Χρηστος Χαρτοματσιδης «Η “Lady Cortisol” του Μισελ Φαις ειναι ενα ασυνηθιστο βιβλιο, με πρωτοποριακους πειραματισμους»

H εισήγηση του συγγραφέα Χρήστου Χαρτοματσίδη στην εκδήλωση παρουσίασης της νουβέλας “Lady Cortizol” του Μισέλ Φάις

[Φιλοξενούμε σήμερα την εισήγηση του συγγραφέα Χρήστου Χαρτοματσίδη στην εκδήλωση παρουσίασης της νουβέλας “Lady Cortizol” του Μισέλ Φάις στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κομοτηνής, όπως είχαμε στους αναγνώστες μας υποσχεθεί, μιας και πρόκειται για ένα εξαιρετικό κείμενο κριτικής παρουσίασης, που «χτενίζει» λεπτομερειακά την αφήγηση και αναδεικνύει πλευρές που λανθάνουν. Όπως π.χ., μεταξύ άλλων που εκτενώς θίγονται στο κείμενο κριτικής του Χ.Χ., ο εσωτερικός διάλογος  με τον φόβο για την ύπαρξη, όταν το τέλος της ζωής μπορεί να είναι κάθε στιγμή εκεί…Τ.Β.] 

***

 
Ο Μισέλ Φάις είναι γνωστός κι αγαπητός συγγραφέας στην πόλη μας. Έχει γεννηθεί στην Κομοτηνή και συνεχίζει την πορεία του στην Αθήνα. Υπεύθυνος των σελίδων του βιβλίου  στην «Εφημερίδα των συντακτών», επιμελείται λογοτεχνικές σειρές και διδάσκει δημιουργική γραφή  στην σχολή των εκδόσεων Πατάκη και στο Πανεπιστήμιο της Δυτικής Μακεδονίας.
 
Η νουβέλα του “Lady Cortisol”  είναι το καινούργιο του βιβλίο που  παρουσιάζουμε σήμερα. Πρόκειται για ένα ασυνήθιστο βιβλίο.  Με πρωτοποριακούς πειραματισμούς τόσο στη φόρμα, όσο και στο περιεχόμενο.  Κι όταν λέμε  φόρμα, δεν εννοώ  μόνο τον τρόπο αφήγησης, τα διάφορα αφηγηματικά μέσα, που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, μα ακόμη και την ίδια οπτική παράσταση της γραφής, την  εικόνα που θα αντικρίσει ο αναγνώστης. Στην ποίηση, ακόμη από τις αρχές του 20ου αιώνα, υπάρχει αυτή η τάση για τη διαφορετική παρουσίαση του κειμένου στη σελίδα. Αρχίζοντας από την κλιμακωτή διάταξη των στίχων, όπως π.χ. στον Μαγιακόφσκι, φτάνουμε  σε πειραματισμούς όπως συμμετρική τοποθέτηση λέξεων στη σελίδα, δημιουργία κάποιου σχήματος  ή  παραστάσεων.
 
Στην πεζογραφία σπανίως γίνονται τέτοιοι πειραματισμοί. Συνήθως εδώ οι προσπάθειες είναι  είτε στον τρόπο αφήγησης  είτε στη γλώσσα των ηρώων, ή του αφηγητή, με την ανάλογη ορθογραφία κ.λπ. Στον Μισέλ Φάις έχουμε  οπτική παρέμβαση που ξαφνιάζει τον αναγνώστη:
 
Πρώτο:  Στο κείμενο δεν υπάρχει ούτε μια παράγραφος. Είναι μονοκόμματο. Έχουμε μια ατελείωτη παράγραφο 118 σελίδων. Δεν χωρίζεται σε ενότητες, ακολουθεί τη δική του εσωτερική ροή και παρόλο που δομείται ουσιαστικά πάνω σε  ένα σχήμα ερωτήσεων – απαντήσεων, δεν υπάρχουν σημεία στίξης που να διαχωρίζουν  τις δύο πλευρές. Αυτό είναι το δεύτερο στοιχείο που θα ξαφνιάσει τον αναγνώστη:  Δεν υπάρχουν  εισαγωγικά, ούτε παύλες  για τον διάλογο. Το μόνο που βοηθάει στον διαχωρισμό είναι πως ο προφορικός λόγος –οι ερωτήσεις, όπως και οι απαντήσεις είναι με πλαγία γραφή, με italics. Οι σκέψεις της ηρωίδας είναι με κανονικά γράμματα,  όλα μέσα στην ίδια μονοκόμματη  ροή. Αυτό είναι το δεύτερο καινοτόμο στοιχείο στη νουβέλα.
 
Το άλλο ασυνήθιστο στοιχείο είναι το περιεχόμενο της νουβέλας. Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη πλοκή, μια ιστορία που να εξελίσσεται, με αρχή, μέση και τέλος. Λέγονται πολλά, μάλιστα πάρα πολλά, μα αυτό δεν είναι το βασικό. Αν πρέπει με δυο λόγια να περιγράψει κανείς το περιεχόμενο, θα αρκεστεί να πει πως πρόκειται για ένα διάλογο, κι εδώ και πάλι θα συμπληρώσουμε –ασυνήθιστο διάλογο.
 
 Στο θέατρο, βασικό στοιχείο του θεατρικού διαλόγου είναι η εναλλαγή  ερώτησης – απάντησης, όπως και η εναλλαγή θετικής με αρνητική τοποθέτηση –δηλαδή ο ένας λέει «Ναι.», ο άλλος «Όχι!». Αν και στη σύνοψη  –στην τελευταία σελίδα– αναφέρεται πως ο συγγραφέας  «διασταυρώνει  τεχνικές, θεατρικού μονολόγου με υπαρξιακό θρίλερ», εδώ ουσιαστικά έχουμε, έναν διάλογο, ένα παιχνίδι ερωτήσεων κι απαντήσεων, που διαμορφώνει και τη σχέση των δύο ηρώων και που μας δίνει πληροφορίες για την ηρωίδα τη Λαίδη Κορτιζόλη.
 
Για τον άλλον ήρωα δεν ξέρουμε τίποτα. Κι αυτό είναι κι ένα από τα κίνητρα του αναγνώστη. Όπως στα αστυνομικά μυθιστορήματα διαβάζουμε με αγωνία για να βρούμε στο τέλος το κρυμμένο μυστικό, έτσι κι εδώ είμαστε περίεργοι να δούμε ποιος είναι αυτός που κάνει τις ερωτήσεις και που αυτό θα μας δώσει μια εξήγηση για την όλη υπόθεση.  Δεν είναι τυχαία η φράση που έχουμε συνηθίσει από το σινεμά: «Εγώ κάνω τις ερωτήσεις!». Να κάνεις ερωτήσεις σημαίνει πως έχεις την δύναμη με το μέρος σου και πως ο άλλος απολογείται. Στο κείμενο ανακαλύπτουμε τις διάφορες μορφές  όλων αυτών των  διαλεκτικά συνδεδεμένων ζευγαριών  –του ατόμου που ρωτάει και του υποχρεωμένου να απαντήσει. Μπορούμε να τις  συγκρίνουμε με:
―την   Εξουσία  από την μια  και τον Πολίτη  από την άλλη,
―τον Ανακριτή και τον Ύποπτο,
―τον Ψυχαναλυτή και τον Ασθενή του,
―τον Ιερέα και τον Εξομολογούμενο,
―τον Κριτή δικαστή και τον Απολογούμενο,
―τον Ιεροεξεταστή και τον  Αιρετικό, ή της κατηγορούμενης  ως Μάγισσας,
―τον Συγγραφέα με τον Αναγνώστη,
―την Κριτική με τον Συγγραφέα
 
Μια σχέση που είναι Σάδο/ Μάζο – Αγάπης / Μίσους. Που οι δυο πλευρές τροφοδοτούνε με την ύπαρξη και τα συναισθήματά τους ο ένας τον άλλον. Μια σχέση αλληλεξάρτησης, όπου δεν μπορούν ο ένας δίχως τον άλλον. Γιατί  τελικά και οι δύο πλευρές το απολαμβάνουν! 
 
Σε κάποιο σημείο η ηρωίδα συμπεραίνει: «Απαντάω ίσον υπάρχω».
 
Οι ερωτήσεις αρχίζουν απλές και γίνονται όλο και πιο περίπλοκες, μετά και πάλι ελαφραίνουν,  ανάλογα με την διάθεση του Εξεταστή. Τις έχω καταγράψει: και θα αναφέρω κάποιες από αυτές για να έχετε μια ιδέα για την όλη κατάσταση:
 
Η πρώτη ερώτηση είναι σχεδόν αθώα:
Ζείτε μόνη ή με τους γονείς σας; 
Μετά ακολουθούν:
Παρακολουθείτε ειδήσεις, σας ενδιαφέρει η επικαιρότητα;
Κουράζεστε εύκολα ή δύσκολα;
Συνηθίζετε να κρατάτε ημερολόγιο; Σας αρέσει να αποτυπώνετε τις μέρες σας και τις νύχτες σας;
Ακολουθεί μια πιο δύσκολη ερώτηση, που μπαίνει πιο βαθιά και αγγίζει τις πιθανές φοβίες του ατόμου:
Έχετε σκεφτεί ποτέ, το ενδεχόμενο να σας συλλάβουν για κάτι παντελώς άσχετο με σας, να σας συνδέσουν με κάτι αξιόποινο, που δεν έχετε διαπράξει;
Μετά, ο Εξεταστής  θέτει και πάλι μια αθώα ερώτηση. Παίζει δηλαδή βασανιστικά με το θύμα του εναλλάσσοντας το επώδυνο, με το  ανώδυνο:
Προτιμάτε να περπατάτε στην εξοχή ή στην πόλη;
Ο Ανακριτής σαν να μην μένει ικανοποιημένος από τις πραγματικά χειμαρρώδεις  απαντήσεις του θύματος κι αρχίζει να επιμένει:
Κάτι άλλο;
Κάτι άλλο;
Κάτι άλλο;
Συνολικά 11 φορές ρωτάει: για «κάτι άλλο» . Μέσα της η ηρωίδα αγανακτεί:  Κάτι άλλο; Νισάφι. Γι αυτό μόνο κι εσύ απαντάς σε ερωτήσεις αδιάφορες, προβοκατόρικες, καταχθόνιες. Σε ερωτήσεις που διψούν για απάντηση, ή λαχταρούν να μεταμορφωθούν σε άλλες ερωτήσεις.
 
Κάπου οι Ερωτήσεις του εξεταστή, μπερδεύονται με τις ερωτήσεις που θέτει η ίδια στον εαυτό της, π.χ.:
Τον φοβάστε τον θάνατο;
Και πάλι ακολουθεί μια άσχετη ερώτηση:
Συνήθως φτάνετε νωρίτερα, ή είστε ακριβής στα ραντεβού σας;
Πάλι σοβαρεύεται:
Καταφεύγετε συχνά σε ψέματα ή προσπαθείτε πάντα να λέτε την αλήθεια;
Ποια είναι η πιο έντονη, ανεξίτηλη ερωτική σκηνή που έχει χαραχτεί στην μνήμη σας;
Πώς φαντάζεστε τις τελευταίες σας στιγμές;
Να σκεφτείτε ένα τίτλο για όλα όσα συμβαίνουν εδώ μέσα;
Πώς νιώθετε μετά από τις ερωτήσεις μου;
Πιστεύετε στον Θεό; Τον επικαλείστε σε κάποιες στιγμές;
 
Κι εκεί που νομίζουμε πως αυτή θα ήταν η τελευταία ερώτηση ακολουθεί:
Αν ήμουν ο γιος σας και ήμουν άρρωστος, ή ο πατέρας σας στα τελευταία του, θα με φροντίζατε;
Ακολουθεί και πάλι δύσκολη ερώτηση, μόνο που εδώ είναι τρεις ερωτήσεις σε μία:
Ποια είναι η σχέση με την μητέρα σας; Είχατε ή θα μπορούσατε να έχετε ομοσεξουαλικές εμπειρίες; Αν η κόρη σας ήταν λεσβία, πώς θα το αντιμετωπίζατε;
Εδώ πια ακολουθεί και μια άλλη, πραγματικά τελευταία ερώτηση, που δεν θα σας την πω, όχι για το σασπένς, μα γιατί θα την χρειαστώ λίγο μετά.
 

Συνολικά κάνει γύρω στις 30 (αν δεν έχω μπερδέψει την αρίθμηση) διαφορετικές ερωτήσεις. Δεν υπάρχουν τυχαίες. Κάποιες που μας φαίνονται περίεργες έχουν σχέση με τη δράση της Κορτιζόλης, ( π.χ. για το πώς κοιμάται), μια που η ηρωίδα αυτοαποκαλείται Lady Cortisol ή  Corti.
 
Οι απαντήσεις άλλων ερωτήσεων εξηγούνται με τα επίπεδα της Οξυτοκίνης..  Η ηρωίδα κάποιες φορές, απαντάει και στο όνομα   Οξυτοκίνη…  
 
Πριν ακολουθήσουν οι ίδιες απαντήσεις υπάρχει η επεξεργασία των ερωτήσεων στο κεφάλι της ηρωίδας. Πρόκειται για σχόλια, δικές της αναλύσεις επί του θέματος, δικές της επιπλέον ερωτήσεις που προκύπτουν από το βασικό ερώτημα, όπως:
― ποιος ήταν ο σκοπός της ερώτησης;
― αν πρέπει να απαντήσει ειλικρινά ή όχι;
― οι δυνατότητες για διαφορετικές απαντήσεις.
―πώς θα δώσει την καλύτερη εικόνα για τον εαυτό της κ.λπ.
 
Υπάρχουν όμως και βαθύτεροι προβληματισμοί που ξυπνάνε από αυτές τις ερωτήσεις.  Ή όπως λέει στη σελ. 115 «αυτά που ήθελες να ρωτήσεις τον εαυτό σου».
 
  Κι ερχόμαστε πια στο στάδιο των απαντήσεων. Οι απαντήσεις είναι ποικίλες. Στην αρχή, στις πρώτες 2 ερωτήσεις, δίνει τουλάχιστον δυο διαφορετικές κι αντικρουόμενες απαντήσεις. Δεν έχει τόσο σημασία  τι λέει η ηρωίδα, σημασία έχει ο διάλογος. Αν κι έχουν πολύ ενδιαφέρον τα όσα λέει. Ακολουθεί τα δικά της μυστικά μονοπάτια, τους δαιδαλώδεις λαβύρινθους του εσωτερικού της κόσμο. Ο λόγος της  χειμαρρώδης, για το παραμικρό μπορεί να παραθέσει τουλάχιστον δύο ή τρία επιχειρήματα, κάποια  αντιφατικά. Μπαίνει σε λεπτές, ψυχολογικές λεπτομέρειες ανοίγει τα εσώψυχά της.
 
Πολλές φορές επαναλαμβάνει συνειδητά κάποια στοιχεία, προσθέτοντας κατά περιόδους καινούργια και που αυτά επίσης επαναλαμβάνονται,  δημιουργώντας έτσι ένα σχεδόν ποιητικό ρυθμό στη ροή των λέξεων, κάτι που λίγοι το καταφέρνουν, για να μην πω πως ελάχιστοι πεζογράφοι το γνωρίζουν κι επιδιώκουν να δώσουν στην αφήγησή τους, δηλαδή: ρυθμό της ροής του λόγου.  Που κι αυτό βέβαια εντάσσεται στην ιδιαίτερη λογοτεχνική φόρμα της νουβέλας του Μ.Φ.
Παράδειγμα: Κι αυτό έχει κάτι. Αφύλαχτο. Ναι αυτό. Πληγωμένο. Κι αυτό. Αφύλαχτο και πληγωμένο. Ναι, ναι. Αστεία αφύλαχτο και πληγωμένο. Αστεία. Μια αστεία αφύλαχτη πληγή. (σελ. 113).
 
Οι ερωτήσεις είναι αφετηρία πολλών μικρών καταστάσεων, μυστικών, ιστοριών, ιδεών, παρατηρήσεων, συμπερασμάτων, αναμνήσεων, όλο αυτό το «Δικαστήριο της μνήμης» όπως το λέει στην σελ. 86, που θέλει να μας εκμυστηρευτεί η Λαίδη Κορτιζόλη.
 
Κάποια στιγμή αναρωτιόμουν ποιο έχει μεγαλύτερη αξία για τον συγγραφέα, να προβάλει τον διάλογο, ή να αφηγηθεί όλα αυτά που έχει μαζεμένα μέσα της  η ηρωίδα. Αυτό θα καθόριζε και το:
Ποιο τελικά είναι η φόρμα, το περιτύλιγμα, και ποιο είναι το περιεχόμενο, το ουσιώδες;
Μήπως αυτή η σχέση ανάκρισης – απολογισμού είναι μόνο αφορμή για τον συγγραφέα, για να μας πει όλα αυτά που θέλει, μέσα από τις απαντήσεις και τα εσωτερικά σχόλια της ηρωίδας;
Ή μήπως τα λόγια της ηρωίδας με τις έξυπνες επινοήσεις, με τις ψυχολογικές αποκαλύψεις, τις διάφορες σκέψεις, συμπεράσματα κ.λπ. είναι μόνο το διασκεδαστικό, το δόλωμα για τον αναγνώστη, που θα τον παραμυθιάσει για να διαβάσει με ενδιαφέρον το βιβλίο, μα το βασικό θα παραμείνει η αντίθεση, η σύγκρουση Εξεταστή/εξεταζόμενου;
Κι αυτό και πάλι είναι προσόν του βιβλίου, γιατί υπάρχει η απόλυτη συγχώνευση  κι αλληλοσυμπλήρωση μεταξύ φόρμας και περιεχομένου.
 
Ένας τρόπος να ανταποκριθεί, ή μήπως να αμυνθεί η ηρωίδα είναι να απαντάει στις ερωτήσεις με ερωτήσεις. Και δεν πρόκειται μόνο για δήθεν διευκρινιστικές ερωτήσεις. Εδώ πια οι ρόλοι αλλάζουν. Το θύμα γίνεται θύτης.  Δυστυχώς, απασχολημένη με το να απολαμβάνει τις δικές της απαντήσεις, η ηρωίδα δεν επιμένει σε αυτή την τακτική. Έχει βρει όμως και μια άλλη, ίσως πιο αποτελεσματική: τη σιωπή. Γιατί οι απαντήσεις τη δυσκολεύουν. Η αυτογνωσία συχνά φέρνει την κατάθλιψη. Οι παρενέργειες όμως από την  «ανάρμοστη απαντητική συμπεριφορά» είναι οι παρενέργειες της Κορτιζόλης. Κι αναρωτιέται στη σελ. 85 αν: «γίνεται να μην απαντήσει και να μην μεταμορφωθεί σε ανυπόφορη Lady Cortizol»
 
Στη σελ. 117, λέει: «όπως μαθαίνεις να τρως, να αφοδεύεις, να ντύνεσαι, να μιλάς, να σωπαίνεις, να χύνεις, να κλαις, να ξεχνάς, να φθείρεσαι, κυρίως αυτό να πεθαίνεις. Έτσι ακριβώς έτσι. Μαθαίνεις και να απαντάς!»…
 
Αν θα έπρεπε να χωριστεί το βιβλίο σε ενότητες, σίγουρα η κάθε ερώτηση θα ήταν η αρχή του κάθε νέου κεφαλαίου. Το κάθε ένα με την δική του λογική και ιστορία, με τις δικές του πλούσιες λεπτομέρειες.
 
Και φτάνουμε στην τελευταία ερώτηση, που παραδόξως είναι ξανά η πρώτη, αυτήν με την οποία έχει αρχίσει το «παιχνίδι»:
Ζείτε μόνη ή με τους γονείς σας; 
Ο κύκλος κλείνει. Το φίδι έχει δαγκώσει την ουρά του. Τέλος των ερωτήσεων. Δεν έχουν σημασία οι ερωτήσεις, το τι ακριβώς ρωτάει. Ούτε οι απαντήσεις –τι ακριβώς θα απαντήσει! Το βασικό είναι να προβληματίζεσαι. Να γίνεται όλη αυτή η διεργασία. Κι έχουμε πια την εξέλιξη. Από το «Απαντώ ίσον υπάρχω!», στην πράξη έχουμε φτάσει στο: «Προβληματίζομαι ίσον υπάρχω!»
 
Στην προτελευταία σελίδα λέει:
Αναγκάζεσαι.  Μαθαίνεις.  Απαντάς. Σ’ αυτό που σε ρωτάνε. Σ’ αυτό που σε ρωτάει Αυτός, με Α κεφαλαίο. Έτσι κι αλλιώς όλες οι ερωτήσεις καταλήγουν σ’ αυτόν. Έτσι κι αλλιώς κανένας άλλος δεν σε ρωτάει. Κανένας άλλος όπως αυτός. Δεν υπάρχει ερώτηση δίχως αυτόν. Κι όταν δεν υπάρχει ερώτηση –θέλετε να συνεχίσω; Ούτε ερωτηματολόγιο υπάρχει. Αυτός είναι η πρώτη ερώτηση. Και η τελευταία. Η ερώτηση της ερώτησης.
 
Μήπως τελικά ο διάλογος είναι  ανάμεσα στον Θεό και στην ψυχή;  Ή ανάμεσα στον  άνθρωπο και στη θεϊκή υπόσταση της ψυχής του, τον θεϊκό του εαυτό; Ένας δύσκολος διάλογος, που θυμίζει εφιάλτη.  Όπου στον ύπνο μας νιώθουμε πως πεθαίνουμε και προσπαθούμε απεγνωσμένα, να ξυπνήσουμε.   Το πρωί έχουμε ξεχάσει τις λεπτομέρειες. Μας έχει μείνει μόνο το αίσθημα του άγχους… Και η παρηγοριά πως για άλλη μια φορά την γλιτώσαμε… πως πήραμε παράταση… Αναβολή… Μέχρι… τον επόμενο εφιάλτη… Ή μήπως μέχρι τον επόμενο διάλογο της  ψυχής μας, με τον Θεό; 
 
Σίγουρα προκύπτει η ερώτηση για τον τίτλο της νουβέλας και βασικά για την Κορτιζόλη. Αν και ιατρός, δεν θα μπω στα ιατρικά.  Στη σελ. 84  ο συγγραφέας μιλάει λεπτομερώς για τη δράση της Κορτιζόλης, την ορμόνη του άγχους και του στρες. Δεν είναι τυχαίο που στο τέλος ακουμπάει τις παλάμες του στην περιοχή των επινεφρίδιων, απ’ όπου εκκρίνεται η Κορτιζόλη. Οι τελευταίες σειρές περιγράφουν ξεκάθαρα μια  κρίση άγχους.
 
Στο βιβλίο όμως δεν υπάρχουν λεπτομέρειες για τη δράση της Οξυτοκίνης, που είναι το άλλο όνομα  της κυρίας Κόρτι. Ένα από τα πολλά ονόματά της, ή μήπως διαθέσεις, επιθυμίες, πτυχές του χαρακτήρα;  Πρέπει να εξηγήσουμε  πως η Οξυτοκίνη θεωρείται ορμόνη της αγάπης, που εκκρίνεται κατά τον οργασμό, που  η έκκρισή της μετά τον τοκετό προκαλεί την σύσπασή της μήτρας, για να σταματήσει η αιμορραγία και πως «βοηθά στη θεμελίωση μόνιμων δεσμών μεταξύ ερωτευμένων, μετά από τον αρχικό ενθουσιασμό που παρατηρείται σε μια νέα ερωτική σχέση…» 
  
Είπα πως πρόκειται για ασυνήθιστο βιβλίο. Που δεν έχει για σκοπό να ταξιδέψει ανώδυνα τον αναγνώστη, μα να τον προβληματίσει.  Που ξεπερνάει την καθιερωμένη φόρμα κι επιβάλλει τη δική του! Για τη φόρμα δεν υπάρχουν κανόνες, δεν μπαίνει σε καλούπια. Αρκεί να φέρει τη συγκίνηση, την χαρά της αισθητικής απόλαυσης. Οι ιδέες πρέπει να περάσουν μέσα από το συναίσθημα για να φτάσουν στον εγκέφαλο.  Γίνεται και το αντίθετο –οι ιδέες να αφυπνίσουν  το συναίσθημα. Ποιο δρόμο θα ακολουθήσει το έργο,  το επιλέγει μόνος του ο κάθε καλλιτέχνης. 
 
Στην  Τέχνη υπάρχουν πολλές διαστάσεις, πέρα από τις συνηθισμένες. Κι αν το έργο οδηγεί, εκεί,  στις άλλες διαστάσεις σίγουρα οι  αναγνώστες  για τους οποίους προορίζεται, για τους οποίους είναι γραμμένο, θα περιμένουν τον συγγραφέα τους εκεί. 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.