Η πραγματικοτητα των ΜΚΟ στην Ελλαδα του 2017

Οι επικεφαλής της πρωτοβουλίας Higgs Σωτήρης Πετρόπουλος και Άρης Σούρας παρουσίασαν το έργο τους στην Κομοτηνή και μίλησαν για τον χώρο των ΜΚΟ στην Ελλάδα - «Το Higgs είναι ένας νέος οργανισμός, μια πρωτοβουλία ενδυνάμωσης Mη Kυβερνητικών Oργανώσεων»

Ο Σωτήρης Πετρόπουλος και ο Άρης Σούρας, είναι τα δύο κύρια πρόσωπα πίσω από τον Higgs, τον πρώτο «επιταχυντή» για Μη Κερδοσκοπικές Οργανώσεις στην Ελλάδα. Η πρωτοβουλία Higgs αποτελεί μία πρωτοβουλία ενδυνάμωσης των Μη Κερδοσκοπικών Οργανισμών που λειτουργούν στην χώρα μας, η οποία επιτυγχάνεται μέσα από την υλοποίηση δύο προγραμμάτων, του Incubator και του Accelerator κατά τις οποίες εκπρόσωποι ΜΚΟ από όλη την Ελλάδα « εκπαιδεύονται» πάνω στη σωστή οργάνωση και λειτουργία των ΜΚΟ.
 
 Οι αναγνώστες του «ΠτΘ»  λίγους μήνες πριν είχαν την ευκαιρία να πάρουν μία πρώτη γεύση με το έργο του Higgs, μέσα από το σχετικό ρεπορτάζ που αφορούσε στη συμμετοχή της κ. Στέλλας Αργυροπούλου, του Συλλόγου «ΠΕΡΠΑΤΩ» στο πρόγραμμα του οργανισμού, ενώ μία ενδελεχέστερη ματιά είχαν την ευκαιρία να ρίξουν οι συμπολίτες μας, την περασμένη Δευτέρα, στην ενημερωτική εκδήλωση που διοργάνωσε το Higgs στην Κομοτηνή και συγκεκριμένα στις εγκαταστάσεις του Συλλόγου «ΠΕΡΠΑΤΩ».
 
Οι κ.κ. Σωτήρης Πετρόπουλος και Άρης Σούρας παρουσίασαν στους παρευρισκομένους αναλυτικά τις υπηρεσίες που προσφέρει το πρόγραμμα  Accelerator, όπως είναι η καθημερινή υποστήριξη στη δημιουργία προτάσεων χρηματοδότησης προς εγχώριους και διεθνείς δωρητές, η δικτύωση με μεγάλες ΜΚΟ της Ελλάδας και του εξωτερικού και η τακτική επαφή με εξωτερικούς συνεργάτες για συμβουλές και καθοδήγηση σε νομικά και φοροτεχνικά ζητήματα, καθώς επίσης και θέματα Marketing και Επικοινωνίας, ενώ αμέσως μετά μίλησαν αποκλειστικά στον «ΠτΘ» τόσο για το έργο του Higgs όσο και για την υφιστάμενη εγχώρια πραγματικότητα των ΜΚΟ.
 
Ο λόγος στους ίδιους… 
 
ΠτΘ: Ήρθατε στην Κομοτηνή και φιλοξενηθήκατε από τον Σύλλογο «ΠΕΡΠΑΤΩ» για να παρουσιάσετε το Higgs και τις δράσεις του. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από αυτό. Τι ακριβώς είναι το Higgs;
Σ.Π:
Το Higgs είναι ένας νέος οργανισμός, μια πρωτοβουλία ενδυνάμωσης Mη Kυβερνητικών Oργανώσεων σε ολόκληρη την Ελλάδα, το οποίo επιτυγχάνεται μέσα από εκπαιδευτικά σεμινάρια και συμβουλευτική υποστήριξη. Αυτό γίνεται τόσο με δομημένο όσο και με μη δομημένο τρόπο. Ο δομημένος τρόπος ουσιαστικά μετουσιώνεται με δύο συγκεκριμένα προγράμματα: το Accelerator, δηλαδή τον «επιταχυντή» και το Incubator, δηλαδή το «εκκολαπτήριο». Το εκκολαπτήριο δίνει έμφαση σε νεοσύστατες, υπό σύσταση οργανώσεις ή οργανώσεις που θέλουν μια επανεκκίνηση. Όλα μας τα προγράμματα ξεκινούν από ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα ενός περίπου μήνα, ένα εντατικό εκπαιδευτικό σεμινάριο, υποχρεωτικό, κατά τη διάρκεια του οποίου ο συμμετέχοντας εκτίθεται σε δεκαέξι θεματικές ενότητες οι οποίες είναι αρκετά συγκεκριμένες πάνω στη λειτουργία των ΜΚΟ.  Από εκεί και πέρα φτιάχνουμε ένα πλάνο ανάπτυξης 11 μηνών για το τι βήματα χρειάζεται να γίνουν έτσι ώστε να στηθεί σωστά η οργάνωση και το πώς θα λειτουργήσει σωστά, ώστε να μπουν οι σωστές βάσεις για να μπορέσει μετέπειτα να αναπτυχθεί.
 
ΠτΘ: Πώς ξεκίνησε η πρωτοβουλία του Higgs; Εντοπίσατε μέσα στον χώρο των ΜΚΟ της Ελλάδας προβλήματα τα οποία χρήζουν επίλυσης;
Σ.Π:
Αν και δημιουργηθήκαμε το 2015, στην πραγματικότητα υλοποιούμε σεμινάρια ενδυνάμωσης ικανοτήτων σε στελέχη ΜΚΟ σε ολόκληρη την Ελλάδα, από το 2012. Πέραν των σπουδών μας και της πρότερης εργασιακής μας εμπειρίας, ξεκινήσαμε σταδιακά μέσα από μια ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου που είχε να κάνει με τις ελληνικές ΜΚΟ καταθέσαμε μια πρόταση για να τρέξουμε ένα τριετές πρόγραμμα το οποίο ονομάζεται «Θαλής- Αξιολόγηση των ελληνικών ΜΚΟ» το οποίο ουσιαστικά  περιελάμβανε την καταγραφή των Ελληνικών ΜΚΟ και την πρόσκληση σε αυτές ώστε να αξιολογηθούν και να δημιουργήσουμε ένα χάρτη των αξιολογημένων ΜΚΟ. Αυτό που ξεκίνησε ως ένα ερευνητικό πρόγραμμα, πολύ χρήσιμο για το οικοσύστημα των ΜΚΟ, το «έπιασε» στα scanner του το ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος το οποίο συνεργαζόμενο με πολλές ΜΚΟ είχε εντοπίσει κάποια βασικά προβλήματα, για παράδειγμα την έλλειψη τεχνοκρατικής προσέγγισης ή οργάνωσης. Καταλήξαμε κατόπιν σκέψεως ότι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να σχεδιάσουμε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα, το οποίο θα καλύπτει αυτή την ανάγκη και θα θεραπεύει το όποιο πρόβλημα υπάρχει. Έτσι η αρχή έγινε τον Σεπτέμβριο του 2012 με ένα 9ήμερο εκπαιδευτικό πρόγραμμα που έγινε στην Αθήνα και στο οποίο προσφέρθηκαν 25 στελέχη ΜΚΟ.
 

Με την επιτυχία αυτού του προγράμματος τόσο για εμάς όσο και για τους συμμετέχοντες, ακολούθησε μία δεύτερη συνάντηση με το Ίδρυμα Νιάρχος, όπου αποφασίστηκε από κοινού η συνέχεια να είναι ένα παρόμοιο πράγμα λίγο πιο ενισχυμένο σε έξι πόλεις εκτός Αθηνών. Εμείς τελικά καταλήξαμε να κάνουμε νέα σεμινάρια σε οκτώ πόλεις στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και η Κομοτηνή, τον Φεβρουάριο του 2014, όπου συνεργαστήκαμε με τους κ.κ. Λουίζα Σαλτσίδου και Σπύρο Νάκο.  Μετά από όλο αυτό τον κύκλο που κάναμε είχαμε καταλήξει σε ένα βασικό συμπέρασμα. Ενώ όλοι αξιολογούσαν ότι το σεμινάριο ναι μεν ήταν αρκετά δυνατό, γιατί περιελάμβανε πολύ συμπυκνωμένη γνώση εντούτοις αυτή η γνώση ήταν και λίγο δύσπεπτη με τη λογική ότι σε 35 ώρες ανέλυε πολλά πράγματα και άρα δεν άφηνε το χρονικό περιθώριο οι συμμετέχοντες να μπουν περισσότερο σε βάθος ώστε η γνώση όχι μόνο να μεταδοθεί αλλά να γίνει και ουσιαστικό κτήμα των εκπροσώπων των οργανώσεων. Αυτό λοιπόν μας έφερε σε συνεργασία με το ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος για τρίτη φορά όπου μας ενέκρινε μια μικρή χρηματοδότηση για την διεξαγωγή μιας έρευνας στο τι ισχύει στον χώρο των ΜΚΟ και στο πώς θα μπορούσε να στηθεί κάτι το οποίο θα μπορεί να προσφέρει την άνεση χρόνου, έτσι ώστε να μπορούμε να δουλέψουμε με τον κάθε ένα που έρχεται από οποιαδήποτε οργάνωση περισσότερο και σε μεγαλύτερο βάθος.
 
Στο εξωτερικό είχαμε την ευκαιρία και επισκεφτήκαμε αντίστοιχα ή πολύ κοντινά εγχειρήματα με αυτό που τελικά εμείς είπαμε ότι θα φτιάξουμε και το οποίο τώρα αυτή τη στιγμή πραγματώνεται ως το Higgs.  Με βάση λοιπόν και αυτή την έρευνα, την ανάγκη την οποία γνωρίζαμε και μία αρκετά γόνιμη συζήτηση με το ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος καταθέσαμε μια πρόταση προς χρηματοδότηση η οποία αφορούσε στο να στήσουμε και να λειτουργήσουμε για δύο χρόνια μία δομή η οποία θα περιέχει δύο βασικά προγράμματα υποστήριξης  μη κερδοσκοπικών οργανώσεων.
 
Α.Σ.: Ουσιαστικά πήραμε το μοντέλο ενός co-working space. Αυτό σημαίνει ότι είναι ένας συνεργατικός χώρος όπου όλοι έχουν ένα κοινό γραφείο, μοιράζονται σε ομάδες, διαχωρίζονται και αυτό έχει πολλά οφέλη στο κομμάτι της συνεργασίας, της ανταλλαγής των απόψεων, το μοίρασμα των ίδιων ανησυχιών και προβληματισμών, παρόμοιους τρόπους που ξεπέρασαν αντίστοιχα εμπόδια κτλ. Οπότε θέλαμε να πάρουμε αυτό το θετικό κομμάτι και να το φέρουμε και στο χώρο των ΜΚΟ. 

 «Υπάρχει ένα ανταγωνιστικό παρά ένα συνεργατικό πλαίσιο ανάμεσα στις ΜΚΟ» 

ΠτΘ: Συναντήσατε δυσκολίες και προβλήματα έως τώρα όσον αφορά τον χώρο των ΜΚΟ;
Σ.Π:
Μέσα από το άλλο ερευνητικό πρόγραμμα για την αξιολόγηση των ΜΚΟ είχαμε την ευκαιρία να βρεθούμε στο εξωτερικό, προσπαθώντας να πάρουμε τεχνογνωσία για το τι συμβαίνει σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως επί το πλείστον και εκεί αποδείχθηκε ότι τελικά το μεγάλο πρόβλημα εντοπίζεται στη συνεργασία. Η πραγματικότητα είναι ότι περισσότερο υπάρχει ένα ανταγωνιστικό παρά ένα συνεργατικό πλαίσιο ανάμεσα στις ΜΚΟ. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι οι οποίοι ενισχύουν ή δημιουργούν αυτό το ανταγωνιστικό κλίμα . Το πρώτο σχετίζεται καταρχήν  με το σχετικά  νεοσύστατο του «οικοσυστήματος». Μιλάμε για ένα «οικοσύστημα» το οποίο πέρα από κάποιες παραδοσιακές οργανώσεις, πολιτιστικούς συλλόγους που υπάρχουν από πολύ παλιά, η πλειονότητά του είναι αρκετά νεοσύστατη, από την δεκαετία του ’80 και μετά, με ένα δεύτερο κύμα το οποίο το βλέπουμε από τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Είναι λογικό όταν δημιουργείται μια οργάνωση να ψάχνει την ταυτότητά της και συνήθως όταν ψάχνουμε την ταυτότητά μας δεν είμαστε συνεργατικοί, γιατί πρώτα θέλουμε να δομήσουμε το εσωτερικό, οπότε από αυτή τη λογική δεν είναι πολύ εύκολο.
 
Επίσης, μέχρι πρόσφατα οι χρηματοδοτήσεις, οι οποίες υπήρχαν, ήταν κυρίως σε ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο, μια διαγωνιστική διαδικασία που ήταν ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Βασίζονταν στην λογική «ό,τι κερδίζω εγώ το χάνει ο άλλος και ό,τι κερδίζει αυτός το χάνω εγώ», το οποίο ευτυχώς σταδιακά – γιατί και τα κανάλια χρηματοδότησης των ΜΚΟ, πέρα από τα τυπικά, έχουν ωριμάσει ως ένα βαθμό – έχει αλλάξει.
 
Μια συνεργατική πρόταση σήμερα παίρνει περισσότερους πόντους στην αξιολόγηση από ό,τι μία η οποία δεν είναι συνεργατική, εφόσον πάντα η συνεργασία είναι ουσίας και όχι κατ’ όνομα, γιατί έχουμε και τέτοια φαινόμενα κατά καιρούς. Σιγά σιγά λοιπόν φαίνεται να ωριμάζει το σύστημα. Η αλήθεια είναι ότι και το προσφυγικό και η κρίση έχουν καταδείξει ανάγκες, οι οποίες υπερβαίνουν δυνατότητες μονομερών ενεργειών από αρκετές οργανώσεις και δίνει μια ώθηση προς περισσότερες συνεργασίες. Ωστόσο ακόμα έχουμε να κάνουμε πολλά βήματα σε αυτό το κομμάτι.
 
Εγώ μπορώ να διαγνώσω κυρίως τη δυσκολία επικοινωνίας και εμπιστοσύνης προς τον άλλο φορέα και τη δυσκολία να δουν δυνατότητες συνεργασίας με οργανώσεις οι οποίες δεν είναι του ίδιου τομέα, όπου συνήθως επειδή δεν είναι το «ίδιο χωράφι» να το μοιράσουμε είναι και πιο εύκολη η συνεργασία. Επειδή όμως δεν έχουμε φτάσει σε ένα επίπεδο, όπου η καινοτομία λειτουργεί, δεν έχουμε φτάσει στο σημείο οι οργανώσεις να σκέφτονται ότι μία η οποία ασχολείται με το περιβάλλον μπορεί να συνεργαστεί με μία που ασχολείται με την υγεία ώστε να δημιουργήσουν ένα  πρόγραμμα το οποίο θα συγκεράσει αυτούς τους δύο τομείς. Επειδή έχουμε αυτή την αδυναμία, για αυτό ίσως δεν έχουμε μπει περισσότερο σε μια συνεργατική κουλτούρα. 

«Στην Ελλάδα σε ένα χώρο όπως είναι ο μη κερδοσκοπικός δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο» 

ΠτΘ: Στην Ελλάδα οι ΜΚΟ θα έλεγε κανείς ότι έχουν ταυτιστεί με αρνητικές πτυχές της καθημερινότητας και όχι μόνο. Θεωρείται ότι αυτή η αρνητική άποψη που συνοδεύει τις ΜΚΟ σήμερα μπορεί να αναστραφεί και πού εντοπίζετε εσείς τις γενεσιουργές αιτίες αυτής της άποψης;
Σ.Π:
Μου έκανε τρομερή εντύπωση όταν σε μία συνέντευξη που έκανα πρόσφατα μία από τις πρώτες ερωτήσεις που δέχτηκα αφορούσα στα σκάνδαλα των ΜΚΟ. Είναι πραγματικότητα, και ως ένα βαθμό καταγεγραμμένο σε δημοσκοπήσεις, ότι όντως ο όρος ΜΚΟ έχει ένα αρνητικό πρόσημο και έχει ταυτιστεί με μια πολύ αρνητική διαφήμιση, που στηρίζεται στην πραγματικότητα. Και αυτό είναι το δυστυχές στην Ελλάδα. Σε ένα χώρο, όπως είναι ο μη κερδοσκοπικός, δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο.  Υπάρχουν και οι καλοί και υπάρχουν και αυτοί που έχουν προσπαθήσει να εκμεταλλευθούν, υπάρχουν οι σύλλογοι οι οποίοι εθελοντικά, βάζοντας άνθρωποι από την τσέπη τους χρήματα και χρησιμοποιώντας πολύτιμο χρόνο από τον εαυτό τους, παρέχουν καταπληκτικό έργο, ταυτόχρονα όμως υπάρχουν και οργανώσεις – παγίδες, οργανώσεις που έχουν δημιουργηθεί απλά για να πάρουν κάποια κρατική χρηματοδότηση και μετά να κλείσουν.
 
Η μεγαλύτερη ωστόσο προβολή που γίνεται σχετίζεται με μια σειρά από κάποιες κακές χρηματοδοτήσεις – όχι όμως στο σύνολό τους – που έδωσε το Υπουργείο Εξωτερικών στις αρχές της δεκαετίας του 2000, στο πλαίσιο διεθνών υποχρεώσεων της χώρας ως προς τη διεθνή αναπτυξιακή βοήθεια που κάθε αναπτυγμένο κράτος οφείλει να δίνει και στη λογική ότι είναι παγκόσμια αποδεκτό τι πρέπει να κάνει ένα πλούσιο κράτος. Υπήρξαν κάποιες χρηματοδοτήσεις οι οποίες δόθηκαν κάπως περίεργα. Το πρόβλημα εδώ πέρα είναι ότι αυτή η χρηματοδότηση έχει πολιτική διάσταση. Συνδέθηκε αρχικά με τον Παπανδρέου και υπήρχε ένα κλίμα το οποίο είτε εσωκομματικά είτε μεταξύ των αντίπαλων τότε κομμάτων διογκώθηκε ως πληροφορία.  Στην πραγματικότητα από το 2004, που άρχισε να γίνεται η εισαγγελική έρευνα, μέχρι το 2012 που συνεχιζόταν ακριβώς το ίδιο, επανερχόταν στη δημοσιότητα  κατά καιρούς η συγκεκριμένη έρευνα που αφορά πολύ συγκεκριμένες οργανώσεις οι οποίες κακώς χρηματοδοτήθηκαν. Όλο αυτό το κλίμα σε συνδυασμό με μια αδυναμία από πλευράς των οργανώσεων να αρθρώσουν μια σταθερή ενιαία φωνή  ότι «δεν είμαστε όλοι ίδιοι» και ότι «οι περισσότερο κάνουμε καταπληκτική δουλειά χωρίς καν να πληρωνόμαστε πολύ συχνά», διόγκωσε αυτό το οποίο η ελληνική κοινωνία κατάλαβε ως «οι ΜΚΟ είναι τα λαμόγια και το εύκολο χρήμα». Έχω γνωρίσει εκπροσώπους περισσότερων από 300 οργανώσεων στην Ελλάδα και μπορώ να πω με σιγουριά ότι αυτό δεν είναι πραγματικότητα.  Οι περισσότεροι είναι άνθρωποι οι οποίοι έχουν μπει σε αυτόν τον χώρο γιατί έχουν δει μια ανάγκη, ή συνέβη κάτι προσωπικό ή οικογενειακό ή έτυχε  κάτι στο οποίο είπαν «δεν μπορώ να μείνω αμέτοχος.  Άνθρωποι οι οποίοι προσπαθούν και μάλιστα οι περισσότεροι από αυτούς συνήθως τα πληρώνουν όλα οι ίδιοι ή τους στηρίζει το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, παρά λαμβάνουν κάποια χρηματοδότηση.
 
Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον ότι ενώ ο όρος ΜΚΟ ήρθε από το εξωτερικό αντιγράφοντας το NGO Non-Governmental Organization, στην πραγματικότητα των περισσοτέρων στο οικοσύστημα, στην ορολογία, μεταφράζεται Μη Κερδοσκοπικές Οργανώσεις, που μεταφράζεται Non Profit Organization. Άρα λοιπόν πώς μπορείς να ορίσεις κάτι το οποίο νομοθετικά στην πραγματικότητα δεν έχει οριστεί; Ο όρος ΜΚΟ, στην ελληνική νομοθεσία, εμφανίζεται μόνο σε ελάχιστα κείμενα του Υπουργείου Εξωτερικών και κυρίως στην περιβόητη Υπηρεσία Αναπτυξιακής Βοήθειας, η οποία έδωσε αυτό το κομμάτι των χρηματοδοτήσεων, στο πλαίσιο της οποίας υπήρξαν μάλλον και κάποια σκάνδαλα και περιπτώσεις κακοδιαχείρισης. 

«Το 2004 στους Ολυμπιακούς Αγώνες καταγράφηκαν ως εθελοντές 60.000 και ακόμα δεν έχουμε έστω μια γραμμή για την ύπαρξη της έννοιας του εθελοντή στην Ελλάδα» 

ΠτΘ.: Η  ελληνική νομοθεσία λοιπόν υπολείπεται, σε ό,τι έχει να κάνει με τη νομική ταυτότητα και τον ορισμό των ΜΚΟ. Γιατί δεν γίνεται κάτι; Μιλάμε για ανευθυνότητα του πολιτικού συστήματος; «Βολεύει» κάποιους αυτός ο «ελλιπής ορισμός» των ΜΚΟ ή είναι ένα από τα πολλαπλά προβλήματα της πολιτικής κατάστασης και της ελληνικής νομολογίας;
Σ.Π:
Η πραγματικότητα είναι ότι έχουν ακουστεί τα πάντα. Υπάρχουν άνθρωποι που βάζοντας το χέρι στη φωτιά ακούν και έχουν και κάποια επιχειρήματα, ότι ο λόγος για τον οποίο δεν ρυθμίζεται ο χώρος – γιατί ένα νομοθετικό πλαίσιο αυτό θα έκανε, θα το ρύθμιζε ως ένα βαθμό – σχετίζεται με συμφέροντα που υπάρχουν. Εγώ προσωπικά δεν μπορώ να παρακολουθήσω αυτό το επιχείρημα, όχι γιατί δεν μπορεί να ισχύει ως έναν βαθμό, αλλά γιατί κυρίως, όντας Έλληνας πολίτης, έχω παρατηρήσει την αργοπορία της ελληνικής πολιτείας, να νομοθετήσει σε οτιδήποτε είναι καινούργιο. Και μιλάμε για έναν τομέα ο οποίος σταδιακά μεγεθύνθηκε και παίζει έναν μεγαλύτερο ρόλο,  τα τελευταία 15 χρόνια θα τολμήσω να πω, χωρίς να είμαι 100% σίγουρος, οπότε εν μέρει υπάρχει μια αργοπορία.
 

Μπορεί σίγουρα η κατάσταση αυτή να βολεύει σε κάποιες περιπτώσεις ή κάποιους. Στο παρελθόν έγινε μια προσπάθεια να υπάρξει μια νομοθετική πρωτοβουλία επί κυβερνήσεως της Νέας Δημοκρατίας και πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, που προχώρησε σχετικά. Μπορώ να πω – που ενδεχομένως συμβαίνει με άλλα νομοσχέδια – ότι  ήταν με μια περίπου «στο πόδι» διαδικασία, και ακόμα και όταν τέθηκε υπό δημόσια διαβούλευση κατακρίθηκε από πολλές οργανώσεις, γιατί άφηνε πάρα πολλά κενά. Αυτό γιατί δεν ήταν μία ολιστική προσέγγιση, ωστόσο όμως αποτελούσε μία προσπάθεια, έθετε κάποια πράγματα. Η πραγματικότητα είναι ότι ποτέ δεν κατάλαβα γιατί δεν προχώρησε αυτό. Βγήκε ένα νομοσχέδιο, είχε πολλά προβλήματα, πολλές αδυναμίες, υπήρξε η κριτική πλευρά των οργανώσεων, αλλά έτσι κι αλλιώς η δημόσια διαβούλευση αυτό υποτίθεται ότι πρέπει να κάνει. Να καταγράφει την τοποθέτηση της κοινωνίας, να την ενσωματώνει και να βελτιώνει το υπό συζήτηση νομοσχέδιο, πριν πάρει το δρόμο του προς τη βουλή. Το εν λόγω νομοσχέδιο δεν έφτασε ποτέ στη Βουλή. Δεν γνωρίζουμε γιατί και πώς, πάντως δεν προχώρησε.
 
Σε ό,τι αφορά λοιπόν το νομοθετικό πλαίσιο αυτή είναι η πραγματικότητα. Ίσως και η απουσία μιας ενιαίας φωνής από την πλευρά των ΜΚΟ να μην έχει βοηθήσει ώστε να πιεστεί η πολιτεία, και να λογοδοτήσει επιτέλους γι’ αυτό. Κι αυτό είναι ένα βασικό ζητούμενο.
 
Η αλήθεια είναι ότι, ναι μεν είναι νωρίς για εμάς, αλλά θέλουμε να συμβάλουμε έστω λίγο και σε αυτό, γιατί είναι κρίμα κάποιοι να καπηλεύονται  το πολύ καλό έργο που κάνουν κάποιες οργανώσεις, απλά και μόνο επειδή υπάρχει μια απουσία. Αυτή τη στιγμή, αν το πάρει κανείς με την απόλυτη νομική έννοια, ο όρος «εθελοντής» δεν υπάρχει. Που σημαίνει ότι για οποιονδήποτε δουλεύει εθελοντικά σε οποιαδήποτε ΜΚΟ, ο οργανισμός αυτός είναι εκτεθειμένος, υπό την έννοια ότι στην πραγματικότητα υποκρύπτεται «μαύρη εργασία». Γεγονός που μου προκαλεί μεγάλη εντύπωση γιατί το 2004 για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, καταγράφτηκε ένας απίστευτος αριθμός, 60.000 ανθρώπων, εθελοντών για την Ολυμπιάδα και ακόμα δεν έχουμε έστω μια γραμμή για την ύπαρξη της έννοιας του εθελοντή στην Ελλάδα. 

«Καθένας που συμμετέχει στο Higgs είναι σαν να γίνεται μέλος της οικογένειας μας» 

ΠτΘ: Είπατε προηγουμένως ότι η συνεργασία του Higgs με το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος ολοκληρώνεται το 2018. Ποια ευελπιστείτε να είναι η συνέχεια από ‘κει και έπειτα;
Σ.Π- Α.Σ.:
Ένα από τα πράγματα, που είπε ότι θα κάνει το Higgs, είναι ότι θα προσπαθήσει να διαπαιδαγωγήσει και να εκπαιδεύσει τις άλλες οργανώσεις, μέσα από τη λειτουργία του. Να δώσει το καλό παράδειγμα. Αν εμείς, που ίσως θα μπορούσαμε να το είχαμε κάνει, ως ένα βαθμό, είχαμε κάνει μια πρόταση, είχαμε εξασφαλίσει τη λειτουργία μας για πολλά χρόνια, από έναν συγκεκριμένο δωρητή, θα χάναμε ένα βασικό επιχείρημα. Να δείξουμε τον δρόμο σε  οργανώσεις οι οποίες δεν είναι εφικτό να το κάνουν αυτό, γιατί σχεδόν ποτέ κανένα ίδρυμα δεν θα χρηματοδοτεί επ’ άπειρον μια οργάνωση. Όπως όλες οι οργανώσεις, ως οφείλουμε, προσπαθούμε και εμείς να θωρακίσουμε τη βιωσιμότητά μας, μέσα από δυο πράγματα. Το ένα είναι η πραγματική αξία του έργου το οποίο κάνουμε, το οποίο εισπράττεται και κάποια στιγμή διαφημίζεται από τις οργανώσεις οι οποίες έρχονται και άρα οι ίδιοι είναι οι καλύτεροι πρεσβευτές αυτού του οποίου κάνουμε.

Έτσι ενδεχομένως φτάνει στα αυτιά πιθανών δωρητών μας, που όταν εμείς μετά τους προσεγγίζουμε είναι περισσότερο θετικοί στο να το συζητήσουμε. Η αλήθεια είναι ότι για το μόνο που δεν ανησυχώ είναι η χρηματοδότηση και η βιωσιμότητα του Higgs, όχι γιατί θεωρούμε ότι έχουμε «το χρυσό κλειδί» για να κάνουμε τις τέλειες προτάσεις και να τις χρηματοδοτήσουμε, αλλά γιατί έχουμε καταλήξει πως όταν η ανάγκη υπάρχει και είναι πραγματική, κάποιος ξέρει πώς να την αναδείξει. Όταν μάλιστα έχει μια καλή συνταγή για το πώς θα τη θεραπεύσει, η χρηματοδότηση δεν είναι το πρόβλημα.
 
Το πολύ θετικό δε σε εμάς είναι ότι οι βασικοί, πιθανοί χρηματοδότες μας είναι κυρίως στο σύνολο των ελληνικών ιδρυμάτων, ο αριθμός των οποίων έχει αυξηθεί. Τα τελευταία πέντε χρόνια, από το 2012 και μετά έχουν δημιουργηθεί τέσσερα  καινούργια, τουλάχιστον. Επειδή έχουμε άμεση επαφή με όλο το οικοσύστημα, δεν χρειάζεται εμείς να αναδείξουμε την ανάγκη του να στηρίξουμε τις οργανώσεις, γιατί το βλέπουν από μόνοι τους.
 
Οπότε θεωρώ ότι τουλάχιστον στο μεσοπρόθεσμο διάστημα, δεν χρειάζεται να σπαταλήσουμε πολύ ενέργεια στο να αναδείξουμε την ανάγκη που είναι κάτι το οποίο χρειάζεται να το κάνουν οι περισσότερες οργανώσεις για να λάβουν μια χρηματοδότηση. Εκεί που εμείς προσπαθούμε να ισχυροποιήσουμε το κομμάτι είναι ότι έχουμε τη συνταγή, ώστε να μειώσουμε αυτή την ανάγκη, να την καταθέσουμε ως ένα βαθμό και γι’ αυτό εστιάζουμε περισσότερο στο να κάνουμε ένα καλό έργο και οι οργανώσεις, που έρχονται στα προγράμματά μας, να κάνουν σταθερά βήματα προόδου. Καθένας που συμμετέχει είναι σαν να γίνεται μέλος της οικογένειας. Έτσι νοιώθουμε. Ακόμα κι όταν τελειώνει το πρόγραμμα, εμείς τη σχέση τη βλέπουμε επ’ αόριστον. 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.