάτων.

Ο Βούλγαρης τονίζει πως αν και ο λαϊκισμός συνοδεύει τα προτάγματα του ΠΑΣΟΚ, ποτέ δεν ήταν το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του. Στο ΠΑΣΟΚ αυτής της περιόδου κυριαρχούν ένας δημόσιος αντιδεξιός λόγος και ένας αριστερός εσωκομματικός λόγος, ενώ εφαρμόζονται πολιτικές αντίθετες με τον λαϊκίστικο προσανατολισμό της κομματικής βάσης. Σε αυτή την περίοδο εμφανίζονται χαρακτηριστικά, όπως ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός, η αποδοχή των δυνατοτήτων της αγοράς και ο σκεπτικισμός για τις δυνατότητες του κρατικού παρεμβατισμού. Χαρακτηριστικά που το 1996 θα αναγκάσουν το ΠΑΣΟΚ να υποταχθεί στην κοινωνία και να αναδείξει ως ηγέτη του τον Κώστα Σημίτη.

Από το 1990 και ύστερα, μετά την κατάρρευση και του ανατολικού μπλοκ, στη χώρα φάνηκε να επικρατεί η σύγκρουση δύο πόλων, του εκσυγχρονιστικού και του εθνο-λαϊκίστικου. Από τότε ουσιαστικά λήγει και η περίοδος της Μεταπολίτευσης και η Ελλάδα εισέρχεται στην περίοδο της παγκοσμιοποίησης. Μια περίοδο στην οποία ο δείκτης των αλλαγών παύει να κινείται από το εθνικά κυρίαρχο στο υπερεθνικό και μετακινείται από το υπερεθνικά κυρίαρχο στο εθνικό.

Ο συγγραφέας αναφέρεται στις επιτυχίες και τις αποτυχίες του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος, αλλά αυτό που αξίζει περισσότερο να σημειώσουμε εδώ είναι η παρατήρησή του για την αδυναμία του εκσυγχρονισμού να παράγει «έναν δικό του πολιτικό λόγο και έναν κινητοποιό μύθο ικανό να κερδίσει το λαϊκό φαντασιακό της κοινωνίας» (σελ 135). Αυτός είναι και ο λόγος των σημερινών αδιεξόδων του εκσυγχρονιστικού λόγου, αλλά και του μετέωρου ΠΑΣΟΚ ανάμεσα στον «εθνο-πατριωτικό» και τον «ευρωπαϊκό – κοσμοπολίτικο» λόγο.

Στη μελέτη του ο Βούλγαρης προσεγγίζει τις λογικές της εκλογικής συμπεριφοράς των Ελληνίδων και των Ελλήνων. Σύμφωνα με τα συμπεράσματά του η εκλογική τους συμπεριφορά δεν προσδιορίζεται τόσο από διαιρετικές τομές, όπως ταξικές, θρησκευτικές, εθνοτικές ή γεωγραφικές, αλλά υπερκαθορίζεται από την πολιτικο-ιδεολογική τοποθέτηση των κομμάτων και των πολιτών. Ο λόγος του επικαθορισμού της πολιτικο-ιδεολογικής ταύτισης έναντι των υπαρκτών διαιρετικών τομών οφείλεται, σύμφωνα με τον συγγραφέα, στο ότι στην Ελλάδα το ιδιωτικό και το δημόσιο, οι κρατικοί μηχανισμοί και η κοινωνία των πολιτών διαπλέκονται τόσο στενά, που δεν επιτρέπουν στις άλλες τομές να φανούν. Αυτή όμως η θέση δεν εξηγεί τους λόγους επιλογής της όποιας ιδεολογικής ταυτότητας. Και αν -κατά τη γνώμη μας- στην Ελλάδα μέχρι το 1990 η επιλογή ιδεολογικής ταυτότητας οφειλόταν εν πολλοίς και στις οικογενειακές παραδόσεις, στην Ελλάδα της παγκοσμιοποίησης, λόγω της ανεπάρκειας του κομματικού και ιδεολογικού λόγου, οφείλεται σε στρατηγικές προσωπικής πολιτικής ανέλιξης.

Δεν πρέπει πάντως να παραλείψουμε να αναφερθούμε στην άποψη του Βούλγαρη για τον χαρακτήρα του κομματικού συστήματος ως τριπολικού με δικομματική δυναμική (ο συγγραφέας δεν περιγράφει τις εξελίξεις μετά το 2004). Ενα άλλο σημείο που αξίζει επίσης να αναφέρουμε, είναι η περιγραφή της πολιτικής κουλτούρας της δημοκρατικής Ελλάδας. Μιας κουλτούρας στην οποία συνυπάρχουν μια δημοκρατική δυναμική προσαρμογή στα νέα δεδομένα με την ταυτόχρονη ενεργοποίηση αμυντικών και συντηρητικών αντιδράσεων, οι οποίες δεν είναι μόνο λαϊκισμός.

Ο συγγραφέας υποστηρίζει πως αυτή η συγκρουσιακή συνύπαρξη δεν χαρακτηρίζει δύο διαφορετικές πολιτικές παρατάξεις. Ισως είναι έτσι. Ομως πιστεύουμε πως ο διαχωρισμός αυτής της συνύπαρξης θα πρέπει να αποτελέσει τη βάση για την αναδιάρθρωση του πολιτικού συστήματος, αν αυτό δεν θέλει να καταρρεύσει. Είναι καιρός οι κουλτούρες να διαχωριστούν και να βρουν τα πολιτικά τους ισοδύναμα. Τώρα αν αυτό θα γίνει εντός των υπαρχόντων πολιτικών σχηματισμών ή μέσα από νέα κανείς δεν μπορεί να το πει με βεβαιότητα. Η δημοκρατική συνέχεια και ομαλότητα θα επιθυμούσε να γίνει μέσα από τα υπάρχοντα πολιτικά σχήματα, χωρίς όμως να αποκλείει και την υπέρβασή τους. Το κύριο όμως είναι να εκφραστεί και πολιτικά η σύγκρουση των

«εκσυγχρονισμών» με τους «εθνικιστικο-συντηρητικούς λαϊκισμούς».

Η μελέτη υπερβαίνει τις σημερινές κυρίαρχες αναλύσεις στη χώρα μας για το πολιτικό και κομματικό

σύστημα, οι οποίες στηρίζονται στη διόγκωση της δύναμης του λαϊκισμού και της κομματοκρατίας. Ο συγγραφέας περιγράφοντας τη λειτουργία και την ίδια λογική συμφερόντων που αναπτύσσεται στις συνδικαλιστικές οργανώσεις και στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών υποσκάπτει τον μύθο της κομματοκρατίας. Στη σημερινή Ελλάδα πάσχουμε από την αδυναμία των κομμάτων και όχι το αντίθετο. Αυτή η αδυναμία παραγκωνίζει τις ιδεολογικές και πολιτικές ταυτότητες για χάρη των ατομικών επιλογών. Αδυναμία της μελέτης (όχι όμως μόνο της μελέτης αλλά και του ίδιου του εκσυγχρονισμού) αποτελεί η σύγχυση- ταύτιση σε πολλά σημεία του εκσυγχρονισμού με τον εξευρωπαϊσμό. Αδυναμία που δεν επιτρέπει στον συγγραφέα να δει και τα στοιχεία αριστερής πολιτικής (και όχι μόνον εθνικής αποστολής, σελ. 262), που εμπεριείχε το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα.

Η μελέτη του Βούλγαρη έρχεται στην πιο κατάλληλη περίοδο, για να λειτουργήσει ως εργαλείο που θα καταδεικνύει τα όρια (βλ. παγκοσμιοποίηση) των αναλύσεων του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού ως λαϊκίστικου και κομματοκρατούμενου. Παράλληλα ανάβει το πράσινο φως για μελέτες που θα προσεγγίζουν την ανάγκη πολιτικής ένταξης των δύο πολιτισμικών ταυτοτήτων.

Γιώργος Σιακαντάρης, [email protected], «Βιβλιοθήκη»,

«Ελευθεροτυπία,» 29/8/2008

Υ.Γ.: Για να προκύψει ξανά ακμαία κεντροαριστερά αναλύσεις ως αυτή του Γιάννη Βούλγαρη και κριτικές αναγνώσεις ως αυτή του Γιώργου Σιακαντάρη καθίσταται ολοένα και περισσότερο αναγκαίες…

Επιμέλεια: Τ.Β.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.