Στα πομακοχωρια της Ξανθης ο χρονος δεν σταματησε

Η Μαρία Φανφάνη καταγράφει όσα είδε σε ένα από τα πιο σπάνια μέρη της Ελλάδας

H ζωή των Πομάκων στα πομακοχώρια της Ξάνθης είναι ένα καθημερινό αλισβερίσι με τη φύση. Η ομορφιά του τοπίου σε καθηλώνει: Επιβλητικά βουνά, ζώα που βόσκουν ανέμελα, λουτρά που το νερό τους κοχλάζει στο καταχείμωνο και άνθρωποι που τα επισκέπτονται παρά το ψύχος, μεσαιωνικά γεφύρια, γραφικά στενά δρομάκια, καφενεία με παραδοσιακές ξυλόσομπες των οποίων η ζέστη είναι τόσο γλυκιά που δύσκολα την αφήνεις για να βγεις από το σπίτι, ζωήλατα οχήματα πολλών τύπων αλλά και αναβάτες φορτωμένων ζώων.


 
Σοβαντισμένα και καθαρά σπίτια με περιποιημένες αυλές συνθέτουν το σκηνικό, έστω κι αν λόγω αέρα επικρατεί ένα ψιλογιουσουρούμ. Το μπετόν και η ταχύτητα έχουν ξεκάθαρα εισβάλλει στη ζωή των βουνίσιων. Τα χαμόσπιτα έγιναν πολυκατοικίες, ενώ τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα είναι πια μεγάλου κυβισμού. Ακόμη, μια εκκλησία δίπλα σε ένα τζαμί είναι εικόνα που αποτελεί μαρτυρία της ειρηνικής συνύπαρξης χριστιανικού και μουσουλμανικού στοιχείου, μακριά από τις διδαχές ή ακόμη και τις βλέψεις των σκληροπυρηνικών Ισλαμιστών. Το σκληροπυρηνικό Ισλάμ δεν έχει θέση στην περιοχή, αλλά προσπαθεί να εισχωρήσει παντού ακόμη κι αν η ιδιοσυγκρασία (και η πραγματική ταυτότητα) των Πομάκων, δεν το επιτρέπει.
 
Οι ήμεροι ρυθμοί εδώ αποτελούν πρότυπο για την ελληνική επαρχία που βρυχάται κάτω από το άγχος της επόμενης μέρας στην δίνη της οικονομικής κρίσης, των ατελείωτων ωρών σε ουρές σε τράπεζες, εφορίες και ΔΕΚΟ με το μόνιμο βραχνά των χαρατσιών να καταβάλλει τον αέρα. Ο κόσμος εδώ μοιάζει σίγουρα πιο ήρεμος. Κι έχει ακόμη απόλυτα καθαρό βλέμμα και ψυχή.
 

Από τους περίπου 19.000 ορεσίβιους που ζουν στους δικούς τους ρυθμούς μακριά από τετριμμένες φιέστες αλλά σε έναν δύσκολο αγώνα επιβίωσης, κάποιοι επέλεξαν να δουλέψουν στα χωράφια τους, έστω κι αν η αγροτική ζωή απαιτεί θυσίες. Κάποιοι άλλοι κατέβηκαν στην κοντινή Ξάνθη για να αναζητήσουν μια νέα ζωή, άλλοι έφυγαν μετανάστες για να εργαστούν σε ναυπηγεία της Β. Ευρώπης, ενώ υπάρχουν κι αυτοί που θα έστειλαν τα παιδιά τους να σπουδάσουν σε άλλες πόλεις ή ακόμη κι έξω, π.χ. στην Τουρκία, με το σκεπτικό ότι θα ανοίξουν οι ορίζοντές τους.
 
Οι Πομάκοι, αν και μουσουλμάνοι γύρω στα 350 χρόνια τώρα, γνωρίζουν καλά ελληνικά. Αρκετά πομακάκια επιλέγουν την ελληνόφωνη βιβλιοθήκη της Μύκης για να διαβάσουν. Πρόσφατα, ανέβασαν και ένα θεατρικό με τίτλο: «Οι Θεοί του Ολύμπου». Οι νέοι ενημερώνονται συνεχώς για τις τάσεις της μόδας και διατηρούν σε πολλές περιπτώσεις, εξελιγμένα σπίτια με απίστευτα κομφόρ. Ωστόσο, όλοι σέβονται πιστά τον θεσμό της οικογένειας, διατηρούν κατά γράμμα τις παραδόσεις και προπάντων, μιλάνε την πομακική γλώσσα, κάτι το οποίο θεωρούν τιμή και καμάρι τους.
 

Επίσης, ο ρόλος της γυναίκας τα τελευταία χρόνια έχει αναβαθμιστεί. Παρά το τσουχτερό κρύο, είδα περισσότερες γυναίκες να κυκλοφορούν στους δρόμους από κάθε άλλη φορά. Να πηγαίνουν με βιβλία ή χειροτεχνίες παραμάσχαλα στο σχολείο δεύτερης ευκαιρίας. Να κόβουν ξύλα για την σόμπα τους. Να φουρνίζουν ψωμί στα αρτοποιεία με τους παραδοσιακούς ξυλόφουρνους. Να διατηρούν τα δικά τους μαγαζιά για τα οποία ψάχνουν και φέρνουν οι ίδιες το εμπόρευμά τους. Να φυλάνε πρόβατα, ενώ παράλληλα πλέκουν τερλίκια ή νταντεύουν παιδιά.
 
Η Πομάκα ανέκαθεν ήταν δυναμική και δραστήρια. Ασχολιόταν με τις αγροτικές δουλειές και ειδικά με την καπνοκαλλιέργεια που αποτελεί -στις περισσότερες περιπτώσεις- την κύρια πηγή εισοδήματος στα πομακοχώρια. Από το μάζεμα στο χωράφι και το παστάλιασμα έως την φύλαξη για ξήρανση και το πακετάρισμα για τους καπνοβιομήχανους, η ενεργή συμμετοχή της είναι περισσότερο από αναγκαία. Αυτή την εποχή οι κούτες με τον μπασμά έμπαιναν στα αγροτικά αυτοκίνητα για να κατευθυνθούν προς την Ξάνθη. Οι άνδρες μας απέτρεψαν ευγενικά την φωτογράφισή τους.
 
Κάποτε, οι γυναίκες έριχναν κλεφτές ματιές πίσω από τις κουρτίνες και παρόλο που είδα τέτοιες συμπεριφορές, ευτυχώς η πλειοψηφία των αντιδράσεων στην παρουσία μου, με κέρδισε.
 

Εκεί που η γυναίκα δεν είναι ευπρόσδεκτη ακόμη είναι το τζαμί και το καφενείο. Η προσευχή για τη γυναίκα είναι μια πιο μοναχική διαδικασία, αν και έχει διδαχθεί το κοράνι στο τζαμί όπως όλοι, ενώ οι μαζώξεις των γυναικών είναι σίγουρα σπιτική υπόθεση. Ωστόσο, τα νυχτέρια δεν είναι πλέον οι μόνοι έξοδοι που της δίνουν την ευκαιρία να κοινωνικοποιηθεί και να γνωρίσει γαμπρούς.
 
Στη Μύκη, με μεγάλη προθυμία μου έδειξαν πώς φτιάχνουν στον αργαλειό την πομακική στολή των γυναικών που φοριέται από τις περισσότερες ως δείγμα αφοσίωσης στην παράδοση. Η μαντίλα στο μαλλί, η καρό ποδιά, το πρεστανλίκ όπως μου το είπαν, αλλά και όλες οι λεπτομέρειες συνθέτουν μια εντυπωσιακή περιβολή τόσο για την καθημερινότητα όσο και για τις κοινωνικές εκδηλώσεις τους, όπως το σμιντάρ. Πρόκειται για έθιμο κατά το οποίο οι γονείς των νεογέννητων παιδιών φουρνίζουν παραδοσιακό ψωμί, μαγειρεύουν ρύζι, φτιάχνουν πίτες και ανοίγουν το σπίτι τους για να δεχθούν τις ευχές φίλων και συγγενών. Ακόμη και το μωράκι φοράει τη δική του παραδοσιακή στολή.
 
Στο διάλειμμα του δημοτικού σχολείου Μύκης, είδα τις μανάδες από το κάγκελα να δίνουν το κολατσιό στα παιδιά τους. Εκείνη την ημέρα έτυχε να βρίσκεται απ' έξω η καντίνα-μπουγατσατζίδικο κι έτσι οι μάνες δεν έσπευσαν με ταπεράκια, όπως τις υπόλοιπες μέρες, αλλά με μια αχνιστή μερίδα κρέμα.
 
Στο αμέσως παραπάνω χωριό, τον Εχίνο, η Φιγκριέ Ουζούν με υποδέχθηκε με χαρά στο σπίτι της και μαγειρέψαμε μαζί πατέτνικ, μια πίτα με πατάτα, ρύζι, φέτα και τριμμένη μέντα. Ένα παραδοσιακό πομακικό έδεσμα που έψησε πάνω στην ξυλόσομπα και μοσχοβόλησε η γειτονιά. Όταν ετοιμάστηκε, τη ρώτησα αν θα τη φάμε και κουβέντα στην κουβέντα, η συζήτηση έφτασε στην δίαιτα. «Τι Ελληνίδες θα ήμασταν χωρίς καπούλια;» με ρώτησε και πραγματικά απενοχοποίησε τις πρώτες δέκα μου μπουκιές.
 
Το σπίτι της Φιγκριέ, θα το ζήλευαν πολλοί άνθρωποι της πόλης. Τριώροφη μεζονέτα, δύο σαλόνια, δύο κουζίνες, μία μέσα στο σπίτι και μία υπαίθρια, με έπιπλα και συσκευές υψηλού γούστου, όλα άρτια ταιριασμένα και φυσικά, με δορυφορική τηλεόραση, όπως τα περισσότερα σπίτια! Όταν την ρώτησα γιατί δεν έκανε τρίτο παιδί, μου είπε ότι οι περισσότερες γυναίκες στα πομακοχώρια δεν κάνουν πια πάνω από δύο παιδιά, γιατί «τα παιδιά ζητάνε και εσύ δεν μπορείς να τους παρέχεις». Δεν ήταν παραδοσιακά ντυμένη, ωστόσο φορούσε φερετζέ. Η δική της μαντήλα ήταν λουλουδάτη, πανέμορφη και δεν την έβγαλε καθόλου από το κεφάλι της στη διάρκεια της επίσκεψής μου, γι' αυτό δεν μπόρεσα να δω το χρώμα των μαλλιών της. Υποθέτω ότι ήταν καστανό. Τα μάτια της όμως ήταν εκφραστικότατα. Απέραντη γαλάζια θάλασσα που έκρυβε απίστευτο δυναμισμό, και έδενε απόλυτα με την ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα της.
 

Κάτω από το σπίτι της διατηρούσε το δικό της κατάστημα με κλωστές για πλέξιμο και είχε πελάτισσες να την φωνάζουν κάθε τρεις και λίγο -παρόλο που η ώρα ήταν περασμένη- να ανοίξει το μαγαζί για να ψωνίσουν κάτι. Δημοφιλής στο χωριό, ήταν η πρώτη που μου πρότειναν όταν ρώτησα ποιος φτιάχνει ωραίες πίτες.
 
Στις Άνω Θέρμες γνώρισα τον Χασάν Κοπέλ, τον αρτοποιό. Κάνει το πιο νόστιμο ψωμί από καλαμποκάλευρο σε όλα τα πομακοχώρια. Όταν μου είπε να περάσω στο σπίτι του, να χαιρετήσω τη σύζυγο, να πιω ένα τσάι και να ζεσταθώ, είδα πώς είναι λάτρης της τεχνολογίας και του διαδικτύου. Μου έδειξε με περηφάνια την καινούρια του ταμπλέτα, ενώ πίσω του υπήρχε μια πολυδιαφημισμένη plasma τηλεόραση.


 
Στη Μελίβοια, συνομίλησα φευγαλέα με τον Λουτφή, τον καφετζή. Αναφέρθηκε στη δυσκολία να βρουν δουλειά οι νέοι, όπως και ο γιος του, που δουλεύει για τρεις και εξήντα σε ναυπηγείο της Ολλανδίας.
 
Έξω από τα Λουτρά, συνάντησα μια πομάκα γιαγιά που έκανε ωτοστόπ για να πάει στα λουτρά γιατί όπως μου είπε, στην πορεία, είχε πρόβλημα με πόνους στα πόδια της. Τα Λουτρά γεμίζουν με κόσμο από παντού, παρά τον κακό καιρό. Ο μόνος που δέχτηκε να φωτογραφηθεί δίπλα στα νερά που αναβλύζει η θαυματουργή γη ήταν ένας βούλγαρος εργάτης. Ο Βελί. Κάπνιζε αργά και απολαυστικά το τσιγάρο του μέσα στους υδρατμούς των σκεπαστών δημόσιων λουτρών. Η Βουλγαρία εξάλλου είναι δίπλα και πολλοί είναι αυτοί που έρχονται στην ελληνική πλευρά για ένα μεροκάματο.
 

Στη Σμίνθη έφαγα το πιο λαχταριστό τυλιχτό με σουτζουκάκι όταν είχε ήδη βραδιάσει και είπα να κατηφορίζω. Σε ένα τόσο φημισμένο μαγαζί που έχει περισσότερους θαμώνες από την Ξάνθη, παρά από τα γύρω χωριά. Η τιμή τους; Ιδανική. Ένα μόλις ευρώ!
 
Η βόλτα στα πομακοχώρια της Ξάνθης δικαίωσε κάθε προσδοκία μου. Οι Πομάκοι δεν νιώθουν αποκομμένοι από τη σημερινή πραγματικότητα, ωστόσο δεν αφήνουν πολλά περιθώρια να τους επηρεάσει. Παραμένουν αγνοί και η ζωή τους νωχελική, ώστε να σου μιλούν και να φεγγοβολούν όπως ένα μικρό, αθώο παιδί. Αν ψάχνετε το μαγικό φίλτρο της ευτυχίας, να ξέρετε ότι κάπου εκεί πρέπει να το αναζητήσετε. Γιατί ο Θεός κρύβεται στα πιο απλά καθημερινά πράγματα. Στον καθέναν από εμάς.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.