«Η μικρη πλατεια» του Γκολντονι απο το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Κομοτηνης

Λίγο μετά την προσπάθεια «ανάγνωσης» της τελευταίας παράστασης του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Κομοτηνής, με το έργο του Κάρλο Γκολντόνι « Η μικρή πλατεία», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα μας την τελευταία εβδομάδα του Αυγούστου, στην οποία διατυπώνονταν η άποψη ότι ο καλλιτεχνικός διευθυντής και σκηνοθέτης της Δημήτρης Παπασταμάτης με τη συνεργασία της μεταφράστριας του έργου Μυρσίνης Λαντζουράκη διασκεύασε ουσιαστικά πλήρως και επιτυχώς το έργο, τοποθετώντας τη δράση του στη δεκαετία του εξήντα και μάλιστα σε μια πλατεία της Κομοτηνής, κρατώντας από τον Γκολντόνι στοιχεία τεχνικής, αναδεικνύοντας από την άλλη βασικά θεματικά χαρακτηριστικά του, όπως αυτά της κριτικής των κοινωνικών τάξεων ή της θέσεως της γυναίκας και της κριτικής του απέναντι στο θεσμό της προίκας.

Μια διασκευή που ενείχε κινδύνους, με πολλή έντονη όμως δραματουργική επεξεργασία, η σκηνική της απόδοση ήταν καθόλα επιτυχής.

Τέσσερις ημέρες μετά η και θεατρολόγος του «Κόσμου του Επενδυτή» Ματίνα Καλτάκη διατύπωνε το ίδιο περίπου σκεπτικό για τον «Κουρέα της Σεβίλλης» του Μπομαρσέ που είχαμε την τύχη να δούμε και εδώ, γράφοντας οι των μέσων για το συγκεκριμένο έργο τα καλύτερα.

Στην κριτική της Ματίνας Καλτάκη όμως, η οποία μέσω του έργου του Μπομαρσέ και της σκηνικής του πραγμάτωσης, δικαιώνει εμμέσως για μια ακόμη φορά τον τρόπο με τον οποίο συνέλαβε και ανέβασε στη σκηνή τη «Μικρή πλατεία» του Γκολντόνι ο Δημήτρης Παπασταμάτης. Μοναδική της ένσταση, όπως και δική μας στην τότε παρουσίαση η μη ρητή δήλωση της απόπειρας διασκευής ή της προσαρμογής, όπως την αναφέρει ο Δημήτρης Παπασταμάτης, του κλασικού έργου.

Στο θέατρο εξάλλου εκείνο που έχει σημασία είναι η δικαίωση ή μη της άποψης, η θεατρική της πραγμάτωση, το αν αυτή περνάει και γίνεται αντικείμενο απόλαυσης από το κοινό, το αν υπάρχει σκηνική συνέπεια.

Μπομαρσέ λοιπόν ή λόγος περί εκσυγχρονισμένου Μπομαρσέ δια χειρός θεατρολόγου αμέσως κατωτέρω…

Υψηλή κομμωτική….αλά Μπομαρσέ

Οι καλές ερμηνείες των ηθοποιών (της παράστασης του έργου του Μπομαρσέ « Ο κουρέας της Σεβίλλης» από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Αγρινίου) και ο ενθουσιασμός με τον οποίο υποστήριξαν τη σκηνοθετική άποψη, … δεν είναι αρκετές για να απαντήσουν σ΄ ένα σύνολο ερωτημάτων, που προέκυψαν από την εκσυγχρονισμένη διασκευή ενός έργου του λεγόμενου κλασσικού ρεπερτορίου.

Σήμερα πια, τι ακριβώς σημαίνει κλασικό και δη στην κωμωδία, δεν είναι ακριβώς σαφές. Αν βασικό στοιχείο της έννοιας του κλασικού έργου είναι η ιστορία να αφορά τους ανθρώπους όλων των εποχών, τότε δεν ξέρω αν πολλές από τις κωμωδίες λ.χ. του Μολιέρου πρέπει να χαρακτηρίζονται κλασικές. Οι υποθέσεις τους είναι ξεπερασμένες προ πολλού και τα κωμικά «κόλπα» τους, έχοντας αναπαραχθεί επανειλημμένως, έχουν χάσει την ευρηματικότητα και τη φρεσκάδα τους, αν παρουσιαστούν σύμφωνα με τους όρους που ο συγγραφέας και η εποχή του ορίζουν, ο κίνδυνος ενός «στείρου φορμαλισμού» είναι εμφανής. Εκτός και αν ο σκηνοθέτης εστιάσει στη διάσταση της θεατρικότητας, και στήσει ένα θεατρικό παιχνίδι, όπου ο φορμαλισμός είναι ακριβώς το ζητούμενο: μια παράσταση παλαιού θεάτρου που αντιμετωπίζεται ως τέτοια από θίασο και θεατές.

Η άλλη «λύση» είναι αυτή που συχνά βλέπουμε να ακολουθούν οι Έλληνες σκηνοθέτες: εκσυγχρονισμός του έργου, που τοποθετείται σε ξένες προς τη δραματουργική ταυτότητά του εποχές. Σ΄ αυτές τις περιπτώσεις που το έργο αντιμετωπίζεται με ελευθερία ως προς δραματικό χρόνο, η προσοχή του σκηνοθέτη περιορίζεται στη σκηνογραφία, και η παράσταση το μόνο που προσφέρει είναι ένα επιφανειακό παραξένισμα που εξαντλείται στο πρώτο δεκάλεπτο – δείτε, φερ΄ειπείν, πόσο ανούσια και περιττή είναι η μετατόπιση του χρόνου του μολιερικού «Φιλάργυρου» στη δεκαετία του 1930, στην παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ Βόλου που σκηνοθέτησε φέτος ο Κοραής Δαμάτης.

Ο Νίκος Μαστοράκης για τον «Κουρέα της Σεβίλλης» επέλεξε τον τρίτο δρόμο της διασκευής. Έστησε μια παράσταση πάνω στο έργο του Μπομαρσέ, προσθέτοντας όσα και όποια στοιχεία βοηθούσαν τη σύλληψή του.

Παρότι αντιμετώπισε με μεγάλη ελευθερία τα πρόσωπα του έργου, πρόσθεσε «ρόλους» (τον «τυφλό» παρατηρητή) και ατάκες, και ενέταξε ακόμη και παράταιρα σκηνικά αντικείμενα (τα όρθια μικρόφωνα) επί σκηνής, κατόρθωσε να δώσει συνοχή στη σκηνική πράξη, γιατί της έδωσε μορφή ενός θεατρικού παιχνιδιού, μιας παράστασης αυτοσχεδιαστικών προδιαγραφών, κάτι σαν κομέντια ντελ άρτε του 2000.

Στο πλαίσιο αυτό οι ηθοποιοί, που είχαν το πρώτο λόγο, έπαιζαν μετωπικά, ο φωτισμός ήταν μετωπικός (μόνον ελάχιστες στιγμές το σκηνικό βαφόταν μοβ και κίτρινο) και τα κοστούμια ήταν ελευθέρας στιλιστικής επιλογής.

Το αποτέλεσμα δεν είχε καμία σχέση με τον πρωτότυπο «Κουρέα της Σεβίλλης», κυρίως γιατί στην παράσταση του Μαστοράκη είχε καταργηθεί η «λογική» των σχέσεων που συνδέουν τα πρόσωπα στο έργο του Μπομαρσέ. Και εδώ προκύπτει η βασική απορία: γιατί δεν δηλώθηκε εξαρχής ότι πρόκειται για διασκευή και όχι για παράσταση του πρωτοτύπου έργου;

Στο σημείωμά του ο Νίκος Μαστοράκης υποστηρίζει ότι θέλησε «να κάνει το έργο πιο κοντινό, πιο στα καθ΄ ημάς». Το πρόβλημα είναι ότι ο «Κουρέας της Σεβίλλης» δεν μπορεί να έρθει στα καθ΄ ημάς γιατί δεν υπάρχει κοινός τόπος μεταξύ των κοινωνικών δομών και σχέσεων του γαλλικού 18ου αιώνα, όπως τουλάχιστον αποτυπώνονται στο συγκεκριμένο έργο, με τις σημερινές κοινωνικές συνθήκες.

«Κοινωνιολογικού» περιεχομένου εξήγηση της επιλογής δεν υπάρχει, μόνο θεατρικού ενδιαφέροντος, αλλά τέτοια δεν επικαλείται ο εν λόγω σκηνοθέτης.

Και, τελικά δεν είναι υποκριτικό να ποντάρεις στο κύρος κάποιων παλιών έργων, του κλασικού ρεπερτορίου που λέγαμε, όταν αυτό που δείχνεις, μέσω των διασκευών, είναι ακριβώς ότι οι κλασικοί είναι passe;

Ματίνα Καλτάκη, «Ο κόσμος του Επενδυτή», 30,31/8/2003

Τ.Β.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.