«Εμεις οι Γκαγκαβουζηδες: Ταυτοτητα – Ιστορικες πηγες και η πορεια μας μεσα στο χρονο»

Παρουσιάστηκε το Σάββατο, 27/6/2009, στο Πολιτιστικό Πολύκεντρο Ορεστιάδας, με φορέα το Τραίνο Πολιτισμού της Νομαρχίας Έβρου, κατά τη διάρκεια των «Ορεστείων 2009», το βιβλίο του Χρήστου Κοζαρίδη με τίτλο ««Εμείς οι Γκαγκαβούζηδες: Ταυτότητα -Ιστορικές πηγές -Η πορεία μας μέσα στο χρόνο», που εξέδωσαν οι εκδόσεις «Παρατηρητής της Θράκης», τον Ιούνιο του 2009.
Για το βιβλίο μίλησαν ο λέκτορας του τμήματος Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξεινίων χωρών του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης Ηλίας Πετρόπουλος, η επίκουρη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Ιφιγένεια Βαμβακίδου και ο συγγραφέας Χρήστος Κοζαρίδης.
Στην παρουσίαση του βιβλίου, η συγκίνηση και η υπερηφάνεια των παρευρισκομένων Γκαγκαβούζηδων ήταν το διακριτό χαρακτηριστικό της βραδιάς, μια και για πρώτη φορά άκουγαν με παρρησία για την καταγωγή τους, και μέσω της υλικότητας του βιβλίου τούς παρέχονταν επιχειρήματα και μάλιστα με επιστημονικό τρόπο, ικανά να καταστήσουν κατανοητό στον καθένα ότι η τουρκοφωνία τους ποτέ δεν υπήρξε αναιρετική της ελληνικότητάς τους. Η τουρκοφωνία τους για την οποία, αμέσως μετά την εγκατάστασή τους στην ελληνική Θράκη, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, και εξαιτίας του παγιωμένου στερεοτύπου περί εθνικής ταυτότητας, η οποία έπρεπε να υπηρετείται κι από την ελληνική γλώσσα, οι Γκαγκαβούζοι, βιώνοντας ανασφάλεια κι ενοχή για τη γλωσσική τους «ιδιαιτερότητα», γνώρισαν απομόνωση αλλά και καταφρόνια, επειγόμενοι να συνταυτιστούν και να ομογενοποιηθούν γλωσσικά με το σύνολο.
Στη μυσταγωγικού χαρακτήρα αυτή εκδήλωση, στην οποία κανείς εκ των παρευρισκομένων παρά τη μεγάλη διάρκειά της δεν αποχώρησε, παρόντες ήταν ο δήμαρχος Ορεστιάδας Δημήτρης Μουζάς, ο νομαρχιακός σύμβουλος Γιάννης Παπαϊωάννου, ο πρώην έπαρχος Αγγελος Παπαϊωάννου, ο εκδότης Σταύρος Παπαθανάκης του περιοδικού «Βορέας» και η εκδότρια Σούλα Εμμανουηλίδου της εφημερίδας «Μεθόριος».
Την εκδήλωση χαιρέτισε η πρόεδρος της Δημοτικής Επιχείρησης Πολιτισμού Ορεστιάδας Αριάδνη Ροροπούλου, η οποία παρουσίασε και τους ομιλητές της, ενώ ανέγνωσε και χαιρετισμό της από τον βουλευτή Έβρου Αλέξη Δερμεντζόπουλο.
Στη συνέχεια, ο λέκτορας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης Ηλίας Πετρόπουλος αναφέρθηκε αναλυτικά στα περιεχόμενα του βιβλίου και την πορεία των Γκαγκαβούζηδων στο χρόνο, ως ακολούθως:

Ηλίας Πετρόπουλος, λέκτορας του τμήματος Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξεινίων Χωρών «Η όποια πολιτισμική ετερότητα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ο πολιτισμικός πλούτος ενός κράτους, παρά ως κίνδυνος για την εθνική του συνοχή»

Το βιβλίο αποτελείται από έναν πρόλογο της συναδέλφου ιστορικού κ. Ιφιγένειας Βαμβακίδου, τον πρόλογο του συγγραφέως και από δέκα κεφάλαια, στα οποία ο συγγραφέας παρουσιάζει το υλικό του. Για την κατανόηση των ιστορικών φαινομένων και των γεγονότων της ευρύτερης περιοχής της χερσονήσου του Αίμου ο συγγραφέας περιγράφει α) τον γεωγραφικό χώρο και τον χρόνο που αυτά έλαβαν χώρα, β) τους αυτόχθονες λαούς ή όσους εμφανίσθηκαν αρχικά ως επιδρομείς και στην συνέχεια ως μόνιμοι κάτοικοι έπαιξαν κάποιο ρόλο στις κοινωνικές ζυμώσεις του ευρύτερου αυτού χώρου, γ) τους λαούς που υπέστησαν αναγκαστικές μετατοπίσεις ως στρατιωτικές δυνάμεις για την φύλαξη των συνόρων, δ) τους λαούς που μετατοπίσθηκαν λόγω θρησκευτικών διαφορών με την επίσημη ορθόδοξη εκκλησία, και ε) τους λαούς που για λόγους οικονομικούς αναγκάσθηκαν να κατοικήσουν εδώ.

Στο πρώτο κεφάλαιο, με τίτλο «Ιστορικο-γεωγραφική περιγραφή της Χερσονήσου του Αίμου», ο συγγραφέας διεξάγει μία αρκετά σύντομη περιγραφή λαών και επιλεγμένων γεγονότων της αρχαιότητας. Στο τέλος μας παρουσιάζει με συντομία ορισμένες από τις πιο σπουδαίες πόλεις του Δυτικού Ευξείνου Πόντου.

Στο δεύτερο κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδος: Μεταναστεύσεις και εγκαταστάσεις λαών στα Βαλκάνια», συνεχίζεται η ιστορική περιήγηση στα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην βαλκανική χερσόνησο την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Αρχικά εξιστορείται η μετανάστευση των Γότθων, των Ούννων και των γερμανικών φύλων, ενώ στην συνέχεια ο συγγραφέας περιγράφει την μαζική κάθοδο των Σλάβων και την εμφάνιση των Βουλγάρων κατά τους μέσους χρόνους. Από το 1000 μ.Χ. περίπου κάνουν την εμφάνισή τους οι Πετζενέγκοι, οι Ούζοι, οι Κουμάνοι και οι Ούγγροι. Τον 13ο αι. μ.Χ. στην περιοχή της Βουλγαρίας εκκινεί μία περίοδος ταραχών με κατάληξη την δημιουργία του δεύτερου βουλγαρικού κράτους. Και ενώ στην χερσόνησο του Αίμου η πολιτική κατάσταση είχε προς το παρόν ομαλοποιηθεί, στην Μικρά Ασία άρχισε να εμφανίζεται μία νέα απειλή από τον 10ο αι. μ.Χ.: οι Σελτζούκοι. Τέλος, το δεύτερο κεφάλαιο ολοκληρώνεται με την κατάληψη της βαλκανικής χερσονήσου από τους Οθωμανούς Τούρκους, όταν οι τελευταίοι κατέλαβαν την Βάρνα το 1444. Βασικός σκοπός αυτής της ιστορικής περιδιάβασης του συγγραφέα ήταν α) η υπόμνηση των σημαντικών γεγονότων στην χερσόνησο του Αίμου, παραλείποντας μία συνεχή καταγραφή γεγονότων, πολεμικών συγκρούσεων και ημερομηνιών, β) η καταγραφή των λαών που πιθανολογείται ότι έχουν σχέση με τους Γκαγκαβούζηδες, και γ) η ανάδειξη του πολυφυλετικού χαρακτήρα της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής της χερσονήσου του Αίμου.

Το τρίτο κεφάλαιο έχει τον τίτλο: «Γκαγκαβούζηδες: Ιστορικές πηγές – Ταυτότητες – Χρόνος εμφάνισής τους». Μέσα σʼ αυτό εξετάζονται το υπόστρωμα και η καταγωγή των Γκαγκαβούζηδων. Ο συγγραφέας αναφέρει παρακάτω τις απόψεις των επιστημόνων για την καταγωγή των Γκαγκαβούζηδων. Μέχρι σήμερα έχουν διατυπωθεί απόψεις όπως ότι αυτοί κατάγονται από σελτζουκικά τουρκικά φύλα ή έλληνες μικρασιατικής καταγωγής. Ο συγγραφέας τονίζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι από τους ειδικούς δεν εξετάζεται το ενδεχόμενο οι Γκαγκαβούζηδες να είναι ένα αυτόχθονο θρακικό φύλο, το οποίο δέχθηκε πολιτισμικές και γλωσσικές επιρροές από γειτονικούς λαούς ή από κατακτητές τους, δίχως να αλλάξει ένα κύριο χαρακτηριστικό του: παρέμειναν χριστιανοί. Ο συγγραφέας αντικρούει την άποψη ότι οι Γκαγκαβούζηδες ήταν τουρκικό φύλο με το επιχείρημα ότι με την κατάκτηση της χερσονήσου του Αίμου από τους Οθωμανούς οι Γκαγκαβούζηδες δεν συνετάχθησαν με το μέρος των κατακτητών: ο μύθος ή η παράδοση για τις 40 γυναίκες που αυτοκτόνησαν για να μην πέσουν στα χέρια των Οθωμανών. Στην συνέχεια ο συγγραφέας παραθέτει κάποιες θεωρίες ιστορικών για την καταγωγή των Γκαγκαβούζηδων και προσπαθεί να ετυμολογήσει την ίδια την λέξη Γκαγκαβούζης. Για τον λόγο αυτό αναφέρει και την σχέση που θα μπορούσαν να έχουν με τον σουλτάνο Izzeddin Keykavus και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μάλλον πρόκειται για σύμπτωση. Στην συνέχεια ο συγγραφέας εξακολουθεί να αντικρούει την άποψη ότι οι Γκαγκαβούζηδες ουδεμίαν σχέση έχουν με τους καραμανλίδες της Μικράς Ασίας, ασχέτως ορισμένων κοινών χαρακτηριστικών των δύο λαών.

Το επόμενο -τέταρτο- κεφάλαιο «Οθωμανική περίοδος – Πληθυσμιακά και εθνολογικά στοιχεία της βόρειας Βουλγαρίας» ξεκινά με τα γεγονότα κατά την οθωμανική περίοδο από 1444 έως το 1860 και αναφέρεται στις αλλαγές της εθνολογικής ταυτότητας των πληθυσμών της χερσονήσου του Αίμου. Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία για την δράση των Γκαγκαβούζηδων αυτήν την περίοδο είναι η δράση τους στην «Φιλική Εταιρεία» και ο αγώνας για την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό με κύρια εστία την βόρεια Βουλγαρία. Τέλος, το κεφάλαιο κλείνει με την αφύπνιση της βουλγαρικής εθνικιστικής διανόησης που κατέληξε στο εκκλησιαστικό σχίσμα και την βουλγαρική ηγεμονία.

Στο πέμπτο κεφάλαιο εξετάζονται οι «Πολιτικές εξελίξεις στην Βουλγαρία» δηλαδή η ίδρυση της ηγεμονίας και του βουλγαρικού κράτους. Όπως είναι γνωστόν, ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877-8 έπαιξε αρκετά σημαντικό ρόλο στην δημιουργία του βουλγαρικού κράτους. Ως εκ τούτου, η ίδρυση του κράτους της Βουλγαρίας κατά το έτος 1879 είχε επιπτώσεις – κυρίως αρνητικές – στην κοινωνία των Γκαγκαβούζηδων και των Ελλήνων της Βουλγαρίας. Στο τέλος του κεφαλαίου ο συγγραφέας αναφέρει και μερικά ονόματα Γκαγκαβούζηδων που προέκυψαν από μία πρόχειρη, όπως ο ίδιος λέει, έρευνα, οι οποίοι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ζωή της Βουλγαρίας.

Στο επόμενο, έκτο κατά σειράν, κεφάλαιο εξειδικεύονται οι επιπτώσεις από την ίδρυση του βουλγαρικού κράτους στους Έλληνες και τους Γκαγκαβούζηδες της Βόρειας Βουλγαρίας. Από τα τέλη του 19ου αι. οι Έλληνες της περιοχής αυτής είχαν αναπτύξει ένα αξιόλογο δίκτυο συλλόγων και σωματείων, τα οποία κατά τα επόμενα χρόνια θα αποτελέσουν το μέσο αντίστασης στον ανερχόμενο βουλγαρικό εθνικισμό, κυρίως στην επίμονη και συχνά βίαιη αφομοιωτική πολιτική του βουλγαρικού κράτους. Μόλις ιδρύεται το κράτος της Βουλγαρίας το έτος 1879 δημιουργείται στην κοινωνία μία νέα πραγματικότητα: η κυρίαρχη εθνική ομάδα, οι Βούλγαροι, δεν ανέχονταν την παρουσία αλλοεθνών κοινοτήτων, με αυτόνομη διοικητική και πολιτική υπόσταση. Από το 1870 και κυρίως από την λήξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1877-78, η κατάσταση για τους Έλληνες της Βουλγαρίας άρχισε σταδιακά να επιδεινώνεται, με αποτέλεσμα την αναγκαστική φυγή προς την μητροπολιτική Ελλάδα μέχρι το 1914. Ειδικότερα προβλήματα αντιμετωπίσθηκαν στην εκπαίδευση των Ελλήνων της Βουλγαρίας και μάλιστα το 1906 διακόπηκε βίαια με την ουσιαστική κατάργηση της αυτόνομης ελληνικής εκπαιδευτικής λειτουργίας. Στόχος του βουλγαρικού κράτους ήταν ο νόμος «περί δημοσίας εκπαιδεύσεως», γεγονός που ανάγκαζε τους Έλληνες γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους σε βουλγαρικό σχολεία. Το ανθελληνικό κίνημα του 1906 είχε ως αποτέλεσμα την μαζική έξοδο χιλιάδων Ελλήνων προς την Ελλάδα και σε περιοχές του οθωμανικού κράτους, κυρίως στην επαρχία Αδριανουπόλεως.

Το έβδομο κεφάλαιο έχει τον τίτλο «Οι Γκαγκαβούζηδες της Ανατολικής θράκης» και ξεκινά με την κατάκτηση της Ανατολικής Θράκης από τους Οθωμανούς. Στην συνέχεια αναφέρεται στις πρώτες εγκαταστάσεις των γκαγκαβούζικων πληθυσμών στην ίδια περιοχή. Σύμφωνα με μαρτυρίες οι εγκαταστάσεις αυτές χρονολογούνται στην εποχή του Σελίμ του Α΄ ή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, μεταξύ 1512 και 1566. Για λόγους ερευνητικούς ο συγγραφέας κάνει ευρεία χρήση εκκλησιαστικών αρχείων, κάτι που είναι απολύτως θεμιτόν και αποδεκτόν για τους λόγους της μελέτης. Από τα εν λόγω αρχεία αντλούνται στοιχεία για τα χωριά, τους πληθυσμούς και τα σχολεία. Στην συνέχεια περνούμε στην Μητρόπολη του Διδυμοτείχου. Η περίοδος 1903-1910 είναι πολύ σημαντική για την εξέλιξη των Ελλήνων και των ορθοδόξων πληθυσμών της ευρύτερης Ανατολικής Θράκης. Ο συγγραφέας, μέσα από την ελληνική διπλωματική αλληλογραφία, καταφέρνει να μας εντάξει στο κλίμα και τις αγωνίες της περιόδου αυτής. Ξεχωριστή για τον ελληνισμό όχι μόνο της Θράκης, αλλά και ολόκληρης της Μικράς Ασίας, είναι η περίοδος που εγκαινιάζεται με την έναρξη του κινήματος των Νεοτούρκων. Κύριος στόχος του ανθελληνικού αυτού κινήματος ήταν η αφομοίωση ή σε αντίθετη περίπτωση η εξόντωση των ελληνικών κοινοτήτων της αυτοκρατορίας. Ο τουρκικός εθνικισμός είχε μόλις γεννηθεί. Με την εμφάνιση του τελευταίου ο όρος Τούρκος απέκτησε θετική σημασία. Οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των Νεοτούρκων και των εθνοτήτων ήταν αναπόφευκτη με καταστροφικά αποτελέσματα.

Με το επόμενο κεφάλαιο περνούμε σε μία νέα εποχή, στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 και στα γεγονότα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου 1914-1918. Κατά την διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου η πλειοψηφία των Γκαγκαβούζηδων της Δοβρουτσάς τάχθηκαν υπέρ των σοσιαλιστικών ιδεών. Τα ιδανικά για απελευθέρωση, δικαιοσύνη και μοίρασμα της γης γίνονταν ευρέως αποδεκτά. Το Οκτώβριο του 1912 η Βουλγαρία καταλαμβάνει ολόκληρη την Ανατολική Θράκη. Παρόλο τον εκφοβισμό από μέρους των Βουλγάρων και την προσπάθεια των Βουλγάρων να διασπάσουν την κοινωνία των Γκαγκαβούζηδων, η συντριπτική πλειοψηφία των τελευταίων δεν αλλαξοπίστησε. Με τα γεγονότα του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, η Ανατολική Θράκη ανακαταλαμβάνεται από τους Τούρκους με άμεση επίπτωση νέους διωγμούς. Η μαζική έξοδος των ελληνικών πληθυσμών πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 1914 σʼ ένα παραλήρημα από πλευράς των Νεοτούρκων που είχαν ως σύνθημα «η Τουρκία στους Τούρκους». Οι Νεότουρκοι επεδίωκαν να απαλλαγούν με κάθε τρόπο από τον ελληνισμό της Ανατολικής Θράκης και της Δυτικής Μικράς Ασίας. Η μαζική αυτή φυγή του ελληνικού στοιχείου από την Ανατολική Θράκη δημιούργησε ένα μεγάλο κενό σε όλες τις πτυχές της ζωής και κυρίως στην οικονομική, γεγονός που ανάγκασε τους Νεοτούρκους να μετριάσουν τους διωγμούς από το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου. Κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων οι Γκαγκαβούζηδες της Δοβρουτσάς, όπως είπαμε στην αρχή, ήταν ένθερμοι υποστηρικτές των σοσιαλδημοκρατικών ιδεών με κύριο χαρακτηριστικό τους την αντίσταση στους βογιάρους της Ρουμανίας και τους Οθωμανούς. Η απόπειρα των Βουλγάρων και των Ρουμάνων να εξαφανίσουν κάθε δημογραφικό στοιχείο σχετικό με τους Γκαγκαβούζηδες της Δοβρουτσάς ήταν μάταιη. Αυτοί υπήρχαν, ζούσαν και συμμετείχαν στις εξελίξεις, με διάθεση να αντισταθούν σε οποιαδήποτε προσπάθεια αλλοίωσης των φυλετικών τους χαρακτηριστικών. Η συνθήκη του Βουκουρεστίου στις 10 Αυγούστου 1913 έβαλε τέλος στους Βαλκανικούς Πολέμους. Στην πληθυσμιακή σύσταση των Βουλγάρων υπήρχε ένα κενό των 100000 ατόμων περίπου, οι οποίοι δεν δέχθηκαν να πολιτογραφηθούν Βούλγαροι. Ανάμεσά τους και Γκαγκαβούζηδες. Το κεφάλαιο κλείνει με μία σύντομη αναφορά στον ελληνισμό της Βουλγαρίας και της Ανατολικής Θράκης κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το ένατο κεφάλαιο αναφέρεται στην παλιννόστηση των ελληνικών πληθυσμών στην Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Στην εδραίωση της ελληνικής παρουσίας και στην παλιννόστηση των προσφύγων συνέβαλε σημαντικά η Εκκλησία με την οργάνωση των ιερέων, καθώς και η Κεντρική Πατριαρχική Επιτροπή. Την λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου, στις 30 Οκτωβρίου 1918, ακολούθησε το αυτονομιστικό κίνημα του Τζαφέρ Ταγιάρ, διοικητού του πρώτου τάγματος στρατού Αδριανουπόλεως. Στόχος του ήταν να φανατίσουν τους μουσουλμάνους της Θράκης με την πρόκληση ανθελληνικών ενεργειών. Οι Νεότουρκοι άρχισαν να εμποδίζουν την απρόσκοπτη επιστροφή των εκτοπισμένων Ελλήνων ενώ φορολογούσαν με υπέρογκα ποσά τις ελληνικές κοινότητες. Ο ελληνικός στρατός ελαύνει ως απελευθερωτής της Θράκης μέχρι τον Ιούλιο του 1920, ενώ στα τέλη του ιδίου μηνός συλλαμβάνεται ο Ταγιάρ. Η περίοδος που ακολουθεί μέχρι το 1924 είναι ταραγμένη από γεγονότα που αποδιοργάνωσαν πλήρως το ελληνικό κράτος και τον κοινωνικό ιστό. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, ολόκληρη γενιά χάθηκε κάτω από το σύνθημα μίας αναγέννησης ξένης προς τις δικές τους προσδοκίες, που ικανοποιούσε μόνο τις ξενόφερτες πολιτικές των βασιλέων και των αστικών κομμάτων. Με την συνθήκη των Μουδανιών το 1922, γράφεται ο επίλογος της παρουσίας του ελληνισμού στην Ανατολή. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών οι Γκαγκαβούζηδες της Ανατολικής Θράκης εγκαταστάθηκαν κυρίως σε χωριά του Βορείου Έβρου. Συνολικά στον Έβρο εγκαταστάθηκαν 1222 οικκογένειες. Στο τέλος του κεφαλαίου υπάρχει πλήρης κατάλογος των γκαγκαβούζικων χωριών του Έβρου.

Το δέκατο και καταληκτικό κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο «Οι Γκαγκαβούζηδες σήμερα – Η παρουσία τους στα Βαλκάνια», αποτελεί ουσιαστικά τον συμπερασματικό επίλογο των όσων προανεφέρθησαν μέχρι εδώ από τον συγγραφέα. Γίνεται ιδιαίτερη υπόμνηση του γεγονότος ότι με την ενσωμάτωση των Γκαγκαβούζων στο ελληνικό έθνος-κράτος πραγματοποιήθηκε ένας μετασχηματισμός των τοπικών-εθνοτικών ταυτοτήτων σε μία ενιαία εθνική ταυτότητα, που σήμανε και την υποβάθμιση των ιδιαίτερων πολιτισμικών χαρακτηριστικών της ομάδας προς όφελος της εθνικής ομοιογένειας. Επίσης, όπως παρατηρείται σήμερα σε όλες τις ελληνικές διαλέκτους που δεν έχουν γραφή –βλ. για παράδειγμα την ποντιακή- η γκαγκαβούζικη γλώσσα απειλείται με εξαφάνιση λόγω της ολοένα αυξανομένης τάσης εγκατάλειψής της. Για την εγκατάλειψη αυτή ευθύνονται σήμερα και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, καθώς και οι μηχανισμοί της παγκοσμιοποίησης. Δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει κάποιος με τον συγγραφέα στην άποψη ότι η όποια πολιτισμική ετερότητα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ο πολιτισμικός πλούτος ενός κράτους, παρά ως κίνδυνος για την εθνική του συνοχή. Στην συνέχεια ο συγγραφέας με ιδιαίτερη προσοχή εστιάζει στο πρόβλημα της τουρκικής και βουλγαρικής προπαγάνδας, με στόχο τον προσεταιρισμό των Γκαγκαβούζων. Τέλος, θα κλείσω με την ορθή παρατήρηση του συγγραφέως: η συνεχής οικονομική βοήθεια, αν και ευνοεί τα σχέδια της Τουρκίας, έχει επιταχύνει τις διεργασίες μέσα στην επιστημονική κοινότητα των Γκαγκαβούζων, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ολοένα και πιο ισχυρές φωνές, που έχουν συνειδητοποιήσει ότι δεν έχουν καμία φυλετική σχέση με τους Τούρκους.

Ακολούθως, η επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας κ. Ιφιγένεια Βαμβακίδου, ξανθιώτισσα ως προς την καταγωγή, αλλά με ρίζες από πολλές θρακιώτικες πόλεις, με αμεσότητα, παραστατικότητα και την αίσθηση ότι μιλούσε σε συντοπίτες και γνωστούς, αφού έχει ζήσει στην Ορεστιάδα, με χαρακτηριστικό της γνώρισμα το χάρισμα της μεταδοτικότητας, ανέλυσε γιατί θεωρεί το συγκεκριμένο βιβλίο του Χρήστου Κοζαρίδη σημαντικό.

Ιφιγένεια Βαμβακίδου, επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας «Οι Γκαγκαβούζηδες για την ταυτότητά τους λένε: Εμείς είμαστε Θρακιώτες, χριστιανοί ορθόδοξοι που μιλούν την τουρκική γλώσσα»

Είμαι θρακιώτισσα από Άβδηρα, Χρυσούπολη, Ξάνθη, Αδριανούπολη και Μάλγαρα και αυτό το λέω κάθε φορά που έχουμε συνάντηση ιστορικού τύπου, για να δούμε πόσο μετακινούμενοι είμαστε όλοι και πόσο πολλαπλοί και ποικίλοι στις ταυτότητες.

Χαίρομαι που είμαι στην Ορεστιάδα ξανά, όπου έχω περάσει και περνώ καλά, αλλά κυρίως χαίρομαι που προλογίζω και γραπτά και προφορικά το έργο του Χρήστου Κοζαρίδη, με τον οποίο συνεργάζομαι εδώ και δέκα χρόνια. Ο Χρήστος Κοζαρίδης είναι ιστοριοδίφης, που σημαίνει ότι είναι ερασιτέχνης ιστορικός, καθότι γιατρός στο επάγγελμα, αλλά είναι τόσο βαθιά βουτηγμένος στην ιστορία, στα αρχεία και στη βιβλιογραφία, που μας αναγκάζει να τον αποδεχτούμε, να συνεργαστούμε μαζί του και να διορθώσουμε ο ένας τον άλλο, έτσι ώστε να παράγουμε υλικό για τη νεότερη και τη σύγχρονη ιστορία της Θράκης.

Το συγκεκριμένο ιστορικό πόνημα είναι το τρίτο έργο του Χρήστου Κοζαρίδη και είναι πολύ σημαντικό, προέκυψε δε από δουλειά πέντε χρόνων. Το υλικό, η έρευνα και η ωριμότητα του συγγραφέα έχουν σχέση όμως και με τα δύο προηγούμενα έργα του, που έχουν να κάνουν με την Ανατολική Θράκη και τους πρόσφυγες. Το θέμα του καταρχήν είναι οι πρόσφυγες, ένα δεύτερο θέμα του, γεωγραφικά και γεωπολιτικά είναι η Χερσόνησος του Αίμου, ή όπως την λέμε, τα Βαλκάνια. Ορίζει λοιπόν τον χρόνο, τον τόπο και τις κοινωνικές ομάδες που τον ενδιαφέρουν. Τον ενδιαφέρουν οι πρόσφυγες, τον ενδιαφέρει δηλαδή η ιστορία των «μειοψηφιών» μέσα σε πολλά εισαγωγικά, γιατί αυτούς θέλει να εντάξει σε μια εθνική και παγκόσμια, διεθνή ιστορική πραγματικότητα. Εφόσον λοιπόν ο συγγραφέας ελέγχει τον τόπο, τον χρόνο και τα υποκείμενα, και εφόσον ελέγχει τη ρωσική, την τουρκική, την ελληνική, τη βουλγαρική βιβλιογραφία μπορεί και δημοσιεύει ένα ιστορικό πόνημα.

Όταν παίρνουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο, κατʼ αρχήν λέμε ότι μας ενδιαφέρει το βιβλίο ως υλικό αντικείμενο, το βιβλίο είναι ένα υλικό αντικείμενο: έχει εμφάνιση, σκοπό, πληροφόρηση και αισθητική. Οι εκδόσεις «Παρατηρητής της Θράκης», και η εκδότρια η οποία είναι εδώ μας κάνει περήφανους για αυτές τις εκδόσεις, πρόσφερε πάρα πολύ σημαντικό έργο στην αισθητική του πράγματος, στο εξώφυλλο, στο οπισθόφυλλο, στο χαρτί, στην ποιότητα. Όταν διαβάζουμε όμως ένα βιβλίο μας απασχολεί κυρίως να δούμε αν είναι επιστημονικό ή όχι, αν προπαγανδίζει, ιδεολογίζει ή παραπλανά, γιʼ αυτό και ανατρέχουμε στα περιεχόμενα και τη βιβλιογραφία. Θα δείτε λοιπόν ότι στο βιβλίο υπάρχουν 20 σελίδες με ευρετήριο ονομάτων, το οποίο αμέσως μας δίνει στοιχεία για τα τεκμήρια του έργου αυτού, και υπάρχουν 15 σελίδες, αφιερωμένες στην βιβλιογραφία, η οποία είναι διεθνής. Αυτή η πολυγλωσσία του συγγραφέα μάς δίνει μεγάλη χαρά, γιατί αναδεικνύει πηγές από την επίσημη ρωσική, τουρκική και βουλγαρική ιστορική βιβλιογραφία, την οποία δεν μπορούμε να χειριστούμε όλοι.

Μένουμε στα περιεχόμενα, όπου υπάρχει μια χρονολογική σειριακή αφήγηση, και αρχίζοντας από την αρχαιότητα, ο συγγραφέας προσπαθεί να προσδιορίσει την κοινωνική του ομάδα, τους Γκαγκαβούζηδες ή Γκαγκαούζηδες. Γκαγκαβούζηδες ή Γκαγκαούζηδες, κάθε φορά επιλέγουμε τη λέξη ανάλογα με τη βιβλιογραφία που ακολουθούμε, εγώ προτιμώ τη ρωσική βιβλιογραφία αλλά αυτό είναι ερμήνευμα δεν είναι αντικειμενικότητα. Ο συγγραφέας καταφέρνει και είναι αντικειμενικός, γιατί αναφέρει τι λένε όλοι οι άλλοι για τους Γκαγκαβούζηδες και στο τέλος, με πολύχρονη επιτόπια έρευνα και συνεντεύξεις, συγκεντρώνει πληροφορίες από την προφορική ιστορία των Γκαγκαούζηδων στον ελληνικό χώρο, στην Θράκη και στην Μακεδονία κυρίως, καταφέρνοντας έτσι να αναδείξει και τη γνώμη των ίδιων των υποκειμένων, των Γκαγκαβούζηδων, για την ιστορία τους.

 

Μπορεί να λένε οι ρώσοι, οι γάλλοι, οι άγγλοι, οι τούρκοι, οι έλληνες επιστήμονες ότι εσείς είστε αυτό αλλά τι λένε οι ίδιοι οι Γκαγκαβούζηδες; Ότι εμείς είμαστε Θρακιώτες, χριστιανοί ορθόδοξοι που μιλούν την τουρκική γλώσσα, όπως οι περισσότεροι Θρακιώτες, Μικρασιάτες, Πόντιοι και όλες οι άλλες οι ομάδες, οι οποίες, για να επιβιώσουν, έμαθαν την τουρκική γλώσσα και την χρησιμοποίησαν. Μετέχουν επιπλέον και μετείχαν στην θρακιώτικη εκπαίδευση και κυρίως στην καθημερινή βιωματική, όπως λέμε, κουλτούρα, η οποία έχει να κάνει με την ενδυμασία, τη διατροφή, το χορό, το τραγούδι, το γάμο, τη βάπτιση και το θάνατο. Αυτή είναι η ταυτότητά τους.

Στην νεότερη και σύγχρονη πολιτική ιστορία οι ταυτότητες προσδιορίζονται από τις ομάδες οι οποίες θέλουν να είναι αυτό και όχι κάτι άλλο. Έτσι στο πεδίο αυτό καταλαβαίνουμε ότι ο συγγραφέας καταφέρνει και παράγει ιστορική πληροφορία και ιστορική γνώση, έχει πάθος και εμμονή, γιατί εμπλέκεται και ο ίδιος οικογενειακά με την ταυτότητα των Γκαγκαούζηδων, και εκεί ήταν και ο δικός μου ο ρόλος. Διόρθωσα δηλαδή πολλές φορές το κείμενο και συνεργαστήκαμε πολλές φορές για να αποφύγουμε την υποκειμενικότητα, το ερμήνευμα και οποιαδήποτε ιδεοληψία προπαγανδιστικού τύπου. Γιʼ αυτό ο συγγραφέας, παρότι έχει θέση και άποψη, – έχει συγκεκριμένη θέση και άποψη στις σελίδες 83, 115, 125, 320, όπου ορίζει την ομάδα αυτή ως θρακιώτικη και αντιτίθεται στην τούρκικη, ρώσικη και βουλγάρικη προπαγάνδα, καθεμία από τις οποίες θέλει να τους εντάξουν στο δικό της πλαίσιο, – παρόλα αυτά ο συγγραφέας στις παρατηρήσεις, στο τέλος του βιβλίου, όχι τυχαία, αφήνει ένα άνοιγμα και δίνει τον λόγο στην ίδια την ομάδα και λέει ας αποφασίσουν αυτοί ανάλογα με το πού μένουν, τι ακριβώς είναι.

Ωστόσο επειδή ακριβώς τα «μειονοτικά ζητήματα» διαμορφώνουν πολιτικά προβλήματα και πολλές ιδεοληψίες, θα πρέπει να ξεκαθαρίσω εδώ τη θέση μου, γιατί είμαι υπεύθυνη και απολογούμαι, καθώς προλογίζω ένα βιβλίο που μιλάει για μειοψηφίες, και, σε πολλά εισαγωγικά, για μειονότητες, ότι εδώ δεν στηρίζουμε ένα Κόσσοβο, δεν στηρίζουμε μειονότητες με έτερους σκοπούς, θεωρούμε ότι είμαστε πολίτες του ελληνικού κράτους, είτε τουρκόφωνοι, είτε μουσουλμάνοι. Είμαστε πολίτες και υπακούμε σʼ αυτό το κράτος, στην εκπαίδευσή του και στην κουλτούρα του, αλλά έχουμε δικαίωμα να αυτοπροσδιοριστούμε και να λειτουργήσουμε μέσα από μια διαφορετική γλώσσα, μέσα από μια διαφορετική θρησκεία, χωρίς ρατσισμούς.

Και επʼ αυτού, μπορούν βέβαια να γίνουν πάρα πολλές συζητήσεις. Βιβλιογραφικά βεβαίως τα ζητήματα αυτά εμείς στην επιστήμη, τα έχουμε λύσει, αλλά ξέρετε, όπως είπε και παλιά ο Λένιν, αλίμονο αν αφήσουμε την ιστορία στους ιστορικούς ή την πολιτική στους πολιτικούς. Ευτυχώς υπάρχουν και άλλοι και μας θυμίζουν ότι υπάρχει και η άλλη ιστορία και η άλλη πολιτική. Έτσι, λοιπόν, ο συγγραφέας συνειδητά δεν διαλέγει τον όρο μειονότητα, διαλέγει τον όρο κοινότητα, και τεκμηριώνει τι σημαίνει κοινότητα στην Χερσόνησο του Αίμου. Δεν διαλέγει τον όρο Βαλκάνια, Balkan από τον τουρκικό όρο, αλλά διαλέγει τον όρο Χερσόνησος του Αίμου, παραπέμποντας στη βυζαντινή βιβλιογραφία και ορολογία. Διευκρινίζει τους όρους του εξαρχής, παίρνει θέση, αποστάσεις αλλά δεν αποσιωπά τη βιβλιογραφία. Δεν αποσιωπά ότι υπάρχει μία ομάδα Γκαγκαούζων, οι οποίοι έμειναν στην Τουρκία, είναι μουσουλμάνοι και αυτοπροσδιορίζονται ως Τούρκοι, ενώ άλλοι που κατοικούν στη Ρουμανία και στη Μολβαδία είναι χριστιανοί ορθόδοξοι και μιλούν τα γκαγκαούζικα, τα οποία ήταν μια προφορική διάλεκτος και τώρα είναι και γραπτή με σλάβικα στοιχεία. Ομιλούν επιπλέον και τη γλώσσα του κράτους όπου διαμένουν, ελληνικά εδώ, ρουμάνικα εκεί, ρώσικα στην Ουκρανία και ουκρανικά, και, φυσικά, οι νεότερες γενιές μιλούν και τα αγγλικά, τα οποία είναι η γλώσσα της Ευρώπης, η γλώσσα που ανοίγει τις ομάδες στην ευρωπαϊκή ένωση.
Έτσι στο πεδίο αυτό, ο συγγραφέας σε μία μελέτη ιστορικού τύπου, και είναι ιστορικού τύπου, γιατί ξεκινά από την αρχαιότητα και αναφέρεται σε Έλληνες, Ρωμαίους, Θράκες, Δάκες και Ιλλυριούς, μετακινείται στη ρωμαϊκή, βυζαντινή περίοδο όπου δεν αποσιωπά την κυριαρχία των Σλάβων και τις μετακινήσεις των Γότθων και των Ούννων και, τέλος, έρχεται στη νεότερη ελληνική ιστορία, μετά το 1922, και κάνει focus με επιχειρήματα, στοιχεία από πληροφορητές και ντοκουμέντα, στους Γκαγκαούζους που είναι στην περιοχή της ελληνικής επικράτειας. Μʼ αυτά λοιπόν, και με την οικογενειακή προφορική ιστορία την οποία αναδεικνύει, καταφέρνει να μας πείσει ότι πρόκειται για τους Κροβύζους, Κακαούζους, Γκαγκαούζους από την εποχή του Μεσαίωνα, οι οποίοι κατάφεραν να κυριαρχήσουν στην περιοχή της Καβάρνας και της Βάρνας, έχουν άμεση σχέση με τους Θρακιώτες και σήμερα πια μπορούν, όχι όλοι απʼ αυτούς, αλλά αρκετοί μέσα στο Ευρωπαϊκό Διεθνές Δίκαιο να αυτοπροσδιοριστούν ως τουρκόφωνοι χριστιανοί, θρακιώτες, ευρωπαίοι.

Ξέρουμε ήδη ότι στη νεότερη σύγχρονη ιστορία, από το 1950 και μετά, μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οι ομάδες έχουν δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό όχι για να διαμελιστούν και διασπαστούν τα εθνικά κράτη – σύνολα αλλά, κυρίως, για να πλουτίσουν. Ο συγγραφέας πολύ φανερά ασκεί κριτική στην πολιτική του ελληνικού κράτους και καταγράφει ότι θα πρέπει να είμαστε ευτυχισμένοι που έχουμε πολλές διαφορετικές ομάδες στην Ελλάδα, όσες έχουμε, πολύ λιγότερες απʼ ό,τι έχουν οι άλλοι, όταν καταγράφεται ότι στην Τουρκία έχουμε τριάντα τέσσερις διαφορετικές γλώσσες, στην Ελλάδα έχουμε πολύ λιγότερες, αλλά έχουμε μια ποικιλία στην καθημερινή κουλτούρα, στα έθιμα και ήθη.

Τελικά, ο άξονας και το φωτογραφικό αρχείο στο οποίο ο συγγραφέας στηρίζεται στο βιβλίο είναι οικογενειακός. Είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον ότι όλοι οι σύλλογοι, και μάλιστα οι γυναικείοι σύλλογοι του Έβρου, στηρίζουν τη σύγχρονη ιστορία, γιατί η γυναίκα τον 19ο αιώνα ήταν εξαφανισμένη από την ιστορία. Τώρα ευτυχώς οι γυναικείοι σύλλογοι και τα αρχεία τους αναδεικνύουν τις γυναίκες και τη συμμετοχή τους. Βλέπουμε λοιπόν στο βιβλίο ενδυμασίες γυναικών και ανδρών, γάμους και έγγραφα, προικοσύμφωνα, όπου φαίνεται ότι υπάρχει μια υπαρκτή ομάδα – κοινότητα με συγκεκριμένη καθημερινή κουλτούρα και παρέμβαση.

Επίσης, ο συγγραφέας, όχι τυχαία, και γιʼ αυτό δεν είναι τυχαίο και ότι εγώ συνεργάζομαι μαζί του, δεν δίνει έμφαση σε εθνικά, ιδεολογικά, ρατσιστικά πρότυπα καταγωγής αλλά δίνει έμφαση στα οικονομικά και ταξικά μοντέλα ζωής, όπου καταγράφει ότι οι Γκαγκαούζηδες αγρότες, οι γεωργοί, είχαν διαφορετική στάση σε μια επαναστατική κινητοποίηση απέναντι στους φεουδάρχες, για να μπορέσουν να οργανωθούν και να αυτοπροσδιοριστούν, ενώ οι έμποροι δραστηριοποιήθηκαν διαφορετικά, και σίγουρα υπάρχει μία ελίτ, η οποία αφομοιώθηκε από το ελληνικό, βουλγαρικό, μολδαβικό, ρουμανικό ή τουρκικό εθνικό κράτος.
Η κοινωνική ιστορία είναι αυτή την οποία στηρίζει ο συγγραφέας, είναι αυτή που λέμε ιστορία από τα κάτω, την οποία θεμελίωσαν Γάλλοι ιστορικοί και συγγραφείς.

Επιλέγοντας, να αναφέρω ότι είμαι πάρα πολύ χαρούμενη γιʼ αυτό το τρίτο ιστορικό πόνημα του συγγραφέα. Η εμπειρία του είναι πολύ σημαντική, η μεγάλη του ικανότητα να μπορεί να έχει επαφή με τα αρχεία των Υπουργείων των Εξωτερικών της Ελλάδας, της Ρουμανίας, της Τουρκίας, της Βουλγαρίας αλλά και με τις βιβλιοθήκες, η μεγάλη του ικανότητα ο ίδιος να διαβάζει κείμενα σε άλλες γλώσσες, κι όχι να του δίνουν μεταφράσεις –ξέρετε, όταν μεταφράζει κάποιος άλλος υπάρχουν ερμηνεύματα και παραλλαγές – αλλά, κυρίως, η μεγάλη επαφή και η κοινωνικότητα που έχει με τους συλλόγους και με τις ομάδες των ανθρώπων αυτών, των Θρακιωτών στα πανηγύρια, στα γλέντια και στην καθημερινή τους ζωή δίνουν ένα πλούσιο υλικό, αρχειακό, οικογενειακό, προφορικό, που διαμορφώνει τη σύγχρονη και νεότερη πολιτική ιστορία.

Μετά την παρουσίαση του βιβλίου από την ιστορικό Ιφιγένεια Βαμβακίδου, ακολούθησε ευρεία αναφορά από τον συγγραφέα στα συμπεράσματά του για την καταγωγή των Γκαγκαούζων μετά την πενταετή του έρευνα, μια ευρεία όντως αναφορά την οποία οι παρευρισκόμενοι Γκαγκαούζοι από το Αμμόβουνο, το χωριό του συγγραφέα αλλά και τα άλλα γκαγκαβούζικα χωριά του Έβρου, ακούγοντάς τη γοητευμένοι, έδειχναν να την εκλαμβάνουν και ως ιστορική τους δικαίωση. Δικαιολογημένα.

Χρήστος Κοζαρίδης, συγγραφέας «Μέχρι σήμερα στην επίσημη ελληνική βιβλιογραφία υπάρχουν δύο μόνο αναφορές στους Γκαγκαβούζους»

Σήμερα ολοκληρώνεται μία πολύχρονη προσωπική έρευνα για τους Γκαγκαβούζηδες. Στα χέρια σας κρατάτε ένα βιβλίο το οποίο προσπαθεί να δώσει απαντήσεις σε όλα σχεδόν τα ερωτήματα που έχουν οι ίδιοι και έχουν σχέση με την καταγωγή τους και την τουρκοφωνία τους. Η έρευνα δεν ολοκληρώνεται φυσικά εδώ με την παρουσίαση αυτού του βιβλίου. Με τη δική σας συμπαράσταση, βοήθεια και συνεργασία ελπίζω να προχωρήσουμε και στην έκδοση ενός δεύτερου βιβλίου, που θα ασχοληθεί με τα ιδιαίτερα πολιτισμικά και λαογραφικά χαρακτηριστικά τους, αλλά και θα καταγράψει και την πορεία τους από την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα, το 1913-24 μέχρι σήμερα. Δεν διεκδικώ το αλάθητο όσων καταγράφω και τα οποία έχω συλλέξει με πολύ κόπο και συνεχή αναζήτηση πηγών και αρχείων για τους Γκαγκαβούζηδες. Πολλές φορές συνάντησα σε ολόκληρα βιβλία μία μόνο αναφορά σε μία σειρά, ή από ένα ολόκληρο κείμενο να αποκρυπτογραφήσω εκείνα τα σημεία που τυχόν ενδιέφεραν την έρευνά μου.

Στο ερώτημα ποιοι είναι οι Γκαγκαβούζοι προσπάθησαν πολλοί ιστορικοί να απαντήσουν και να δώσουν μια λογική εξήγηση της καταγωγής τους και της διαδρομής τους. Περισσότερο ασχολήθηκαν ξένοι ιστορικοί, όπως Βούλγαροι, Τούρκοι, Ρώσοι και πολύ λιγότερο οι Έλληνες. Μέχρι σήμερα στην επίσημη ελληνική βιβλιογραφία υπάρχουν δύο μόνο αναφορές: του Αναστάσιου Ιορδάνογλου, ιστορικού καθηγητή από μία ομιλία του στην Ορεστιάδα στα μέσα της δεκαετίας του 90 και του οθωμανολόγου ιστορικού καθηγητή Αλέξη Σαββίδη. Οι δύο ιστορικοί θεωρούν πως πρόκειται για τουρκικό φύλο που εκχριστιανίσθηκε την εποχή του Βυζαντίου.

Τελικά τι είμαστε; Τούρκοι; Έλληνες; Βούλγαροι; Καραμανλήδες ή Θρακιώτες;

 

Πριν ξεκινήσω την παρουσίαση των γεγονότων θα ήθελα να αναφερθώ και σε ένα ακόμη σημαντικό γεγονός που παρατήρησα στην πολύχρονη αυτή έρευνά μου: το γεγονός πως ηθελημένα τόσο από τους ξένους όσο και από τους δικούς μας ιστορικούς, η αρχαία και βυζαντινή ιστοριογραφία δεν έχει μελετηθεί ολοκληρωμένα, ιδίως για το θέμα των Γκαγκαβούζηδων αλλά και συνολικά, για όλα τα φύλα που εγκαταστάθηκαν αυτά τα χρόνια στη Χερσόνησο του Αίμου. Όταν αυτά αξιοποιηθούν σωστά, τότε καταρρίπτονται μία-μία όλες οι απόψεις που έχει εκφράσει κατά καιρούς η τουρκική και η σοβιετική σχολή ιστορίας.

Οι Γκαγκαούζοι και οι απόψεις της τουρκικής και της σοβιετικής σχολής ιστορίας

 

 

Ο όρος Γκαγκαούζοι ή Γκαγκαβούζηδες εμφανίζεται για πρώτη φορά στη ρωσική ιστοριογραφία αρχές του 18ου αιώνα. Προσδιορίζονται έτσι όλοι οι τουρκόφωνοι χριστιανοί της Βόρειας Βουλγαρίας. Όλες θεωρούν ότι πρόκειται για τουρκικό φύλο και ο λόγος είναι προφανής. Η πρώτη κινείται στο πλαίσιο της θεωρίας του παντουρκισμού μέσα από την οποία εκφράζεται η θέση πως τουρκικά φύλα από την αρχαιότητα εγκαταστάθηκαν σε όλη την Ευρώπη, μεταναστεύοντας από την Κεντρική Ασία, άρα και οι σημερινοί Ευρωπαίοι ειδικά των χωρών της Μεσογείου είναι απόγονοι αυτών των φύλων!!! Παράλληλα η ύπαρξη Τούρκων χριστιανών εξυπηρετεί τα πολιτικά σχέδια των εκφραστών του παντουρκισμού, μέσα από τη σημερινή πολιτική ηγεσία της Τουρκίας.Από δίπλα και η σοβιετική σχολή, η οποία για πολιτικούς λόγους εντάσσει όλους τους τουρκόφωνους στο εσωτερικό της χώρας στους τουρανικούς λαούς και έτσι θεώρησε πως θα ξέμπλεκε μία και καλή με όλους αυτούς τους λαούς που κατοικούσαν στο μαλακό υπογάστριο της Σοβιετικής Ένωσης.

Είναι όμως έτσι τα γεγονότα; Εξετάζοντας τα γεγονότα στην Χερσόνησου του Αίμου, το πρώτο πράγμα που έχουμε να παρατηρήσουμε είναι πως η ευρύτερη Θράκη αποτελεί τον δεξιό πνεύμονα της χερσονήσου και τον αριστερό η Μακεδονία. Αυτή η παρατήρηση ίσως να βοηθήσει να κατανοήσουμε τη σημαντικότητα των δύο γεωγραφικών χώρων αλλά και των γεγονότων, πολεμικών, κοινωνικών, πολιτισμικών και οικονομικών που συντελέστηκαν και θα συντελεστούν τα επόμενα χρόνια ή τις επόμενες δεκαετίες. Από την αρχαιότητα στο χώρο της Θράκης, από το Αιγαίο πέλαγος και μέχρι το Δούναβη, κατοικούσαν θρακικά φύλα εξελληνισμένα ή μη. Ο χώρος που μας ενδιαφέρει και θα αναλύσουμε παρακάτω είναι αυτός της Μικράς Σκυθίας, της σημερινής Δοβρουτσάς όπου και εντοπίζονται για πρώτη φορά οι Γκαγκαβούζηδες. Αντίθετα η υποστήριξη της θεωρίας περί ενός αυτόχθονου θρακικού πληθυσμού δεν υποστηρίχτηκε τα προηγούμενα χρόνια και τελευταία αρχίζει να διατυπώνεται δειλά-δειλά από ιστορικούς της Βουλγαρίας και της Ελλάδας. Οι περισσότεροι ιστορικοί αρνούνται να δεχτούν, ενώ το γνωρίζουν πολύ καλά πως στην περιοχή της Δοβρουτσάς κατοικούσε μέχρι το 3ο-4ο αιώνα το θρακικό φύλο των Κατταούζων και των Κροβούζων ή Κροβύζων. Τα φύλα αυτά καταγράφονται από τους αρχαίους ιστορικούς Ηρόδοτο και Πτολεμαίο τον Γεωγράφο, ενώ αναφορές υπάρχουν και στην ρωμαϊκή περίοδο από τον Οβίδιο και Πλίνιο τον Φυσιοδίφη. Το θρακικό φύλο των Κατταούζων έχει κάτι κοινό με τους Γκαγκαούζους ή Γκαγκαβούζηδες; Κατά τη γνώμη μου, στο όνομά τους υπάρχει ένα κοινό συνθετικό το -Ούζοι που προσδιορίζει λαό ή φύλο. Το πρώτο μέρος του ονόματος Καττα ή Γκαγκα είναι λογικό να έχει αλλάξει στην πορεία του χρόνου. Αυτές οι δύο αναφορές στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή βιβλιογραφία ανατρέπουν την θεωρία περί τουρκικού φύλου, το οποίο ανήκει σύμφωνα με την άποψή τους στο μεσαιωνικό τουρκόφωνο ή τουρκικό φύλο των Ούζων που εμφανίστηκε στην Χερσόνησο του Αίμου το 10-11 αιώνα, όπως ισχυρίζονται οι περισσότεροι ιστορικοί. Ποιο είναι το συμπέρασμα: φύλα ή λαοί με το προσωνύμιο Ούζοι προϋπήρχαν στη χερσόνησο και εύκολα εξελληνίστηκαν, όπως αναφέρεται, όπως και εύκολα εκχριστιανίστηκαν, από τα πρώτα αποστολικά χρόνια.

Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους στην Κωνσταντινούπολη, τα Βαλκάνια και ειδικά η Θράκη αποτελούν το περιβόλι της Πόλης. Η καθιέρωση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας, οδήγησε στον εκχριστιανισμό όλων των λαών των Βαλκανίων. Ειδικότερα οι εξελληνισμένοι λαοί έγιναν ευκολότερα χριστιανοί, λόγω της διάδοσης της νέας θρησκείας μέσω της ελληνικής γλώσσας. Ο Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος, σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση, συνέβαλε στον εκχριστιανισμό των λαών του Ευξείνου Πόντου. Ως πρώτος μητροπολίτης Βάρνας, αναφέρεται από τον Απόστολο Παύλο στην Επιστολή του προς Ρωμαίους, ο Αμπλίας. Η μνήμη του εορτάζεται στις 31 Οκτωβρίου. Επίσης είναι γνωστά ονόματα χριστιανών μαρτύρων από την περιοχή αυτή, όπως οι μάρτυρες Ζωτικός, Κάμασις, Φίλιππος και ο Άγιος Γότθος από την Κωνστάντζα. Επίσης, η συνεχής παρουσία επισκοπών και αρχιεπισκοπών καταδεικνύουν πως η χριστιανική πίστη έχει συνεχή παρουσία από τα πρώτα αποστολικά χρόνια. Έτσι καταρρίπτεται και η δεύτερη θεωρία περί εκχριστιανισμένου τουρκικού φύλου στα μεσαιωνικά χρόνια.

Διάφοροι λαοί, ακολουθώντας το δρόμο της μετανάστευσης, από τα βάθη της Κεντρικής Ασίας περνούν τον Δούναβη και συγκρούονται με το βυζαντινό στρατό. Στις περισσότερες περιπτώσεις οδηγούνται σε ήττα και όσοι καταφέρνουν να επιβιώσουν από τις συνεχείς και σκληρές πολεμικές συγκρούσεις οδηγούνται για μόνιμη εγκατάσταση σε περιοχές που ορίζει το Βυζάντιο, αφού πρώτα βαπτίζονται χριστιανοί και αποδέχονται την εξουσία του βυζαντινού κράτους. Η εγκατάστασή τους κατά τα έθιμα του Βυζαντίου γίνεται στην ύπαιθρο αρχικά, μακριά από στρατηγικές για την εποχή περιοχές, όπου υπηρετούν ταυτόχρονα ως στρατιώτες. Οι λαοί που εμφανίσθηκαν κατά σειρά και εγκαταστάθηκαν τελικά στα Βαλκάνια είναι Γότθοι, Σλάβοι, Βούλγαροι, Πετζενέγκοι, Ούζοι και Κουμάνοι. Σε όλους επιβλήθηκε ο χριστιανισμός και μέσω του ελληνικού πολιτισμού όχι μόνο εντάχθηκαν αλλά και αποτέλεσαν τα κυριότερα στηρίγματα του βυζαντινού κράτους.
Το Βυζάντιο και το Πατριαρχείο επέτρεπε τις επιγαμίες μεταξύ χριστιανών διαφορετικών φυλών, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας νέος τύπος βυζαντινού υπηκόου, ο οποίος είχε τα χαρακτηριστικά του ορθόδοξου χριστιανού, με ελληνική μόρφωση αλλά ανθρωπολογικά ως τύπος αποτελούσε ένα κράμα διαφορετικών φυλών. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι τα επόμενα χρόνια αυτός ο τύπος δεν αμφισβητήθηκε μέχρι την εμφάνιση των εθνικών ιδεολογιών και τη δημιουργία των εθνικών κρατών στα Βαλκάνια.

Η αλλαγή γλώσσας ως επιλογή επιβίωσης

Στα Βαλκάνια, ο κυριότερος εχθρός του Βυζαντίου ήταν οι Βούλγαροι. Λαός ανυπότακτος, με ηγεμόνες που επιζητούσαν πάντοτε την εξουσία και την χειραφέτησή τους από το Βυζάντιο. Οι συχνοί πόλεμοι μεταξύ τους οδηγούσε σε ερημώσεις της υπαίθρου και σε αναγκαστική μετακίνηση των ντόπιων πληθυσμών που δεν συμμαχούσαν μαζί τους μέσα στις οχυρωμένες βυζαντινές πόλεις. Η δημιουργία του πρώτου και του δεύτερου βουλγαρικού κράτους άλλαζε συνεχώς τα σύνορα του Βυζαντίου, αλλά τα δυτικά παράλια του Ευξείνου Πόντου αποτελούσαν πάντοτε βυζαντινό έδαφος. Μετά το τέλος των σταυροφοριών και την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς, στα όρια της σημερινής Βουλγαρίας ιδρύθηκαν τρία πριγκιπάτα: Το πριγκιπάτο του Τυρνόβου και του Βιδινίου, τα οποία αποτελούνταν από πληθυσμούς κυρίως βουλγαρικούς, και το πριγκιπάτο της Καβάρνας, το οποίο αποτελούνταν από Έλληνες βυζαντινούς, Βλάχους, Κουμάνους και Σελτζούκους Τούρκους. Πρώτος ηγεμόνας του πριγκιπάτου ήταν ο Μπαλίκ, ο οποίος ανέλαβε το 1268 περίπου. Μετά τον Μπαλίκ, άρχοντας του πριγκιπάτου αναλαμβάνει ο Ντομπροτίτσα, ο οποίος διαχωρίζει τη θέση του από τα δύο βουλγαρικά πριγκιπάτα και θέτει το πριγκιπάτο του φόρου υποτελές στο Βυζάντιο. Ζητά από το Πατριαρχείο να αναλάβει την επιστασία των χριστιανών του κράτους του. Το πριγκιπάτο αποτελούσε θρησκευτικά, Εξαρχία απευθείας υπαγόμενη στο Πατριαρχείο από το 1320 έως το 1650, όταν η μητρόπολη Βάρνας και η εξαρχία Καβάρνας ενώθηκε σε μία μητρόπολη, αυτή της Βάρνας. Στα χρόνια του Ντομπροτίτσα το πριγκιπάτο γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή του, κυριαρχούσε με το στόλο του στη Μαύρη Θάλασσα και ήταν σκληρός ανταγωνιστής των Γενουατών στο εμπόριο. Με το στρατό του βοήθησε το βυζαντινό κράτος της Τραπεζούντας στην αντιμετώπιση των Γενουατών και των Οθωμανών. Παράλληλα, ο Ντομπροτίτσα είχε παντρευτεί την κόρη του Μέγα Δούκα Απόκαυκου και πήρε τον τίτλο του Δεσπότη. Μετά τον θάνατό του, ανέλαβε ο γιος του Ιβαγκός, ο οποίος διατηρήθηκε ως Δεσπότης της Καβάρνας μέχρι την κατάληψη της περιοχής από τους Οθωμανούς το 1394. Αιτία αποτέλεσε η άρνηση του Ιβαγκός να συμμετέχει στην εκστρατεία εναντίον των χριστιανών της Ουγγαρίας, της Μολδαβίας και Βλαχίας, όπως του ζήτησε ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Α΄ ο Κεραυνός, με αντάλλαγμα να διατηρήσει το κράτος του. Με την κατάλυση του κράτους, ο πληθυσμός του πριγκιπάτου μένει χωρίς ηγέτες να τον καθοδηγήσουν με αξιοπρέπεια, με αποτέλεσμα να αποδεχτούν τη νέα τάξη πραγμάτων και νʼ αναγκαστούν να αλλάξουν τη γλώσσα τους, όπως και συνέβη με το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού της Μικράς Ασίας και της Χερσονήσου του Αίμου. Πρέπει να σημειωθεί πως φαινόμενα μαζικού εξισλαμισμού μεταξύ των πληθυσμών αυτών στη χερσόνησο δεν αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία, ενώ αντίθετα αναφέρονται για τον μικρασιατικό χώρο. Η πλειονότητα παρέμεινε και υπέφερε μαζί με τους υπόλοιπους χριστιανούς της περιοχής. Επειδή ζούσαν ανάμεσα σε συμπαγείς πληθυσμούς Οθωμανών Τούρκων, για να επιβιώσουν και για να μπορούν να συναλλάσσονται, άλλαξαν τη γλώσσα τους και τουρκοφώνησαν. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η γλώσσα των Γκαγκαούζηδων είναι παρόμοια με των Οθωμανών της Βαλκανικής και όχι με αυτήν των Οσμανλήδων της Μικράς Ασίας, δηλαδή διατηρούν στη σύνταξη ακόμη και σήμερα την ελληνική γραμματική και σκέψη παρά την επίσημη τουρκική. Το Οθωμανικό κράτος, όπως και όλα τα μουσουλμανικά κράτη, στηρίχτηκαν στην αρχή πιστοί και άπιστοι. Μετά την κατάληψη της Πόλης από τους Οθωμανούς και την ανακήρυξη του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης ως θρησκευτικού και πολιτικού ηγέτη όλων των χριστιανών οι Γκαγκαούζοι εντάσσονται στο χριστιανικό Μιλλέτ.

Η εγκατάσταση των Γκαγκαβούζων στην Ανατολική Θράκη

Η πρώτη εγκατάσταση γκαγκαβούζικων πληθυσμών στην Ανατολική Θράκη και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή της Χάφσας μαρτυρείται από το 1512 έως το 1560 επί βασιλείας του Σελίμ Α΄του Γιαβούζ και του Μωάμεθ του Μεγαλοπρεπή. Στο Χάσκιοϊ της Αδριανούπολης, χρησιμοποιήθηκαν ως εργάτες γης και δούλευαν στα χωράφια του σουλτάνου και στα φιλανθρωπικά ιδρύματα της χριστιανής συζύγου του, Ουκρανής Ρωξελάνης.
Τον 16ο αιώνα, κατά την περιοδεία στα Βαλκάνια, ο Οθωμανός περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπί συναντά τους Γκιαούρηδες(άπιστους) Τούρκους και απορεί πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν τουρκόφωνοι χριστιανοί. Μετά από μια μικρή έρευνα παραδέχεται ότι δεν πρόκειται για τουρκικό φύλο. Σύμφωνα με τα γραπτά του, Οθωμανούς και τουρκικά φύλα συνάντησε βορειότερα στα παραδουνάβια έλη.
Σε όλους τους Ρωσοτουρκικούς πολέμους οι Γκαγκαβούζηδες βοηθούσαν με όλα τα μέσα που διέθεταν τον ρωσικό στρατό. Είχε αποκρυσταλλωθεί στην συνείδησή τους, όπως και σε όλους τους χριστιανικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων, ότι το «Ξανθό γένος», δηλαδή οι Ρώσοι θα τους απελευθερώσουν από τον οθωμανικό ζυγό. Ο γκαγκαούζικος πληθυσμός της Βεσσαραβίας, από το 1810-20, αναπτύσσεται και λειτουργεί άλλοτε σε εχθρικό περιβάλλον και άλλοτε σε φιλικό. Κυρίως, ως αγρότες συμμετέχουν σε όλα τα γεγονότα που διαδραματίζονται στην Μολδαβία και τη Βλαχία. Συμμετέχουν με δικό τους στρατιωτικό σώμα στην επανάσταση του Υψηλάντη, με αρχηγό τον Δημήτρη Βατικιώτη, Απόστολο της Φιλικής Εταιρείας. Καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν στην πολιορκία και κατάληψη της Σιλίστριας, στη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1810-16.
Γκαγκαβούζηδες συμμετείχαν στον Ιερό λόχο στη μάχη του Δραγατσανίου, δίχως να έχουμε καταφέρει να καταγράψουμε τα ονόματά τους. Συμμετείχαν στη βουλγαρική λεγεώνα, κατά την διάρκεια των Ρωσοτουρκικών πολέμων, με επαναστατικές ενέργειες στη βόρεια Βουλγαρία και στη σημερινή Ρουμανία. Οι Βούλγαροι τονίζουν σε όλα τα ιστορικά βιβλία τους την ανδρεία και το θάρρος που επιδείκνυαν οι Γκαγκαβούζηδες στο πεδίο της μάχης

Διωγμοί και μεγάλες μετακινήσεις Γκαγκαβούζικων πληθυσμών τον 19ο αιώνα

Το 1829 για να γλιτώσουν από τα αντίποινα των Οθωμανών μετανάστευσαν μαζικά, μαζί με τον μητροπολίτη Βάρνας, στη Βεσσαραβία. Υπολογίζεται ότι μετανάστευσαν 100.000 περίπου Γκαγκαούζοι, ελληνόφωνοι και βουλγαρόφωνοι χριστιανοί. Η εγκατάστασή τους έγινε στις επαρχίες του Κομράτ και του Ισμαηλίου.
Στις δεκαετίες του 1840-50 αρχίζει η αναγέννηση του ελληνισμού της βόρειας Βουλγαρίας. Με προτροπή του μητροπολίτη Βάρνας Ιωσήφ, και αργότερα του Ιωακείμ, ιδρύονται τα πρώτα σχολεία των κοινοτήτων.
Παράλληλα έχει αρχίσει και η αναγέννηση του βουλγαρικού έθνους. Οι έντονοι ανταγωνισμοί και η διάθεση των Βουλγάρων να χειραφετηθούν απέναντι στο Πατριαρχείο και στους Έλληνες οδηγεί σε καθημερινές συγκρούσεις. Τα γκαγκαούζικα χωριά αποτελούν το πρώτο στόχο των Βουλγάρων. Ορισμένα, λόγω της μακρόχρονης συγκατοίκησής τους με βουλγαρικούς πληθυσμούς, δηλώνονται βουλγαρικά και εντάσσονται στη βουλγαρική εκκλησία. Η πλειοψηφία των χωριών τάσσονται με τους Έλληνες. Ακολουθεί ένας σκληρός και ανελέητος διωγμός των Γκαγκαούζων από τα χωριά τους. Μετακινούνται συνέχεια για να γλιτώσουν τις πιέσεις και τους εκβιασμούς που τους επιβάλλουν οι Βούλγαροι. Το 1864 συμμετέχουν ενεργά στην εξέγερση των αγροτών εναντίον των γαιοκτημόνων της Ρουμανίας. Η εξέγερση πνίγηκε στο αίμα, 10.000 νεκρούς υπολογίζεται ότι είχε και ανάμεσά τους πολλοί Γκαγκαβούζηδες. Το 1870-78 με τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο ακολουθούν το ρωσικό στρατό, στη μόνη δύναμη μετά τους Έλληνες που είχαν εμπιστοσύνη. Η αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων οδηγεί σε διωγμό εναντίον των Γκαγκαβούζηδων. Υπολογίζεται ότι περίπου 6.000 Γκαγκαούζοι μετακινούνται αυτή την περίοδο και εγκαθίστανται στην επαρχία Χάφσας, του Μπαμπά-Εσκί και των Σαράντα Εκκλησιών, ενώ 1.000 περίπου εγκαθίστανται στην Υάμπολη της Βουλγαρίας. Αντίθετα περίπου 100.000 έφυγαν βόρεια και εγκαταστάθηκαν σε εδάφη που τους παραχώρησε η ρωσική αυτοκρατορία στη Βεσσαραβία, στη θέση των τουρκικών πληθυσμών που αναγκάστηκαν να μετακινηθούν, ακολουθώντας τον ηττημένο οθωμανικό στρατό. Έτσι δημιουργείται ένα τρίγωνο ανάμεσα στη Βάρνα, Υάμπολη και Χάφσα μέσα στο οποίο βρίσκονται ζουν και επιβιώνουν οι γκαγκαούζικοι πληθυσμοί. Όσοι παρέμειναν στα πάτρια εδάφη υποφέρουν, μαζί με τους ελληνικής καταγωγής χριστιανούς, και αντιστέκονται στον εκβουλγαρισμό που προωθούν Ρώσοι και Βούλγαροι. Στην Βάρνα, στην Καβάρνα, στο Μπάλτζικ, στο Γκιαούρ-Σουγιουτσούκ, στο Κέστριτς και σε άλλα χωριά αναφέρονται γεγονότα και ανθελληνικές ενέργειες των Βουλγάρων να τους πάρουν τα σχολεία και τις εκκλησίες. Η παρουσία και η παραμονή τους όμως είναι προδιαγεγραμμένη. Ο στόχος των Βουλγάρων είναι αν δεν εκβουλγαριστούν να εγκαταλείψουν τη πατρίδα τους στην οποία ζούσαν για εκατοντάδες χρόνια. Με το μεγάλο ανθελληνικό διωγμό του 1906 και του 1914, εγκαταλείπουν τις εστίες τους. Οι περισσότεροι μετακινούνται προς την Ανατολική Θράκη, ακολουθώντας τους υπόλοιπους Ανατολικορουμελιώτες και Βαρνιώτες και ορισμένοι διασκορπίζονται σε όλη την Ελλάδα. Υπάρχουν αναφορές ότι γκαγκαβούζικοι πληθυσμοί υπάρχουν στην Θεσσαλία, στη Θεσσαλονίκη, στη Βέροια και στο Κιλκίς. Άλλοι μετακινούνται στην ενδοχώρα της Ανατολικής Θράκης και εγκαθίστανται σε χωριά της Αδριανούπολης, της Χάφσας του Μπαμπά-Εσκί, των Σαράντα Εκκλησιών, του Ουζούν-Κιοπρού, των Μαλγάρων και της Αίνου. Ως τουρκόφωνοι χριστιανοί αντιμετωπίζονται αρχικά με επιφύλαξη από τους υπόλοιπους χριστιανούς. Ιδρύουν δικά τους χωριά ή συνοικίες μέσα στις πόλεις, όπου ζουν σχεδόν απομονωμένοι.

 

Γρήγορα όμως θα αποτελέσουν το βασικό κορμό της αντίστασης των Θρακιωτών στις τουρκικές και βουλγαρικές πιέσεις και βλέψεις. Στη Ανατολική Θράκη οργανώνεται από τον Στυλιανό Γονατά και τον Κονδύλη ένα μεγάλο δίκτυο πληροφοριοδοτών, για να εντοπίζουν και να προβλέπουν τις μετακινήσεις και τις επιδιώξεις των βουλγαρικών και τουρκικών στρατευμάτων και διοικήσεων. Στο δίκτυο αυτό περίοπτη θέση και δράση έχουν οι Γκαγκαβούζηδες της Χάφσας. Στα «Απομνημονεύματά» του ο Γονατάς μιλάει με θαυμασμό για τον ηρωισμό τους και για τους αντιστασιακούς πυρήνες που οργανώνουν μέσα στα χωριά τους. Συμμετέχουν στις αντάρτικες εθνικές ομάδες του «Πρασιά-Μπουγιουκλού», Δημήτρη Βοεβόδα από το Μεγάλο Ζαλούφι και του Μπουλγκιουστρίνη από το Χάσκιοϊ.

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι – Η απελευθέρωση της Θράκης – Η προσφυγιά

Ο Α΄ Βαλκανικός πόλεμος φέρνει τους Βούλγαρους στην Ανατολική Θράκη. Στην αρχή αντιμετωπίζονται ως απελευθερωτές από τους χριστιανούς κατοίκους. Γρήγορα καταλαβαίνουν τα σχέδιά τους για τον εκβουλγαρισμό των Θρακιωτών χριστιανών. Όσοι αντιστέκονται μετακινούνται. Γκαγκαβούζικοι πληθυσμοί μετακινούνται σε χωριά πέρα από το σημερινό χωριό Φυλάκιο και σε χωριά της Υάμπολης με στόχο να αναγκασθούν να δηλώσουν Εξαρχικοί και να ενταχθούν στο βουλγαρικό κράτος. Οι πιέσεις δεν αποδίδουν. Όταν εγκαταλείπουν την Θράκη οι Βούλγαροι, πολλοί Γκαγκαβούζηδες φεύγουν μαζί τους για να γλυτώσουν από τα αντίποινα των Τούρκων. Η μέρα της απελευθέρωσης της Ανατολικής Θράκης δεν άργησε να φανεί. Τον Ιούλιο του 1920 απελευθερώνεται. Οι γκαγκαβούζικοι πληθυσμοί, όπως και οι υπόλοιποι Θρακιώτες, υποδέχονται με ενθουσιασμό τον ελληνικό στρατό. Το πρώτο σύνταγμα στρατού από ντόπιους Θρακιώτες αποτελείται από Γκαγκαβούζηδες της Χάφσας, όπως μαρτυρούν τα αρχεία του ελληνικού στρατού. Συμμετέχει στην απελευθέρωση των Σαράντα Εκκλησιών και φτάνει μέχρι τη Τσαλτάτζα, από όπου τους επιτρέπεται να γυρίσουν στα χωριά τους. Δυστυχώς, για όλους η εγκατάλειψη των εστιών τους και των χωριών τους δεν άργησε να φανεί. Ακολουθώντας τη μοίρα του υπόλοιπου ελληνισμού της Ανατολής πήραν πάλι το δρόμο της προσφυγιάς. Η μεγαλύτερη μάζα εγκαταστάθηκε στο βόρειο Έβρο. Ίσως γιατί με το πέρασμα του ποταμού βρήκαν αμέσως εδάφη που έμοιαζαν με αυτά των χωριών τους, ή διότι πίστευαν ότι η προσφυγιά ήταν προσωρινή και θα επέστρεφαν πάλι στα χωριά τους. Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ. Η εγκατάστασή τους αυτή τη φορά ήταν μόνιμη.
Μέχρι και σήμερα υπάρχουν και προσπαθούν να διατηρήσουν τις παραδόσεις τους. Μεταφέρθηκαν τραγούδια, παραμύθια και λαϊκές λατρείες, που αποτελούν ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερο πολιτισμό, αυτόν του ελληνισμού της βόρειας Βουλγαρίας. Ένας πολιτισμός γνήσιος θρακιώτικος, που μέσα από το πέρασμα των αιώνων αποτελούσε φάρο του πολιτισμού για όλους τους υπόλοιπους λαούς των Βαλκανίων. Αν υπάρχει σήμερα μια συγγένεια μεταξύ των χορών, των τραγουδιών και των παραδόσεων μεταξύ του βουλγαρικού και του ελληνικού πληθυσμού αυτό οφείλεται στην μακρόχρονη συγκατοίκησή τους.

Οι Γκαγκαβούζοι σήμερα – Τόποι κατοικίας τους

Οι Γκαγκαβούζοι κατοικούν σήμερα στον βόρειο Έβρο, στα χωριά της Ορεστιάδας και Διδυμοτείχου. Τα χωριά και οι τόποι εγκατάστασης τους είναι: Επαρχία Ορεστιάδας: Αμμόβουνο 59 οικογένειες, Άρζος 33 οικ., , Βάλτος 23 οικ., Δίλοφος 24 οικ., Θούριο 194 οικ., Καβύλη 2 οικ., Καναδάς 63 οικ., Κέραμος 16 οικ., Κλεισώ 94 οικ., Κριός 1 οικ., Κυπρίνος 6 οικ., Λεπτή 15 οικ., Οινόη 237 οικ., Ορμένιο 6 οικ., Πάλη 7 οικ., Πλάτη 7 οικ., Πύργος 85 οικ., Σαγήνη 244 οικ., Σάκκος 1 οικ., Σπήλαιο 30 οικ., Φυλάκιο 34 οικ.

Στην επαρχία Διδυμοτείχου: Ασβεστάδες 3 οικ., Ευγενικό 22 οικ., Κωστή 12 οικ., Πουλιά 2 οικ., Σαύρα 12 οικ.

Εγκαταστάσεις προσφύγων Γκαγκαβούζων έχουμε στα χωριά της Κομοτηνής, Άμφια και Ν. Καλλίστη, στα Χρυσοχώραφα Σερρών, στον Λαγκαδά και στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης, διασκορπισμένες οικογένειες στο νομό Κιλκίς και σε χωριά της Θεσσαλίας.

Επίσης, Γκαγκαβούζηδες υπάρχουν στην Νέα Ζίχνη Σερρών και στα γύρω χωριά, δίχως μέχρι τώρα να έχουμε εξακριβώσει, αν πρόκειται για ντόπιους ή μεταφερόμενους πληθυσμούς, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Πιστεύω πως πρόκειται για Γκαγκαβούζηδες που μετακινήθηκαν το 1512-1560, όταν έχουμε και την πρώτη εγκατάσταση Γκαγκαβούζηδων στην Ανατολική Θράκη, και για τους ίδιους λόγους.

Αμέσως μετά την εκδήλωση και τις συγκινημένες ευχαριστίες των Γκαγκαβούζηδων του Έβρου προς τον Γκαγκαβούζη επίσης συγγραφέα Χρήστο Κοζαρίδη, για το βιβλίο του που τους επιτρέπει να ομολογούν και να λένε πλέον δυνατά ότι είναι στην καταγωγή Γκαγκαβούζηδες, το χορευτικό συγκρότημα του Πολιτιστικού Συλλόγου Οινόης τραγούδησε και χόρεψε με καταπληκτική θεατρικότητα γκαγκαβούζικα τραγούδια και χορούς, και με τη συμμετοχή του συγγραφέα.

Τα κοινά ταξικά συμφέροντα στον ιστορικό χωροχρόνο φαίνεται όμως ότι αποτελούν τη μεγαλύτερη δύναμη για όλες τις ομάδες που δεν ταυτίζονται με τα γεωπολιτικά συμφέροντα των ιμπεριαλιστών, καθώς οι αποσχίσεις και οι αυτονομήσεις δεν απελευθερώνουν από την κυρίαρχη/ταξική καταπίεση.
Τα έθνη αποτελούν ιστορική κατασκευή του 19ου αιώνα στη βάση κοινότητας/γλώσσας/εδάφους/πολιτισμικής ομάδας, αλλά η οικονομική ζωή παραμένει αρχέγονη βάση της ανθρώπινης ταυτότητας. Σκοπός της ιστορίας, όπως γράφει ο Μαρξ είναι η εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων και η απελευθέρωση των ανθρωπίνων δυνατοτήτων που η εξέλιξη αυτή θα φέρει. Πραγματικά αληθινή είναι η παραγωγική ζωή των ανθρώπων και όχι οι ιδέες ή η συνείδησή τους.»

Ιφιγένεια Βαμβακίδου, από τον πρόλογο της έκδοσης

Υ.Γ.: Στην εκδήλωση η σειρά των ομιλητών ήταν διαφορετική, αφού την παρουσίαση άνοιξε η κ. Βαμβακίδου. Για λόγους όμως εξυπηρέτησης της ανάγνωσης, επιλέχθηκε στο ένθετο να προηγηθεί η παρουσίαση των περιεχομένων του βιβλίου από τον ιστορικό Ηλία Πετρόπουλο, και νʼ ακολουθήσει η αξιολόγησή του από την ιστορικό Ιφιγένεια Βαμβακίδου.

Οι Γκαγκαβούζηδες της Βεσσαραβίας και της Βουλγαρίας

Οι Γκαγκαβούζηδες της Βεσσαραβίας το 1907 και 1910 συμμετείχαν σε νέες εξεγέρσεις αγροτών. Η ρωσική επανάσταση του 1917 τους βρίσκει εγκλωβισμένους στη Βεσσαραβία, διότι η περιοχή διεκδικείται συνεχώς από τους Ρουμάνους και τους Ρώσους. Σε όλη τη διάρκεια της Σοβιετικής Ένωσης διατηρούν τον ιδιαίτερο πολιτισμό τους, τους επιτρέπεται να έχουν εκκλησίες, έστω και λίγες, όπως και να διατηρήσουν τη γλώσσα τους. Ίσως σε αυτό το γεγονός να οφείλεται και η συμπάθεια που δείχνουν προς τους Ρώσους και το ότι τάχθηκαν με το μέρος τους στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Αντιδρούν επιπλέον στην προσπάθεια των Μολδαβών εθνικιστών να ενωθούν με τη Ρουμανία. Το 1990, στη Μολδαβία, καταφέρνουν να αποκτήσουν αυτόνομο καθεστώς διοίκησης . Σήμερα γίνεται μια μεγάλη προσπάθεια να επανασυνδεθούν με τους Γκαγκαβούζηδες της Ελλάδας. Η μακροχρόνια προσπάθεια των Ρώσων ιστορικών να τους πείσουν ότι ανήκουν σε ένα από τα τουρανικά-τουρκικά φύλα της Ασίας, αν και πέτυχε σε ένα μεγάλο βαθμό, αμφισβητείται σήμερα από ιστορικούς Γκαγκαούζους της Μολδαβίας. Το βλέμμα τους είναι στραμμένο προς την Ελλάδα και περιμένουν από εμάς μια μεγαλύτερη βοήθεια οικονομική, πολιτιστική για να βρουν τα βήματά τους προς τη σωστή κατεύθυνση όπως οι ίδιοι λένε.

Οι Γκαγκαβούζηδες της Βουλγαρίας τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να ανιχνεύσουν την καταγωγή τους και δειλά-δειλά δηλώνουν την διαφορετικότητά τους προς τους Βούλγαρους. Στη Ρουμανία δεν υπάρχουν σήμερα καταγραμμένοι δηλαδή δηλωμένοι γκαγκαβούζικοι πληθυσμοί.

Ο συγγραφέας Χρήστος Κοζαρίδης

Ο Χρήστος Στ. Κοζαρίδης γεννήθηκε στο Αμμόβουνο Ορεστιάδας Έβρου το 1962 και σπούδασε στην Οδοντιατρική Σχολή Θεσσαλονίκης. Κατάγεται από προσφυγική οικογένεια Θρακιωτών, ο πατέρας του είναι Γκαγκαβούζης, από το Κοτζά Χιντίρ, χωριό κοντά στο Χάσκιοϊ και η μητέρα του από την Καράμτζα του Ουζούν Κιοπρού. Από το 1989 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Χρυσούπολη Καβάλας. Είναι μέλος πολιτιστικών και αθλητικών συλλόγων, ασχολείται ενεργά με τα κοινωνικά, πολιτιστικά και πολιτικά δρώμενα της Επαρχίας Νέστου.
Από μικρός διαμορφώνει συνείδηση της καταγωγής του, συμμετέχοντας και μελετώντας τα ήθη και τα έθιμα του χωριού του, τους χορούς και τα τραγούδια της ιδιαίτερης πατρίδας του. Αυτό ήταν η αφορμή για να ασχοληθεί και συστηματικά με την ιστορία και τη διαδρομή των προσφύγων της Ανατολικής Θράκης.
Αποτέλεσμα ήταν η έκδοση δύο βιβλίων για την ιστορία της Επαρχίας Νέστου με τίτλους:
1.«Επαρχία Νέστου, από τα ομηρικά χρόνια μέχρι το 1940. Συμβολή στην τοπική ιστορία» και
2.«Από την Ανατολική Θράκη στην Επαρχία Νέστου. Ιστορική – Κοινωνική – Λαογραφική περιήγηση στους τόπους καταγωγής των Ανατολικοθρακιωτών προσφύγων της Επαρχίας Νέστου».
Παράλληλα, έψαχνε συστηματικά σε βιβλιοθήκες και αρχεία, κρατικά και ιδιωτικά, κατέγραψε διηγήσεις προσφύγων, αναζήτησε και βρήκε απογόνους με ενδιαφέρον για την γκαγκαβούζικη καταγωγή τους. Η έρευνα αυτή κράτησε πολλά χρόνια και αποτέλεσμά της είναι η παρούσα έκδοση.
Από μέρους του, η έκδοση αυτού του βιβλίου θεωρείται φόρος τιμής σε όλους τους Γκαγκαβούζηδες, οι οποίοι αν και διώχτηκαν, χλευάστηκαν και υποτιμήθηκαν για την καταγωγή τους, παρέμειναν όρθιοι και επέμεναν να την τονίζουν με υπερηφάνεια.

 

Το αφιέρωμα σε pdf υπάρχει και στη στήλη “Ένθετα Αφιερώματα”
http://www.paratiritis-news.gr/admin/entheta/1265806002.pdf
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.