Στο τελος συγκινουμαι;

Ο πολυβραβευμένος σκηνοθέτης Δήμος Αβδελιώδης μιλάει στην ΑV

Τον Δήμο Αβδελιώδη οι περισσότεροι τον γνωρίσαμε από τις κινηματογραφικές του ταινίες, κυρίως από την «Εαρινή Σύναξη των Αγροφυλάκων» (1999), ταινία ύμνο στο μεγαλείο του κύκλου της φύσης και στο λαϊκό ελληνικό πολιτισμό, η οποία συγκαταλέγεται ανάμεσα στις 10 καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών. Είχαν προηγηθεί «Η Νίκη της Σαμοθράκης» (1990), «Το Δέντρο που πληγώναμε» (1987), και ο «Αθέμιτος Συναγωνισμός» (1982). Και στις τέσσερις υπογράφει το σενάριο, τη σκηνοθεσία και την παραγωγή, ενώ όλες απέσπασαν βραβεία και διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας.
 
Η δράση του στο θέατρο –συνυφασμένη εξαρχής με μια εντελώς καινούρια ερμηνευτική προσέγγιση και θεατρική πρακτική, μέσω της φωνητικής ερμηνείας και της μουσικότητας του λόγου (κειμένου)– εκκινεί δυναμικά το 1993 με τις «Μορφές από το έργο του Βιζυηνού». Ακολούθησαν παραστάσεις που ξεχώρισαν και διακρίθηκαν, μεταξύ των οποίων οι «Βαβυλωνία» (Δ. Βυζάντιος), «Πέρσες» (Αισχύλος), «Ιχνευτές» (Ευριπίδης) , «Ερωφίλη» (Γ. Χορτάτσης), «Μαράν Αθά» (Θ. Ψύρρας), έργα Καραγκιόζη, καθώς και άλλες πάνω σε λογοτεχνικά αριστουργήματα των Βιζυηνού, Παπαδιαμάντη, Σολωμού, έργα ιδιαιτέρως προσφιλή στον Δήμο Αβδελιώδη, που επαναλαμβάνονται για χρόνια. Κοινός παρονομαστής σε όλες τις θεατρικές του δουλειές είναι η ανάδειξη του λόγου και της γλώσσας χωρίς περιορισμούς, της ομορφιάς και της μουσικότητάς τους ως κύρια μέσα για την ανάδυση των εικόνων και των νοημάτων. Το 2015, σε συνεργασία με το ΚΘΒΕ και έπειτα από τρία χρόνια προετοιμασίας, παρουσίασε το «Πλάτωνα Απολογία Σωκράτη», εγχείρημα τολμηρό αλλά και παράσταση – σταθμός στα θεατρικά χρονικά, αφού το κείμενο απαγγέλθηκε στην αρχαία ελληνική, με σκοπό να ακουστεί ως μια γλώσσα φυσική και ζωντανή, που μεταφέρει με αυθεντικότητα τα αισθήματα και το ήθος του Σωκράτη. Η παράσταση ταξίδεψε και εκτός συνόρων για να αποθεωθεί πέρυσι από το Διεθνές Διπλωματικό Σώμα 27 Πρεσβειών στην ιστορική Όπερα του Ανόι στο Βιετνάμ.
 
Δημιουργός πολυπρισματικός, «χειρώνακτας» τόσο στον κινηματογράφο όσο και στο θέατρο, καταγίνεται πέρα από τη σκηνοθεσία (διδασκαλία εκφοράς και ερμηνείας), με όλα τα στάδια της δημιουργικής διαδικασίας: μετάφραση των αρχαίων κειμένων (απόφοιτος και της Φιλοσοφικής άλλωστε), δραματουργική επεξεργασία και θεατρική διασκευή, σκηνογραφία, φωτισμούς, παραγωγή.
 
Φέτος παρουσίασε στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας πέντε παραστάσεις: «Μοιρολόγι της φώκιας – Καμίνι», «Όνειρο στο κύμα – Έρως Ήρως» (Αλ. Παπαδιαμάντης), «Πλάτων Απολογία Σωκράτη», «Ελένη» (Γ. Ρίτσος), «Το Μόνον της Ζωής του Ταξείδιον» (Γ. Βιζυηνός).
 
Απευθύνεστε, όπως έχετε δηλώσει, όχι μόνο στο θεατρόφιλο, αλλά στο ευρύτερο κοινό «που αναζητά στο θέατρο την ψυχαγωγία σαν πραγματική απόλαυση». Πιστεύετε πως έχετε πετύχει αυτό το στόχο;
Η πρώτη παράσταση που έκανα με τον συνειδητό αυτό τρόπο ήταν το 1995, όταν η Αγνή Στρουμπούλη μου ζήτησε να σκηνοθετήσω τρία ελληνικά παραμύθια που διάλεξε, κι εγώ σκηνοθέτησα τη φωνή της ουσιαστικά, απαγγέλλοντας ο ίδιος και  εξηγώντας γιατί πρέπει να πει την κάθε φράση με συγκεκριμένη νότα και συγκεκριμένο ρυθμό.  Όταν το 2015 παρουσίασα την «Απολογία του Σωκράτη» στην πρωτότυπη αρχαία ελληνική γλώσσα, χάρη στη μέθοδο αυτή, έζησα πραγματικά την αναγνώριση και την ενθουσιώδη αποδοχή, ακόμα κι αυτών που ήταν στην αρχή επιφυλακτικοί.
 
Με ποια κριτήρια επιλέγετε τους ηθοποιούς με τους οποίους συνεργάζεστε;
Τις περισσότερες φορές συνεργάστηκα με ηθοποιούς που ήταν δίπλα μου. Πρέπει να είναι άνθρωποι ευγενικοί, με ήθος, αφοσιωμένοι στην τέχνη με σοβαρότητα και συνέπεια. Να πιστεύουν πως το θέατρο είναι πηγή ευφορίας και ότι για να επιτευχθεί αυτό, θα πρέπει να το υπηρετήσουν σωστά. Αν πας να το οικειοποιηθείς, τότε το συναίσθημα χωρίζεται και δημιουργείται άλλος κόσμος, ενώ το ζητούμενο είναι να γίνουμε ένας κόσμος.
 
Ποιο είναι το δικό σας ζητούμενο στην τέχνη; 
Ένα κριτήριο έχω για την τέχνη, ασχέτως του τρόπου ή του μέσου που θα χρησιμοποιήσει κανείς: στο τέλος συγκινούμαι; Συγκινούμαι σημαίνει ότι προσλαμβάνω αυτή τη βεβαιότητα, την εσωτερική και εντελώς αδιαπραγμάτευτη, ότι το τελικό αποτέλεσμα με έπεισε ότι έχει καλό σκοπό. Αυτό που έχει σημασία σε μια παράσταση όταν τελειώσει δεν είναι το τι ακριβώς έγινε αλλά το πώς σε έκανε να νιώσεις. Η τέχνη, από τη γέννησή της εδώ στην Ελλάδα, υπόσχεται μια υψηλή πνευματική τέρψη. Τα άλυτα ζητήματα του ανθρώπου και της πραγματικότητας τίθενται σε μια λογική τάξη, γίνονται διάφανα. Αρθρώνεται ένας λόγος που καταλήγει στην κατανόηση μιας αλήθειας. Ο θεατής, εν ηρεμία, οδηγείται από το φόβο και τη σύγχυση στην κάθαρση και τη λύτρωση. Δεν είναι μάθημα, δεν είναι προπαγάνδα, είναι ένα σκηνικό γεγονός με τέτοιο τρόπο φτιαγμένο από το συγγραφέα ώστε να παρέχει πνευματικές ηδονές, βαθιές συγκινήσεις, να προκαλεί ανατριχίλα. Ανατριχιάζει κανείς επειδή διακυβεύονται τα ανθρώπινα ιδανικά.
 
Παρακολουθείτε τις θεατρικές σκηνές της Αθήνας;
Βλέπω ελάχιστα πράγματα λόγω φόρτου εργασίας, οπότε δεν έχω εποπτεία και επομένως άποψη. Αλλά από όσα έχω δει κατά καιρούς δεν ευχαριστιέμαι. Κινούνται κυρίως στο χώρο της αισθητικής αναζήτησης, πράγμα που νομίζω πως είναι προς λάθος κατεύθυνση. Αν δεν αναζητηθεί ο λογικός άξονας της δραματουργίας που κάνει ένα έργο να στέκεται όρθιο και ζωντανό, και ξεκινάει από το αισθητικό το οποίο είναι εντελώς δευτερεύον –για να μην πω τριτεύον–, ήδη έχει χαθεί το εγχείρημα πριν ακόμα ξεκινήσει.
 
Φέτος παρουσιάσατε πέντε θεατρικές παραγωγές. Πώς ανταπεξέρχεστε σε συνθήκες κρίσης και οικονομικής δυσπραγίας;
Οι δυσκολίες ξεπερνιούνται όταν έχεις να κάνεις κάτι ευχάριστο. Δεν έχω ματώσει, απλώς δυσκολεύομαι να ανταπεξέλθω στις υποχρεώσεις μου και δεν μου μένει λίγο παραπάνω χρόνος για να μπορέσω να κάνω ταινίες.
 
Αλλά οι ταινίες δεν είναι κοστοβόρες; Δεν είχα ποτέ αυτό το άγχος. Όταν μπορούσα να υποστηρίξω μια ιδέα, ένα σενάριο, προχωρούσα. Ξεκινούσα χωρίς λεφτά, τίποτε. Αν έκανε άλλος αυτές τις ταινίες, το κόστος θα ήταν πενήντα φορές επάνω.
 
Η κινηματογραφική σας γραφή είναι εντελώς ιδιότυπη, ξεχωρίζει στην ελληνική κινηματογραφία εν γένει. Πώς δουλεύετε στις ταινίες;
Τις ταινίες μου τις φτιάχνω χειρωνακτικά, από άποψη όμως. Γιατί πιστεύω ότι μια ταινία πρέπει να γίνεται μέσα σε ένα κλίμα τελετουργικό όπου όλοι πρέπει να είναι συντεταγμένοι, όλοι συγκεντρωμένοι. Και αυτό δεν το απαιτώ από τους άλλους. Απλώς είμαι ο ίδιος συγκεντρωμένος και όλοι συντονίζονται μαζί μου. Θέλω να γίνονται ήσυχα τα πράγματα, δεν μου αρέσει ο θόρυβος και η φασαρία. Στην αρχή δέχτηκα απόρριψη στις ταινίες μου. Όσο περνάει ο καιρός τόσο περισσότερο αναγνωρίζουν τη δουλειά μου. «Το δέντρο που πληγώναμε» είναι μια ταινία που δεν έχει όμοια, ούτε κι εγώ μπορώ να την ξανακάνω. Ήταν για την εποχή της, και για τώρα ακόμα, μια ταινία που δεν μπορείς να την κατατάξεις εύκολα.
 
Πολλοί λένε πως είχε μια νοσταλγία για την εποχή στην οποία τοποθετείται, και την ύπαιθρο της δεκαετίας του ’60.
Καμία νοσταλγία. Ήμουν 34 χρονών όταν την έκανα και ήθελα να δείξω πόση είναι η απόσταση από τα παιδικά μας χρόνια. Τι δυστυχία είναι να μην μπορούμε να εντάξουμε στη ζωή μας αυτή τη βαθιά και απολαυστική εμπειρία της ζωής των παιδικών μας χρόνων – όσοι βέβαια είχαμε αυτή την ευτυχία. Ήθελα να δείξω πως αυτό περνάει, είναι ένας παράδεισος που χάνεται. Οι μεγαλύτεροι άνθρωποι είναι σε άλλο μήκος κύματος, δεν αφήνουν τα παιδιά να είναι ευτυχισμένα σε αυτή την ηλικία. Εάν δεν παίξεις μικρός, δεν μεγαλώνεις. Το παιδί είναι αυτό που παίζει – από εκεί προέρχεται και η λέξη παιδί. Αν δεν παίξει δεν θα γίνει κανονικός άνθρωπος, θα έχει προβλήματα σε όλη του τη ζωή. Το παιχνίδι ενδυναμώνει την αυτοκυριαρχία, την αυτοπεποίθηση, τα αισθήματά του για τους άλλους.
 
Στην πολυβραβευμένη, εντός κι εκτός Ελλάδας, «Εαρινή σύναξη των αγροφυλάκων», που αγαπήθηκε πολύ από το κοινό, βλέπουμε πάλι μια δοξαστική εικόνα της φύσης και του λαϊκού πολιτισμού. Είναι η καλύτερη ταινία σας;
Στην ταινία αυτή περιέγραψα το πώς ήταν οι άνθρωποι υπό την επήρεια ενός άλλου πολιτισμού, που είναι ο ομηρικός. Μέχρι που έφυγα από τη Χίο υπήρχε ακόμα ζωντανός ο λαϊκός πολιτισμός, ο οποίος ήταν απόρροια του ομηρικού. Τα είχε τακτοποιημένα τα πράγματα με τις γιορτές, τις συνήθειες, την πίστη. Ο κόσμος, δηλαδή, είχε αυτή τη ζωτική επαφή με τη φύση και μπορούσε να απολαύσει τη ζωή. Πολλοί από όσους έχουν δει τις ταινίες μου μού λένε ότι η «Η Νίκη της Σαμοθράκης» είναι η καλύτερή μου και χαίρομαι πάρα πολύ. Ήταν η μόνη έξω από το στενά ηθογραφικό πλαίσιο –το πλαίσιο μόνο– γιατί δραματουργικά είναι μια παιγνιώδης κριτική στο θέμα της ελληνικότητας μέσα από την ανίχνευση των αρχετύπων.
 
Σας λείπει η γενέτειρά σας, η Χίος; Αντέχετε την Αθήνα;
Την αγαπώ πάρα πολύ τη Χίο. Έχει μια γοητεία απέραντη, ατελείωτη, ανεξερεύνητη. Αυτό που μας συνδέει με την πατρίδα μας είναι οι άνθρωποι, οι γονείς, οι φίλοι μας. Τους φίλους μου τους βλέπω κι εδώ που έρχονται, οι γονείς μου δεν ζούνε πλέον. Ζω και δουλεύω εδώ, οπότε τι να πάω να κάνω; Δεν είμαι ονειροπόλος. Διακοπές δεν έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου παρά μόνο σε συνδυασμό με δουλειά. Η Αθήνα, από την άλλη, δεν παύει να είναι μια υπέροχη πόλη. Δεν την αλλάζω με τίποτε. Είναι ζωντανή η αρχαιότητα δίπλα μας. Περπατάς και λες, πού βρίσκομαι τώρα, στο χώρο όπου γεννήθηκε ο πολιτισμός. Είναι απίστευτο, πολύ μεγάλο γεγονός, και όποιος δεν το καταλαβαίνει, χάνει. Μόνο και μόνο γι’ αυτό μπορεί κανείς να είναι ευτυχισμένος. Όταν ήρθα στην Αθήνα, βρήκα την πόλη των ονείρων μου.
 
Τι σχεδιάζετε προσεχώς;
Έχω ιστορίες και πολλά σενάρια για τον κινηματογράφο. Σε ένα, ενάμιση μήνα θα μπορώ να πω για ταινίες και για αποφάσεις που έχω πάρει. Βρίσκομαι σε εποχή επαναπρογραμματισμού. Στο θέατρο, το μεγάλο μου όνειρο –γιατί έχω και μικρά και θα τα πραγματοποιήσω– είναι η «Ιλιάδα» στο πρωτότυπο, για να δείξω ότι και το ομηρικό κείμενο είναι μία γλώσσα ζωντανή η οποία μπορεί να προκαλέσει μεγάλη απόλαυση στους ακροατές, είτε είναι Έλληνες είτε ξένοι, λόγω της μουσικής που περιέχει. 
 
*Για την καλοκαιρινή περιοδεία της παράστασης «Το Μόνον της Ζωής του Ταξείδιον» με την Ιωάννα Παππά
 
Πηγή: www.athensvoice.gr

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.