Στοχαστικα τοπια, αστοχαστοι ανθρωποι

Η αστόχαστη υπερανάπτυξη, ακόμη και κάτω από το πράσινο καμουφλάζ της, απειλεί το εύθραυστο ενδιαίτημα της ανθρωπότητας

Σ’ αυτή τη στήλη, που για είκοσι και πλέον χρόνια αυτοπροσδιορίζεται ως οικονομικό/παραοικονομικό ή αντιοικονομικό χρονογράφημα, έχουν αξιοποιηθεί (ή κακοποιηθεί) σχεδόν όλες οι καλές τέχνες, με εξαίρεση ίσως τη μουσική, μια και δεν έχει βρεθεί τρόπος να «τραγουδήσει» το χαρτί, εκτός κι αν με QRCode προτείνει κανείς το σάουντρακ κάθε κειμένου. Ο κινηματογράφος είναι το συνηθέστερο καταφύγιο, η λογοτεχνία και το θέατρο ακολουθούν, σπανιότερη είναι η προσφυγή στις άλλες τέχνες, ενδεχομένως λόγω ελλιπούς εξοικείωσης του γράφοντος με τους κανόνες τους.

Η ζωγραφική, για ποικίλους λόγους, μου έχει γλιτώσει, αλλά τις λίγες φορές που παρεισέφρησε στη στήλη τα κίνητρα ήταν μεροληπτικά. Και για την ακρίβεια τα προκάλεσαν οι εκθέσεις της εξαδέλφης Κλεοπάτρας Δίγκα, με την οποία τον συγγενικό δεσμό τον ζεστάναμε αργά και σχεδόν συμπτωματικά. Η Παρή Σπίνου τής έκανε μια εξαιρετική συνέντευξη («Εφ.Συν.», Νησίδες, 20/1/2024) για την τελευταία έκθεσή της, οπότε παραπέμπω εκεί για το καλλιτεχνικό σκέλος της τελευταίας δουλειάς της, όπως και στην Πινακοθήκη Βογιατζόγλου στη Νέα Ιωνία, μέχρι 19/2.

Την Κλεοπάτρα την εντόπισα πρώτη φορά ως έφηβος στα 1975, είχε σχεδιάσει το εξώφυλλο του πρώτου δίσκου του Μικρούτσικου «Πολιτικά τραγούδια», τότε τα εξώφυλλα των δίσκων βινιλίου είχαν μια βαρύτητα, συμπλήρωναν παραστατικά την όλη εμπειρία. Εκ των υστέρων ανακάλυψα ότι τον πάταγο τον είχε κάνει τρία χρόνια νωρίτερα, επί χούντας, το 1972, με τη συμμετοχή έργων της στην έκθεση των «Πέντε νέων ρεαλιστών» (Βαλαβανίδης, Δίγκα, Κατζουράκης, Μπότσογλου, Ψυχοπαίδης), μια κριτική ρεαλιστική ματιά στη σύγχρονη πραγματικότητα, με το πολιτικό και ιδεολογικό σχόλιό τους υπόρρητο ή και ρητά διατυπωμένο στο μανιφέστο τους για τη «λειτουργία του έργου τέχνης», που είχε κυκλοφορήσει έναν χρόνο πριν.

Στα 50 χρόνια που μεσολάβησαν από τότε, η εξαδέλφη Κλεοπάτρα διέτρεξε μια υπερδραστήρια πορεία με επτά εκθέσεις και αντίστοιχες ζωγραφικές καταβυθίσεις στην «ανθρώπινη κατάσταση», που αφήνουν μια απορία για το πώς προήλθαν από τον χρωστήρα του ίδιου καλλιτέχνη, τρία βιβλία, σκηνογραφίες, εκπαιδευτικό έργο στα εικαστικά εργαστήρια Καλαμάτας και Πάτρας και σταθερό κοινωνικό και πολιτικό ακτιβισμό. Ο διαρκής ζωγραφικός αναστοχασμός της δεν την απομονώνει στο εργαστήριό της. Είναι παρούσα, ευαίσθητη, ανήσυχη σε ό,τι συμβαίνει. Είτε στη Ν. Φιλαδέλφεια/Χαλκηδόνα, που είναι η βάση της, είτε στη Λευκάδα, που είναι για δεκαετίες η θετή πατρίδα της. Ισως αυτή η περιπλάνηση είναι συστατικό του προσφυγικού DNA της (οι γιαγιάδες μας, αδερφές, ήρθαν από τη Σμύρνη).

Αυτή η περιπλάνηση καταλήγει στα «Στοχαστικά τοπία» της. Στοχάζονται τα τοπία; Θέλουν να μας πουν κάτι τ’ αγριόχορτα που γεμίζουν κάθε κενό εδάφους που μένει απάτητο από τις ρόδες των αυτοκινήτων ή τα βήματα των ανθρώπων; Μας ψελλίζει κάτι ο ουρανός ή η θάλασσα που τα μπλε τους συναντιούνται στη γραμμή του ορίζοντα; Εχουν φωνή τα θαλασσόκρινα που βρίσκουν τρόπο να ριζώσουν στην παχιά άμμο της παραλίας; Πού βρήκε η Δίγκα τόσα στοχαστικά, άδεια από ανθρώπινη παρουσία, τοπία, σε μια Λευκάδα που κάθε καλοκαίρι βουλιάζει από πλήθη τουριστικής απληστίας; Τα τοπία δεν στοχάζονται, αλλά ίσως οι άνθρωποι που τα αντικρίζουν στους μικρούς και μεγάλους πίνακες της Κλεοπάτρας, με τους ίδιους εντελώς απόντες από το πλαίσιό τους, στοχαστούν και αναστοχαστούν για όσα αστόχαστα προκαλούν στα τοπία.

Πρώτη παρατήρηση, λοιπόν: τα ανθρώπινα σώματα, τόσο πανταχού παρόντα στα πενήντα και πλέον χρόνια ζωγραφικής της Δίγκα, ξαφνικά «εξορίζονται» από αυτήν. Αφήνονται μόνο μερικά ίχνη τους. Τα μονοπάτια που έχουν ανοιχτεί από τα αδιάκοπα πήγαινε-έλα στις παραλίες της Λευκάδας, μια πινακίδα «for sale» σε ένα οριοθετημένο παραθαλάσσιο οικόπεδο, τα τσιμεντένια υπολείμματα ενός εγκαταλειμμένου τουριστικού περιπτέρου που σιγά σιγά καταπίνονται από την άπληστη βλάστηση και, το πιο χαρακτηριστικό, το αχνό, διάφανο σχεδίασμα ενός ξενοδοχείου που τοποθετείται στο κέντρο ενός παραθαλάσσιου «στοχαστικού τοπίου» με τίτλο: «Απειλή». Αλλά ποιος απειλείται πραγματικά; Το τοπίο που θα εξαφανιστεί πίσω από το πράγματι σχεδιαζόμενο τεράστιο τουριστικό συγκρότημα κοντά στο Κάστρο της Λευκάδας; Ή το τουριστικό θηρίο, που ακόμη κι αν γίνει, κάποια στιγμή θα παρακμάσει και το τοπίο με τον έναν τον άλλον τρόπο θα το καταπιεί, όπως τις τεράστιες αρχαίες πόλεις που μόλις τώρα ανακαλύπτονται κάτω από την πυκνή ζούγκλα του Αμαζονίου;

Δεύτερη παρατήρηση: τα στοχαστικά τοπία της Κλεοπάτρας δεν είναι προϊόντα αναχωρητισμού ή απόφασης φυγής από τις κριτικές απεικονίσεις της ανθρώπινης κατάστασης, πολιτικής, κοινωνικής, ιδεολογικής, σωματικής, που κυριαρχούσαν μέχρι τώρα στη ζωγραφική της. Είναι το αποτέλεσμα αφ’ ενός μιας περιόδου «εγκλεισμού» στην αγαπημένη της Λευκάδα στη διάρκεια της πανδημίας και των λοκντάουν και αφ’ ετέρου μιας μικρής «εξέγερσης» της τοπικής κοινωνίας (Λευκαδιτών και… Λευκαδολατρών) εναντίον του σχεδίου ιδιωτικής εταιρείας να αναπτύξει τεράστιο τουριστικό συγκρότημα και να ιδιωτικοποιήσει την περιοχή του Κάστρου και της παραλίας του. Η «Εφ.Συν.» έχει καταγράψει αυτόν τον αγώνα, που κλιμακώθηκε με αγωγές και εξώδικα εκφοβισμού, και οφείλω να ομολογήσω ότι η Κλεοπάτρα, που ήταν αφοσιωμένο κομμάτι της τεράστιας κινητοποίησης, ήταν το κεντρί, ο οίστρος των ρεπορτάζ που δημοσιεύσαμε από το 2022 και μετά. Ο εκκωφαντικός, λοιπόν, στοχασμός των Λευκαδιτών για την υπεράσπιση της βόλτας τους, της αμμουδιάς τους, της παραλίας τους από την ισοπεδωτική τουριστική ανάπτυξη, στη ζωγραφική της Δίγκα μεταμορφώθηκε σε έναν σιωπηρό στοχασμό του ίδιου του λευκαδίτικου τοπίου που λέει στους χρήστες του: «Δείτε με, απολαύστε με, σεβαστείτε με, στοχαστείτε με, αστόχαστοι άνθρωποι, για να με βρουν και τα παιδιά και τα εγγόνια και τα δισέγγονά σας».

Αλλά, το λέει πολύ καλύτερα η εξαδέλφη Κλεό, περιγράφοντας τη γέννηση της νέας ζωγραφικής δέσμευσής της με τη φύση: «Κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, βγαίνοντας βρεγμένη από τη θάλασσα, ρίχτηκα πάνω στη ζεματιστή άμμο. Δίπλα μου άνθιζε ένα μοναχικό θαλασσόκρινο. Αλλο δίπλα του μαραμένο, άλλο είχε δέσει κάψα για του χρόνου. Τη χάραξα με το χέρι. Μέσα της είχε τρεις σπόρους, τυλιγμένος ο καθένας μ’ ένα σπογγώδες σώμα. Το ζούληξα κι ήταν γεμάτο νερό. Δέος. Τότε είχα το πρώτο κοσμικό θρησκευτικό συναίσθημα. Εγώ, μια άθεη. Γύρισα ανάσκελα, πάνω μου ο ουρανός, κάτω εγώ. Συλλαμβάνω το Σύμπαν εμπειρικά. Είμαι κομμάτι από το άγνωστο χάος. Αγνωστο χάος το μέσα στο σώμα μου. Είμαι κομμάτι του. Ξύπνησε μέσα μου ένας βαθύς σεβασμός για ό,τι με περιβάλλει και μια υποχρέωση: να το αφήσω όπως το βρήκα. Ολα είχαν αλλάξει πια».

Ολα έχουν αλλάξει πια. Η αστόχαστη υπερανάπτυξη, ακόμη και κάτω από το πράσινο καμουφλάζ της, απειλεί το εύθραυστο ενδιαίτημα της ανθρωπότητας. Στη μικροκλίμακα της Λευκάδας ή στη μεγάλη του πλανήτη. Τα τοπία επιβάλλουν στοχασμό. Και δράση. Εντός και εκτός κάδρου.

Θεωρίες για την υπεραξία

Πού χρόνος πια! Φαγώνεται. Πού χρόνος για κήπια, κληματαριές κι ασβεστώματα! Κι όμως, τα θυμάμαι. Αλλοτε τα είχα δει. Υπήρχαν όταν στα δώδεκα είχα περάσει με το τρένο για την Ολυμπία. Πάντα τα έφερνα στο μυαλό μου, όλα αυτά τα χρόνια, με τον τρόπο που γράφει τις εντυπώσεις ένα παιδί. Τους κήπους με τις πασχαλιές και τα τριαντάφυλλα, που ξεχείλιζαν από χρώματα μέσα στο μεσημεριάτικο φως στις μάντρες. Νόμιζα πως θα ήταν πάντα εκεί. Μοιάζει να βαριούνται την ίδια τους τη ζωή οι άνθρωποι και το κέρδος της να έχει μετατοπιστεί.

Κλεοπάτρα Δίγκα, «Θέση 44, Παράθυρο»

[email protected], kibi-blog.blogspot.com

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.