Η σημασια της εγκαταλειψης της Ανατολικης Θρακης τον Οκτωβριο του 1922

Η εκτεταμένη και ποικιλόμορφη χώρα της Θράκης αποτελούσε για πολλούς αιώνες τμήμα της καθ’ ημάς Ανατολής, όπως και χώρο περιβάλλοντα το κέντρο βάρους του Ελληνισμού, όπως αυτό προσδιορίσθηκε μετά την Ελληνιστική εποχή και μεταφέρθηκε προς ανατολάς στην, για δεκαέξι συναπτούς αιώνες, μεγαλύτερη πόλη και άτυπη πρωτεύουσα των Ελλήνων την Κωνσταντινούπολη. Η Κωνσταντινούπολη ως βασιλική πόλη υπερβαίνει κατά πολύ τη σημασία της Θράκης.

Η Ανατολική Θράκη αποτελούσε, μέχρι το 1922, την κύρια και πιο σημαντική εστία του θρακικού Ελληνισμού και προαύλιο της Κωνσταντινούπολης, ενώ ιστορικά εκατοικείτο κατά πλειονότητα από Έλληνες, των οποίων η οικονομική και η πολιτιστική υπεροχή ήταν καταφανής.

Τους πρώτους τρομερούς αιώνες μετά την τουρκική κατάκτηση ακολούθησε η αναγέννηση του Ελληνισμού κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα. Ήδη από τον 17ο αιώνα η τουρκική επέκταση είχε φθάσει στα όριά της και η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγκάσθηκε να ακολουθήσει ήπια πολιτική προς τους κατακτημένους λαούς. Η ανάγκη για εκσυγχρονισμό, ώστε να αντιμετωπισθεί η υπεροχή της Δύσης, καθιστούσε αναγκαία τη συνεργασία των Ρωμηών. Η προσπάθεια εκσυγχρονισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γίνεται με πρωτεργάτες τους Ρωμηούς, οι οποίοι γρήγορα συγκροτούν σημαντικό τμήμα τα νεοπαγούς αστικής τάξης που είχε ανάγκη η Αυτοκρατορία. Ο 19ος αιώνας αποτελεί μία λαμπρή περίοδο ακμής του Ελληνισμού της Ανατολής γενικότερα και της Θράκης ειδικότερα. Είχε δημιουργηθεί μια κατάσταση στην οποία το ρωμαίικο Μιλλιέτ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πολιτικά υποταγμένο, πλην πολιτισμικά και οικονομικά κυρίαρχο, είχε επιτύχει μορφές εκσυγχρονισμού που του επέτρεπαν να διατηρεί τις παραδόσεις και τις ιδιαιτερότητές του. Αυτό είναι ένα επίτευγμα σημαντικό και εξόχως επίκαιρο. Για τους Έλληνες της Ανατολής η βυζαντινή παράδοση παρέμενε η πηγή και το βάθρο του Νέου Ελληνισμού.

Η Θράκη βρίσκεται κοντά στο κέντρο ενός πολύ σημαντικού γεωγραφικού και πολιτισμικού χώρου, όπου συγκεντρώνεται μεγάλο τμήμα της ανθρώπινης ιστορίας και όπου υπάρχουν μερικές από τις διασημότερες και πιο σημαντικές τοποθεσίες της υφηλίου. Από τη Θράκη, ακόμη, περνούν οι δρόμοι που συνδέουν ηπείρους και θάλασσες, τη Δύση με την Ανατολή και τον Βορρά με τον Νότο. Αλλά, η Ανατολική Θράκη αποτελεί και το κλειδί της οικονομικής και πολιτισμικής συνέχειας τριών θαλασσών: του Αιγαίου, της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι τρεις αυτές θάλασσες συγκροτούν και τον άξονα γύρω από τον οποίο δημιουργούνται ιστορικά μορφές της ελληνικής οικουμένης, μιάς οικουμενικότητας με μεγάλη ιστορική και πολιτισμική σημασία. Η οικουμενικότητα μπορεί να ορισθεί ως μία πολιτισμική πραγματικότητα που προτείνει ένα πρότυπο χωρίς διάθεση επιβολής και κατάκτησης. Η οικουμενικότητα είναι ασύμβατη προς την κυριαρχία και δεν αποτελεί πολιτική ιδεολογία. Με την οικουμενικότητα δεν επιδιώκεται η πολιτική ενσωμάτωση λαών και χωρών, αλλά η δημιουργία συνόλων με υπερφυλετική, υπερεθνική, πολιτισμική ενότητα. Ως τέτοια σύνολα μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τις ελληνικές μητροπόλεις και αποικίες στη Μεσόγειο και τον Εύξεινο κατά την αρχαιότητα, τον μέγα Ελληνιστικό κόσμο, τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τις ελληνικές κοινότητες κατά την Τουρκοκρατία.

Κατά τον κοσμογονικό 20ό αιώνα η μοίρα της Θράκης καθορίσθηκε από τις μεγάλες ανακατατάξεις που προξένησε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών τον Αύγουστο του 1920 ολόκληρη η Θράκη, Ανατολική καί Δυτική, ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος. Η Συνθήκη των Σεβρών ήταν το επιστέγασμα της αγγλο-ελληνικής συνεργασίας και σήμαινε την αποχώρηση των Τούρκων από τα ευρωπαϊκά εδάφη, τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τον διαμοιρασμό των εδαφών της. Η Ανατολική Θράκη περιελάμβανε τους νομούς: Αδριανούπολης, Σαράντα Εκκλησιών, Καλλίπολης και Ραιδεστού. Τα σύνορα με την Τουρκία έφθαναν στην Προποντίδα στη Δημοκράνεια και στη Μαύρη Θάλασσα στη Μήδεια. Η Κωνσταντινούπολη και τα Στενά κηρύχθηκαν ελεύθερη ζώνη με έλεγχο από συμμαχική επιτροπή. Η Ανατολική Θράκη εκατοικείτο την εποχή εκείνη από περίπου 260.000 Έλληνες και 350.000 μουσουλμάνους ποικίλων εθνικών καταβολών. Η ιστορική ελληνική πληθυσμιακή υπεροχή είχε ανατραπεί μετά τους συστηματικούς διωγμούς του 1913 και του 1915, όταν, μετά από υποδείξεις των Γερμανών συμμάχων τους, οι Νεότουρκοι εκτόπισαν πάνω από 200.000 Έλληνες της Θράκης. Την ίδια εποχή κατοικούσαν στην Κωνσταντινούπολη περί τους 300.000 Έλληνες και αποτελούσαν τη δεύτερη πληθυσμιακά εθνότητα της πολυεθνικής πόλης.

Λίγο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η ελληνική κυβέρνηση αναγκάσθηκε, με τη Συμφωνία των Μουδανιών (28.9.1922), να αποσύρει τα ελληνικά στρατεύματα από την Ανατολική Θράκη. Την αποχώρηση του ελληνικού στρατού ακολούθησε και όλος ο ελληνικός πληθυσμός. Η εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης τον Οκτώβριο του 1922 σημαίνει εθνική εκκαθάριση σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού και είναι αποτέλεσμα ενός πολέμου με ολοκληρωτική μορφή. Είναι γεγονός ότι η Συμφωνία των Μουδανιών δεν προέβλεπε αποχώρηση του ελληνικού πληθυσμού από την Ανατολική Θράκη, ούτε περιελάμβανε κάποια συμφωνία ανταλλαγής των πληθυσμών, όπως έγινε τον Ιανουάριο του επόμενου έτους στη Λωζάννη. Το ότι ο ελληνικός πληθυσμός εγκατέλειψε την Ανατολική Θράκη μαζί με τον ελληνικό στρατό θεωρήθηκε όμως αυτονόητο μετά την πρακτική που είχε εφαρμοσθεί στη Μικρά Ασία.

Η εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης δεν οφείλεται σε στρατιωτικούς λόγους. Σε αυτό συμφωνεί το σύνολο σχεδόν των σχολιαστών. Ήταν μάλλον αποτέλεσμα κόπωσης και ψυχολογίας της ήττας από την πλευρά των Ελλήνων, επιτυχών χειρισμών από την πλευρά των Τούρκων και του ανταγωνισμού Αγγλίας-Γαλλίας, που κατέληξε σε διευθέτηση των συμμαχικών σχέσεων με τη νέα Τουρκία. Οι Σύμμαχοι επιθυμούσαν πλέον την κεμαλική Τουρκία ως συνεργάτη, θεματοφύλακα του Ελλήσποντου και ως κρίκο στη ζώνη απομόνωσης που συγκροτούσαν γύρω από τη νεαρή τότε Σοβιετική Ένωση. Η διευθέτηση έγινε με έξοδα της Ελλάδας, η οποία είχε αποτύχει να επιβάλει την κατάλυση και τον διαμοιρασμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως αυτή είχε σχεδιασθεί με τη Συνθήκη των Σεβρών. Η Συνθήκη εκείνη προέβλεπε τη δημιουργία εθνικών κρατών στην πολυεθνική Μικρά Ασία και την προσάρτηση από το ελληνικό κράτος του 7% των εδαφών της σημερινής Τουρκικής Δημοκρατίας, που αντιστοιχούσε στο 13% που αντιπροσώπευαν οι Ρωμηοί στον πληθυσμό του ιδίου χώρου. Η Συνθήκη των Σεβρών αποτελούσε την κατάληξη ιστορικών διαδικασιών οι οποίες είναι αποτελέσματα μιας αναστάσιμης ιδεολογίας και ενός αναγεννητικού αιτήματος, της αντίληψης δηλαδή πάλι δικά μας θάναι. Πρόκειται για διαχρονικά χαρακτηριστικά της ελληνικής ιστορίας τα οποία ακυρώνονται μετά το 1922.

Είναι λοιπόν η εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης αποτέλεσμα της Μικρασιατικής Καταστροφής και επακόλουθό της και δεν πρέπει να εντάσσεται σ’ αυτήν.

Σήμερα, 84 χρόνια μετά την εγκατάλειψη και την απώλεια της Ανατολικής Θράκης, το γεγονός παραμένει σχεδόν άγνωστο και δεν συζητείται. Είναι λοιπόν σφάλμα το να μιλάμε μόνο για τη Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά πρέπει να αναφερόμαστε και στην εξ ίσου τρομερή Θρακική Καταστροφή, η σημασία της οποίας δεν έχει ακόμη συνειδητοποιηθεί και, πολύ περισσότερο, δεν είναι δυνατόν ακόμη να αποτιμηθεί. Γιατί με τη Θρακική Καταστροφή η Προποντίδα και ο Εύξεινος Πόντος έπαψαν να είναι θάλασσες της Ρωμηοσύνης, ενώ η Κωνσταντινούπολη στερήθηκε της παρουσίας των Ρωμηών. Η ιδέα των εθνικών κρατών, που δρομολόγησε ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, οδηγήθηκε στην Ανατολή σε απόλυτες μορφές και ανέτρεψε τις πραγματικότητες πού ίσχυαν για αιώνες. Χαρακτηριστικό αποτέλεσμα είναι η εξαφάνιση όλων των χριστιανικών μειονοτήτων στη Μικρά Ασία. Η Θράκη διαμοιράσθηκε ανάμεσα σε τρία εθνικά κράτη. Ο θρακικός Ελληνισμός υπέστη τρομακτική φθορά. Οι κοινότητες της Θράκης διαλύθηκαν και οι θεσμοί και οι παραδόσεις τους ξεχάστηκαν.

Η απώλεια της Ανατολικής Θράκης έχει βέβαια τεράστια οικονομική και δημογραφική σημασία. Πιστεύουμε όμως ότι πολύ σημαντικές είναι και οι γεωπολιτικές και πολιτισμικές επιπτώσεις του γεγονότος. Οι Έλληνες συγκεντρώνονται στην Ευρώπη και δημιουργούν το εθνικό τους κράτος στην αρχέγονη κοιτίδα τους της νότιας Βαλκανικής, η οποία όμως παρέμενε περιφέρεια για πολλούς αιώνες. Η ευρύτερη Ελλάδα δεν υπάρχει πια. Είναι το τέλος μιας ιστορικής περιόδου και το τέλος της ελληνικής οικουμένης. Χάνεται η οικουμενικότητα. Οι Έλληνες περιορίζονται στα στενά όρια ενός εθνικού κράτους. Αυτή είναι μία κατάσταση ιστορικά πρωτοφανής, που ίσως επιδρά αποφασιστικά στις επιτυχίες και τις αποτυχίες μας, αλλά και ίσως ερμηνεύει και τις αδυναμίες μας.

Η Μικρασιατική ήττα της Ελλάδας και η εκκένωση από τους Έλληνες της Ιωνίας, της Ανατολής, της Ανατολικής Θράκης, της Κωνσταντινούπολης και του Πόντου δημιουργούν συνθήκες που τροφοδοτούν μία κρίση ταυτότητας στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Εννοούμε τις αμφιβολίες, τα διλήμματα, τη σύγχυση, την ασάφεια των νοημάτων και των αξιών, την απομάκρυνση από την πολιτισμική πραγματικότητα που καθορίζει την ταυτότητα, τη λήθη, την απαξίωση της παράδοσης με λίγα λόγια δηλαδή τις ιδιαίτερες αυτές συνθήκες που χαρακτηρίζουν τους προσανατολισμούς και την ιδεολογία στις δύο χώρες.

Στην Ελλάδα, τροφοδοτείται η κρίση ταυτότητας, με την προσκόλληση σε ένα δυτικό ευρωπαϊκό ιδεώδες και μία αστική παράδοση, που δεν είναι απόλυτα δικά της, ενώ η λαϊκή ψυχή και οι πνευματικές δομές επιμένουν στον ιστορικό τους πυρήνα. Η Ελλάδα γίνεται μία χώρα σε συνεχή αμφιβολία προς τον εαυτό της. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα πορεύεται πια χωρίς την ανατολική της συνιστώσα και στρέφει τα νώτα της προς τους ανατολικούς χώρους, που συνδέονται με την ιστορική και πνευματική της παρουσία. Οι δυσχέρειες του παρόντος, η ανησυχία μας για το μέλλον, η αμηχανία για τον πολιτισμό μας, η λήθη και η αποξένωση από τις παραδόσεις μας, η προσκόλλησή μας σε πρότυπα που δεν είναι δικά μας, η ασάφεια και η απορία για το τι είμαστε και πού ανήκουμε. Όλα αυτά συνδέονται ποικιλότροπα, εμφανώς και αφανώς, με τη βίαιη αποκοπή μας από χώρους οικείους, μακραίωνες εμπειρίες, δοκιμασμένους θεσμούς και εδραιωμένες συμπεριφορές.

Η στροφή του Ελληνισμού προς τη Δύση έχει και πολλές άλλες σημαντικές πολιτισμικές παραμέτρους που συνδέονται όχι μόνο με τον τρόπο που σήμερα προσδιορίζουμε την ταυτότητα, αλλά και με το πώς και πόσο μπορούμε να επιδράσουμε στην ίδια την ταυτότητα ευρύτερων πολιτισμικών χώρων.

Αλλά, και για τα πράγματα της Ανατολής είναι καταστρεπτική η αποτυχία του νέου ελληνικού εθνικού κράτους να γεφυρώσει το Αιγαίο και να εξασφαλίσει την ελληνική παρουσία στην Ανατολική Θράκη και την Κωνσταντινούπολη. Χωρίς την ελληνική παρουσία, η Ανατολή χάνει τον αληθινό της συνδετικό ιστό με την Ευρώπη, απομακρύνεται από αυτήν και γίνεται φτωχότερη. Άλλωστε, και η εθνική ομοιογένεια της Ελλάδας, αποτέλεσμα της Μικρασιατικής Καταστροφής, αποστερεί το εξωστρεφές ελληνικό πνεύμα από τη διάθεση επαφής και συμπλήρωσης της Ανατολής, που πάντα το χαρακτήριζε. Χαρακτηριστική είναι η καταστροφή του ιστορικού χώρου της Θράκης, της Κωνσταντινούπολης και της Δυτικής Μικράς Ασίας, ο οποίος κατά το διάστημα των δύο προσφάτων γενεών εποικίζεται από εκατομμύρια νεήλυδων της μικρασιατικής ενδοχώρας. Τα ίχνη καί τα μνημεία της παράδοσης σαρώνονται και εξαφανίζονται. Δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστορική διαδικασία, αλλά μέσα στη θύελλα μιας πολιτισμικής αλλοτρίωσης. Πρόκειται για κάτι που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως Τρίτη Άλωση. Η κρίση ταυτότητας τροφοδοτείται στην Τουρκία, με το να παραμένει μετέωρη και εύθραυστη, σαν τις κρεμαστές γέφυρες του Βοσπόρου, ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία, ανάμεσα σε ένα ψευδεπίγραφο δυτικό προσανατολισμό και σε μία ασιατική ταυτότητα και ένα ασιατικό πολιτισμό.

Για την Τουρκία, η οποία επωφελήθηκε από την εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης από τους Έλληνες, δημιουργήθηκε ένα πρόβλημα, το οποίο σήμερα είναι εξαιρετικά επίκαιρο. Οι Τούρκοι, λαός νομαδικός, εγκατέλειψαν τη στέππα της κεντρικής Ασίας για να κινηθούν προς τη Δύση, σε μια πορεία σε τόπους ξένους όπου σταματούν εκεί που θα τους σταματήσουν και όπου δημιουργούν κοσμοϊστορικές αναταράξεις. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή κρίθηκε οριστικά η εγκατάσταση των Τούρκων στη Μικρά Ασία. Με την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης οι Τούρκοι επιστρέφουν στην Ευρώπη και θέτουν μία υποθήκη, που σήμερα ονομάζεται: “ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Τουρκίας”. Χωρίς την παρουσία της στην Ανατολική Θράκη και την Κωνσταντινούπολη, η Τουρκία συγκεκριμενοποιείται σε αυτό που πραγματικά είναι: δηλαδή σε μία χώρα της Ασίας με σαφή ασιατική ταυτότητα. Η Τουρκία ενδέχεται να βρεθεί, για τον λόγο αυτό, μπροστά σε τεράστιες ανακατατάξεις, ακριβώς γιατί βασίζεται στην πολιτειακή μορφή ενός δυτικότροπου εθνικού κράτους, χωρίς τις αναγκαίες προϋποθέσεις και χωρίς την κατάλληλη κοινωνική και εθνική συνοχή.

Η είσοδος των Τούρκων στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα σημάνει το τέλος της πορείας τους προς τη Δύση. Αυτό είναι ένα εγχείρημα η επιτυχία του οποίου εξαρτάται αποκλειστικά από την Τουρκία και το οποίο είναι γεμάτο αντιφάσεις: Πώς θα συμβιβασθεί το πανίσχυρο τουρκικό κρατικό μόρφωμα με το ευρωπαϊκό κεκτημένο; Πώς θα συμβιβασθεί ο νεο-οθωμανικός εθνικισμός με τη χωρίς εθνικές και εδαφικές διεκδικήσεις Ευρώπη του μέλλοντος; Πώς θα μεταλλαχθεί η τουρκική κοινωνία σε ανοικτή κοινωνία; Πώς θα συμβιβασθούν οι πολιτισμικές καταβολές καί οι ιστορικές υποθήκες με την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας; Πώς θα εξισορροπηθεί η τουρκική δημογραφική έκρηξη; Εν τέλει πώς η ίδια η Τουρκία αντιλαμβάνεται τη συμμετοχή της σε ένα συνεταιρισμό όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση; Πρόκειται για ριζικό εκσυγχρονισμό της τουρκικής κοινωνίας και του τουρκικού κράτους και εν τέλει για μια ταχύρυθμη πολιτισμική μετάλλαξη. Μήπως αυτοί που επενδύουν στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας αγνοούν την πραγματικότητα και την αντικαθιστούν με τα όνειρα και τις επιθυμίες τους;

Αν δεν υπάρξουν έμπρακτες απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, όπως και σε πολλά άλλα, δεν απέχουμε ίσως πολύ από την εποχή κατά την οποία η Τουρκία θα αναδειχθεί και πάλι σε ένα πανευρωπαϊκό πρόβλημα, ενώ η Μικρασιατική Καταστροφή θα λάβει τις διαστάσεις μιας ήττας ολόκληρης της Ευρώπης και η εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης από τους Έλληνες θα αναγνωρισθεί ως ένα ασύγγνωστο σφάλμα.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.