«Δρομοι της οργης» παρουσιαση του βιβλιου του Αντωνη Σiμιτζη

Ο «Παρατηρητής της Θράκης» και η Κοινότητα Νέων διοργάνωσαν με επιτυχία το βράδυ του Σαββάτου στο ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του Αντώνη Σιμιτζή «Δρόμοι της οργής». Για το βιβλίο μίλησε η Αλεξανδρουπολίτισσα δημοσιογράφος και συγγραφέας Ελένη Σκάβδη και η Ειρήνη Φαϊτού από την Κοινότητα Νέων. Την εκδήλωση συντόνισε η διευθύντρια του «Παρατηρητή» Τζένη Κατσαρή – Βαφειάδη. Από την Κοινότητα Νέων συνεργάστηκαν για τη βιβλιοπαρουσίαση οι Θάνος Λαγκάζαλης, Ανδρέας Μπαχτσεβάνης, Νάντια Τσιώστα, Ηρακλής Λαμπαδαρίου και η Ειρήνη Φαϊτού. Ιδιαίτερα άμεσος, επικοινωνιακός με τους νέους, σε κάποιες στιγμές διδακτικός, γνωρίζοντας ότι μιλάει σε νέους αλλά όχι σε παιδιά, ο Αντώνης Σιμιτζής ταξίδεψε το κοινό του στον πραγματικό κόσμο της πολιτικής, της ζωής, της ανάγκης και του περιττού, της τόλμης και της ελευθερίας, ενώ ταυτόχρονα με τη διαρκή παρουσίαση των ακροατών λάβαινε τα δικά του μηνύματα, ίσως αφορμή για ένα επόμενο βιβλίο, μια και το τελευταίο διάστημα στα ενδιαφέροντά του είναι η Θράκη.

Τον συγγραφέα και την Ελένη Σκάβδη παρουσίασε η εκδότρια του «Παρατηρητή της Θράκης» Τζένη Κατσαρή. Και οι τρεις συμφώνησαν ότι η εκδήλωση θα πρέπει ν’ αφιερωθεί στην πρόσφατα χαμένη δημοσιογράφο και συγγραφέα Ρεφικά Ναζίμ.

Ε. Σκάβδη:

«Ο Αντώνης Σιμιτζής έγραψε ένα πολιτικό βιβλίο του παρόντος»

Η Ελένη Σκάβδη, επιστρέφοντας σε γνώριμους τόπους και συναντώντας οικεία πρόσωπα, πριν ξεκινήσει την προσέγγιση του βιβλίου του Αντώνη Σιμιτζή έκανε μια αναφορά στη στιγμή, στο ότι ήρθε για την παρουσίαση λίγες μέρες μετά το θάνατο της Ρεφικά Ναζίμ. «Τη Ρεφικά και τον Μεμέτ Τσολάκ, τούς γνώρισα χάρις στη δουλειά μου στον «Παρατηρητή» είπε. «Μια εφημερίδα, επομένως μπορεί να διαδραματίσει σε μια μικρή τοπική κοινωνία έναν ουσιαστικό ρόλο, ανατρεπτικό, ένα ρόλο που δεν τον φαντάζεται κανείς. Κι αυτό πρέπει να το σημειώσω, γιατί σήμερα, στα σκουπίδια που πετάμε στον κάλαθο των αχρήστων, ένα μεγάλο κομμάτι καταλαμβάνουν οι εφημερίδες και τα ΜΜΕ. Ο «Παρατηρητής» πιστεύω ότι είναι μια άνοιξη, η οποία συμβολίζει πολλά πράγματα κι εύχομαι αυτή η άνοιξη να διαρκέσει».

Η Ελένη Σκάβδη σημείωσε ότι ο Αντώνης Σιμιτζής κατάγεται από την Ηλεία, «από μια περιοχή που έχει πάρα πολλές βουρδουλιές στην πλάτη της σε σχέση με νοοτροπίες, πελατειακό σύστημα, μηχανισμούς, ζητήματα πολιτισμού. Αυτή η περιοχή «έβγαλε τον Αντρέα και το Ντίνο Καρκαβίτσα, τους μέγιστους. Η Αμαλιάδα είναι πατρίδα του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, που χάρις στον «Παρατηρητή» βρήκε σανίδι και παρουσιάστηκε σ’ ένα ειδικό αφιέρωμα σε συνεργασία με το Δήμο Κομοτηνής. Νομίζω ότι είναι ό,τι πιο σημαντικό διαθέτει η χώρα μας από άποψη λογοτεχνίας. Η Αμαλιάδα είναι πατρίδα και του Νίκου Μπελογιάννη. Οποία βαρύτητα όσον αφορά τις προσλαμβάνουσες του Αντώνη Σιμιτζή, που γεννήθηκε στην πόλη, ήταν δημαρχόπουλο και μεγάλωσε στις γειτονιές μιας πόλης αγροτικής, σε μια εποχή που είχε εκτελεστεί ο Νίκος Μπελογιάννης (το 1952)».

Ο Αντώνης Σιμιτζής έχει γράψει 4 μυθιστορήματα μέσα σε 9 χρόνια, με 9 και 13 εκδόσεις το καθένα, είναι ένας εμπορικός συγγραφέας χωρίς να το θέλει και χωρίς να είναι μέσα στα λούκια.

•Η διαδρομή του Φρίξου

Η κ. Σκάβδη πέρασε ακολούθως στο μυθιστόρημα, ανακάλυψε τους Δρόμους της οργής, ακολουθώντας τη διαδρομή του τολμηρού ήρωα Φρίξου.

«Βασικός ήρωας ο Φρίξος, ένας 26χρονος επαρχιώτης που σπουδάζει οικονομικά στο Άστυ, και είναι ταυτόχρονα και συγγραφέας. Για την ακρίβεια έχει γράψει και έχει εκδώσει διηγήματα, όταν τον συναντούμε στις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Καταγωγή, μια αγροτική περιοχή του Μοριά, αγρότης πατέρας, που πέθανε από τα φυτοφάρμακα.

Δίπλα του η Σόφη, φοιτήτρια αρχαιολογίας, μεγαλοαστή, προερχόμενη από οικογένεια που φυσάει το χρήμα… Τρίτο βασικό πρόσωπο του μυθιστορήματος, η Λαμπρίνα, εξαδέλφη του Φρίξου, φιλόλογος παντρεμένη με ευκατάστατο πολιτικό μηχανικό, κόρη του Στρατηγού αδελφού του μακαρίτη πατέρα του Φρίξου, που κατά κάποιο τρόπο έχει υιοθετήσει τον συγγραφέα και χρηματοδοτεί τις σπουδές του. Γύρω από αυτή την τριάδα, συνυπάρχουν και δρουν πάνω από 15 ήρωες, άλλοι σημαντικοί, κάποιοι άλλοι όχι τόσο, που όμως το πέρασμά τους από το μύθο έχει την ξεχωριστή σημασία του.

Ο Ευθύμης, φοιτητής Νομικής από τον οποίο ο Φρίξος γνώρισε και υφάρπαξε τη Σόφη, η Hρίνα, μια μαθήτρια που έγραφε και ποιήματα, ο φτωχο –Νώντας, το κορίτσι, η γριά Δώρα και η Κατίνα, η Σοφρά, μια μετανάστρια από την Παλαιστίνη που δέχεται βίζιτες για να θρέψει το παιδί της και να ζήσει… και ακόμα πολλά πρόσωπα ανιόντες των κεντρικών ηρώων, σόγια και συγγενολόγια, όπως ακριβώς η οικεία μας Ελλάς.

Όλοι αυτοί που προέρχονται από πολλές μεριές της ευρύτερης γειτονιάς μας ζουν στο κλεινόν άστυ. Στο άστυ λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες, στο άστυ που εκσυγχρονίζεται και δομείται για να εξυπηρετήσει τα τετράτροχα και μόνον αυτά.

Ο Φρίξος όταν γνωρίζει τη Σόφη, έχει ήδη αποφασίσει να παρατήσει το πανεπιστήμιο για να αφοσιωθεί στη συγγραφή. Έχει ματιά, κουράγιο και αντοχές, είναι έξυπνος και ευαίσθητος. Βοηθά φτωχούς με το χαρτζιλίκι του, ανακατεύεται με το περιθώριο για να κατανοήσει και να ανατρέψει, γνωρίζει δε και τη Σοφρά μια πόρνη από την Παλαιστίνη, με σκοπό να τη βοηθήσει και αυτήν. Γοητεύεται από τη Σόφη και αποφασίζουν να ζήσουν μαζί, στο κτήμα που έχει αυτή στην Πεντέλη. Από την απόφασή τους μέχρι την υλοποίηση της, μεσολαβούν τα γνωστά ελληνικά ευτράπελα. Οι γονείς της παθαίνουν όταν η κοπέλα τούς παρουσιάζει το γαμπρό, έναν εξεγερμένο νεαρό, πολιτικοποιημένο, που τους μοιάζει για κομμουνιστής.

Ο γάμος γίνεται πριβέ, σε δημαρχείο, η Σόφη μένει έγκυος και η συμφωνία είναι να ζήσουν στο κτήμα της Πεντέλης, ο Φρίξος να γράφει κι εκείνη να χρηματοδοτεί την οικογένεια και να σπουδάζει.

Η σχέση βέβαια δεν θ’ αντέξει. Η εξέλιξη της ιστορίας, περιλαμβάνει μια χωρίς όρια κριτική στο σύστημα και στον παρόντα πολιτισμό μας, μετωπική και σκληρή που δεν αφήνει σχεδόν τίποτε άθικτο.

Μια εξαιρετική περιδιάβαση στον παρόντα νεοελληνικό πολιτισμό, ό,τι κυρίως τον χαρακτηρίζει στη μεγαλούπολη, εκεί άλλωστε παράγεται τα μεταπολεμικά χρόνια αυτός ο πολιτισμός, και διαπλέκεται με όλα τα συμπαρομαρτούντα… και στη συνέχεια μετακινείται και στην επαρχία.

•Το μυθιστόρημα

Τετρακόσιες σελίδες. Σαράντα κεφάλια. Πυκνοί, ζωντανοί διάλογοι, που ρέουν με καταιγιστικό ρυθμό στο σημείο, που οδηγούν τον αναγνώστη, αντάμα με τους ήρωες σε στενωπούς, τον κάνουν να χάνεται σε τεθλασμένες διαδρομές και άλλοτε πάλι τον προσγειώνουν στην οικεία ατμόσφαιρα του παρόντος με όλα τα συμπαρομαρτούντα. Η πρώτη γεύση από την ανάγνωση των «Δρόμων της Οργής» του Αντώνη Σιμιτζή, ήταν ανάλογη με το Vertico των πιλότων. Μια αγοραφοβική αίσθηση, σαν αυτή που αισθάνεται ένας επαρχιώτης που θα βρεθεί να κυκλοφορεί σε ώρα αιχμής μεταξύ Συντάγματος και Ομόνοιας στο κλεινόν άστυ, στην απρόσωπη, θορυβώδη, χαοτική αλλά αντιπροσωπευτική αυλή του πολιτισμού μας.

Πάνω από 20 ήρωες, που διαπλέκονται στο μύθο με κάθε είδους τρόπο, εντάσεις και συγκρούσεις, που ερωτεύονται αποκαλύπτονται, μάχονται συγκρούονται, άγχονται, εξαφανίζονται, διαφωνούν, ή ομονοούν όπως και να ‘χει ζουν και υπάρχουν…

Ο μύθος αφορά την τελευταία διετία στη ζωή του 26χρονου Φρίξου κάπου μεταξύ 2002 και 2004, την προολυμπιακή και μεταολυμπιακή Ελλάδα, την Ελλάδα του εκσυγχρονισμού, της Ε.Ε., που γεύεται την παγκοσμιοποίηση και δείχνει να υποκλίνεται σ΄ αυτήν. Παρακμιακές εποχές, ακόμα και για τους ρομαντικούς, αυτούς που πορεύονται με ηρωικές θα έλεγα ιδεολογίες, που εμμένουν σε αξιακές αρχές σκονισμένες από το χρόνο. Αυτή την παρακμή παλιότερα θα τη χαρακτηρίζαμε ως εποχή από την οποία ελλείπει η αρετή. Σήμερα όμως αυτή την έλλειψη συμπληρώνει και ο κυνισμός σε κάθε επίπεδο. Στην πολιτική, στις διαπροσωπικές σχέσεις, στον εργασιακό χώρο, όλα ως απόρροια της αναξιοκρατίας, της κλεπτοκρατίας και του εφήμερου προϊόντος.

Ο Φρίξος
και οι συν αυτώ στο μυθιστόρημα διαπλεκόμενοι ζουν σ΄ αυτό το πλαίσιο, σ’ αυτή την εποχή. Στον καιρό που τα οράματα έχουν οδηγηθεί στο πυρ το εξώτερον. Το όραμα, δηλαδή το Θερμοκήπιο της ανθρώπινης σκέψης, που μάς τροφοδοτεί με δύναμη και ελπίδα, και που χωρίς αυτό, μικρό η μεγάλο είμαστε ολότελα άδειοι…

Ο συγγραφέας δίνει στο μυθιστόρημά του σκληρά και ρεαλιστικά αυτή την παρακμή, είναι το σανίδι πάνω στο οποίο εξελίσσεται όλη η ιστορία.

Έχουμε λοιπόν ήρωες που βλέπουν αυτή την παρακμή και την μάχονται, διαρκώς και οργισμένα, αρνητές του μοντέλου της ενσωμάτωσης και του ρόλου που αυτή υπαγορεύει με τίμημα την καριέρα και την κονόμα, κοινώς την κοινωνική αποδοχή.


Έχουμε άλλους πάλι που έχουν αποδεχτεί το πλαίσιο, δεν βλέπουν, επειδή κλείνουν τα μάτια, δεν οσμίζονται επειδή σφραγίζουν τα αισθητήρια, πειθαρχούν και βολεύονται σ’ αυτό επειδή κατάφεραν και τα κονόμησαν δηλαδή είναι οι ευνοημένοι απ’ αυτό το σύστημα, ιδεών και αξιών. Κάποιοι άλλοι, μη αντέχοντας την πίεση του μοντέλου, περιθωριοποιούνται και καταλήγουν στο βάθος του πηγαδιού, απελπισμένοι. Μερικοί από τους απελπισμένους συγγράφουν.

«Τα λένε» κοινώς προς όλες τις κατευθύνσεις, αδιαφορώντας αν οι εκδότες δεν πρόκειται ποτέ να εκδώσουν ούτε αράδα από τα πονήματά τους. Κυρίαρχοι guest της υπόθεσης οι ξένοι, οι μετανάστες που η παρουσία τους χαρακτηρίζει ως γνωστόν τον παρόντα πολιτισμό μας.

Τόσο απλή είναι η κατηγοριοποίηση των ελλήνων. Ο κορμός της βέβαια, γιατί από εκεί και πέρα υπάρχει ένα πλέγμα υποκατηγοριών που παραλλάσσεται ανάλογα με τη συνθήκη.


Στο αλαλούμ του μοντέλου που κυριάρχησε στο πολιτικό σύστημα της χώρας μας, οι συνέπειες σήμερα βρίσκονται μέσα σε αυτό το χάος που όλοι διαπιστώνουμε και κύριος οίδε μέχρι πότε θα το αντέξουμε.

Από το μετεωρισμό της νεοελληνικής κουλτούρας ανάμεσα στο δυτικοτραφές μοντέλο (δηλαδή την παρακολούθηση του ορθολογισμού της επιστήμης, με τη συνακόλουθη απόρριψη της παράδοσης, και φυσικά την κυριαρχία των ΜΜΕ στην τελευταία γενιά) και στο μοντέλο της πολιτιστικής αυτονομίας που ήταν στηριγμένο στην παράδοση και στον εσωτερικό μετασχηματισμό της νεοελληνικής κοινωνίας μετά τις απόπειρες εθνικής ολοκλήρωσης, δεν υπάρχει μεγάλη απόσταση.

200 χρόνια νέου ελληνικού κράτους αρκούσαν για να φτάσουμε ίσαμε εδώ, με ρημαγμένη την ύπαιθρο και το περιβάλλον, με δύο μεγαλούπολεις τέρατα που συγκεντρώνουν το 60% του πληθυσμού, και με το αξιακό μας σύστημα προσανατολισμένο στο καντιανό: να κατακτήσουμε τη γνώση για να γίνουμε αφέντες και κτήτορες της φύσης. Στοίχημα του ιδεολογήματος η υπόθεση της Ολυμπιάδας, του Αθήνα 2004, που ασφαλτόστρωσε όλη την Αττική για να εξυπηρετήσει μόνον τα αυτοκίνητα, λες και στην πόλη δεν υπάρχουν πλέον άνθρωποι παρά μόνο μηχανές (όπως σημειώνει σε κάποιο σημείο του βιβλίου ο ήρωας Φρίξος). Να σημειώσω εδώ ότι υπήρξαν στο παιχνίδι και οι εργολάβοι, οι κοινοπραξίες, οι πολυεθνικές, οι μάνατζερ, που χόρεψαν το χορό των δις ευρώ και χωρίς εν τέλει ν΄ ανοίξει μύτη.

Σ’ αυτήν την παρακμή έχουμε βυθιστεί όλοι, ο καθένας από εμάς ξεχωριστά. Ποτισμένοι με την πεποίθηση του εύκολου χρήματος, χωρίς μόχθο και ιδρώτα χρήματος, οπαδοί της ήσσονος προσπάθειας, μελετητές του light τρόπου ζωής και της ευκαιριακής ευτυχίας, η αναζήτησή της αποκτά στοιχεία θρησκευτικού παροξυσμού, άνθρωποι που κλείνουν τα αυτιά στον Προυστ, στον Καστοριάδη, στον Αξελό (εδώ αναρωτήθηκε η Ε. Σκάβδη αν κυκλοφορεί ο Προυστ και ο Καστοριάδης στα βιβλιοπωλεία) που θεωρούμε αφελείς πολίτες σαν τον Φρίξο, ο οποίος αρνείται να συγχρονιστεί με το σύστημα.

Ο Αντώνης Σιμιτζής έγραψε τους «Δρόμους της Οργής» με παρούσα και κραυγαλέα αυτή την παρακμή βάζοντας στους ήρωες του συμπρωταγωνίστρια αυτή την παρακμή.

Σε ένα καζάνι που βράζει μαζί με τους ήρωες του. Πεποίθησή του ότι «δεν γίνεται να γράφουμε όλοι πια μυθιστόρημα, μόνο για την υπόθεση του έργου, ή για την υπόθεση του λόγου. Τα έργα μας πρέπει να έχουν ιστορία, επιστήμη, πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα και σύγχρονο προβληματισμό. Η επικαιρότητα δεν ρέει πλέον απλώς, αλλά έρχεται κατά πάνω μας σε κύματα». Έτσι ο ίδιος χρησιμοποιεί το μύθο σαν όχημα, για να απλώσει διάφανο το σήμερα. Δε γίνεται από τη μια να υπάρχουν τα ΜΜΕ καυτά και καταιγιστικά και εμείς, οι συγγραφείς να λέμε άμεσα ή έμμεσα: «Δεν πειράζει αναγνώστη, ξάπλωσε ήσυχος στο κρεβάτι σου, ρέψου και άνοιξε το βιβλίο μας, διάβασε τι έκανε η Χαζούλα Χ. ή ο Χαζός Ψ. ώσπου να σε πάρει ο ύπνος».

Συμπέρασμα. Ο Αντώνης Σιμιτζής έγραψε λοιπόν ένα πολιτικό βιβλίο του παρόντος. Ή 40 θεατρικά μονόπρακτα, που παραπέμπουν στο πολιτικό θέατρο, που έχουν μέσα πείσμα, οργή, νοσταλγία, ιδέες, και όραμα… με στόχο να διαχειριστούμε το δυσοίωνο παρόν, να βρούμε άκρες, να σχεδιάσουμε το μέλλον, να ξαναρχίσουμε να σκεπτόμαστε.

Πρώτο μέλημα για τον συγγραφέα η νεολαία. Ο Φρίξος σ΄ αυτήν συγκεντρώνει την προσοχή και τη φροντίδα της στο «νεαράδικο», ένα τρόπο συνάντησης και ποίησης της νέας γενιάς, που πρέπει να μάθει από την αρχή να ζει και να σχεδιάζει, να διαβάζει, να τραγουδά, να γελά και να ερωτεύεται…

«Το βιβλίο είναι η πιο προσωπική είδηση…» γράφει κάπου ο συγγραφέας. Και έτσι ακριβώς συμβαίνει με την αληθινή λογοτεχνία. Αν λοιπόν συμπληρώσω ότι οι «Δρόμοι της Οργής» είναι η προσωπική «είδηση» του συγγραφέα, οι δικές του ειδήσεις, αφού εντός του τέμνεται και ρυμοτομείται η τρέχουσα επικαιρότητα, η δική του ματιά σ΄ αυτήν και μαζί πολλών από μας, νομίζω ότι άδικο δεν θα έχω…

Με κέντρο το Φρίξο, που οδηγεί το όχημα της ιστορίας του μυθιστορήματος, ένα νεαρό έξυπνο άνθρωπο, που κινείται μεταξύ Κυψέλης, Πατησίων, Κουκακίου και Πεντέλης που προκαλεί για να αποκαλύψει, που μιλά πολύ, που ξεμπροστιάζει τους βολεμένους, που ερωτεύεται, παντρεύεται, και αποκτά παιδί… Τι μένει απ’ αυτόν στον επίλογο;

Ένα μολυβογραμμένο μυθιστόρημα με τίτλο «Εξομολόγηση χωρίς όρια». Και οι ήρωες του χάνονται τελικά μέσα στην αγωνία της αγχωτικής ευημερίας μας.

Η διαδρομή του που ξεκίνησε από μια βουκολική επαρχία τον είχε σημαδέψει… Γιατί και εκεί, στην αφετηρία, όλα αλλάζουν με μικρή υστέρηση όπως και σε όλη την Ελλάδα, καταλυτικά. Το χωριό μπορεί ακόμα να παράγει λάδι και κρασί, δεν είναι όμως η κοινότητα, όπως την ήξεραν οι παλιοί, οι ανυπότακτοι έλληνες στην κεντρική εξουσία, που μέχρι πριν λίγα χρόνια ονόμαζαν «χαράτσι» τον φόρο εισοδήματος, και φαινόταν ότι δεν χωρούσαν σε λογιστικές πολιτικές και φόρμες.

Σήμερα όλοι μοιάζουμε να χωράμε στο ίδιο καζάνι. Γι΄ αυτό το καζάνι γράφει ο Σιμιτζής, μια ανελέητη σάτιρα και κριτική για τη χώρα μας. Στο στόχαστρό του σταθερά οι θεμελιώδεις αρχές της ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης, και κυρίως το ιδεολόγημα της ευημερίας και της ανάπτυξης. Μια παράθεση της ομαδικής νεύρωσης χαρακτήρων πλείστων εκ των νεοελλήνων, που αποκαλύπτεται όχι αφηγηματικά ή περιγραφικά, αλλά μέσα από τους διαλόγους του βιβλίου.

Θεραπεία νομίζω ότι δύσκολα θα βρεθεί σ’ αυτή την παράκρουση. Αξίζει αντ’ αυτής να θυμηθούμε τον Αντιφώντα, που από τον 5ο αιώνα υποστήριζε ότι οι νόμοι της πολιτείας είναι αμοιβαίες συμφωνίες ανάμεσα στους ανθρώπους και επίκτητοι. Απέναντί τους στέκονται σαφώς ανώτεροι οι νόμοι της φύσης που υπαγορεύονται από την ανάγκη…

Μήπως τελικά είναι έτσι;»
άφησε η Ελένη Σκάβδη το ερώτημα ν’ απαντηθεί από τον καθένα από τους ακροατές.

Α. Σιμιτζής προς τους νέους για το βιβλίο

«Από σας περιμένω να το μεγαλώσετε, να το μεγεθύνετε»

Ο Αντώνης Σιμιτζής, παίρνοντας το λόγο, παρατήρησε ότι πρόκειται για μια σπουδαία βραδιά που οφείλεται στους συντελεστές και στο κοινό και από την πρώτη του κιόλας αναφορά στη βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Χρύσα Μανωλιά (καθισμένη στην πρώτη σειρά) προϊδέασε για τις πολλές αναφορές που θ’ ακολουθούσαν στους πολιτικούς. Ανέφερε ότι «Τα διηγήματα της απαλάμης» άρχισε να τα γράφει σε νεαρή ηλικία, ενώ σπούδαζε και δούλευε. «Εφηύρα τα διηγήματα για να ΄χουν μέγεθος όσο μια απαλάμη. Κατόπιν, που έσφιξαν περισσότερο τα πράγματα, έγραψα τα διηγήματα του νυχιού, όπου με 2- 3 προτάσεις έλεγα αυτό που έπρεπε.

Όταν γράφουμε σοβαρά βιβλία, αναφέρεται ό,τι γράφουμε στην πολιτική, γιατί αυτή την ευτυχή περίοδο δεν έχουμε ούτε θεοκρατία, ούτε χούντα που με στρατιωτικές διαταγές έπρεπε να κινείται η πολιτεία, αλλά δημοκρατία.

Στη δημοκρατία, στη Βουλή, οι πολιτικοί έχουν τεράστια δικαιώματα: να ψηφίζουν νόμους και να διαχειρίζονται τον εθνικό πλούτο. Επομένως, κάθε άνθρωπος που έχει μια αξία στο γράψιμο μοιραία απευθύνεται σ’ αυτούς. Αυτοί είναι το πρόβλημα κι από εκεί περιμένουμε τις πολιτικές και πολιτιστικές ντιρεκτίβες.

Αυτό που με «σκοτώνει» είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι ώριμοι 1 στους 100, δηλαδή στους 300 είναι 5-6. Ευτυχώς, αυτή η άθλια τηλεόραση έχει το εξής καλό, ότι μιλούν απευθείας, χωρίς να έρχονται οι μορφωμένοι δημοσιογράφοι και να ανασκευάζουν το λόγο σαν τον Ξενοφώντα τον αρχαίο και να τον παρουσιάζουν στις εφημερίδες. Δεν έχουν τίποτε να πουν και συχνά κάνουν τρομερά λάθη στη γλώσσα».


Ο κ. Σιμιτζής μίλησε για την προσωπική ελευθερία που σκοντάφτει σε δυο δόκανα, το κοινωνικό και το πολιτικό, πολύ ισχυρά και τα δύο. Μένοντας στη δύναμη των πολιτικών μίλησε για τη δύναμή τους να κηρύσσουν πόλεμο, στην Γιουγκοσλαβία, το Ιράκ, το Λίβανο, το Αφγανιστάν.

Αναφέρθηκε σε μια συζήτηση που είχε στις διακοπές του με ένα οκτάχρονο κοριτσάκι που ρωτούσε τον συγγραφέα «γιατί γίνεται πόλεμος» κι όταν συνέχισε με την ερώτηση «Αντώνη, γιατί τα επιτρέπει αυτά ο καλός θεός;» της απάντησε «ο θεός έχει τη δική του λογική». Στη συνέχεια, η μικρή τον ρώτησε αν «υπάρχει θεός» και τότε αναγκάστηκε να την παραπέμψει στη συναισθηματική λογική που εκφράζουν, για παράδειγμα, οι γονείς για τα παιδιά τους.

Ο κ. Σιμιτζής πέρασε ακολούθως στο μεγάλο θέμα της διαφθοράς των πάντων φέρνοντας το παράδειγμα της κλοπής. «Παλιά όλοι ήταν φτωχοί και δεν έκλεβαν, σήμερα όλοι έχουν αυτοκίνητα και κλέβουν. Δεν τολμάς ν’ αφήσεις το αυτοκίνητο ανοιχτό και το σπάνε για να πάρουν ό,τι υπάρχει μέσα ή και το ίδιο αυτοκίνητο». Θύμισε ότι ο Γιάννης Αϊ Γιάννης έκλεψε γιατί πεινούσε. Μέσα από τους «Δρόμους της οργής» ο συγγραφέας απαντά σε σοβαρά και κρίσιμα ερωτήματα όπως είναι οι δαπάνες μιας χώρας σε εξοπλισμούς, οι οποίες είναι αντικείμενο σκληρής διαπραγμάτευσης και σχετίζονται με την γειτνίαση της κάθε χώρας.

Ο κ. Σιμιτζής θέλησε να διακρίνει τις πρώτες ανάγκες από τη σπατάλη, όπως αποτυπώνεται και στο βιβλίο, μέσα από την πορεία του Φρίξου. «Μιλάει σ’ ένα οικονομικό πανεπιστήμιο, έχει βγάλει κι εκείνος το οικονομικό πανεπιστήμιο και απευθύνεται σ’ εκείνους που είναι έτοιμοι να πάρουν το δίπλωμά τους» ανέφερε και διάβασε ένα κομμάτι που αφορά στο νεαρό Φρίξο, όταν έγραφε μικρά διηγήματα και όπως εξήγησε ο κ. Σιμιτζής «ο Φρίξος δεν είχε πίστωση χρόνου ή χρημάτων ήθελε ό,τι γράφει να είναι καίριο, να συλλαμβάνει τον ακροατή». Πέρασε σ’ ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Δεν έχουνε πια ήλιο, μα έχουν αυτοκίνητα, δεν έχουν νερό να πιουν, αέρα ν’ αναπνεύσουν μα έχουν αυτοκίνητα. Γαλάζιο για να κολυμπήσουν, καθαρό φαΐ να φάνε, στάρι για να σπείρουν, κοτόπουλα να μεγαλώσουν, κρέας καθαρό, ψάρια χωρίς μόλυβδο, γάλα αμετάλλακτο να πιουν τα παιδιά.. Μα δεν τους νοιάζει, έχουν αυτοκίνητα». Ο κ. Σιμιτζής συνέχισε την ανάγνωση του αποσπάσματος που έδειχνε ότι ο πολίτης επικεντρώνει στα δευτερεύοντα, στο αυτοκίνητο, ενώ η υγεία και η ποιότητα ζωής έχουν απομακρυνθεί από τις προτεραιότητές τους και συνέχισε με το πώς γράφεται αυτό το σχόλιο τρία χρόνια μετά: «Δεν έχουνε ήλιο, μα έχουνε πισίνα, δεν έχουνε νερό να πιουν, αέρα ν’ αναπνεύσουν, μα έχουνε πισίνα. Γαλάζιο για να κολυμπήσουν, καθαρό φαΐ να φάνε, μα έχουνε πισίνα…» Ο κ. Σιμιτζής τονίζοντας τη λέξη «πισίνα» απευθύνθηκε στην κ. Μανωλιά και τη ρώτησε αν της θυμίζει τίποτε για να εξηγήσει στη συνέχεια: «Οι δικαστές στους οποίους ορκιζόμαστε και περιμένουμε να ισιώσουν αυτή την κοινωνία βρήκαν να γυρέψουν αυτά τα χρήματα πάνω στις 4 μεγάλες απεργίες, των δασκάλων, των καθηγητών, των αστυνομικών και των πυροσβεστών, οι οποίοι λένε ότι δεν έχουν να πληρώσουν ενοίκιο…. Και οι δικαστές ζητούν 200.000 ευρώ αναδρομικά. Η Βουλή θα πρέπει ν’ αποφασίζει κι όχι οι τρεις. Οι δικαστές θα πρέπει να παίρνουν μισθό από ψηφίσματα της Βουλής. Οι δικαστές ψήφισαν χρήματα τη δεδομένη στιγμή, την ώρα που οι πολίτες φωνάζουν πεινάμε κι αυτοί θέλουν φρου –φρου και αρώματα;» Αυτή η στάση των δικαστών για τον κ. Σιμιτζή μεταφράζεται σε έλλειψη κοινωνικής συνείδησης.

Το ίδιο είπε και για τους βουλευτές, να μη ζητούν χρήματα όταν ο λαός πεινάει. Είπε, στη συνέχεια, ότι το ταλέντο της ευθύνης το ανακάλυψε σε ανθρώπους που δεν τέλειωσαν το δημοτικό.

Για το βιβλίο ο κ. Σιμιτζής εξήγησε ότι είναι «ο Αριστοφάνης στα καφενεία» και πρότεινε να μεταμφιεστεί ένας πολιτικός, ένας βουλευτής και να πάει στο καφενείο και ν’ ακούσει τι λένε οι θαμώνες.

Κλείνοντας, ο Αντώνης Σιμιτζής μετέφερε το μήνυμά του προς τη νεολαία αναφορικά με το βιβλίο: «Από σας περιμένω να το μεγαλώσετε, να το μεγεθύνετε». Η Χρύσα Μανωλιά, μετά την ομιλία του κ. Σιμιτζή και τη συχνή αναφορά του στους πολιτικούς, είπε ότι αυτά πρέπει να λέγονται, προσθέτοντας «είναι σημαντικό που απευθύνεστε στη νεολαία». Εξήγησε ότι μιλάει κάπως εξομολογητικά. «Κάνω αγώνα ως πολιτικός μαζί με το κομμάτι της πολιτικού να κρατήσω το κομμάτι εκπαιδευτικός και το κομμάτι πολίτης και με το κομμάτι μεσήλικας να κρατήσω το κομμάτι της νεότητας».

Η Ελένη Σκάβδη
εξήγησε ότι την περασμένη εβδομάδα, στην αντίστοιχη παρουσίαση στην Αλεξανδρούπολη, ο Αντώνης Σιμιτζής είχε στρέψει το ενδιαφέρον του στο βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Γιώργο Ντόλιο. Κλείνοντας είπε «όσο υπάρχει λογοτεχνία παρηγοριόμαστε».

Ακολούθησαν ερωτήσεις από το ακροατήριο, κύρια από τους φοιτητές, για το κατά πόσο μπορεί κάποιος να μείνει εκτός συστήματος. «Σημασία έχει η ψυχολογία, να φύγει από το μυαλό η πλαστή πολυτέλεια» τού είπε, φέρνοντας ως παράδειγμα τους γάμους με τους 1.200 καλεσμένους. «Ζήστε εν μέτρω» τούς παρότρυνε.

Κλείνοντας, η Τζένη Κατσαρή ευχαρίστησε τον συγγραφέα και την Ελένη Σκάβδη, όπως επίσης το ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής και τους Δημήτρη Τζατζανά και Γιάννη Αυγητίδη.

Μαρία Αμπατζή

Η βιογραφία του Αντώνη Σιμιτζή

Η Ειρήνη Φαϊτού από την Κοινότητα Νέων παρουσίασε το πλούσιο βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα των «Δρόμων της οργής».

«Ο συγγραφέας Αντώνης Σιμιτζής γεννήθηκε στην Αμαλιάδα Ηλείας, κοντά στην Αρχαία Ολυμπία. Σπούδασε οικονομικά στην Οικονομική σχολή του Πειραιά. Πριν ακόμη αφοσιωθεί στη συγγραφή, έκανε πολλές δουλειές: από πωλητής κρεάτων ως και λογιστής. Στη συνέχεια παντρεύτηκε, απόχτησε ένα γιο κι έπειτα έφυγε για τη Γερμανία όπου έμεινε 13 μήνες, μαθαίνοντας τη γλώσσα και τελειώνοντας μια σχολή ηλεκτρονικών υπολογιστών. Μετά γύρισε στην Ελλάδα και εργάστηκε ως μηχανογράφος σε διάφορες εταιρείες από το 1970 ως το 1987.

Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρονών, καλλιέργησε και μεγέθυνε μέσα του την αγάπη για τη συγγραφή, γεγονός που τον ωθούσε να ασχολείται όλο και περισσότερο με την πεζογραφία, αλλά και τη συγγραφή έργων για το θέατρο, την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, παράλληλα με την εργασία του σα χρονογράφος σε εφημερίδες και περιοδικά.

Το 1962 παρουσιάζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά γράμματα με τη νουβέλα του «Ο Γέρος», έργο που ο ίδιος ο συγγραφέας εξέδωσε εξαιτίας των μεγάλων τότε δυσχερειών να αναληφθεί το έργο της έκδοσης βιβλίων νέων συγγραφέων από τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους. Με αφετηρία, λοιπόν το έργο αυτό, ξεκινά η πλούσια παραγωγή πεζογραφημάτων αγγίζοντας αριθμητικά τα 20 περίπου. Ανάμεσα στα πιο γνωστά συγκαταλέγονται τα: 1962 Νουβέλα «Ο Γέρος»

1.1964 Διηγήματα «Ανάλυση», εκδ. Κέδρος

2.1966 Διηγήματα «Τα διηγήματα της απαλάμης», εκδ. Alvin Redman Hellas

3.1970 Φιλοσοφικό Δοκίμιο «Μηδενισμός»

4.1972 Μυθιστόρημα «Ο Καπιταλιστής»

5.1973 Μπροσούρα «Δόγμα»

6.1975 Επανεκδόσεις «Ο Καπιταλιστής», «Τα Διηγήματα της Απαλάμης», εκδ. Καστανιώτη

7.1979 Μυθιστόρημα «Κυνηγοί Κεφαλών», εκδ. Καστανιώτη

8.1980 Μυθιστόρημα «Γη και Εραστές», εκδ. Καστανιώτη

9.1984 Διηγήματα «Στοχασμοί του Νυχιού»

10.1988 Φιλοσοφικό Δοκίμιο «Ποιοι είμαστε», εκδ. Γκοβοστή

11.1991 Μυθιστόρημα «Έρωτες στην Ομίχλη», εκδ. Λιβάνη

12.1993 Μετάφραση στην καθομιλούμενη «Πάπισσα Ιωάννα» του Ροΐδη, εκδ. ΛΙΒΑΝΗ

13.1995 Μυθιστόρημα «Το Πνεύμα του Μάγου», εκδ. Λιβάνη

14.1997 «Φύλαξε μου τις παλιές φωτογραφίες», εκδ. Άγκυρα 998 Β΄ Έκδοση.

15.2000 Μυθιστόρημα «Αν Αγαπάς», εκδ. Άγκυρα (2001 4 εκδόσεις, 2002 4 εκδόσεις, 2003 νέες εκδόσεις).


Από τα θεατρικά του έργα, 20 μονόπρακτα έχουν ανέβει σε αθηναϊκές σκηνές, ενώ κείμενό του παρουσιάστηκε και πριν κάποια χρόνια από το ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής στα πλαίσια της επιθεώρησης «Το λέει και το Σύνταγμα», στη συγγραφή της οποίας συνέπραξε. Αλλά έργα του Σιμιτζή για θέατρο είναι τα: «Φλερτ στην πόρτα», «Η αγάπη ποτέ δεν πεθαίνει», «Το σέσκλο» κ.α.

Στην τηλεόραση, σε 100 επεισόδια σίριαλ και σε τηλεταινίες παρουσιάστηκαν πρωτότυπα ή σε διασκευή του τα εξής μεταξύ άλλων έργα:

Τηλεόραση

«Η λυγερή»
, διασκευή του μυθιστορήματος, του Ανδρέα Καρκαβίτσα, 18 επεισόδια σε σκηνοθεσία Μιχάλη Παπανικολάου, ΕΤ1, 1995

«Το κλειδί», διασκευή διηγήματος του ιδίου, τηλεταινία σε σκηνοθεσία Απόστολου Δοξιάδη, ΕΤ2, 1989.

«Συνομωσία», διασκευή του βιβλίου «Η δίκη των αεροπόρων του Β. Δεδέ», 12 επεισόδια σε σκηνοθεσία Μιχάλη Παπανικολάου, ΕΤ2, 1989.

«Θέλω διαζύγιο», τρίπρακτο θεατρικό έργο σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόρτζου, ΕΤ1, 1989

«Μικροί Μεγάλοι», σειρά σε σκηνοθεσία Άρη Παπαθεοδώρου, συνεργασία σε 7 επεισόδια, ΕΤ1, 1988

«Το μπουρίνι», διασκευή της νουβέλας του Μ. Καραγάτση, 5 επεισόδια σε σκηνοθεσία Γ. Διαμαντόπουλου, ΕΤ1, 1987

«Μικρογραφίες», 5 αυτοτελή επεισόδια σε σκηνοθεσία Χρήστου Παληγιαννόπουλου, Μανούσου Μανουσάκη, Σωτήρη Γκορίτσα, Πάνου Γλυκοφρύδη και Ντίνου Μαυροειδή, ΕΤ1, 1987

«Εγώ, εσύ, εμείς», 7 τηλεταινίες, ΕΤ1, 1985

«Προς Οφρύνιο», διασκευή του μυθιστορήματος του Φ. Δρακονταείδη, 5 επεισόδια σε σκηνοθεσία Γ. Διαμαντόπουλου, ΕΤ1, 1984.

«Μαργαρίτα Στέφα», διασκευή του μυθιστορήματος του Γρηγορίου Ξενόπουλου, 13 επεισόδια σε σκηνοθεσία Κώστα Πρέκα, ΕΤ2, 1983

«Πράματα και θάματα», τηλεταινία σε σκηνοθεσία Νίκου Μπουσδούκου, ΕΤ1, 1982

«Αλεπού και κόρακας», τηλεταινία σε σκηνοθεσία Νίκου Πιλάβου, ΕΤ1, 1982

«Ο καπιταλιστής», διασκευή μυθιστορήματος του ιδίου, 13 επεισόδια σε σκηνοθεσία Γ. Πετρίδη, ΕΤ1, 1982

«Το χρήμα», τηλεοπτική επιθεώρηση σε σκηνοθεσία Νίκου Μπουσδούκου, ΕΡΤ1.

Ακόμη, συμμετείχε ως σύμβουλος σε σειρά ντοκιμαντέρ που προέβαλε η ΕΡΤ και η ΝΕΤ, με θέμα τους δημόσιους οργανισμούς και τα κτίρια της Αθήνας με ιστορικό, επιστημονικό και κοινωνικό ρόλο, υπό τον τίτλο: «Δημόσιοι χώροι και ιδιωτικές αρετές».

Μερικά από τα έργα του έχουν παρουσιαστεί στο ραδιόφωνο, είναι τα: «Αντίστροφη μέτρηση», «Αρπαγή από το Σεράι», «Τη λέγανε Ελευθερία», «Το σιδερένιο καρπούζι», «Ο ελέφας» κα.

Μέσα από το εκτενές έργο του συγγραφέα αποκαλύπτεται η ανησυχία του για τα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας. Κατά συνέπεια, ο κοινωνικός σκοπός που επιλέγει να υπηρετήσει μέσω της συγγραφής είναι η έκθεση αυτών των προβλημάτων και η άσκηση κριτικής ώστε τελικά, να κινητοποιηθεί ο αναγνώστης: να προβληματιστεί, να λάβει θέση σε πρώτη φάση και να αναλάβει δράση σε δεύτερη».

Δύο χαρακτηριστικά δείγματα του κοινωνικού ρόλου του συγγραφέα που αποτελούν ουσιαστικά και θέσεις του κατά της καθεστηκυίας τάξης, παρουσίασαν τα μέλη του λογοτεχνικού τμήματος της Κοινότητας Νέων Ανδρέας Μπαχτσεβάνης και Θάνος Λαγκάζαλης από «Τα διηγήματα της Απαλάμης».

Στη συνέχεια, η Ειρήνη Φαϊτού έθιξε το θέμα των φιλοσοφικών αναζητήσεων που απασχολούν τον συγγραφέα. «Εκκινώντας λοιπόν, από τα προβλήματα της καθημερινότητας ως θέματα των βιβλίων του, ο συγγραφέας εισάγεται και σε φιλοσοφικές αναζητήσεις διατυπώνοντας υπαρξιακά ερωτήματα. Τέτοιου είδους φιλοσοφικές αναζητήσεις είναι σε ολόκληρο το έργο του διανθισμένες». Πήραν το λόγο, στη συνέχεια, ο Ηρακλής Λαμπαδαρίου και η Νάντια Τσιώστα, οι οποίοι διάβασαν αποσπάσματα από τα «Διηγήματα της Απαλάμης».

Η Ειρήνη Φαϊτού αναφέρθηκε και για τη συλλογική δράση του συγγραφέα, σε ελληνικό κι ευρωπαϊκό επίπεδο.

«Στην εργογραφία όμως του συγγραφέα, ανήκουν και αμιγώς φιλοσοφικά δοκίμια, όπως «Ο Μηδενισμός» και το «Ποιοι Είμαστε» ως απόρροια της κοινωνικής απομόνωσης που ο ίδιος βίωσε την περίοδο κατά την οποία σπούδαζε και εργαζόταν ταυτόχρονα. Ο συγγραφέας βέβαια, δεν περιορίζεται απλώς στο σκοπό της κινητοποίησης του αναγνώστη, αλλά συνειδητοποιώντας τη θέση του σε μια κοινότητα ανθρώπων που πλήττεται αγωνίζεται εδώ και χρόνια για τα δικαιώματα των καλλιτεχνών του κλάδου του ως δημιουργών και ως επαγγελματιών διατελώντας επί μακρόν, μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδος, της οποίας υπήρξε και ιδρυτικό μέλος συμπράττοντας αργότερα και στην ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Σεναριογράφων.

Παρά τις δυσκολίες, βέβαια, που αντιμετώπισε στην πορεία του ο Αντώνης Σιμιτζής, έτυχε της αναγνώρισης για το πολιτιστικό του έργο λαμβάνοντας δύο φορές το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμούς θεατρικών μονόπρακτων καθώς και έπαινο για τρίπρακτο έργο του από το Υπουργείο Πολιτισμού, ενώ κείμενα του έχουν συμπεριληφθεί και σε σημαντικές ανθολογίες».

Άπαιχτα έργα δύο πράξεων:

«Μαμά, είναι παντρεμένος» (μάνα – κόρη)

«Ο καπιταλιστής» (πρόσωπα 20, πρωταγωνιστές 4)

«Το ροχαλητό» (πρόσωπα 6, πρωταγωνιστές άντρας – γυναίκα)

«Η ροδοδάκτυλη αυγή» (πρόσωπα 5, μάνα – κόρη)

«Μυστικός ύπνος» (πρόσωπα 4, πρωταγωνιστές 3)

«Έρωτας» (πρόσωπα 6, 3 άντρες – 2 γυναίκες)

«Χάσμα» (άντρας – γυναίκα)

«Οι νόμοι της ηδονής» (άντρας – γυναίκα).

Για το νέο βιβλίο του Α. Σιμιτζή «Δρόμοι της Οργής» μίλησαν ακολούθως η Ελένη Σκάβδη και ο ίδιος ο συγγραφέας.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.