Αναγνωσεις για… συνειδηση αγρυπνη

Όταν δυο σπουδαίοι δημιουργοί «συνομιλούν» για το έργο της ζωής του ενός σαν να κουβεντιάζουν μεταξύ τους, έργο πέρα απ’ αυτόν και την γήινη υπόστασή του, όπως συμβαίνει με την περίπτωση του αθάνατου Στέλιου Καζαντίδη, κι όταν εκείνος που διατυπώνει τις ερωτήσεις αλλά δίνει και τις απαντήσεις για το φαινόμενο του τραγουδιστή που έγραψε στην ιστορία της νεότερης Ελλάδος, είναι ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, τότε το συγκεκριμένο βιβλίο, το οποίο και προς ανάγνωση σας προτείνουμε θα πρέπει εκ προοϊμίου να θεωρείται ό,τι το καλύτερο…

Λευτέρης Παπαδόπουλος

ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ

Από τον Άκη Πάνου ως την Μαρινέλλα

Μαζί του δυο ακόμη σημαντικά αναγνώσματα, ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό κείμενο του νομπελίστα Τσέσλαβ Μίλος, σαφώς κορυφαίου σε ποιητικότητα και λυρισμό, με τίτλο «Η κοιλάδα του Ίσσα», αλλά κι ένα ακόμη του γνωστού ως ηθοποιού αλλά και καλού συγγραφέα Βασίλη Κολοβού με τίτλο «Μη φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ»… Απολαύστε τα…

Ο Άκης Πάνου για τον Στέλιο Καζαντίδη

«Πάμε ένα βράδυ του ’58 με τον Μουρκάκο και τον Κολοκοτρώνη να ακούσουμε τον Καζαντζίδη στον “Αστέρα”, στην Κοκκινιά. Φίσκα το μαγαζί. Μας βάζουνε να καθίσουμε σε κάτι καφάσια. Τραγουδάει ο Στέλιος: “Μα κανένας δε μου φταίει για το χάλι μου / σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου”. Και τότε, πετάγεται κάποιος πάνω, σπάει ένα ποτήρι και το καρφώνει στο μέτωπό του! Παγώνουμε όλοι. Τον παίρνουνε αυτόνε γεμάτο αίματα. Κι ενώ τον σέρνουνε στην έξοδο και ο Στέλιος συνεχίζει το τραγούδι, γυρίζει και του φωνάζει: “Γεια σου, Στελάρα!” Καταλαβαίνεις; Λέω, λοιπόν: Αν φύγει ο Στέλιος από την Κοκκινιά κι αρχίσει να τραγουδάει περπατώντας για ν’ ανέβει στην Αθήνα, με τον κόσμο που θα μαζέψει στο δρόμο δεν κάνει επανάσταση; Αλλά δεν σταματώ εδώ. Χρόνια και χρόνια τον παρακολουθώ. Και βλέπω ότι τα περισσότερα από τα τραγούδια του είναι χάλια. Κι όμως, μ’ αυτά τα κακά τραγούδια με κάνει να τον ακούω. Πώς τα καταφέρνει να με κάνει ν’ ακούω μόνο αυτόνε; Είναι μεγάλη φωνή; Υπάρχουν κι άλλες φωνές που θα μπορούσαν ίσως να φτάσουν σ’ αυτό το σημείο. Τραγουδάει για την εργατιά και την ξενιτιά; Μα, κι άλλοι το κάνουν. Τι συμβαίνει, λοιπόν; Συμβαίνει ότι υπάρχει ένα μεγαλείο. Η ικανότητα ενός ανθρώπου, που ξεπηδάει από την εμπειρία του να παίρνει από το τραγούδι την ψυχή του και να μου τη δίνει. Ακόμα και σε τραγούδια ασήμαντα. Και χωρίς ποτέ αυτό να γίνεται τεχνικά. Αν αυτά τα τραγούδια που ’χει πει ο Καζαντζίδης, τα κακά, τα ’λεγαν άλλοι, δε θα τους ήξερε ούτε η μάνα τους;».

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος για τον Λευτέρη Παπαδόπουλο

Γεννήθηκα στην Αθήνα το Νοέμβριο του 1935. Οι γονείς μου πρόσφυγες. Ο πατέρας μου από το Μιχαλίτσι της Προύσσας – ορφάνεψε μικρός και τον πήραν στο ορφανοτροφείο της Πριγκίπου, απ’ όπου τον έδιωξαν στην Ελλάδα με την ανταλλαγή το 1924 – και η μητέρα μου από ένα χωριό (Πακάνσκι) κοντά στο Νοβοροσίσκ της Ρωσίας. Ο πατέρας μου τέλειωσε το δημοτικό και έμαθε και τέχνη: τσαγκάρης. Η μητέρα μου ήταν αναλφάβητη, αλλά γύρω στα εξήντα της έμαθε μόνη της να διαβάζει και να γράφει γιατί «ντρεπότανε να ’ναι αγράμματη».

Μεγάλωσα σε μιαν αυλή. Φωκαίας 18. Κάτω από την πλατεία Κυριακού (Βικτωρίας). Η αυλή είχε οχτώ δωμάτια, μια βρύση και ένα κοινόχρηστο αποχωρητήριο. Κάθε δωμάτιο και μια οικογένεια. Με τρία και τέσσερα άτομα η καθεμιά. «Αρχηγοί» των οικογενειών, μεροκαματιάρηδες. Μαραγκοί, χτίστες, τσαγκαράδες, υδραυλικοί, αρτεργάτες, σερβιτόροι, γιαουρτάδες. Ό,τι ξέρω από τον κόσμο μου τα ’μαθαν αυτοί οι σπουδαίοι άνθρωποι και, φυσικά, οι γονείς μου.

Τελείωσα το Β΄ Γυμνάσιο, μπήκα στο Πανεπιστήμιο (Νομική Αθηνών), αλλά το παράτησα στο τρίτο έτος, γιατί μπλέχτηκα με τη δημοσιογραφία. Από το 1950 εργάζομαι στα «Νέα»: ρεπόρτερ, υπεύθυνος ύλης, υπεύθυνος ελεύθερου ρεπορτάζ, βοηθός αρχισυντάκτη, αρχισυντάκτης. Τα τελευταία είκοσι οκτώ χρόνια είμαι ο χρονογράφος της εφημερίδας.

Το 1963 καταπιάστηκα με το τραγούδι. Έγραψα τους στίχους 1200 τραγουδιών ως τώρα. Συνεργάτες μου, μουσικοί, οι καλύτεροι: Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Λοΐζος, Λεοντής, Μαρκόπουλος, Μούτσης, Σπανός, Κουγιουμτζής, Καλδάρας, Χατζηνάσιος, Πλέσσας, Νικολόπουλος, Πολυκανδριώτης κ.α. Και τραγουδιστές σπουδαίοι: Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Νταλάρας, Αλεξίου, Μοσχολιού, Μαρινέλλα, Πόλυ Πάνου, Στρ. Διονυσίου, Μητσιάς, Γαλάνη, Καλατζής, Μητροπάνος, Παπακωνσταντίνου, Κόκοτας, Πουλόπουλος κι ένα σωρό ακόμα.

Έγραψα, επίσης, τρία θεατρικά έργα («Δρόμος», «Εν βρασμώ ψυχής», «Ο γολγοθάς μιας ορφανής ανύπαντρης μητέρας» – σάτιρα) και δεκάδες τραγουδιών για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Τέλος, δούλεψα πολύ και στην τηλεόραση με δικές μου εκπομπές: «Ώρα για τραγούδι», «Εν αρχή ην ο λόγος», «Η άλλη μεριά του φεγγαριού», «Μακρινές φιλίες». Φυσικά, πολλά από τα κείμενά μου πήραν και το δρόμο του τυπογραφείου. Μόνο στον Καστανιώτη, έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία μου «Άσμα Ασμάτων», «Οι παλιοί συμμαθητές», «Ζω από περιέργεια», το αφιερωμένο στην Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου «Όλα είναι ένα ψέμα» (ο τίτλος παρμένος από το τραγούδι της «Δυο πόρτες έχει η ζωή»), «Να συλληφθεί το ντουμάνι!» και «Είναι γλεντζές, πίνει γάλα». Έχω έναν αδελφό, τον Γιάννη, δύο παιδιά, τον Νότη (δημοσιογράφο) και την Υακίνθη (ηθοποιό), και δύο εγγόνια: τη Μαρία – Νεφέλη και τον Λευτεράκη. Γυναίκα μου είναι ο σκηνοθέτης Ράια Μουζενίδου.»

Βασίλης Κολοβός

Μη φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ

Οι πράξεις αυτοθυσίας, ο δυνατός έρωτας, η φιλία, οι καθαρές ανθρώπινες σχέσεις, η αγάπη, η πίστη στο αύριο, η πεποίθηση ότι τίποτα δε μένει αμετάβλητο, αποτελούν τα βασικά στοιχεία του μύθου και της πραγματικότητας, της αλήθειας και της Iστορίας από τον Aύγουστο του 1949 μέχρι τη νύχτα της 21ης Aπριλίου του 1967. Μέσα σ’ αυτό το χρονικό πλαίσιο, οι ήρωες του βιβλίου ξετυλίγουν το μίτο των γεγονότων της μετεμφυλιακής Ελλάδας, για να διασώσουν το όραμά τους και να ανταμώσουν με αξιοπρέπεια το μέλλον τους: ένα μέλλον δύσκολο, αβέβαιο, αλλά τρυφερό και δυνατό, όπως τρυφεροί και δυνατοί υπήρξαν πάντοτε και οι ίδιοι.

Το «Μη φοβάσαι», εγώ είμαι εδώ δεν είναι μια εφησυχαστική μυθιστορία. Είναι ένα βιβλίο που αφυπνίζει, καθώς εκτυλίσσεται γύρω από ιστορικά και φανταστικά πρόσωπα, γύρω από νικητές και ηττημένους, κυρίως όμως γύρω από τους πραγματικούς πρωταγωνιστές της Ιστορίας, που αρνήθηκαν να υποταχθούν, γιατί πίστεψαν στη ζωή.

Ο Βασίλης Κολοβός γεννήθηκε το 1946 στο ορεινό χωριό της Φθιώτιδας Πετρωτό, της επαρχίας Δομοκού. Από τα δώδεκά του χρόνια εργάστηκε σε βιβλιοπωλείο, κουρείο, ραφτάδικο, μπακάλικο, καφενείο, σε διάφορα εργοστάσια και στις οικοδομές. Πήγε σε νυχτερινό Γυμνάσιο και αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών το 1967.

Άρχισε να ασκεί το επάγγελμα του ηθοποιού το 1972. Έπαιξε σε πάρα πολλούς θιάσους κλασικό και σύγχρονο ρεπερτόριο. Πήρε μέρος σε δεκαπέντε κινηματογραφικές ταινίες, σε είκοσι τηλεοπτικά σίριαλ και σε πολλά θεατρικά έργα στην τηλεόραση. Παράλληλα με την επαγγελματική του δραστηριότητα ασχολήθηκε και με τα συνδικαλιστικά προβλήματα των ηθοποιών. Εκλέγεται συνεχώς επί 32 χρόνια στην Πανελλήνια Ομοσπονδία Θεάματος-Ακροάματος και στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών. Η επαφή του με το λαϊκό κίνημα άρχισε όταν έκανε τα πρώτα του μεροκάματα και συνεχίζεται ακόμα.

Το πρώτο του μυθιστόρημα «Θυμάσαι, πατέρα;» κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1995. Το δεύτερο, «Η αυλή με τα σπασμένα όνειρα», κυκλοφόρησε το 1998, το τρίτο του, «Οι Αγίες των ημερών τους», το 2001 και το τέταρτο, «Το καλοκαίρι μάς προσπέρασε», το 2003, όλα από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.

Το «Θυμάσαι, πατέρα;» επιλέχθηκε το 1998 και για δύο χρόνια ως βασική διδακτέα ύλη στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, στο Τμήμα Νεοελληνικής Φιλολογίας, μαζί με τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου, την «Αυλή των θαυμάτων» του Καμπανέλλη και τη «Σαρκοφάγο» του Ιωάννου. Προσκεκλημένος από την ελληνική κοινότητα του Σίδνεϊ, επισκέφθηκε την πόλη τρεις φορές, μίλησε στα παιδιά για το βιβλίο του και έδωσε τις διαλέξεις: «Γιάννης Ρίτσος, ο ποιητής της Ειρήνης», «Η Επανάσταση του ‘21 και ο στρατηγός Μακρυγιάννης», «Κώστας Βάρναλης, ο οδηγητής του λαού μας», «Φώτης Αγγουλές ο λαϊκός ποιητής-αγωνιστής». Η εκτίμηση των καθηγητών ότι η διδασκαλία του βιβλίου του αύξησε τα ποσοστά επιτυχίας των φοιτητών τούς οδήγησε να το συμπεριλάβουν στη διδακτέα ύλη για δύο ακόμα χρόνια, έως το 2002.

Τσέσλαβ Μίλος

Η κοιλάδα του Ίσσα

Μυθιστόρημα

Μετάφραση: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου

Ένα αγόρι μεγαλώνει σε ένα λιθουανικό χωριό στα σύνορα με την Πολωνία. Γνωρίζει τον κόσμο μέσα απ’ τα παιχνίδια στη φύση και καταλαβαίνει την αγριότητα της ζωής μέσα απ’ τις ιστορίες έρωτα και θανάτου των ανθρώπων του χωριού. Oνειρεύεται να ζήσει όλη του τη ζωή στο δάσος, κυνηγώντας, αλλά τελικά θα αναγκαστεί να φύγει για να πάει στο σχολείο, στην Πολωνία.

Στο αυτοβιογραφικό του αυτό μυθιστόρημα, ο Τσέσλαβ Μίλος (Βραβείο Νόμπελ 1980) εκφράζει την απέραντη νοσταλγία του για τα ονειρεμένα παιδικά του χρόνια στη Λιθουανία, αναβιώνοντας με το μοναδικό του ύφος μια μακρινή γωνιά της Bόρειας Ευρώπης των αρχών του εικοστού αιώνα.

«Ένα ονειρικό κείμενο τεράστιας γοητείας και ποιητικού βάθους… Χρειάζεται ένα αριστούργημα για να αποκαλυφθεί η ουτοπία των μοντέρνων δημιουργικών τρόπων και τύπων, και το μυθιστόρημα αυτό του Mίλος είναι ένα τέτοιο αριστούργημα».

John Bayley, The New York Review of Books

Επιμέλεια: Τ.Β.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.