Θοδωρης Γκονης: Παντοτε με ενδιαφερουν οι αποθηκες των ανθρωπων κι οχι οι βιτρινες τους

Ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας και του Φεστιβάλ Φιλίππων μιλά στη LifO με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου «Το μαύρο φόρεμα του κόρακα» από τις εκδόσεις Άγρα

Πλατεία Ομονοίας. Μια σύγχρονη Βαβέλ, όπου καθημερινά διασταυρώνονται οι πορείες χιλιάδων ανθρώπων κάθε ηλικίας, φύλου ή εθνικότητας. Οι γνώριμοι γρήγοροι ρυθμοί της πρωτεύουσας, η βουή της πόλης και το βιαστικό πέρασμα των διερχόμενων κυριαρχούν στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Ο ήλιος έχει αρχίσει να δύει, δημιουργώντας υπέροχες εικόνες ανάμεσα στο σιντριβάνι, τους διερχόμενους, τα αυτοκίνητα και τα κτίρια. Έξω από το ιστορικό καφέ Νέον με περιμένει ο σκηνοθέτης, στιχουργός, συγγραφέας και καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας και του Φεστιβάλ Φιλίππων Θοδωρής Γκόνης.

Τον συναντώ με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου «Το μαύρο φόρεμα του κόρακα» από τις εκδόσεις Άγρα. «Μου αρέσει πολύ αυτή η πλευρά της πόλης. Την περπατώ συχνά κι έχει μια ξεχωριστή ομορφιά. Κάνω ατελείωτους περιπάτους στην Αχαρνών και στους γύρω δρόμους γιατί είναι ένα σημείο που έχει ταυτότητα» λέει, εξηγώντας τους λόγους που επέλεξε αυτό το μέρος για να κάνουμε τη συνέντευξή μας.

Όση ώρα συζητάμε, έχω μπροστά μου έναν χαρισματικό αφηγητή, έναν φιλικό και ευγενή συνομιλητή, με ύφος μειλίχιο, ο οποίος προσθέτει συχνά στον λόγο του φράσεις, γνωμικά, αποφθέγματα και στίχους. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και θέατρο στη δραματική σχολή του Πέλου Κατσέλη. Έχει συνεργαστεί με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, το Μέγαρο Μουσικής, με ΔΗΠΕΘΕ και θιάσους του ελεύθερου θεάτρου, σκηνοθετώντας σύγχρονα και κλασικά έργα.

Επίσης, έχει γράψει τους στίχους μερικών από τα πιο γνωστά τραγούδια, όπως «Στο εστιατόριο που τρών’ τα συνεργεία», «Τα παλιά γκαρσόνια», «Ένα όχι». Μάλιστα, γι’ αυτόν ο Ευγένιος Αρανίτσης έχει γράψει: «Ο Γκόνης, ως στιχουργός ή ποιητής, καταλαβαίνει το μυστικό της αναστάτωσης που δημιουργεί στον Έλληνα η σκέψη ότι έχασε ή κέρδισε ένα μέρος του ψυχικού του κόσμου σε αμφίβολα ταξίδια απ’ τη μια νύχτα στην άλλη και στη συνήθεια να ζει με τον πόνο του, από τον οποίο κρατάει πάντα τον σπόρο μιας αναπόλησης σχεδόν ευφρόσυνης και πάντα μυθοποιητικής. Υπάρχει μια μελαγχολική άπνοια μέσα σ’ αυτούς τους στίχους, μια αχλύ όπου τα λόγια αιωρούνται. Ο Γκόνης είναι ένας απ’ τους καλύτερους στιχουργούς».

Στη συνέντευξη που ακολουθεί μιλά για την εποχή μας, το στίγμα που έχει αφήσει στην καλλιτεχνική διεύθυνση του Φεστιβάλ Φιλίππων και στο ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας, το θέατρο, τη συγγραφή, την Αθήνα, γεγονότα και βιώματα που τον καθόρισαν αλλά και τι θεωρεί σημαντικό στη ζωή.

Τι εποχή είναι αυτή που ζούμε; Τι είναι αυτό που σας εντυπωσιάζει;

Είναι μια πρωτόγνωρη εποχή. Νιώθω σαν να ανακαλύπτουμε ξανά μια ήπειρο. Συγχρόνως, καθώς περπατώ, καθημερινά, διαπιστώνω πόσο πολύ τα νέα παιδιά είναι απορροφημένα από τις οθόνες των κινητών τους τηλεφώνων. Προφανώς και δεν με ενοχλεί αυτή η εικόνα, απλώς το επισημαίνω επειδή έχει σημασία για κάθε γενιά ποιον κόσμο καλωσορίζει. Νομίζω ότι, μεταφορικά μιλώντας, οι ρόλοι του «πατέρα και του δάσκαλου» τρίζουν την περίοδο που ζούμε. Ίσως, δικαιωματικά. Αλλά η έλλειψή τους θα φανεί στο άμεσο μέλλον. Προσωπικά, είμαι ευγνώμων για τους δασκάλους που γνώρισα, γιατί χάρη σε αυτούς βίωσα την κουλτούρα της αδικίας. Ήμουν τυχερός, δηλαδή, διότι είχα δασκάλους αυστηρούς, οι οποίοι αντιλαμβάνονταν ότι δεν χρειαζόμουν την εύνοιά τους. Άλλωστε, η ζωή είναι ένας αγώνας. Και οι αδικίες των δασκάλων μου, οι οποίοι με αγάπησαν, ήταν τα πιο σπουδαία μαθήματα που έχω πάρει στη ζωή μου. Δεν μπορείς να ατενίζεις τον κόσμο προτάσσοντας τον δικό σου εγωισμό. Βέβαια, δεν μπορείς να κατηγορήσεις τα νέα παιδιά, αλλά, σίγουρα, είτε κάτι στη διαδρομή δεν έμαθαν είτε κάτι δεν τους είπαν. Και σήμερα οι νέοι φαίνεται ότι επιθυμούν κάτι που δεν γνωρίζουν ή δεν μπορούν να το περιγράψουν, κάτι εντελώς απροσδιόριστο.

Κατά τη γνώμη σας, πού οφείλεται αυτό;

Υποθέτω, στη διαφορά της ποιότητας της φτώχειας. Σήμερα βλέπουμε τη «γενιά των εμβασμάτων» να έχει αποκτήσει μια διαφορετική ψυχοσύνθεση. Ομολογώ ότι τη θεωρώ μια άτυχη γενιά. Διότι δεν μπορείς να ανακαλύψεις την ευτυχία όταν κάθε μήνα έχεις στον λογαριασμό σου ένα σταθερό έμβασμα. Προέρχομαι από μια άλλη εποχή, στην οποία έπρεπε μόνος σου να τα καταφέρεις για να κερδίσεις το δικό σου έμβασμα. Κι αυτό ήταν μια μεγάλη ευλογία, γιατί αυτά τα εμπόδια και οι δυσκολίες μού έδωσαν τη δυνατότητα να γνωρίσω το αληθινό πρόσωπο της ανάγκης. Αντιθέτως, κάθε φορά που κατηγορούμε τους νέους, προφανώς και δεν μας στοιχίζει τίποτα. Εξάλλου, πόσο εύκολες είναι στη ζωή μας οι συμβουλές και η κριτική; Έτσι, την ίδια στιγμή πρέπει να αναλογιστούμε ότι μπορεί να έχουμε αποτύχει και ως εκπαιδευτές.

Μας έμαθε κάτι η πανδημία;

Νομίζω ότι σε αντίστοιχες στιγμές της Ιστορίας υπάρχουν αυτοί που συνετίζονται, αλλά οι περισσότεροι προτιμούν να βλέπουν φαντάσματα. Δείτε όλο αυτό που συμβαίνει με τους εμβολιασμούς. Το να αρνείσαι και να απορρίπτεις την επιστήμη είναι κάτι το αδιανόητο. Το βέβαιο είναι ότι η πανδημία δημιούργησε έναν νέο τύπο φόβου, ο οποίος μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά επικίνδυνος.

Τι είναι αυτό που σας ενοχλεί σήμερα στη δημόσια σφαίρα;

Η υποκρισία. Με ενοχλεί όταν σοβαροί άνθρωποι που κατέχουν υπεύθυνες θέσεις εμπορεύονται τόσο εύκολα το ψέμα. Και, συνήθως, αυτό παρατηρείται με τα πολιτικά πρόσωπα, τα οποία εμπλέκονται σε κόμματα, ανεξαρτήτως αποχρώσεων.

Ποιο θα αξιολογούσατε ως το βασικότερο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας;

Την έλλειψη κουλτούρας. Ουσιαστικά, όταν κανείς δεν έχει τη διάθεση να στρίψει το πανί, όταν ο καιρός αλλάζει. Εφησυχάζουμε. Βολευόμαστε. Γενικά, δεν μας αρέσει να ταξιδεύουμε προς μια άλλη κατεύθυνση απ’ αυτή που είχαμε υπολογίσει. Ξέρετε, με την ελευθερία δεν έχουμε καλή σχέση, προτιμάμε να επιλέγουμε τη σιγουριά. Κι αυτό συμβαίνει γιατί η ελευθερία προϋποθέτει ρίσκο, ενώ η σιγουριά σού προσφέρει την ασφάλεια, χωρίς όμως να συνοδεύεται από μέλλον ή προοπτική.

Δεκατρία χρόνια καλλιτεχνικός διευθυντής στο Φεστιβάλ Φιλίππων και εννέα στο ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας. Τι έχετε αποκομίσει όλα αυτά τα χρόνια;

Είναι αλήθεια ότι καταφέραμε να δημιουργήσουμε ένα φεστιβάλ υπερτοπικό. Στόχος μας ήταν πάντα να ξεχωρίζει για τον δικό του χαρακτήρα και να είναι διαφορετικό κάθε χρόνο. Άλλωστε, πρόκειται για έναν σημαντικό θεσμό, το δεύτερο μεγάλο, μετά τα Επιδαύρια, φεστιβάλ της χώρας. Όλα αυτά τα χρόνια έγιναν πάρα πολύ ωραία πράγματα και η τοπική κοινωνία το αγκάλιασε. Φέτος, για παράδειγμα, γιορτάσαμε τη μεγάλη επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, «διαβάζοντας» ολόκληρο το έργο του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού. Προσκαλέσαμε Έλληνες και ξένους μελετητές, σκηνοθέτες, ηθοποιούς, χορευτές, μουσικούς, συγγραφείς, κινηματογραφιστές και φωτογράφους με σκοπό να φτιάξουν παραστάσεις, συναυλίες, εκθέσεις, ομιλίες και δράσεις πάνω στο έργο του, πάνω σε αυτήν τη μεγάλη στιγμή της πατρίδας μας.

Από τη θητεία σας τι είναι αυτό κρατάτε έντονα στη μνήμη σας και τι θέλετε να αφήσετε πίσω;

Διατηρώ όμορφες στιγμές, όπως όταν είχαμε το αφιέρωμα στον Γιώργο Σεφέρη και περπατούσες στην παραλία της Καβάλας, με φόντο την παλιά πόλη και το φρούριο, βλέποντας ένα νεαρό ζευγάρι να διαβάζει την αλληλογραφία του σπουδαίου μας ποιητή. Ή όταν γινόταν το αφιέρωμα στον Γιώργο Χειμωνά και παρατηρούσες διάφορους πιτσιρικάδες να βλέπουν την παράσταση για τον Άμλετ στο Κάστρο της Καβάλας. Από την άλλη, αυτό που θέλω να αφήσω πίσω μου είναι το «σύνδρομο της νοσοκόμας», από το οποίο διακατέχονται κάποιοι παράγοντες τοπικής εμβέλειας, νομίζοντας ότι είναι μεγαλογιατροί. Ευτυχώς, πάντοτε ανέτρεχα στην «Ιλιάδα» και κατασκεύαζα τον δικό μου δούρειο ίππο για τους παράγοντες.

Φέτος γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Γιατί χάθηκε η ευκαιρία για αναστοχασμό;

Δεν μπορείς να γιορτάζεις ξαφνικά μια επέτειο, χωρίς να προϋπάρχει μια στοιχειώδης επαφή με αυτόν τον κόσμο. Μου έκανε χείριστη εντύπωση το ότι φέτος άκουγες πέριξ να σου λένε: «Κάνε κάτι για το 2021». Αν αυτό δεν είναι χυδαίο, είναι τουλάχιστον ανήθικο. Μεγάλωσα στο Ναύπλιο, μια πόλη που στις αναμνήσεις μου παραμένει ένας τόπος μνήμης του Αγώνα της Ελευθερίας. Τα κάστρα, τα μνημεία, τα φρούρια, οι φυλακές, τα σύμβολα ή τα γεγονότα που αφορούν την Ελληνική Επανάσταση κυριαρχούν σε κάθε σημείο της πόλης. Μάλιστα, το σπίτι μας ήταν στο δρομάκι όπου δολοφονήθηκε ο Καποδίστριας και υπάρχει ακόμα στον τοίχο το σημάδι από τη σφαίρα του Μαυρομιχάλη. Πιστεύω ότι μπορεί να έγιναν κάποιες ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις, αλλά το «βρες κάτι να κάνεις» είναι ανέντιμο. Διότι είναι καλύτερο, τελικά, να μην κάνεις τίποτα.

Το θέατρο και η αξιοπιστία του έχουν δεχτεί τεράστιο πλήγμα όχι μόνο από την πανδημία αλλά και εξαιτίας των καταγγελιών του MeΤoo. Πώς το σχολιάζετε;

Είναι πολύ θλιβερό, αλλά ταυτόχρονα τίμιο και δίκαιο όλο αυτό που συμβαίνει.

Ποιες σκέψεις κάνατε όταν είδατε τον κ. Δημήτρη Λιγνάδη με τις χειροπέδες;

Δεν μπορείς παρά να λυπάσαι. Μιλάμε για τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου. Βέβαια, επειδή δεν είμαι δικαστής, ας περιμένουμε το δικαστήριο να αποφασίσει. Προφανώς οι καταγγελίες είναι κραυγαλέες, ωστόσο είναι έντιμο και ορθό να αναμένουμε την ετυμηγορία της Δικαιοσύνης. Και, φυσικά, για όλα όσα έχουν συμβεί πρέπει να υπάρξει η αντίστοιχη τιμωρία.

Ποιος είναι ο ρόλος της τέχνης σήμερα;

Παρηγορητικός.

Ποιες γωνιές της πόλης σας γοητεύουν;

Αγαπώ πολύ την πλατεία Ομονοίας, γιατί είναι μια γειτονιά με ταυτότητα, την οποία έχει περιγράψει υπέροχα ο Γιώργος Ιωάννου. Θυμάμαι να γράφει: «Εδώ κυλάει το αδιάκοπο ποτάμι των διερχομένων. Αυτών που περνούν αποπάνω κι αυτών που βουτούν στο υπόγειο, για να ξαναβγούν από την άλλη ή να αναχωρήσουν με τα τραίνα. Κι ακόμα είναι εκείνοι που έρχονται με τα τραίνα και αναδύονται κατά πυκνές φάλαγγες από τη γη, για να φύγουν ή να προστεθούν στους αναμένοντες. Κι ανάμεσα σε όλα αυτά τα πλήθη οι άνθρωποι με στολή, φαντάροι, ναύτες, σμηνίτες, χωροφύλακες, αστυφύλακες, αξιωματικοί, καλόγριες. Κι ακόμα, τρομοκρατημένοι, συνήθως, παπάδες και λυσίκομοι διάκοι με ατλαζένια, γλυκύτατα στο χρώμα αντεριά, που μισοφαίνονται, και βλέμματα στριφογυριστά, που μισοπροδίδονται, περνούν δήθεν αδιάφοροι». Επίσης, μου αρέσουν πολύ δρόμοι όπως η Αχαρνών, η Ασκληπιού, η Αγίου Κωνσταντίνου, η 3ης Σεπτεμβρίου αλλά και λεωφόροι όπως η Βασιλίσσης Σοφίας.

Τι είναι αυτό που σας ελκύει σε αυτή την κεντρική λεωφόρο;

Καταρχάς, η Αθήνα είναι η πόλη που μου άνοιξε τους ορίζοντες. Όμως οι πρώτες φορές που ήρθα στην πρωτεύουσα ήταν δυστυχώς για να αποχαιρετήσουμε τον πατέρα μου. Ήμουν στη Β’ Γυμνασίου όταν εκείνος πέθανε από καρκίνο σε ένα νοσοκομείο της Βασιλίσσης Σοφίας. Θυμάμαι πόσο πολύ μου είχαν αποτυπωθεί τα μεγάλα κτίρια και η ανέγερση του Πύργου των Αθηνών όταν ερχόμασταν για να τον επισκεφθούμε στο νοσοκομείο. Σαν να ήταν ένα τελετουργικό. Πάντοτε, λοιπόν, επιδιώκω να κάνω άσκοπες περιπλανήσεις, αλλά συνάμα ψυχικά ωφέλιμες.

Τι είναι για σας η συγγραφή;

Είναι το στήριγμά μου. Προφανώς, δεν μπορείς να γράψεις αν δεν είσαι αναγνώστης. Έχω κάποιους συγγραφείς οι οποίοι με έχουν επηρεάσει καταλυτικά, όπως ο Σεφέρης, ο Κοσμάς Πολίτης, ο Γιώργος Ιωάννου, ο Στρατής Τσίρκας. Επίσης, ευτύχησα στη ζωή μου να συναντήσω και να συναναστραφώ σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Κωστής Παπαγιώργης, ο Χρήστος Βακαλόπουλος.

Στο νέο σας βιβλίο «Το μαύρο φόρεμα του κόρακα» σας απασχολεί έντονα το στοιχείο της μνήμης. Χωρίς αυτήν είμαστε ένα τίποτα;

Η μνήμη είναι οδυνηρή, βασανιστική. Ταυτόχρονα, είναι υπέροχο το συναίσθημα που βιώνεις όταν σε επισκέπτονται παλιές αναμνήσεις.

Τι θυμάστε πιο έντονα απ’ τα παιδικά σας χρόνια;

Αρχικά, να σας πω ότι γεννήθηκα σ’ ένα μικρό χωριό μεταξύ Ναυπλίου και Επιδαύρου που λέγεται Γκάτζια. Αργότερα μετακινήθηκα προς το Ναύπλιο, όπου πήγα σχολείο και δούλευα ταυτόχρονα σε διάφορα εστιατόρια. Το γεγονός ότι ο πατέρας μου πέθανε τόσο νωρίς, όταν ήμουν δεκατεσσάρων ετών, ήταν κάτι που με επηρέασε σημαντικά. Φυσικά, το ότι δούλευα ως σερβιτόρος φαίνεται επειδή πολλά από τα τραγούδια που έχω γράψει έχουν αναφορές σε εστιατόρια και σερβιτόρους. Επίσης, αναλογιστείτε ότι, ενώ έμενα πολύ κοντά στην Επίδαυρο, δεν μπορούσα να παρακολουθήσω τις παραστάσεις στο αρχαίο θέατρο γιατί δούλευα τις ημέρες εκείνες. Τότε δεν υπήρχε ο δρόμος από τα Ίσθμια, από τα Λουτρά της Ωραίας Ελένης, με αποτέλεσμα όλοι να περνούν από το Ναύπλιο. Θυμάμαι ότι έφταναν τα πούλμαν από διάφορα μέρη της Ελλάδας και προσπαθούσα να καταλάβω, από τα λόγια των θεατών, όταν έρχονταν για φαγητό μετά το τέλος της παράστασης, πώς ήταν. Κι ενδιαφερόμουν να μάθω ποιο έργο παιζόταν, ποιοι ήταν οι συντελεστές. Επίσης, έρχονταν για φαγητό στα εστιατόρια όπου εργαζόμουν ηθοποιοί, σκηνοθέτες, πρωταγωνιστές, με μερικούς από τους οποίους συναντήθηκα αργότερα στο θέατρο. Μάλιστα, πρώτη φορά που πήγα στην Επίδαυρο ήταν ως ηθοποιός.

Πείτε μου μια πληγή που δεν θα ξεχάσετε ποτέ.

Το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι που βρέθηκαν δίπλα μου κι ήθελαν να πουν την ιστορία τους έκανα το λάθος να μην τους αφιερώσω τον χρόνο που χρειάζονταν για να το πράξουν. Έχω μετανιώσει για το ότι δεν έδειξα σε άλλες φάσεις της ζωής μου την αγάπη σε πρόσωπα που την επιζητούσαν. Ωστόσο, επιδιώκω τα δώρα που δεν πρόλαβα να χαρίσω κάποτε να τα προσφέρω σε άλλους, επανορθώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα λάθη του παρελθόντος.

Πώς θα ορίζατε τη δημιουργία;

Για μένα είναι η επιθυμία του να συνεχίζεις. Αυτή η ανέλπιστη δύναμη της διάρκειας.

Έχετε γράψει υπέροχους στίχους γνωστών τραγουδιών. Μικρές ιστορίες που δεν θέλετε να ξεχάσετε.

Ναι, είναι αλήθεια. Και μου αρέσει να γράφω περπατώντας. Θεωρώ ότι το τραγούδι είναι το ποίημα του δρόμου. Στη μουσική τα ‘φερε έτσι η τύχη και η μοίρα που κάποια στιγμή που συζητούσαμε με τον αείμνηστο Χρήστο Βακαλόπουλο, μου λέει: «Ρε συ, Θοδωρή, όλα αυτά που λες είναι υπέροχα λόγια για τραγούδια. Γράψε ένα τραγούδι ωραίο». Και έτσι έδωσα τους στίχους στον Χρήστο κι εκείνος στον Νίκο Ξυδάκη, με τον οποίο ήταν φίλος. Εγώ ντρεπόμουν. Τότε του έδωσα το «Ένα όχι», που λέει η Ελευθερία Αρβανιτάκη. Και μια μέρα χτυπάει το τηλέφωνο. Ήταν ο Νίκος και μου είπε: «Για άκουσε κάτι». Και ήταν η στιγμή που μου έβαλε το τραγούδι. Μ’ αυτόν τον τρόπο μπήκε το τραγούδι στη ζωή μου. Ακόμη και τώρα, ερχόμενος στη συνέντευξη, έγραψα στο σημειωματάριό μου κάποιους στίχους με τίτλο «Ο ζητιάνος», οι οποίοι λένε: «Είχε το σπίτι μας αυλή, σκοινί και τον ζητιάνο του, είχε βιολί, λαούτο και το πιάνο του, ήταν τυφλός και διάβαζε το χέρι μας, κανείς δεν έμαθε πώς βρέθηκε στα μέρη μας, ό,τι κι αν είπε, ό,τι κι αν προφήτεψε, μας το φανέρωσε η λεύκα που εφύτεψε, χωρίς γραμμένα λόγια, με τα φύλλα της, με τη σκιά και την ανατριχίλα της, έσταζε μπρος στην πόρτα μας το ασήμι της, κι αυτός εκεί τραγουδιστής, φρουρός και αγρίμι της».

Ποιος είναι ο μεγαλύτερός σας φόβος;

Να μην εξαρτιέμαι από τους ανθρώπους που αγαπώ.

Τι ρόλο έπαιξε ο έρωτας στη ζωή σας;

Σπουδαίο και ταυτόχρονα καταστροφικό. Κάποτε είχα γράψει ένα τραγούδι που ερμήνευσε η Βούλα Σαββίδη με τίτλο «Τα λάθη μου». Και είμαι ευγνώμων για όλα όσα έχω ζήσει. Για να θυμηθώ τους στίχους του: «Τα λάθη μου τα σέβομαι κι όταν τα συναντώ, σηκώνομαι και τρυφερά στα χείλη τα φιλώ, ποτέ δεν πρόκειται να πω γι’ αυτά λόγο πικρό, ό,τι κι αν έχω στη ζωή στο λάθος το χρωστώ, ποτέ δεν πρόκειται να πω γι’ αυτά λόγο πικρό, ό,τι κι αν έχω στη ζωή στο λάθος το χρωστώ».

Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;

Θέλω να σας πω ότι πάντοτε με ενδιαφέρουν οι αποθήκες των ανθρώπων και όχι οι βιτρίνες τους. Γι’ αυτό θεωρώ ότι το ζητούμενο στη ζωή μας είναι να καταφέρουμε να συναντηθούμε με τη γαλήνη, την καλοσύνη και τα συναισθήματα των πραγμάτων.

Αν γράφατε ένα σύνθημα σε ένα τοίχο με κάποιους στίχους σας, ποιο θα ήταν αυτό;

«Δέκα χρόνια στου Μπακάκου περιμένω για να ‘ρθεις, πέρασε όλη η Ελλάδα και ακόμα να φανείς».

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.