Α. Χαριστος: «Σκοπος του εργου η αποτυπωση με τροπο κωμικο και συναμα τραγικο των ανθρωπινων σχεσεων οπως δομουνται στο βωμο των εξουσιαστικων δεσμων μεταξυ των κοινωνικων ομαδων»

Αντώνης Χαριστός, μποστάνι Δημοκρατίας, εκδ. Γράφημα, Θεσσαλονίκη 2020

Η συνομιλία μας με τον φιλόλογο, δημοσιογράφο και συγγραφέα Αντώνη Χαριστό ξεκίνησε με την αφορμή της έκδοσης της νουβέλας με τίτλο «μποστάνι Δημοκρατίας»  που κυκλοφόρησε εσχάτως από τις εκδόσεις Γράφημα και έχει ως αφηγηματικό του χρόνο τις Εκλογές το Φθινόπωρο του 1981, οι οποίες ανέδειξαν στη διακυβέρνηση της χώρας το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠαΣοΚ). Το δεύτερο στοιχείο το οποίο είλκυσε το ενδιαφέρον μας ήταν το γεγονός ότι στη νουβέλα λογοτεχνικός τόπος είναι το κοντινό μας νησί, η Σαμοθράκη. Τον Αντώνη Χαριστό τον γνωρίσαμε όμως και ως προλογίζοντα τη  δεύτερη ποιητική συλλογή του Πασχάλη Κατσίκα με τίτλο «Ρετάλια» (εκδ. Γράφημα), όπως επίσης και από την έκδοση του «Λογοτεχνικού Δελτίου», του οποίου είναι αρχισυντάκτης. Λόγω του ότι το «μποστάνι Δημοκρατίας»  ήταν το δεύτερο λογοτεχνικό έργο με το ίδιο χρονικό πλαίσιο, τη διακυβέρνηση των ετών ΠαΣοΚ που διαβάσαμε εφέτος μετά τη «Θραύση Κρυστάλλων» (εκδ. Ποταμός)  του Γιώργου Γκόζη, μία συνομιλία  με τον συγγραφέα Αντώνη Χαριστό θεωρήσαμε ότι θα μας διευκόλυνε στην κατανόηση της απρόβλεπτης αξιοποίησης κάποιων εκ των σελίδων της νεότερης ιστορίας μας ως λογοτεχνικού  χρονικού πλαισίου.

Αντώνης Χαριστός όμως…  

«Η λογοτεχνία οφείλει να εξεγερθεί ενάντια τόσο στην εμπορευματοποίησή της»

ΠτΘ: Κύριε Χαριστέ, είστε μεν ένας νεαρός φιλόλογος,  οι δραστηριότητές σας όμως στον χώρο των γραμμάτων τόσο στη λογοτεχνία, τον δοκιμιακό λόγο και τη φιλολογική επιστήμη,  όσο και στην αρχισυνταξία τριών περιοδικών εκδόσεων, εκ των οποίων  το «Λογοτεχνικό δελτίο» είναι μηνιαίο, παρουσιάζουν μια αλκή και μια δυναμικότητα που ξαφνιάζουν δεδομένου ότι στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα καλλιεργείται η άποψη ότι όλες αυτές οι φιλολογικού, και ανθρωπιστικού χαρακτήρα, ενασχολήσεις και ξεπερασμένες είναι και άκαιρες… Δεν είναι; 

Α. Χ.: Εάν ο ανθρωπισμός ως επιστημονική προσέγγιση ή/και ως προβληματισμός με δεδομένη δομική εν συναίσθηση μεταξύ προσώπων και γεγονότων στον καθημερινό βίο έχει εξαφανιστεί από το προσκήνιο και το ενδιαφέρον περιορίζεται σε μία «ελίτ» κουλτούρας, τότε θα είχαμε την ατυχία και επισήμως να διακηρύξουμε την δράση του ατόμου στα πλαίσια της βαρβαρότητας και του απ-ανθρωπισμού. Προφανώς και κάτι τέτοιο δεν λαμβάνει χώρα, όχι ακόμη τουλάχιστον. Η ολοκληρωτική επικράτηση των θετικών επιστημών, αρχής γενομένης από τον 19ο αιώνα, με κορύφωση τις τραγικές απολήξεις της συλλογικής καθυπόταξης όπως αυτή εκφράστηκε στον 20ο αιώνα, στις αλλεπάλληλες τραγωδίες τις οποίες βίωσε το ανθρώπινο είδος μαρτυρά τα όρια αυτής ακριβώς της κυριαρχίας αλλά και, παράλληλα, την αναγκαιότητα της επανάστασης των ανθρωπιστικών επιστημών διεκδικώντας όχι λόγο φτωχού συγγενούς στο δημόσιο χώρο αλλά πρακτικού μετώπου πάλης για την επανα-σημασιοδότηση της εποχής την οποία διανύουμε δίχως ταυτότητα και προοπτική. Ο εργαζόμενος, στην αφηρημένη του σύλληψη, αποξενώνεται όχι μονάχα από το προϊόν της εργασίας του αλλά συνολικά από τη ζωή την ίδια όντας περικυκλωμένος από τεχνητές «αναγκαιότητες» στις οποίες υποκαθιστά τη βούληση με την επιφανειακή αναπαραγωγή των δομών εξουσίας, όπως προωθούνται με τρόπο αποφασιστικά καθοριστικό για τον αυτο-προσδιορισμό του εντός του κοινωνικού γίγνεσθαι. Επομένως, δεν είναι η λογοτεχνία ειδικότερα και η φιλολογία γενικότερα που φθίνοντας υπονομεύουν τα εξαιρετικά ενδιαφέροντα των εργαζομένων οι οποίοι απηυδισμένοι στρέφονται προς άλλες «απολαύσεις». Εξάλλου στην κοινωνία μας η αξία χρήσης ενός προϊόντος, είτε χειρωνακτικής εργασίας είτε πνευματικής, δεν ορίζεται από τις επιθυμίες μας αλλά από ετερογενείς παράγοντες οι οποίοι αλληλεπιδρούν στην οικονομική βάση αυτής. Αφορά τις εύπλαστες κατευθύνσεις τις οποίες κατασκευάζει ο κυρίαρχος κάθε φορά λόγος, μία εξέλιξη η οποία ανέκαθεν υπονόμευε κάθε τί που εμβάθυνε στην κοινωνική πραγματικότητα και πολεμούσε να ξεριζώσει το λόγο ο οποίος ανέπτυσσε κριτική διάθεση και εναλλακτικές προτάσεις οπτικής των πραγμάτων. Η λογοτεχνία οφείλει να εξεγερθεί ενάντια τόσο στην εμπορευματοποίησή της, που θέτει εαυτόν σε κατάσταση αναπηρίας ως ευκόλως αναπληρωμένο καταναλωτικό προϊόν, όσο και ενάντια στην παθητικότητα των ανθρώπων οι οποίοι με τη σειρά τους αντιμετωπίζουν την έκφραση, το λόγο και τη γλώσσα ως εργαλεία μίας επιφανειακής διεκπεραίωσης.  

ΠτΘ: Ασχολείστε και με θεωρητικά ζητήματα λογοτεχνίας -αναφέρομαι στο «Μανιφέστο Ανθρωπιστικής Τέχνης», στο  «Υπερρεαλισμός και αυτονόμηση των ιδεών. Για μία νέα κατασκευή της παράδοσης»,  καθώς και στο μελέτημα «Ο πεσιμισμός είναι ανθρωπισμός. Η περίπτωση του ποιητού Κώστα Καρυωτάκη, αλλά  γράφετε και ο ίδιος  λογοτεχνία, εννοώ τη νουβέλα «Τέσσερις ανάσες ελευθερίας», το μυθιστόρημα «Μέρες νηστείας», και την πρόσφατη νουβέλα σας «μποστάνι Δημοκρατίας».  Θεωρείτε συμπληρωματικές αυτού του είδους τις ενασχολήσεις και υποβοηθητική τη μελέτη της λογοτεχνίας στη λογοτεχνική γραφή;

Α.Χ.: Πρόκειται για δύο εφαπτόμενες η μία στην άλλη διαδικασίες οι οποίες ωστόσο διατηρούν, ταυτοχρόνως, την αυτονομία τους. Λειτουργούν ως αναγκαίο συμπλήρωμα μεταξύ της επαναπροσέγγισης του παρελθόντος (εποχών, προσώπων, γεγονότων) και της νέου τύπου διαμόρφωσης των επιβεβλημένων απαντήσεων στο εκάστοτε «σήμερα», επιβεβλημένων καθότι ο λογοτέχνης οφείλει μέσα από τη συνειδητή του παρέμβαση στο δημόσιο λόγο να υποστηρίξει έναν διακριτό ρόλο στις διεργασίες που αφορούν την κοινωνική εξέλιξη δίχως να αποκλείει από το οπτικό του πεδίο τον άνθρωπο, μία πορεία σύμφωνα με την οποία το σύνολο των επιστημών αν και μιλάει εξ ονόματος του ανθρώπου επί της ουσίας όχι μόνο δεν τον λαμβάνει υπόψιν της αλλά λειτουργεί εν τοις πράγμασι εις βάρος του. Λογοτεχνική δημιουργία και θεωρητική επεξεργασία των δεδομένων που κληρονομούνται στο παρόν του συγγραφέα-μελετητή είναι η διπλή όψη του ιδίου νομίσματος. Στην αντίληψή μου ο λογοτέχνης οφείλει να είναι από τη μία πλευρά δημιουργός, κι όταν αναφέρομαι στη δημιουργία αυτή συνεπάγεται μία συνειδητή παρέμβαση κατασκευής της πραγματικότητας σε νέες κατευθύνσεις -στις οποίες εμφιλοχωρούνται τα συνθετικά υλικά παρελθόντος και παρόντος- με προοπτική της απάντηση του βασικού ερωτήματος το οποίο έθεσε ο Τσερνισέφσκι «Τί να κάνουμε;». Και από την άλλη πλευρά παράλληλα με την ατομική δημιουργία οφείλει να βυθίζεται στο χρόνο και το χώρο, να επεξεργάζεται τα νήματα της ιστορίας εξ αρχής, να αναμετράται με οπτικές και απόψεις που κατά καιρούς έχουν δημοσιευτεί και να καταλήσει στην ανασύνθεση μίας νέας αντι-πρότασης όχι με σκοπό να υπερκεράσει όσες έχουν προηγηθεί αλλά με σκοπό να συμβάλει στη δημιουργία νέων προσλήψεων έχοντας καρφωμένο το βλέμμα στις αιτιάσεις του «σήμερα». Διότι, γεγονότα και πρόσωπα του παρελθόντος επανέρχονται σε παρόντα χρόνο με νέες μορφές και αυτό συμβαίνει εξαιτίας του γεγονότος ότι η ανθρωπότητα προχώρησε αλματωδώς στις τεχνική επιστήμη εξοβελίζοντας τον άνθρωπο. Τα λόγια του Φ. Ένγκελς στον τάφο του Κ. Μαρξ μένουν επίκαιρα και εν πολλοίς αναπάντητα:(…) το απλό γεγονός, μέχρι τώρα συγκαλυμμένο από την υπερανάπτυξη της ιδεολογίας, ότι η ανθρωπότητα πρέπει πρώτα απ΄ όλα να φάει, να πιει, να στεγαστεί και να ντυθεί, πριν μπορέσει να συνεχίσει την πολιτική, την επιστήμη,τη θρησκεία.

«Η νουβέλα “μποστάνι Δημοκρατίας” είναι έργο κοινωνικής και όχι πολιτικής αναφοράς»

ΠτΘ: Και να κουβεντιάσουμε τώρα για το «μποστάνι  δημοκρατίας», που είναι και η αφορμή γι’ αυτή τη συνομιλία. Στο «μποστάνι Δημοκρατίας» λογοτεχνικός χώρος είναι η οικεία στη Θράκη νήσος Σαμοθράκη, την οποία φαίνεται ότι ο αφηγητής γνωρίζει απ’ έξω και ανακατωτά, αν και η νουβέλα εστιάζει στον δομημένο χώρο του νησιού, στα κεφαλοχώρια, στην Καμαριώτισσα και τη Χώρα, και χρόνος της η προεκλογική περίοδος των εκλογών του 1981, που φέρνει το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα στη διακυβέρνηση της χώρας.  Πώς και επιλέξατε αυτό το χρονικό όριο ιδιαίτερα σήμερα που οτιδήποτε παρεκκλίνει από το κυρίαρχο πολιτικά ρεύμα  θεωρείται ντεμοντέ;

Α.Χ.: Η νουβέλα «μποστάνι Δημοκρατίας» είναι έργο κοινωνικής και όχι πολιτικής αναφοράς. Το πολιτικό χρονικά πεδίο επιλογής και οι έντονες αποχρώσεις πολιτικού λόγου δεν αποτελούν προτεραιότητα ούτε και εντάσσονται σε ένα διπολικό σχήμα αρχής-γίγνεσθαι (όπως αρχή το πολιτικό σκηνικό του 1981 και όπου γίγνεσθαι το δημοκρατικό κίνημα όπως αποτυπώθηκε στα αποτελέσματα των εκλογών). Σκοπός του έργου είναι η αποτύπωση με τρόπο κωμικό και συνάμα τραγικό των ανθρωπίνων σχέσεων όπως δομούνται στο βωμό των εξουσιαστικών δεσμών μεταξύ των κοινωνικών ομάδων. Επεξεργάστηκα τον τρόπο με τον οποίο το παρελθόν κρατά καθηλωμένους τους ανθρώπους σε ιδεολογήματα ατροφικά και εν πολλοίς αυτο-καταστροφικά, την ίδια στιγμή κατά την οποία οι σχέσεις οικονομικής συναλλαγής και εξάρτησης πληθαίνουν τις αιτίες εγκλωβισμού του ατόμου σε ασφυκτικά πλαίσια απομόνωσης και τελικής ήττας. Οτιδήποτε ανήκει στο παρελθόν και αξιολογείται από τους εκάστοτε φορείς εξουσίας του λόγου ως μη-επίκαιρο έως και αναχρονιστικό συνεπάγεται πως οι ίδιοι αυτοί φορείς λόγου έχουν κατασκευάσει νέα διακυβεύματα μέσα από τα οποία προωθούνται ατομικά και συλλογικά νέα ιδεολογήματα προς μαζική κατανάλωση. Επομένως, για τον λογοτέχνη, η αναφορά στο παρελθόν οφείλει να είναι κριτική αλλά όχι ισοπεδωτική, εποικοδομητική και όχι καταστροφική, να αναδεικνύει τα κακώς κείμενα χωρίς να εξοβελίζει ό,τι καλό έχει επιτευχθεί. Αυτή η διεργασία αφορά μία πτυχή του έργου. Η δεύτερη πτυχή αφορά τις ανθρώπινες συναισθηματικές, ψυχικές και νοητικές μεταλλάξεις τις οποίες υφίσταται το άτομο καθώς ταυτίζεται με τις δοσμένες σχέσεις εξουσίας και συνδιαλλαγής. Είναι εκπληκτικό το γεγονός πως οι ήρωες, νέοι και αμόλυντοι από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, επενδύοντας σε τεχνητούς ρόλους και συνεπαρμένοι από τον ενθουσιασμό της ηλικίας, εισέρχονται στην ιστορία με τρόπο αιφνιδιαστικό. Και λέω αιφνιδιαστικό διότι η ιστορία δεν έχει ακόμη συντελεστεί. Οι ίδιοι ομοιάζουν με μάρτυρες μίας εποχής που σέρνεται από τα μαλλιά για να εξέλθει στο προσκήνιο. Αυτό ακριβώς είναι το χρονικό σημείο που κέντρισε το ενδιαφέρον μου. Ένα χρονικό σημείο ορόσημο για την Ελλάδα το οποίο ωστόσο γεννήθηκε δίχως ταυτότητα, δίχως όραμα και για το λόγο αυτό σκόνταψε πολύ σύντομα.

ΠτΘ: Στη νουβέλα σας, για να αναφερθούμε εν ολίγοις στην ιστορία της, τρεις μορφωμένοι νεαροί ―ένας φιλόλογος, ένας αρχιτέκτονας και ένας μουσικός― αποβιβάζονται στη Σαμοθράκη για να μεταφέρουν με σχέδιο σχεδόν συνωμοτικό προεκλογικό υλικό του Κινήματος για το οποίο η Σαμοθράκη ήταν τόπος άβατος… Το σημαντικότερο όμως όλων είναι ότι οι τρεις αυτοί ιδεολόγοι νέοι ανακαλύπτουν μια από τις οικείες μεταπολεμικά δομές, που είναι όμως κατακυρίαρχη στη Σαμοθράκη ως απομεμονωμένο νησί,  ανακαλύπτουν δηλαδή σταδιακά ότι το νησί είναι «ιδιοκτησία» του δημάρχου ―κατά κυριολεξία, εφόσον αυτός κατάφερε μέσω διαφόρων «τεχνικών» να κατέχει, υφαρπάζοντας, το μεγαλύτερο μέρος της γης―, ιδιοκτησία του δημάρχου αλλά  και του σογιού του, μια και συγγενής του είναι και ο παπάς και ο αστυνομικός διευθυντής της Σαμοθράκης. Και όχι μόνον αυτό, αφού στο τέλος αποκαλύπτεται ότι οι αρχές του νησιού δεν ορρωδούν προ ουδενός εμπρός στην προοπτική του κέρδους, φτάνοντας μέχρι λαθρεμπόριο οργάνων… Εσείς δεν ζήσατε τη συγκεκριμένη πολιτικά περίοδο, δεν ζήσατε περιόδους  πολιτικής διαχείρισης της χώρας που σαφώς μπορεί να σήκωναν τέτοιου είδους ιδιοκτησίες… Ποια ήταν τα εργαλεία σας για να αφηγηθείτε το μεταπολιτευτικό πολιτικό σκηνικό;

Α.Χ.: Το «μποστάνι Δημοκρατίας» δεν είναι πολιτικό βιβλίο. Πρόκειται για πεζογραφία κοινωνικού προσανατολισμού. Το πολιτικό σκηνικό στήνεται εντέχνως ώστε να πριμοδοτήσει την πλοκή και όχι να κυριαρχήσει επί αυτής. Η μη βιωμένη εμπειρία εκ μέρους μου της δεκαετίας του ’80 δεν υπήρξε πρόβλημα. Ίσα ίσα το αντίθετο. Αποτέλεσε κίνητρο μελέτης ώστε να καρπωθώ ένα τμήμα των προσλήψεων της εποχής και δη των μεταβολών οι οποίες λάμβαναν χώρα στο εσωτερικό της κοινωνίας, δίχως να καταφέρνουν μέχρι τότε να αποκτήσουν νομιμότητα. Βιβλία, ντοκιμαντέρ, αρχειακό υλικό από βιβλιοθήκες και φυσικά το οπτικοακουστικό αρχείο της ΕΡΤ με βοήθησαν αποτελεσματικά. Ωστόσο, θα υποστηρίξω εκ νέου πως στόχος του έργου ήταν ο στιγματισμός των ιδεολογικών απομιμήσεων και των οικονομικών δομών εξουσίας στον κυρίαρχο λόγο της εποχής προσφέροντας με κωμικοτραγικό τρόπο την ασφυξία του ανθρώπου στα τεχνητά όρια της πραγματικότητας την οποία βιώνει και ασυνείδητα αναπαράγει σε όλες τις διαστάσεις. Όσον αφορά την «επαναστατική» τέχνη, κάτι τέτοιο δεν υφίσταται. Οι θεματικές μεταβάλλονται ανάλογα τις στοχεύσεις του συγγραφέα, υπηρετούν σκοπούς οι οποίοι κατευθύνονται μέσα στο κοινωνικό προτσές αλλά δεν επαναπαύονται σε μία στρατηγική ανάδειξης του επαναστατικού έναντι του όλου. Και αυτό διότι ο ίδιος ο συγγραφέας, όσο επαναστάτη κι αν θελήσει να παρουσιάσει τον ήρωά του, δεν παύει να τον περιορίζει στα συνειδητά όρια της δικής του θέσης στην κοινωνική πραγματικότητα την οποία αδυνατεί να υπερβεί.

ΠτΘ: Καφενεία ντουμάνια στον καπνό, με παρακολουθήσεις, light την εποχή αυτήν, την κατά πολύ μεταγενέστερη του εμφυλίου για τον λαό, κυβερνητικά μεγαλεία, μια αίσθηση εξουσίας συντριπτική επί των ανθρώπων, κανένας φόβος, και συνείδηση ότι για την εξουσία όλα είναι δυνατά είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά  που αποδίδονται στο πρόσωπο του δημάρχου και των αρχών του νησιού… Θεωρείτε ότι αυτή η αίσθηση των παντοδύναμων κυβερνητών εξέλιπε σήμερα που το μποστάνι της δημοκρατίας έχει ευδοκιμήσει, αν έχει, στη χώρα;

Α.Χ.: Οι σύγχρονοι κυβερνήτες, και όπου κυβερνήτες δεν αναφέρομαι σε πρόσωπα αλλά στο λόγο ως μορφή κατατεμαχισμένης εξουσίας η οποία δομείται από τα κατώτερα έως τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας με τρόπο αμφίδρομο, και οι πολίτες του ιδίου πλαισίου αναφοράς λειτουργούν στο μέτρο της επικοινωνιακής διαπάλης μεταξύ της αυτοπροβολής και της αποδοχής. Επί της ουσίας οι ρυθμίσεις των πραγμάτων ανατροφοδοτούνται σε όλα τα μήκη και πλάτη της κοινωνίας δίχως ένα σταθερό κέντρο εξουσίας. Το μόνο το οποίο μένει σταθερό στη σύγχρονη διακυβέρνηση είναι η αφαίρεση της εξουσίας ως μορφής και ο εμβολιασμός της πραγματικότητας με πολλαπλές ετεροκατευθυνόμενες και αλληλοπροσδιοριζόμενες σχέσεις εξουσίας στις οποίες το άτομο διαρκώς εξουσιάζει και εξουσιάζεται, ανεξαρτήτου κοινωνικής τάξης και προέλευσης. Δεν είναι η στολή του αστυνόμου ούτε το κήρυγμα του θρησκευτικού ηγέτη, δεν είναι οι γραβάτες του πολιτικού ούτε η απειλή απεργίας του συνδικάτου που διαμορφώνουν το τοπίο διακυβέρνησης. Είναι τα άτομα ως μονάδες ετεροπροσδιορισμού σε αλλεπάλληλες διαταξικές σχέσεις εξουσίας στις οποίες η κοινωνική διαστρωμάτωση εκλείπει ως εξωτερική μορφή και τη θέση της λαμβάνει με τρόπο κυρίαρχο ο λόγος-εξουσία, ως αναπόσπαστο τμήμα μίας καρατομημένης αίσθησης του ανήκειν. Εκείνο το οποίο, ωστόσο, μορφικά εξακολουθεί να προσδίδει στον κυρίαρχο λόγο (έστω και δια τμηματικά) πρωτεύουσα αξία είναι η ιδιοκτησία. Η ιδιοκτησία εκείνη η οποία είναι σε θέση να ρυθμίσει την διαπάλη πρωτοκαθεδρίας στα οφέλη μίας πολυεπίπεδης σχέσης συμφερόντων. Για το λόγο αυτό θεσμοί και πολιτειακές συσχετίσεις εκμηδενίζονται κάτω από το πέλμα των διαπλεκόμενων συμφερόντων αφήνοντας τους μη κατόχους αυτής σε ιδεολογικές συγκρούσεις μίας αβάσιμης και εν πολλοίς επικίνδυνης «νομοτέλειας».   

ΠτΘ: Χιούμορ, σαρκασμός, έρωτας και ανατροπές είναι επίσης διακριτά στο «μποστάνι». Τελικά η πραγματικότητα της ισχύος σκέτη επ’ ουδενί αντέχεται;

Α.Χ.: Η πραγματικότητα όπως αναπαρίσταται στο έργο είναι πραγματικότητα πολύπλευρης υπονόμευσης του ίδιου του ανθρώπου. Όσες στιγμές απόλαυσης και ηδονών κι αν έχει τη βούληση να νιώσει, στο τέλος η τραγικότητα της ιστορίας είναι παρούσα και μετατρέπει την εμπειρία αυτής σε αυτοσκοπό προσδιορισμού εαυτόν. Με άλλα λόγια πραγματικότητα ισχύος είναι και ο έρωτας και η κωμωδία και ο σαρκασμός, μα πραγματικότητα ισχύος είναι και η τραγωδία στην οποία καταλήγουν όλες οι απόπειρες του ατόμου να βιώσει την αλήθεια των στιγμών ως καθολική πραγματικότητα συναισθημάτων.

«Η γλώσσα στο έργο είναι το ίδιο το έργο»

ΠτΘ: Στη νουβέλα οι τρεις πρωταγωνιστές είναι πεπαιδευμένοι, άρα η γλώσσα τους μπορεί να είναι πλούσια και καλλιεπής. Μια και ως φιλόλογος είστε και αναγνώστης, θα έχετε προσέξει ότι ο γλωσσικός πλουραλισμός  συνήθως αποφεύγεται… Προτιμάται η στρωτή δημώδης… Να υποθέσουμε λοιπόν ότι δεν κάνετε λογοτεχνία για να υποκύψετε στις «ευκολίες της εποχής…».

Α.Χ.: Δεν υπάρχει ξύλινος ούτε μαρμάρινος ούτε πέτρινος λόγος. Υπάρχει ο λόγος ο οποίος εφαρμόζεται στις εκάστοτε συνθήκες προκειμένου να υπηρετήσει συγκεκριμένους σκοπούς. Οι τρεις νέοι από τη μία πλευρά και οι αρχές του τόπου από την άλλη αποτελούν συμπλέγματα μίας γλωσσικής ετερότητας μέσα από την οποία επιδίωξα να αντιπαραθέσω όχι γλωσσικά σχήματα και εποχές αλλά νοηματοδοτήσεις και προοπτικές. Για τον λόγο αυτό η γλώσσα χρήσης στο έργο δομείται σε τρία επίπεδα. Δημοτική, καθαρεύουσα και μία σύνθεση των δύο. Ο αναγνώστης δεν θα δυσκολευτεί να κατανοήσει την αξία αυτής της επιλογής. Η γλώσσα μεταφέρει στις πλάτες της τα κοινωνικά πρότυπα και τις εξελίξεις που λάμβαναν χώρα στον ιστορικό χρόνο. Είναι, παράλληλα, και η μορφή εξωτερίκευσης συνειδητών και ασυνείδητων βουλήσεων, είτε ως προτεραιότητα είτε ως απωθημένο στη λήθη πραγματικοτήτων. Η κωμικοτραγική διάσταση της γλώσσας, είτε στη μία είτε στην άλλη μορφή, επιτελεί ρόλο μετάβασης από τον μεσοπρόθεσμο στόχο στον απώτερο σκοπό και από την στιγμιαία μεταβολή στην χρονική διάρκεια μίας πράξης. Η γλώσσα στο έργο είναι το ίδιο το έργο.

ΠτΘ: Και η «διπλή Αφροδίτη» στο έργο σας; Νεωτερικό λογοτεχνικά μοτίβο όπως γενικότερα και η εποχή του;

Α.Χ.: Προφανώς αναφέρεστε στο ερωτικό ειδύλλιο δύο ανδρών. Όχι, δεν είναι νεωτερική λογοτεχνία. Ο έρωτας δεν εισέρχεται σε σχήματα και πλαίσια ταυτοτήτων προ-νεωτερικότητας, νεωτερικότητας και μετα-νεωτερικότητας. Εξάλλου, στην ουσία τους τα σχήματα αυτά είναι τεχνητές κατασκευές για την διευκόλυνση κατανόησης ή/και ερμηνείας εποχών μέσα από αντίστοιχα έργα. Οι συγγραφείς δεν κινούνται με γνώμονα εάν μία σκηνή του έργου ανταποκρίνεται στο θεμελιώδη λόγο της εποχής τους και τα πρότυπα αυτού. Η ομοφυλοφιλική παρουσία όπως και η ετεροφυλοφιλική στο έργο δεν διαδραματίζει ρόλο εντυπωσιασμού ή/και πρόκλησης. Είναι μία διαδικασία απομάγευσης του έρωτος ως αυτοτελούς ονόματος στα κοινωνικά δρώμενα δίχως περικοπές και ψεύτικες συνδηλώσεις μίας ανόθευτης ηθικής. Οι ήρωες στην ομοφυλοφιλική τους δέση είναι συναισθηματικά και πνευματικά αποφασισμένοι να γευτούν όλα όσα η κοινωνική ηθική καταδικάζει αλλά ταυτοχρόνως εισάγει από το παράθυρο του ιδιωτικού χώρου. Το ίδιο ακριβώς ισχύει για την ετεροφυλοφιλική σχέση που αναπτύσσεται στο έργο. Είναι η καταδίκη της υποκρισίας της ηθικής μίας κοινωνίας η οποία με ευκολία τάσσεται προστάτης αυτής στο όνομα τρίτων την ίδια στιγμή κατά την οποία στον ιδιωτικό της χώρο καταπατά βάναυσα και διαστροφικά αυτή την ίδια ηθική για την οποία κόπτεται στο δημόσιο χώρο.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.