Δημητρης Αθανιτης, σκηνοθετης «Το “Invisible” ειναι ενα αστικο γουεστερν»

«Υπάρχει μια επανανακάλυψη του ελληνικού κινηματογράφου στο εξωτερικό» - «Η κρίση απελευθέρωσε τη διάθεση για δημιουργία»

Στην Κομοτηνή βρέθηκε το βράδυ της Κυριακής, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Αθανατίδης, καλεσμένος της Κινηματογραφικής Λέσχης της Πολιτιστικής Κίνησης ν. Ροδόπης, η οποία στο πλαίσιο της εβδομαδιαίας προβολής της, επέλεξε να προβάλλει την τελευταία ταινία του σκηνοθέτη με τίτλο “Invisible”.
 
Τέσσερα χρόνια μετά το «Τρεις Μέρες Ευτυχίας», ο Δημήτρης Αθανίτης, επιστρέφει στις κινηματογραφικές αίθουσες με το «Invisible», ένα «αστικό γούεστερν» όπως έχει χαρακτηριστεί,  που γεννήθηκε από την υφιστάμενη κρίση και παραμένει σε αυτή, περιγράφοντάς την, μέσα από τον κεντρικό της ήρωα, τον οποίο παίζει ο εβρίτης Γιάννης Στάνκογλου.
 
Ο Δημήτρης Αθανίτης έδωσε το «παρών» στην προβολή του “Invisible” στην Κομοτηνή, της οποίας ακολούθησε «ζωηρή» συζήτηση, ως αποτέλεσμα των ερεθισμάτων αυτής, με το κοινό, ενώ χθες και προχθές βρέθηκε στην Αλεξανδρούπολη, όπου πέραν της παρουσίασης της ταινίας, παρουσίασε και μία διάλεξη με θέμα «Σκηνοθετώντας το Invisible».
 
Κατά την παραμονή του στην πόλη μας ο κ. Αθανίτης μίλησε στο «Ράδιο Παρατηρητής 94fm» και την Νατάσσα Βαφειάδου, για τον «Αόρατο», την πολιτική «χροιά» των ταινιών του αλλά και την υφιστάμενη πραγματικότητα του ελληνικού κινηματογράφου.
 
Δημήτρης Αθανίτης λοιπόν…
 
ΠτΘ: κ. Αθανίτη το βράδυ της Κυριακής βρεθήκατε στην Κομοτηνή για την προβολή της ταινίας σας “Invisible”. Μία ταινία η οποία έχει χαρακτηριστεί ως ένα ιδιόμορφο γουέστερν, που έχει να κάνει με την Ελλάδα της κρίσης και τη σημερινή πραγματικότητα. Πώς συνδυάζονται αυτά τα δύο;
Δ.Α.:
Ο χαρακτηρισμός κατά μεγάλο μέρος προκύπτει από το μέρος που είναι γυρισμένο τον  Ασπρόπυργο. Πρόκειται για τη βιομηχανική περιοχή δίπλα στην Αθήνα, μια περιοχή που παρά το γεγονός ότι δεν είναι καθόλου περιφερειακή, καθώς είναι ένας χώρος παραγωγής, παραμένει σε μεγάλο βαθμό αόρατη. Από κει προκύπτει και ο τίτλος της ταινίας. Η ταινία μιλά επίσης για έναν ήρωα που είναι αόρατος, για τον μικρό του γιο που επίσης είναι αόρατος και προσπαθεί να βρει τη θέση του στον κόσμο των μεγάλων, αλλά μιλά και για έναν  ευρύτερο κόσμο που είναι αόρατος. Αυτός είναι ο λόγος που διάλεξα και έναν αγγλικό τίτλο, που δεν περιέχει άρθρο, ούτως ώστε να υπάρχει μια πιο γενική αίσθηση σε σχέση με το θέμα που διαπραγματεύεται η ταινία.
 
Η ταινία έχει χαρακτηριστεί ως ένα αστικό γουέστερν και σε μεγάλο βαθμό είναι. Και ο συγκεκριμένος χώρος παραπέμπει όντως σε κάτι τέτοιο, αλλά και η λειτουργία του ήρωα που είναι ένα πρόσωπο που ναι μεν δεν έχει άλογο, έχει όμως ένα μηχανάκι, με το οποίο γυρίζει σχεδόν απελπισμένος σαν desperanto, όπως και στις ταινίες γουέστερν, σε αυτούς τους χώρους. 

«Σε όλες τις ταινίες μου υπάρχει μια πολιτική αναφορά» 

ΠτΘ: Πώς πήρατε την απόφαση, σε σχέση με προηγούμενες ταινίες σας, να κάνετε μία τέτοια ταινία, στην οποία ασχολείστε με έναν τόσο ρεαλιστικό τρόπο, με ένα τέτοιο κοινωνικό φαινόμενο;
Δ.Α.:
Σε όλες τις ταινίες μου υπάρχει μια πολιτική αναφορά, ίσως πιο έμμεση σε σχέση με το  “Invisible”. Το '93 έκανα την πρώτη μου μικρού μήκους ταινία που λεγόταν «Φιλοσοφία» κι έχει παιχτεί στο Φεστιβάλ της Δράμας. Τότε μόλις είχε ξεκινήσει ο πόλεμος στο Σεράγιεβο. Το σενάριο ήταν το εξής: «οι πόλεμοι στα Βαλκάνια επεκτείνονται, η ελληνική οικονομία καταρρέει, ο πρόεδρος κηρύσσει πτώχευση. Μόνη δραστηριότητα που μας απομένει, η φιλοσοφία».  Αυτή η μικρού μήκους το '93 στη Δράμα πήρε το βραβείο Φανταστικού, γιατί θεωρήθηκε ότι αναφέρεται σε μια φανταστική πραγματικότητα. Δώδεκα με δεκαπέντε χρόνια μετά αυτό το φανταστικό έγινε πραγματικότητα. Πολλές φορές στις ταινίες μου υπάρχει ένα κοινωνικό σχόλιο, που όμως γίνεται με έναν τρόπο έμμεσο, ίσως όχι κραυγαλέο. Στην πραγματικότητα όμως κάτι  τέτοιο μπορεί να είναι και πιο ουσιαστικό, αλλά βέβαια συχνά περνάει  απαρατήρητο ή στο «πλάι» των εντυπώσεων που δημιουργεί η ταινία. 

«Η ταινία παρουσιάζει την πραγματικότητα χωρίς να τη “μακιγιάρει”» 

ΠτΘ: Στη βάση του πολιτικού αυτού μηνύματος που υπάρχει στην ταινία, το τέλος της, σε σχέση με την περιγραφή της υφιστάμενης πραγματικότητας, καταλήγει με θετικό ή με αρνητικό πρόσημο;
Δ.Α.:
Η ταινία παρουσιάζει την πραγματικότητα χωρίς να τη «μακιγιάρει». Επίσης δεν προσπαθεί να χαϊδέψει τον θεατή,  πράγμα που δεν την εμποδίζει να δημιουργεί πολύ ισχυρούς δεσμούς με το κοινό που τη βλέπει, και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Θεωρώ λοιπόν ότι άσχετα από την έκβαση της ιστορίας, έχει ένα πολύ αισιόδοξο μήνυμα, από την άποψη ότι μιλάει για ένα πρόσωπο, το οποίο αντιδρά. Ένα πρόσωπο που αρνείται να μείνει παθητικό, αρνείται να αποδεχθεί αυτό που του συμβαίνει και το θεωρεί παράλογο και άδικο και ως εκ τούτου προσπαθεί να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Δεν θα πω ότι αυτό το προτείνει η ταινία σαν λύση, αλλά οπωσδήποτε παρουσιάζει ένα πρόσωπο, που αν και είναι πολύ χαμηλά στην κοινωνική πυραμίδα και είναι σε μια απελπιστικά μειονεκτική θέση, δεν διστάζει να γίνει ένα ενεργό πρόσωπο, να  γίνει υποκείμενο. Αυτό πιστεύω ότι είναι ουσιαστικά αισιόδοξο και νομίζω ότι είναι αυτό που λείπει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο σήμερα στην κοινωνία μας.
 
ΠτΘ: Τόσο κρίνοντας από το “Invisible” όσο και από άλλες ελληνικές ταινίες, που έχουν διακριθεί πολλαπλά σε φεστιβάλ του εξωτερικού και επιλέγονται και από τους σινεφίλ παγκοσμίως, ο ελληνικός κινηματογράφος επανακάμπτει τα τελευταία χρόνια. Στην Ελλάδα, ως προς το κοινό, λίγο πιο αργά σε σχέση με το εξωτερικό. Ποια είναι η δική σας άποψη ως προς αυτό;
Δ.Α.:
Είναι γεγονός ότι υπάρχει μια επανανακάλυψη του ελληνικού κινηματογράφου στο εξωτερικό. Τo “Invisible” έχει παιχτεί σχεδόν παντού, από τη Σαγκάι και το Σίδνεϋ, μέχρι το Σαν Φρανσίσκο και το Λος Άντζελες, όπως και σε πολλά ευρωπαϊκά φεστιβάλ. Ίσως και με αφορμή την κρίση, έχουν στραφεί όλοι στην Ελλάδα, υπάρχει μια ιδιαίτερη ευαισθησία. Από κει και πέρα βέβαια, δεν αρκεί η θεματολογία. Το πιο σημαντικό είναι το κατά πόσο μία ταινία είναι πραγματικά κινηματογράφος, γιατί βέβαια τα πυροτεχνήματα εξαντλούνται πάρα πολύ γρήγορα. Χαίρομαι γιατί φυσικά πολλές ελληνικές ταινίες λειτουργούν και μέσα στην Ελλάδα και έξω. Χαίρομαι δε ειδικά για το “Invisible”, το οποίο παίζεται στην Αθήνα για 15η εβδομάδα, στην Θεσσαλονίκη για 3η εβδομάδα, ενώ έχει παρουσιαστεί και σε 14 ακόμα ελληνικές πόλεις. Είναι  εντυπωσιακό το πόσο αγγίζει τον κόσμο τόσο σαν προβολή, όσο και στις  συζητήσεις που ακολουθούν μετά, που πραγματικά είναι απίστευτες, όπως έγινε και στην Κομοτηνή. 

«Επέλεξα τον Γιάννη Στάνκογλου γιατί ήθελα έναν σταρ ο οποίος θα ήταν διατεθειμένος να “τσαλακώσει” την εικόνα του» 

ΠτΘ: Όσον αφορά τους συντελεστές της ταινίας, έχετε επιλέξει για τον πρωταγωνιστικό ρόλο έναν καταξιωμένο και πολλαπλά αναγνωρίσιμο, τον Γιάννη Στάνκογλου. Πώς έγινε η επιλογή των ηθοποιών;
Δ.Α.:
Όσον αφορά τον Γιάννη Στάνκογλου, η επιλογή μου ήταν να βάλω κάποιον που ναι μεν είναι σταρ – γιατί βέβαια ο Γιάννης είναι – αλλά είναι ταυτόχρονα διατεθειμένος να «τσαλακώσει» την εικόνα του. Ξέρω τον Γιάννη πάρα πολλά χρόνια, πριν καν γίνει γνωστός, τον πέτυχα και σε μια στιγμή που ήταν διατεθειμένος, ήθελε κι ο ίδιος να μπει σε μια τέτοια κατάσταση, και νομίζω ότι κάναμε μια δουλειά μαζί που σίγουρα ξεχωρίζει. Έχει ήδη πάρει τρία βραβεία για την παρουσία του στην ταινία και έχουν γραφτεί πάρα πολλά σχόλια που την χαρακτηρίζουν ως την κορυφαία στιγμή στην καριέρα του.
 
ΠτΘ: Σήμερα είναι εφικτό κάποιος να είναι σκηνοθέτης, να ανήκει στον καλλιτεχνικό χώρο της Ελλάδας γενικότερα, υπό την έννοια ότι μπορεί και ζει από αυτό, έχει περιθώριο και δυνατότητες εξέλιξης, δημιουργίας και φυσικά ελευθερίας έκφρασης, περί της οποίας πολύς ο λόγος τα τελευταία χρόνια;
Δ.Α.:
Σίγουρα δεν είναι εύκολο. Υπάρχουν πάρα πολλά προβλήματα, ξεκινώντας από τα χρήματα, γιατί  οι ταινίες δεν είναι κάτι που γίνονται με λίγα χρήματα. Η συγκεκριμένη ταινία έγινε με πολύ μικρό κόστος, γιατί έχει στηριχθεί κυρίως στην προσφορά της δουλειάς των συνεργατών της. Το περιβάλλον ωστόσο αυτό της κρίσης θέτει και δημιουργικές προκλήσεις  και ταυτόχρονα απελευθερώνει δυνάμεις.  Η διάθεση για δημιουργία και η μεγαλύτερη συγκέντρωση, νομίζω ότι είναι πιο απελευθερωμένες αυτή τη στιγμή. Σε ό,τι αφορά την ελευθερία της έκφρασης προσωπικά δεν νοιώθω κάποιον περιορισμό, ίσα ίσα μπορώ να πω ότι έχω περισσότερα ερεθίσματα από το συγκεκριμένο περιβάλλον, γιατί αισθάνομαι ότι γίνονται αλλαγές και ταυτόχρονα αισθάνομαι ότι ανοίγουν όλο και περισσότερες ρωγμές, στο σύστημα που υπάρχει γύρω μας, άρα και περισσότερες  προοπτικές.
 
ΠτΘ: Υπάρχει κάτι νεότερο και ενδεχομένως και ανακοινώσιμο σε ό,τι αφορά τα επόμενα σχέδιά σας;
Δ.Α.:
Έχω πολλά σχέδια μπροστά μου και όντως έχω επιλέξει κάποιο που θα είναι το επόμενο και το οποίο έχω ξεκινήσει προ πολλού να δουλεύω. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι αυτή τη φορά το κεντρικό πρόσωπο θα είναι μια γυναίκα, όπως ήταν και στην προηγούμενη ταινία. 

Ο Δημήτρης Αθανίτης

Ο Δημήτρης Αθανίτης είναι σκηνοθέτης. Γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε σινεμά και αρχιτεκτονική. Είναι μέλος της Ευρωπαϊκής και της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Αντίο Βερολίνο (1994)» κέρδισε το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τον νεωτερισμό του, ενώ η δεύτερη ταινία του «Καμιά Συμπάθεια Για Τον Διάβολο (1997)» ήταν υποψήφια για τον Χρυσό Αλέξανδρο και κέρδισε το Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας με τη Λένα Κιτσοπούλου. Η ταινία του «2000+1 Στιγμές (2001)» επιλέχτηκε από τον αυστραλό κριτικό Bill Mousoulis ανάμεσα στις 10 καλύτερες ταινίες στον κόσμο για το 2001 στο Senses of Cinema, ενώ η προηγούμενη ταινία του, «Τρεις Μέρες Ευτυχίας (2012)» κέρδισε 4 διεθνή βραβεία και άλλες τόσες υποψηφιότητες της Ακαδημίας. To «Invisible», η τελευταία ταινία του Δημήτρη Αθανιτη με τον Γιάννη Στάνκογλου, έχει κερδίσει 10 διεθνή βραβεία σε περισσότερα από 20 φεστιβάλ, έχει παρουσιαστεί σε πολλές ελληνικές πόλεις και παίζεται στην Αθήνα για περισσότερο από 2 μήνες. 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.