«Η βεγγερα ειναι οασις εν τη ερημω του αγαμου»

Την Καλλιόπη Ταχτσόγλου, που συμμετέχει στην καλοκαιρινή συμπαραγωγή των ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κομοτηνής και Σερρών, τη «Βεγγέρα» του Ηλία Καπετανάκη, παρουσιάζει ο «ΠτΘ». Την Καλλιόπη Ταχτσόγλου, που μας χαρίζει το γέλιο με τη φοβερή φυσικότητα που τη διακρίνει στις ερμηνείες της. Μακεδονίτισσα στην καταγωγή. Γεννήθηκε στη Δράμα και σε ηλικία 5 ετών μετακομίζουν με την οικογένειά της στη Θεσσαλονίκη, όπου τελείωσε και την δραματική σχολή της Ρ. Πατεράκη. Υπηρετεί το θέατρο 17 χρόνια και έχει συνεργαστεί με πολλούς θιάσους και αξιόλογους ανθρώπους του θεάτρου, όπως τους: κ. Μπάκα, Θ. Τερζόπουλο, Λ. Λαζόπουλο, Μ. Κουγιουμτζή, Μ. Μαστοράκη, Τ. Μπαντή. Είναι η πρώτη φορά που συνεργάζεται με ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Δηλώνει περήφανη γι’ αυτόν το θεσμό και θα ήθελε να ξαναπαίξει σ’ ένα τέτοιο θέατρο, που το θεωρεί «καμάρι» για κάθε πόλη να το έχει. Τα τελευταία 7 χρόνια έκανε και τηλεόραση, απ’ όπου και την γνωρίσαμε μέσα από τους «10 Μικρούς Μήτσους», τους «Μεν και τους Δεν», τους «Δύο ξένους», την «Καραμπόλα» και τους «Παππούδες εν δράσει» που έπαιξε φέτος με μεγάλη επιτυχία και είχε μια υπέροχη εμπειρία από αυτούς τους εξαίρετους ανθρώπους, που, όπως λέει και η ίδια, τους διακρίνει η απλότητα και η αλήθειά τους.

ΠτΘ: Μιλήστε μας για τα παιδικά σας χρόνια, την οικογένεια, αλλά και το οικογενειακό σκηνικό… πριν το θέατρο…
Κ.Τ.:
Γεννήθηκα στην Πλατανόβρυση της Δράμας. Όταν ήμουν 5 χρονών μετακομίσαμε στη Θεσσαλονίκη γιατί τότε ήταν συνηθισμένο ή αναγκαίο οι άνθρωποι να φεύγουν στις πόλεις ή στο εξωτερικό για καλύτερη τύχη. Εμείς δεν φύγαμε πολύ μακριά… Έζησα εκεί 18 χρόνια και μετά τελείωσα τη Δραματική Σχολή και κατέβηκα στην Αθήνα, γιατί δυστυχώς οι άλλες πόλεις δεν βοηθούν πολύ τέτοια επαγγέλματα.

ΠτΘ: Είχατε κι εσείς όνειρα, όπως όλα τα παιδιά. Ήταν όνειρό σας να γίνετε ηθοποιός;
Κ.Τ.:
Όχι, καθόλου. Αρχικά ήθελα να γίνω νηπιαγωγός και μετά ήμουν αθλήτρια, 13 χρονών, στον Φιλαθλητικό Όμιλο Θεσσαλονίκης και ήθελα να γίνω γυμνάστρια. Λίγο πριν τελειώσω το Λύκειο μου μπήκε η ιδέα να γίνω ηθοποιός. Εντελώς ξαφνικά.

ΠτΘ: Πώς προέκυψε όμως το θέατρο;
Κ.Τ.:
Να πω την αλήθεια, όταν ήμουν μικρή δεν το πολυαγαπούσα το θέατρο. Μας πήγαιναν με το σχολείο σε κάποιες παραστάσεις κι έλεγα «τι βλακείες είναι αυτά τα θέατρα». Μεγάλο λόγο, που λένε, μη λες! Μετά ο αδερφός μου πήγε να δει στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης μια παράσταση, «Ο δράκος του Σβαρτς», το θυμάμαι πολύ καλά και μου διηγόταν την παράσταση τόσο ωραία, είχε μαγευτεί και εγώ έμεινα άναυδη. Και του είπα «θα γίνω ηθοποιός» και με κοίταξε κι έλεγε «τι την έπιασε τώρα και θέλει να γίνει ηθοποιός». Κι από τότε έβλεπα όλες τις παραστάσεις, ό,τι ερχόταν από Αθήνα, του Κρατικού Βορείου Ελλάδος δύο και τρεις φορές. Αφού τελείωσα το Λύκειο μπήκα στη Δραματική Σχολή της Πατεράκη. Μου βγήκε μια λατρεία για το θέατρο και ειδικά για την τραγωδία. Δεν μου έχει φύγει ποτέ αυτή η λατρεία. Αγαπώ πολύ το θέατρο.

ΠτΘ: Η συνέχεια, όμως, αυτής της ιστορίας έκρυβε πολλά και πρώτα απ’ όλα την Αθήνα…
Κ.Τ.:
Από την αρχή εκεί δούλεψα και είναι η πρώτη φορά που βγαίνω εκτός Αθηνών. Ξεκίνησα με τις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Κώστα Μπάκα στο Εθνικό Θέατρο, συμμετέχοντας στο Χορό.

ΠτΘ: Τι σημαίνει, για εσάς ερμηνεία ενός ρόλου;
Κ.Τ.:
Μαγεία. Είναι μεγάλη ψυχική αναστάτωση, δεν ξέρεις καθόλου τι θα κάνεις, δεν έχεις ιδέα. Απλώς, παρακολουθείς τον ρόλο και τον αφήνεις να σε πάει και σιγά – σιγά αρχίζει και μεταμορφώνεται το σώμα, η φωνή. Δεν μπορείς να τις ελέγξεις αυτές τις δυνάμεις. Μπαίνεις σ’ ένα δρόμο και δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει.

ΠτΘ: Και η τέχνη της υποκριτικής;
Κ.Τ.:
Το ίδιο, μαγεία… είναι πολύ ωραία τέχνη, τα έχει όλα. Έχει μουσική, λόγο, εικόνα, έχει τα πάντα.

ΠτΘ: Νιώθετε ώριμη υποκριτικά;
Κ.Τ.:
Είμαι δεκαεφτά χρόνια στο θέατρο. Δέκα χρόνια έκανα μόνο θέατρο και ήμουν πολύ ευτυχής γιατί έπαιξα με πολύ σπουδαίους ανθρώπους και σε πολύ καλούς θιάσους. Μετά κάτι συνέβη με το θέατρο, κάτι λίγο με την ιδιωτική τηλεόραση. Κάτι άλλαξε με την τηλεόραση. Φοβάμαι ότι έχουμε χάσει τον όρο «θέατρο», τι είναι το θέατρο, τι είναι «να παίζεις» στο θέατρο, τι είναι να είσαι ηθοποιός του θεάτρου. Η εμπειρία μου θα μπορούσε να με κάνει ώριμη, αλλά αυτή τη στιγμή είμαι μπερδεμένη.

ΠτΘ: Τι είναι θέατρο για εσάς; Ευαισθησία ψυχής ή μια διανοητική πράξη;
Κ.Τ.:
Είναι και τα δύο. Η εξυπνάδα να είσαι ηθοποιός ξεκινάει από μεγάλη ευαισθησία. Πώς θα κουμαντάρεις αυτή την ευαισθησία και αυτήν την αναστάτωση που δημιουργείται κατά την προσπάθεια της εύρεσης του ρόλου με το μυαλό. Να μην σε πάρει και ούτε να ταυτιστείς τόσο ώστε να ξεχάσεις ότι είναι ρόλος, ούτε να βγεις από έξω και να προσπαθείς να κάνεις κάτι που δεν είναι δικό σου. Τα ψυχικά υλικά που βγαίνουν σιγά – σιγά, να μπορείς να τα κατατάξεις με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ακριβώς αυτά που χρειάζονται για τον ρόλο.

ΠτΘ: Τι επιδιώκετε σε κάθε νέα σας θεατρική δουλειά;
Κ.Τ.:
Να γίνει μια πολύ καλή παράσταση, αυτός είναι ο καημός μου και να χαρεί ο κόσμος που έρχεται και φυσικά αφού χαρούμε εμείς πρώτα.

ΠτΘ: Από πολύ νωρίς κάνατε και τηλεόραση;
Κ.Τ.:
Όχι, πολύ νωρίς. Πριν από 6-7 χρόνια άρχισα τηλεόραση και μπήκε στη ζωή μου, όπως και στη ζωή όλων μας σήμερα. Μου πρότειναν και είπα «γιατί όχι». Απλώς ήμουν πολύ προσεκτική στις επιλογές μου στην τηλεόραση, δεν έκανα ό,τι μου είπανε. Ξεκίνησα στην τηλεόραση στους «10 Μικρούς Μήτσους» με τον Λάκη Λαζόπουλο, με τον οποίο ήμουν ήδη 3 χρόνια μαζί στο θέατρο. Με είχε πάρει στην πρώτη του δουλειά, που είχε κάνει μόνος του, στο «Ελλάς κατόπιν αορτής» και στη συνέχεια στη δεύτερη δουλειά του «Ένα Μικρό Καράβι» που είχε μεγάλη επιτυχία και παίχτηκε 2 χρόνια.
Η συνεργασία μας ήταν τέλεια, δεν έχω κανένα παράπονο. Ύστερα ήρθαν και οι υπόλοιπες προτάσεις, επειδή με είχαν δει στους «Μήτσους», όπως αυτή του Χάρη Ρωμά στους «Οι Μεν και οι Δεν».

ΠτΘ: Παρόλα αυτά, υπάρχουν υποκριτικοί κανόνες που εφαρμόζετε;
Κ.Τ.:
Όχι. Εκ των υστέρων αντιλαμβάνομαι ότι έχω κάποιους κανόνες. Όταν ξεκινάει μια δουλειά «τα έχω χαμένα», νομίζω ότι δεν θα κάνω τίποτα, δεν θα καταφέρω τίποτα και σιγά – σιγά αυτή η αγωνία ότι «δεν θα καταφέρω τίποτα» αρχίζει και γίνεται δημιουργία. Μετά αντιλαμβάνομαι ότι έχω κανόνες, αφήνομαι στο ένστικτο και ταυτοχρόνως το μυαλό μου παρακολουθεί πάρα πολύ καλά αυτά που βγαίνουνε από ψυχής και ότι τα κατατάσσω. Αλλά αυτό είναι μια λειτουργία που δεν θέλω να την αναλύσω.

ΠτΘ: Είστε από τους ηθοποιούς που μπαίνουν στο πετσί του ρόλου;
Κ.Τ.:
Δε γίνεται αλλιώς. Κάθε ρόλος είναι ένα κομμάτι του εαυτού μας. Είναι ένας ανθρώπινος χαρακτήρας και μας αφορά όλους. Το θέατρο είναι ένας καθρέφτης, δεν μπορείς να κρυφτείς.

ΠτΘ: Ποια η γνώμη σας για την τηλεόραση;
Κ.Τ.:
Είναι και αυτό ένα κομμάτι της δουλειάς μας, της υποκριτικής. Δεν το αρνούμαι γιατί έχω κάνει τηλεόραση. Προσπαθώ να είμαι απλώς πιο προσεκτική, γιατί είναι σαν δίνη που σε παίρνει.

ΠτΘ: Λέγεται ότι υπάρχει ανεργία στο χώρο σας. Από την άλλη, βλέπουμε σχεδόν τα ίδια πρόσωπα στην τηλεόραση.
Κ.Τ.:
Δεν μπορώ να το εξηγήσω αυτό. Πρέπει να είμαστε αρκετοί ηθοποιοί. Από την άλλη βγαίνουν κάθε χρόνο καινούργια παιδιά που πρέπει να προωθηθούν. Δεν ξέρω τι ακριβώς συμβαίνει, γιατί υπάρχει ανεργία και παίζουν ίδια πρόσωπα. Δίνονται, όμως και ευκαιρίες, γιατί στην τηλεόραση παίζουν πολλά νέα παιδιά. Αυτό, ίσως, κάπως διαβρώνει την σχέση μας με το τι είναι πραγματικά υποκριτική, γιατί στην τηλεόραση δεν γίνονται πρόβες, δεν προλαβαίνεις να μπεις στον ρόλο και να τον ανακαλύψεις.
Εκεί, σου δίνουν τέσσερα επεισόδια και πρέπει να αποφασίσεις αν θα συμμετέχεις ή όχι και δεν ξέρεις τι θα προκύψει μετά στα επόμενα επεισόδια. Είναι μια άλλη διαδικασία, δεν μπορώ να πω μαγική, αλλά έχει ενδιαφέρον.

ΠτΘ: Σας εγκλωβίζει ο χαρακτηρισμός «κωμική» ηθοποιός;
Κ.Τ.:
Ναι, με στεναχωρεί γιατί δεν ξέρω για ποιον λόγο θα πρέπει να με κατατάξουν σ’ αυτό. Ίσως από τις τηλεοπτικές μου παρουσίες, αλλά δεν είμαι ηθοποιός που παίζω μόνο κωμωδία, δεν νομίζω ότι είμαι «κωμική» ηθοποιός, γι’ αυτό και πολλές φορές ρωτάω γιατί με αποκαλούν έτσι.

ΠτΘ: Τι σημαίνει για εσάς καλλιτέχνης;
Κ.Τ.:
Κάθε άνθρωπος έχει μια δουλειά. Ο παπουτσής φτιάχνει παπούτσια, ο αγρότης φτιάχνει το σιταράκι του για να φάμε «ψωμάκι». Εμείς ασχολούμαστε με κάτι, που θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι πολυτέλεια, γιατί δεν έχει να κάνει με την επιβίωση. Αλλά αυτή η πολυτέλεια κάνει πιο καλή τη ζωή μας. Ασχολούμαστε με την ψυχή, με τον άνθρωπο, με το «ον», αυτή είναι η δουλειά μας. Να θυμίζουμε στον εαυτό μας και στους υπόλοιπους ότι είμαστε άνθρωποι και ότι πρέπει να γινόμαστε καλύτεροι. Όπως έλεγαν και οι αρχαίοι, το θέατρο είναι διδασκαλείον, «παιδεύειν ανθρώπους και βέλτους απεργάζεσθαι». Κάνει καλύτερους τους ανθρώπους το θέατρο, γιατί βλέπεις τον άνθρωπο, τον εαυτό σου, τον διπλανό σου. Μπαίνεις στη διαδικασία κατανόησης του άλλου, προσπαθείς να βελτιωθείς. Σε μια ιδανική κατάσταση θα μπορούσαμε να πούμε ότι βελτιώνεται ο τρόπος να αγαπάμε τους άλλους, είναι μια πολύ δύσκολη διαδικασία, όποιος το καταφέρει εύγε!

ΠτΘ: Το θέατρο, όμως, είναι και δουλειά;
Κ.Τ.:
Ναι, είναι και δουλειά. Εφ’ όσον ζούμε απ’ αυτή τη δουλειά και θεωρούμαστε επαγγελματίες του θεάτρου. Μ’ αυτή την έννοια βέβαια, βγάζουμε κι εμείς «τον άρτον τον επιούσιον».

ΠτΘ:Αντιμετωπίζετε τα πράγματα με χιούμορ;
Κ.Τ.:
Όχι πάντα. Θα ‘θελα πάντα να διατηρώ το χιούμορ μου, να μη το χάνω στις δύσκολες καταστάσεις, γιατί αυτό χαλαρώνει κι εμένα και τους άλλους. Θα ‘θελα να το έχω πάντα και προσπαθώ να το διατηρώ.

ΠτΘ: Υπήρχαν κάποιοι που σας βοήθησαν στα πρώτα σας βήματα;
Κ.Τ.:
Με βοήθησε πάρα πολύ η Σοφία Σπυράτου. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που με είδε, που με πίστεψε και μ’ αγάπησε. Προσπάθησε να κάνει ό,τι μπορεί, αν και είναι χορογράφος, ό,τι είχε σχέση με παραμύθια και χορούς, με είχε πάντα μέσα στο νου της.

ΠτΘ: Ένας ηθοποιός πρέπει να είναι έτοιμος για όλα τα είδη. Είναι έτοιμος για όλα;
Κ.Τ.:
Δεν είναι ακριβώς έτοιμος για όλα. Αλλά προσπαθεί. Το θέατρο υποτίθεται ότι το μαθαίνεις, είναι το «βασικό» για μας, φαίνεται η πραγματική αξία του καλλιτέχνη. Την τηλεόραση σιγά – σιγά τη μαθαίνεις, εγώ στην αρχή έπαιζα στην τηλεόραση σαν θέατρο με δύναμη και με ορμή. Πηγαινοερχόμουνα, δεν έβλεπα την κάμερα και μου λέγανε «δεν είναι θέατρο, κοίτα την κάμερα». Το έμαθα. Ένας ηθοποιός θέλει να παίξει τα πάντα, το έχει ανάγκη ο ψυχισμός του, από τη στιγμή που διάλεξε αυτή την δουλειά, να εκφράσει κάθε σημείο του εαυτού του. Δεν μπορείς να τον αποκλείσεις ούτε από την κωμωδία, ούτε από την τραγωδία, ούτε από το δράμα, ούτε καν και από την φαρσοκωμωδία που είναι ένα πολύ ελαφρύ είδος, που ακόμη κι εγώ θα ήθελα να το παίξω.

ΠτΘ: Είναι η τηλεόραση… ελαφρά μουσική, το σινεμά… έντεχνο τραγούδι και το θέατρο κλασικό κομμάτι, μουσική συμφωνία; Ποια είναι η διαφορά;
Κ.Τ.:
Ο κινηματογράφος έχει μια μαγεία, ξέρεις πού βρίσκεσαι, ποιος είναι ο χώρος σου και δεν έχεις κάμερες που να μην ξέρεις ποια σε παίρνει και ποια στιγμή. Αυτά έχουν να κάνουν με την τεχνική που αφορά τους άλλους, με την εικόνα που σου παίρνουνε. Δεν ελέγχεις τίποτε, δεν ξέρεις τι παίρνουνε από σένα και πώς μεταλλάσσεσαι μέσα από την εικόνα. Ενώ στο θέατρο ξέρεις πολύ καλά ότι είσαι στη σκηνή, είσαι «εσύ», ο «άλλος» δίπλα σου, ελέγχεις τη φωνή σου, τις κινήσεις σου, ξέρεις το χώρο σου. Ξέρεις τον ρόλο σου απ’ την αρχή μέχρι το τέλος, την ιστορία πώς θα εξελιχθεί. Ελέγχεις εσύ στο θέατρο την κατάσταση, ενώ εκεί ελέγχουν άλλοι την εικόνα σου, την παίρνουν και την κάνουν ό,τι θέλουν.

ΠτΘ: Δείχνει κι αριστουργήματα η τηλεόραση, ακόμα και στα πιο ταπεινά σίριαλ καμιά φορά.
Κ.Τ.:
Απ’ όσα έχω δει στην τηλεόραση, μόνο δύο μπορώ να ξεχωρίσω: το «Νυχτερινό Δελτίο» που παίχτηκε στην ΕΤ1 με τον Μηνά Χατζησάββα και παλιότερα ένα έργο που είχε σκηνοθετήσει ο Μιχαηλίδης, τους «Παράλληλους Βίους», από ένα μυθιστόρημα του Νιρβάνα «Το αγριολούλουδο».

ΠτΘ: Να μιλήσουμε όμως και για τη «Βεγγέρα» του Ηλία Καπετανάκη, μια συμπαραγωγή των ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κομοτηνής και Σερρών. Μια παράσταση που μπορεί να χαρακτηριστεί και ως «φαρσοκωμωδία»…
Κ.Τ.:
Πιθανόν, έχει στοιχεία και επιθεώρησης και σάτιρας, ρεαλισμού και σουρεαλισμού. Είναι ένα πάρα πολύ «έξυπνο» έργο και οικείο, δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι τόσο παλιό γιατί είναι διαχρονικό και μ’ αυτή την έννοια θα παίζαμε και αρχαία τραγωδία. Ανήκει στα έργα που θα μας αφορούν πάντα. Ενώ είμαστε, υποτίθεται, άνθρωποι που δεν μπορούμε να κρατηθούμε, είμαστε αληθινοί, αυτό που σκεφτόμαστε θέλουμε να το λέμε, δε μας πάει το «σαλονάτο», ο γαλλικός τρόπος. Παρ’ όλα αυτά προσπαθούσαν να το μιμηθούν κάποιοι άνθρωποι και να κάνουν τους ευγενείς, τους αριστοκράτες, ότι είναι αυτοί από ανώτερη τάξη, ότι μιλάνε ωραία τα «ελληνικά». Αυτό, όμως, δε μπορεί να κρατήσει για πολύ, γιατί έρχεται το παιδί που κάνει σαματά, η μάνα θ’ αντιδράσει, όπως αντιδρά κάθε μέρα, θα το πλακώσει στο ξύλο, ας έχει και επισκέπτες. Πώς θα αντιδράσει με το σύζυγο όταν της βγάζει γλώσσα, θα κάνει ό,τι κάνει κάθε μέρα, θα του δώσει μια σφαλιάρα. Οι άνθρωποι προσπαθούν να δείξουν κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι, αλλά αυτό που είναι δεν μπορεί να κρυφτεί, είναι μια λαϊκότητα, ένας παρορμητισμός και ίσως είναι λίγο απαίδευτοι άνθρωποι ως προς τη συμπεριφορά. Πιθανόν, η ευγένεια κρύβεται κάπου αλλού και όχι εκεί που νομίζουν, στην ωραία εκφορά του λόγου και στη στάση του σώματος.

ΠτΘ: Το έργο αυτό ήταν στους στόχους σας να το παίξετε, πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;
Κ.Τ.:
Μου το πρότεινε ο κ. Αρμάος και επειδή το έργο το ήξερα, το είχα δει όταν το είχε ξανακάνει στη Θεσσαλονίκη, πριν από 20 χρόνια, ο κ. Αρμάος και είχε μεγάλη επιτυχία. Μου άρεσε και το είχα δει δύο φορές και θα το ξανάβλεπα αλλά μετά έφυγα στην Αθήνα. Χάρηκα που θα ήμουν κοντά στο σπίτι μου, γιατί Σέρρες – Δράμα είναι μια ώρα. Ποτέ δεν ξέρεις πώς θα εξελιχθεί μια συνεργασία, δεν ήξερα καθόλου τ’ άλλα παιδιά που παίζουμε μαζί, όλα όμως πήγαν καλά και είμαστε εντάξει.

ΠτΘ: Ποια η εμπειρία σας από τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.;
Κ.Τ.:
Είναι η πρώτη φορά που συνεργάζομαι με ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. και συγκεκριμένα αυτά των Σερρών και της Κομοτηνής. Αυτό που θα ‘θελα να πω είναι πως πρέπει τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. να τα στηρίξουμε. Είναι ένας πολύ ωραίος θεσμός, είναι πολύ ωραίο πράγμα κάθε πόλη σχεδόν, να έχει το δικό της θέατρο και σαν χώρους δηλαδή, το χειμερινό και το θερινό και να μπορεί να φιλοξενεί κι άλλους θιάσους, να βλέπει ο κόσμος θέατρο, να ‘χει το δικό του θέατρο. Είναι καμάρι για κάθε πόλη να το έχει αυτό. Θυμάμαι που είχαμε πάει κάποτε σε περιοδεία με τον Τερζόπουλο, τον οποίο θεωρώ δάσκαλό μου, σε μια πολύ μικρή πόλη της Γερμανίας και μου έκανε εντύπωση που ήταν πολύ καλά οργανωμένη και υπήρχε και θέατρο. Και λέω «γιατί να μην έχουμε και εμείς» και να που έχουμε και είναι καλό που έχουμε και πρέπει να τα στηρίξουμε. Για μένα τουλάχιστον δεν είναι το χρηματικό, μπορούν να βρεθούν χρήματα, το ψυχικό υλικό και η θέρμη μας πρέπει να είναι μεγάλη κι αυτή φέρνει και τα χρήματα. Έτσι πιστεύω, τουλάχιστον εγώ. Μπορεί να κάνω και λάθος. Έχω προσέξει, όμως ότι το χρήμα δεν φέρνει καλό αποτέλεσμα, αλλά η ένθερμη αφοσίωση σε κάτι «φέρνει». Μου είχαν προτείνει στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ιωαννίνων και της Λαμίας και δεν πήγα, ίσως για το έργο, ίσως γιατί φοβήθηκα να φύγω από την Αθήνα. Τώρα, ήταν η πιο κατάλληλη στιγμή και χάρηκα πάρα πολύ γι’ αυτήν την πρόταση. Ο θεσμός αυτός των ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. πρέπει να έχει μέλλον και καλό θα είναι να φροντίσουμε όλοι γι’ αυτό. Ο θεσμός της Μελίνας Μερκούρη ευόδωσε.

ΠτΘ: Μέχρι στιγμής η παράσταση έχει την ανταπόκριση του κοινού;
Κ.Τ.:
Ναι, υπάρχει μια χαρά. Ίσως γιατί είναι πολύ οικείες οι καταστάσεις. Είναι μια συνάντηση οικογενειών, από αυτές τις βαρετές επισκέψεις που γίνονται και καμιά φορά μας τραβολογούσαν οι γονείς μας «θα πάμε», «πρέπει να πάμε» κι εμείς βαριόμασταν. Από αυτές τις επισκέψεις που δεν είναι ο άλλος φίλος σου ή συγγενής και θα μείνει σπίτι σου και θα είσαι άνετος σε οποιαδήποτε κατάσταση, αλλά πρέπει να είσαι τυπικός. Σ’ εμάς τους Έλληνες, φαντάζομαι, αυτή η τυπικότητα λίγο μας ταλαιπωρεί ψυχικά, δεν μπορούμε να κρατηθούμε πολύ ώρα μέσα στην ευγένεια και στην τυπικότητα, θα μας ξεφύγει και κάτι, έστω λίγο άγαρμπα.

ΠτΘ: Εσείς υποδύεστε την Ελένη, τη γυναίκα του κ. Νερουλού. Μιλήστε μας λίγο γι’ αυτήν.
Κ.Τ.:
Η κ. Νερουλού έχει το σύζυγο, δύο κορίτσια της παντρειάς και ένα γιο, ζωηρό, ετοιμάζονται να φάνε γιατί περιμένουν μια επίσκεψη, η οποία άργησε να εμφανιστεί και μας πετυχαίνουν στο τραπέζι. Αυτό είναι μια παρατυπία, αντί να ανάψουμε το φως και να περιμένουμε τους ανθρώπους όσο κι αν αργήσουνε, εμείς βαρεθήκαμε να περιμένουμε, στρωθήκαμε στο φαγητό, σβήσαμε τα φώτα μήπως και δουν σκοτάδι και φύγουνε, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν φύγανε και ήρθανε με τον ανιψιό για να γίνει το προξενιό, να πάρει τη μια από τις δύο κόρες, με όποιον ταιριάξει. Μετά έρχεται μια ανιψιά της κ. Νερουλού για την οποία φαίνεται ότι υπάρχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον και φλερτ από τη μεριά του νεαρού και στο τέλος γίνονται όλα «μαντάρα».

ΠτΘ: Ονειρεύεστε ρόλους;
Κ.Τ.:
Δεν το έχω σκεφτεί καθόλου. Θέλω να τα παίξω όλα! Το παράδοξο είναι ότι αν ήμουνα άντρας θα ήθελα να παίξω τον Αίαντα και τον Οθέλλο, πολύ τους πόνεσα αυτούς τους ανθρώπους. Αγαπώ πάρα πολύ την τραγωδία. Δεν εξαρτάται, όμως από μένα το τι θα παίξω, εγώ το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να πω «ναι» ή «όχι» σε μια πρόταση.

ΠτΘ: Είναι εποχή για καλλιτέχνες;
Κ.Τ.:
Όχι. Είναι λίγο δύσκολα τα πράγματα. Δεν υπάρχει ο ενθουσιασμός, αμέσως κατευνάζεται. Δεν υπάρχει το πέταγμα, η συνδημιουργία, η συνταύτιση, οι κοινός στόχος. Δεν ξέρω τι φταίει. Νομίζω έτσι είναι τα πράγματα και δεν μπορούμε να κάνουμε περισσότερα, θα περάσει όμως και θα ‘ρθουν καλύτερες εποχές. Είμαστε σε μια μεταβολή, πολύ οδυνηρή «πνευματικά».

ΠτΘ: Το θέατρο είναι η φωτεινή ή η σκοτεινή πλευρά του δρόμου;
Κ.Τ.:
Είναι η φωτεινή πλευρά, αυτό που το κάνει να είναι η φωτεινή πλευρά του δρόμου είναι η «αποκάλυψη» του ανθρώπου. Τώρα, το πολύ το φως μπορεί και να μας στραβώσει, αλλά άνθρωποι είμαστε και μπορεί να συμβεί κι αυτό και να ξεφύγουμε λίγο από τον δρόμο της τέχνης και του εαυτού μας.

ΠτΘ: Τελικά τι είναι «Η Βεγγέρα» για εσάς;
Κ.Τ.:
Είναι μια βραδινή συνάντηση για προξενιό στο συγκεκριμένο έργο. Ήταν μια αφορμή αυτή «η βεγγέρα» για τον Ηλία Καπετανάκη να σατιρίσει, να θίξει, να θυμίσει πώς συμπεριφερόμαστε, τι κάνουμε, ότι είμαστε λίγο απαίδευτοι, δεν διαβάζουμε κάτι παραπάνω. Ο κύριος και η κυρία Στενού διαβάζουν, για παράδειγμα, εγκυκλοπαίδειες και εφημερίδες και εμείς δεν διαβάζουμε τίποτα. Έχουμε τρία παιδιά και είναι σαν δικαιολογία, προσπαθούμε να κάνουμε τους σπουδαίους… Η Βεγγέρα είναι όασις εν τη ερήμω του αγάμου… άσχετο, αν αποτυχαίνει.

ΠτΘ: Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Κ.Τ.:
Κι εγώ σας ευχαριστώ.

Καλπάνης Μπάμπης

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.