To χαμενο χειρογραφο και η φαντασια του Γκαμπριελ Γκαρσια Μαρκες

Μια ιστορία πίσω από τα πρώτα αντίγραφα ενός από τα σπουδαιότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας

«Είχε πάντα την ικανότητα να εφευρίσκει πράγματα πέρα από την πραγματικότητα που έβλεπε. Πάντα πίστευα ότι είχε δύο εγκεφάλους. Ποτέ δεν θα εγκαταλείψω την ιδέα ότι ο εγκέφαλος του Γκαμπίτο είναι διπλός και λειτουργεί αμφίδρομα». Έτσι περιέγραφε ο δον Γκαμπριέλ Ελίχιο Γκαρσία τη φαντασία του γιου του, του Κολομβιανού συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, που άφησε δώρο και κληρονομιά στην παγκόσμια λογοτεχνία έργα όπως ο «Έρωτας στα χρόνια της χολέρας» και τα «Εκατό χρόνια μοναξιά».
 
Αυτή η φαντασία τον οδήγησε συχνά να παίζει και με την πραγματικότητα που κρυβόταν πίσω από τις ιστορίες που περιέγραφε στα έργα του, ίσως και από την πραγματικότητα που ο ίδιος ζούσε.
 
Έτσι φαίνεται ότι έφτιαξε και μια ιστορία σχετικά με τις λεπτομέρειες που αφορούν το μνημειώδες έργο του «Εκατό χρόνια μοναξιά».
 
Πάντα έλεγε ότι ταχυδρόμησε στον εκδότη το πρώτο δακτυλογραφημένο χειρόγραφο σε δύο δόσεις, διότι δεν του έφτασαν τα χρήματα που είχε στην τσέπη του στο ταχυδρομείο όταν πήγε την πρώτη φορά. Έκτοτε, υποστήριζε ότι το χειρόγραφο αυτό είχε χαθεί και κανείς δεν ήξερε πού βρισκόταν.
 
Και, ω του θαύματος, πριν από μερικές ημέρες αποκαλύφθηκε ότι ένα ακόμα χειρόγραφο του βιβλίου υπάρχει και φυλάσσεται στο Μεξικό. Εκτίθεται στην πόλη Ρόμα, στο Ίδρυμα Slim, σε έναν χώρο βιτρίνα, διαμορφωμένο σαν δωμάτιο, μπροστά σε ένα κρεβάτι που μοιάζει με αυτό ενός σανατορίου.  Είναι το χειρόγραφο που ο Μάρκες χάρισε στον φίλο του Εμανουέλ Καρμπάγιο, Μεξικάνο συγγραφέα. Ο Καρμπάγιο υπήρξε ο επιμελητής του «Εκατό χρόνια μοναξιά». Αλλά δεν είναι ένα απλό δακτυλογραφημένο κείμενο: έχει πάνω του τις σημειώσεις και τις διορθώσεις του ίδιου του Γκάμπο. Φυλάσσεται μέσα σε ένα κουτί μεγάλου μεγέθους που μοιάζει με σκληρό εξώφυλλο δερματόδετου βιβλίου.
 
Εκεί, εκτός από το δακτυλόγραφο κείμενο υπάρχει μια πρώτη σελίδα στην οποία διαβάζει κανείς με κεφαλαία γράμματα το όνομα του συγγραφέα και του έργου που έγινε η αφορμή να εκτοξευθεί η λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής στο παγκόσμιο στερέωμα, αλλά και μια εγγραφή με χρυσά γράμματα: Μεξικό, 1965-1966.


Στο κείμενο υπάρχουν κάποιες διορθώσεις που φαίνεται να είναι του Καρμπάγιο, αλλά περιλαμβάνει περισσότερες από 200 διορθώσεις από τον ίδιο τον συγγραφέα: «Κατά την άποψη των κριτικών δεν είναι σημαντικές προσαρμογές, αλλά δείχνουν ότι ο Μάρκες ήταν ένας εξαιρετικά τελειομανής άνθρωπος. Φαίνεται ότι αλλού εξαλείφει πολλά πράγματα, ενώ το μυθιστόρημα έχει τελειώσει, ακόμη και ολόκληρες παραγράφους, ενώ προσθέτει μερικές λέξει ή προτάσεις, κυρίως για να δώσει μεγαλύτερη ποιητικότητα στο κείμενο και εκφραστική δύναμη», εξηγεί ο Άλβαρο Σαντάνα-Ακούνια, επικεφαλής ερευνητής του Ιδρύματος Γκαρσία Μάρκες.
 
Το δακτυλογραφημένο αυτό κείμενο είναι μαρτυρία της συνεργασίας μεταξύ του Μάρκες και του Καρμπάγιο, που διήρκεσε έναν ολόκληρο χρόνο και δείχνει την αγωνία του συγγραφέα για το αποτέλεσμα.
 
Ο συγγραφέας συχνά έλεγε ότι το αυτό αντίγραφο είχε χαθεί, ότι ίσως να υπήρχαν κι άλλα αντίγραφα την τύχη των οποίων δεν γνώριζε, εξηγεί στην El País ο Άλβαρο Σαντάνα-Ακούνια.
 
Από τα υπάρχοντα στοιχεία, όπως αυτά περιγράφονται στην αναμνηστική έκδοση του έργου από τη Βασιλική Ισπανική Ακαδημία, φαίνεται ότι υπάρχουν τέσσερα χειρόγραφα: «Ο Πέρα Αραΐθα καθαρόγραψε το πρώτο χειρόγραφο σε δακτυλόγραφα αντίγραφα. Ένα από αυτά εστάλη στον εκδοτικό οίκο Sudamericana σε δύο ταχυδρομικά δέματα.
 
Ένα πήρε ο Άλβαρο Μούτις στο Μπουένος Άιρες και το τρίτο, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου του Μάρκες, «κυκλοφόρησε στο Μεξικό ανάμεσα σε φίλους» με τους οποίους είχε μοιραστεί πολλές δύσκολες στιγμές.
 
Υπάρχει και ένα τέταρτο είχε αποσταλεί στην πόλη Μπαρανκίγια,  «για να το διαβάσουν τρία πρόσωπα που ενέπνευσαν χαρακτήρες του βιβλίου: ο Αλφόνσο Φουενμαγιόρ, ο Χερμάν Βάργκας και ο Άλβαρο Σεπέδα, η κόρη του οποίου το φυλάει σαν θησαυρό», όπως έλεγε ο συγγραφέας.
 
Αλλά ο Μάρκες πάντα νοστίμιζε την ιστορία του βιβλίου λέγοντας ότι «κάπου στον κόσμο, μπορεί να υπάρχουν άλλα αντίτυπα».
 
Όπως και να έχει, μέχρι αυτήν τη στιγμή μόνο τρία αντίγραφα ήταν γνωστό ότι και επιβεβαιωμένο ότι υπήρχαν: ένα στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, που αγόρασε το αρχείο του συγγραφέα το 2011. Αυτό στην Μπαρακίνγια, ένα στην Μπογκοτά, που βρίσκεται στα χέρια της οικογένειας Σεπέδα Σαμούδιο. Επομένως, το αντίγραφο «που κυκλοφόρησε στο Μεξικό μεταξύ φίλων» πρέπει να είναι εκείνο που εκτίθεται τώρα στην πρωτεύουσα του Μεξικού και στο Ίδρυμα Σλιμ.
 
Αγνοείται πάντως η τύχη του αντιγράφου -το πέμπτο ή είναι κάποιο από αυτά τα τέσσερα;- που για οικονομικούς λόγους χωρίστηκε σε δύο αντίγραφα, ώστε να σταλεί στον εκδοτικό οίκο.
 
Ο γιος του συγγραφέα, Γκονσάλο Γκαρσία, λέει στην El País ότι «ο Γκάμπο κατέστρεψε όλα τα προσχέδια του μυθιστορήματος, όλα τα πρόχειρα, τα διαγράμματα… Όλα αυτά τα εργαλεία που προϋποθέτει η συγγραφή ενός βιβλίου. Τα κατέστρεψε όλα, άγνωστο πώς, και το μόνο που εγώ γνωρίζω ότι υπάρχει είναι αυτά τα αντίγραφα, όπως αυτό που βρέθηκε στο Μεξικό».
 
Η αλήθεια είναι ότι η ιστορία πίσω από το μνημειώδες αυτό έργο, που εμένα προσωπικά με άφησε μαγεμένη και αμήχανη ταυτόχρονα όταν το διάβασα στα φοιτητικά μου χρόνια, συνεχίζει να συγκινεί όλους μας.
 
Είναι εντυπωσιακό ότι τότε που εκδόθηκε η λογοτεχνική ελίτ της Κολομβίας είχε εξοργιστεί με τα «Εκατό Χρόνια Μοναξιά». Κατηγόρησαν το βιβλίο ότι δεν είχε «εσωτερική λογική και αισθητική αυστηρότητα», ότι μιλάει «από τα στενά πολιτιστικά όρια του συγγραφέα», ότι παρουσίαζε «έλλειψη ενότητας στην αντίληψη των θεμάτων» ενώ αναμίγνυε «φαντασία και πραγματικότητα αδιάκριτα».
 
Μπορεί να είναι και αλήθεια αυτό το τελευταίο, οι συγγραφείς είναι και λίγο παραμυθάδες. Ο Γκάμπο υποστήριζε ότι η ιδέα για το βιβλίο του ήρθε ενώ ταξίδευαν οδικώς με τη γυναίκα του Μερσέδες και τα δύο τους παιδιά το 1965 προς το Ακαπούλκο.
 
«Ένιωσα έναν τέτοιο κατακλυσμό ψυχικών συναισθημάτων, τόσο σαρωτικό, που μόλις και μετά βίας πρόλαβα και δεν χτύπησα μια αγελάδα που περνούσε τον δρόμο», έλεγε.
 
«Δεν μπόρεσα να βρω ούτε μια στιγμή γαλήνης στην παραλία. Την Τρίτη, που επέστρεψα σπίτι, κάθισα στη μηχανή για να γράψω την πρώτη πρόταση, αυτή που δεν μπορούσα να κρατήσω άλλο μέσα μου: “Πολλά χρόνια μετά, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουεντία θυμήθηκε εκείνο το μακρινό απόγευμα που ο πατέρας του τον πήγε να δει τον πάγο”. Από εκείνη τη στιγμή, δεν σταμάτησα ούτε μία μέρα να γράφω, ζώντας σε ένα είδος συντριπτικού σαρωτικού ονείρου, μέχρι την τελευταία πρόταση, εκεί που το Μακόντο το παίρνει ο διάολος».
 
Πηγή: www.efsyn.gr

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.