Πεντε νεοι μουσικοι συστηνονται στο «Κ» και μιλουν για τα ονειρα τους

Οι πέντε ανερχόμενοι μουσικοί αυτού του θέματος είναι όλοι μεταξύ 20 και 24 ετών.

Δεν ανήκουν στις μεγάλες εταιρείες, δεν έχουν πολλά views, όμως είναι γεμάτοι ιδέες και συνθέτουν τον δικό τους κόσμο με τις νότες. Πέντε πρόσωπα συστήνονται στο «Κ» και μιλούν για τη μουσική και τα όνειρά τους

«Φυσικά και θέλω», μου λέει ο Οδυσσέας Τζιρίτας με το βλέμμα στους περαστικούς. «Φυσικά και θέλω να με ακούσουν περισσότεροι. Ποπ μουσική φτιάχνω». Ήδη από τα 17 του, o Οδυσσέας έδινε συνεντεύξεις σε μεγάλα μέσα. Σήμερα είναι 20. Ένας μουσικός με ιδέες, δίψα, θετικές κριτικές, αλλά και τους εγγενείς περιορισμούς αυτού που ονομάζουμε underground. Το κοινό του εξακολουθεί να είναι μικρό, συγκριτικά με το ταλέντο και την αφοσίωσή του.

Tι σημαίνει όμως underground; Υπάρχει ερμηνεία; Ας συμφωνήσουμε ότι ο underground μουσικός φτιάχνει κομμάτια που δεν είναι για όλους, προστατεύει την τέχνη του από τυχόν αλλοιώσεις που μπορεί να υποστεί στις επαγγελματικές οδούς και αποφεύγει την υπερβολική έκθεση. Ας συμφωνήσουμε, επίσης, ότι το underground ενίοτε εμπεριέχει τις δικές του συμβάσεις, τα δικά του αδιέξοδα, τον δικό του ναρκισσισμό. Οι πέντε ανερχόμενοι μουσικοί αυτού του θέματος είναι όλοι μεταξύ 20 και 24 ετών. Στέκονται αμήχανα. Δεν έχουν ξεκάθαρη ιδέα περί του τι φτιάχνουν και ακριβώς αυτό είναι που κάνει τη μουσική τους συναρπαστική, ενδιαφέρουσα, γεμάτη δυνατότητες. Επέλεξα να μην εντάξω στο θέμα ανθρώπους που ασχολούνται με το χιπ χοπ και επικεντρώθηκα σε μουσικούς οι οποίοι παλεύουν με κιθάρες, πιάνα, μελωδίες, στίχους τραγουδιών. Παιδιά με σκουλαρίκια και παράξενα κουρέματα, παιδιά που μπορείς άνετα να πεις ότι «ζουν στον κόσμο τους», αλλά, πριν το καταλάβεις, νοηματοδοτούν τον δικό σου. 

Demetria

Από μια άποψη, οι νέοι μουσικοί της Αθήνας είναι ευνοημένοι: Βρίσκονται στο κέντρο των εξελίξεων. Βέβαια, σε μια τέχνη που διαδίδεται κυρίως ψηφιακά, τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει το παιδί μιας μικρής πόλης ή ενός νησιού να βρει διαύλους επικοινωνίας. Γεννημένη στη Θεσσαλονίκη, η 22χρονη τραγουδοποιός Demetria δραστηριοποιείται στην Κέρκυρα, όπου σπουδάζει μουσική στην τζαζ κατεύθυνση του Ιόνιου Πανεπιστημίου. Το άλμπουμ της με τίτλο Pillow Shifter, που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες από την Puzzlemusik, φέρνει στον ελληνικό χάρτη μια πολύ ιδιαίτερη ποπ, μελωδική και θαρραλέα. Κομμάτια όπως το Baku is dead ή το It’s a nightmare (με την απρόσμενη αλλαγή προς το τέλος) συστήνουν μια δημιουργό χωρίς ταβάνι στις φιλοδοξίες της. «Κάθε τραγούδι του Pillow Shifter είναι αφιερωμένο σε ένα όνειρο που είδα», λέει. «Οπότε συνοδεύεται και από τις αντίστοιχες εικόνες-αναπαραστάσεις. Αυτό που είχα κυρίως στο μυαλό μου ήταν ένα μουσικοθεατρικό δρώμενο, με συγκεκριμένη πλοκή. Πώς μπορείς, φορώντας ένα ζευγάρι ακουστικά, να κλείνεις τα μάτια και να βλέπεις παράσταση; Αυτό ήθελα. Όσο γίνεται τέλος πάντων…». To κοινό βίντεο των τραγουδιών Cinderella και Sunshine προσφέρει ένα πρώτης τάξεως βύθισμα στον κόσμο της.

Η Demetria είναι από τις πρώτες Ελληνίδες δημιουργούς με εμφανείς επιρροές από Μπίλι Άιλις. «Πράγματι, κάποιες ιδέες πηγάζουν από εκεί», λέει. Στο άλμπουμ της δεν έγραψε απλώς τα κομμάτια. Έπαιξε όλα τα όργανα μόνη, έκανε την ηχοληψία και ύστερα τις μίξεις. «Ήθελα να ακούσω με τα αυτιά μου ό,τι άκουγα στο κεφάλι μου», εξηγεί, «χωρίς να χρειάζεται να ξοδεύω λεφτά σε στούντιο κάθε βδομάδα». Άραγε μπορεί ένα άλμπουμ σαν το Pillow Shifter να συσπειρώσει γύρω της κοινό; «Δεν ξέρω ποια είναι τα στοιχεία που κάνουν ένα κομμάτι να ακουστεί παραέξω. Είναι ένα θέμα αρκετά περίπλοκο ώστε να με απασχολεί, εκτός δημιουργικής διαδικασίας. Άλλωστε, δεν με καίει το να γίνω γνωστή. Το μόνο που με νοιάζει είναι να καταφέρω σε τέσσερα πέντε χρόνια να ζω από τη μουσική. Όχι πως είναι εύκολο…».

Ως τζαζ πιανίστρια, η Demetria παίζει συχνά σε μικρούς χώρους της Κέρκυρας μαζί με συμφοιτητές της. «Όταν άφησα τη Θεσσαλονίκη και ήρθα εδώ να σπουδάσω», λέει, «ανησυχούσα ότι δεν θα βρω παιδιά με κοινά ενδιαφέροντα. Καμία σχέση. Η Κέρκυρα είναι ένα μουσικό νησί – και όσοι δεν ασχολούνται με μουσική τούς αρέσει η φωτογραφία, ο ήχος, η σκηνοθεσία, κ.λπ.». Πριν πούμε γεια, τη ρωτάω από πού πηγάζει η τρέλα της. Γελάει. «Τι να σου πω; Αυτό είμαι. Η μόνη σιγουριά που έχω για τον εαυτό μου είναι ότι ποτέ δεν χρειάστηκε να προσποιηθώ».

Οδυσσέας Τζιρίτας

Σε ένα από τα πιο ξεσηκωτικά κομμάτια του, το Delirium, ο 20χρονος Οδυσσέας Τζιρίτας επαναλαμβάνει τον στίχο «we need to get experimental». Υποθέτω είναι μια φράση που πολλοί μουσικοί λένε στον εαυτό τους, μέσα στην προσπάθειά τους να κάνουν κάτι καινοτόμο. «Το θέμα είναι να σε δουν να παίζεις», μου λέει ο ίδιος. «Ζωντανά. Όχι να σε ακούσουν στα πεταχτά από ένα κομμάτι. Σε αυτό βοηθάει πολύ το να ανοίγεις συναυλίες γνωστών συγκροτημάτων. Ή να συμμετέχεις σε φεστιβάλ. Αν περάσει ο άλλος καλά στο live σου (που στα δικά μας καλά περνάνε, δεν είμαστε τίποτα αγγούρια), τότε ίσως θελήσει να ξαναέρθει, να ακούσει τον δίσκο σου, να τον αγοράσει, κ.λπ.».

Περπατάμε στο Μοναστηράκι, με κατεύθυνση προς Ψυρρή. Ο Οδυσσέας μού λέει πως μπορεί να γράψει μια μελωδία ανά πάσα στιγμή. Με τους στίχους δυσκολεύεται λίγο παραπάνω: «Θυμάμαι στον πρώτο δίσκο διάβαζα αγγλικά βιβλία και έκλεβα φράσεις αυτούσιες, χωρίς καμία ντροπή. Από Ντέβιντ Σεντάρις, που έχει ωραία, απλή κωμική πένα, μέχρι Τόμας Πίντσον». Αναρωτιέμαι πόσο συναρπαστική είναι η ζωή ενός νέου underground μουσικού. Το μυαλό μου πηγαίνει σε street parties, πλατείες και αλητείες… «Οι πρόβες έχουν γίνει η κύρια κοινωνική μου συναναστροφή», με προσγειώνει. «Λες τα νέα σου, πίνεις μέσα στο στούντιο, χορεύεις, παίζεις μουσική, ακούς… Μετά μπορεί να βγεις με τους άλλους μουσικούς για φαγητό. Όχι πιτόγυρο, κανονικό φαγητό, που είναι ουάου. Γενικά μπορείς να ζήσεις μια ολόκληρη ζωή κάνοντας πρόβες. Κατά τα άλλα, σπάνια κανονίζω να βγω για καφέ ή μπίρα. Προτιμώ το σπίτι μου». Τον ρωτάω αν στους κύκλους του κυκλοφορούν ναρκωτικά. «Γενικά ναι», λέει. «Εμένα προσωπικά δεν με ενδιαφέρουν. Μου αρέσει η διαύγεια. Γουστάρω».

Για τον Οδυσσέα, όλα άρχισαν από ένα γκρουπ που λεγόταν Μπλε Λεμόνια: «Φοβερή μπάντα! Ήμασταν οκτώ χρονών. Παίζαμε σε σπίτια, αλλά το ζούσαμε. Μετά έφτιαχνα μπάντες στο σχολείο, στο Μουσικό Σχολείο Αλίμου. Ε, κάποια στιγμή άρχισα να κυκλοφορώ πράγματα σόλο». Σήμερα είναι μέλος πέντε συγκροτημάτων, παίζοντας κυρίως ροκ. Παράλληλα, ετοιμάζει το τρίτο του προσωπικό άλμπουμ. Με δεδομένο ότι έχει κατακτήσει πράγματα που άλλοι μουσικοί της ηλικίας του δεν έχουν καν ονειρευτεί, προσπαθώ να ψυχανεμιστώ αν έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. «Αν δεν ήμουν και λίγο ψώνιο, δεν θα λειτουργούσε», μου λέει. «Πώς θα ήμουν άνετος στη σκηνή; Από την άλλη, στην προώθηση του εαυτού μου δυσκολεύομαι πολύ, γι’ αυτό και ζητάω τη βοήθεια άλλων».

Όταν χαμογελάει, μοιάζει με παιδί. Ίσως γι’ αυτό μου φαίνεται τόσο παράταιρη η ωριμότητά του: «Συνήθως ξεκινάς με μια φιλοδοξία», λέει. «Ένα τρελό όνειρο. Π.χ. να παίξεις στο Γκλάστονμπερι. Όσο προχωράς, καταλαβαίνεις ότι μάλλον αυτό δεν θα γίνει και εμβαθύνεις στο “μου αρέσει αυτό που κάνω επειδή την ώρα που το κάνω νιώθω καλά”. Κάποια στιγμή συνειδητοποιείς ότι δύσκολα θα βγάλεις χρήματα από το underground. Σκέφτεσαι λύσεις. Προσωπικά, παραδίδω μαθήματα κιθάρας. Μετά υπάρχει ένα κεφάλαιο που λέγεται session μουσικός, περίεργος χώρος και λίγο σκληρός. Επίσης, εγώ σπουδάζω Μουσικολογία. Με το χαρτί αυτό μπορώ να μπω αύριο σε ένα σχολείο. Ο μόνος μου φόβος είναι μήπως ξυπνήσω μια μέρα και πω “θέλω να κάνω μόνο αυτά που μου αρέσουν”. Δεν ξέρω κανέναν, εννοώ προσωπικά, που να παίζει τη μουσική που του αρέσει και να ζει από αυτό».

Bipolia

Άκουσα την Bipolia τυχαία μια μέρα, καθώς έβγαινα από ένα πολυκατάστημα της Ερμού. Έπαιζε στον πεζόδρομο, με ένα διαγώνιο ενισχυτάκι που σκορπούσε τον ήχο της κιθάρας της προς τα πάνω. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα αν ήταν αγόρι ή κορίτσι. Κόκκινες μπότες, σκούρο μπουφάν, τζιν με γυρισμένα ρεβέρ, διασκευές Smiths, Strokes, Arctic Monkeys. Τα έλεγε μια χαρά, θυμόταν όλους τους στίχους απέξω. Στάθηκα επί 40 λεπτά και την άκουγα. Στο τέλος, της μίλησα. Μήνες μετά, βρισκόμαστε στο ίδιο spot για την πρώτη της συνέντευξη: «Είμαι 22, γράφω τραγούδια, κάποια indie ροκ, κάποια πιο ηλεκτρονικά. Στον δρόμο όμως παίζω κυρίως διασκευές». Η μικρή ιστορία της έχει ενδιαφέρον: «Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Λαμία. Ήμουν άριστη μαθήτρια, πέρασα στη Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών, αλλά δεν με ενδιέφερε. Στα 19 πήγα να σπουδάσω Κινηματογράφο στη Θεσσαλονίκη, που έχει και το φεστιβάλ. Τελικά δεν με έψησε ούτε αυτό, τα παράτησα και πήγα στο Μπρόμλεϊ του Λονδίνου. Εκεί, μακριά από γονείς, αδέρφια, σχέσεις, σπουδές κ.λπ., βρήκα την ησυχία μου, τον χώρο μου, τον εαυτό μου. Σύντομα άρχισα να παίζω κιθάρα στον δρόμο και σε διάφορες παμπ». Στην Αγγλία έγραψε επίσης το The man that lives inside me, ένα από τα καλύτερα τραγούδια της έως τώρα. Γλυκόπικρο, ερωτευμένο, εξομολογητικό, είναι ένα άρτιο dream pop κομμάτι βρετανικών επιρροών που φανερώνει τις δυνατότητές της.

Εδώ και έναν χρόνο, η Bipolia μένει στην Κυψέλη. Άραγε πώς βρίσκει κανείς το θάρρος να στήσει ένα μικρόφωνο μπροστά σε άγνωστα πλήθη περαστικών; «Από την αρχή ένιωθα ότι ήταν κάτι εντελώς κόντρα σε εμένα, αλλά, επειδή ήταν τόσο ακραίο, μου ήταν και εύκολο να το κάνω. Δεν μπορώ να το εξηγήσω… Εντάξει, στην Αγγλία δεν με ήξερε κανένας ούτως ή άλλως. Αλλά και εδώ ποτέ δεν έχω τρελό άγχος. Νιώθω πάντα κυρίαρχη. Από την άλλη, έρχονται κάθε λογής τύποι και μου μιλάνε, πλέον ξέρω από πριν πού αποσκοπεί ο άλλος και μπορεί να τιλτάρω πάρα πολύ εύκολα». Τη ρωτάω τι πάει να πει «τιλτάρω». «Νευριάζω», μου λέει. Από τα κομμάτια που έχει ανεβάσει στην ιστοσελίδα της, bipoliaevangelia.com, ξεχωρίζω το Call the Ambulance. Οι στίχοι θα μπορούσαν να συνοψιστούν στη φράση «είμαι προβληματική, αλλά το παλεύω». «Σίγουρα στα τραγούδια μου εκθέτω πλευρές του εαυτού μου που με ντροπιάζουν», παραδέχεται, «πράγματα που δεν μπορώ να πω σε μια συζήτηση. Προβάλλω τις δυσλειτουργίες μου, τα κόμπλεξ, κάπως πιστεύω ότι, αν γράψω “I hate myself”, θα μπορέσω και να το ξορκίσω. Ότι, αν εκφράσω τις άσχημες πλευρές μου, θα εξατμιστούν».

Η Ερμού σταδιακά αραιώνει. Φοράει τα βραδινά της. Καθώς βάζει την κιθάρα στη θήκη, η Bipolia θυμάται μια συμβουλή που είχε ακούσει από έναν καθηγητή στη σχολή κινηματογράφου: «Για να δείτε αν ένα σενάριο που έχετε γράψει αξίζει να γίνει ταινία, ξεκινήστε να το διηγείστε στην παρέα σας και κάποια στιγμή κάντε παύση για τουαλέτα. Αν, όταν επιστρέψετε, περιμένουν τη συνέχεια, τότε το σενάριο είναι καλό». Με παύσεις ή όχι, ανυπομονώ να μάθω τη συνέχεια στην ιστορία της Bipolia, μιας μουσικού με star quality, ταλέντο, κουλ αύρα και κάτι ακόμα, που δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι.

Libys

Με τίτλους τραγουδιών όπως Τα καλύτερα δε θα έρθουν, ιδιαίτερα φωνητικά και οικεία ποπ αισθητική, ο 24χρονος Libys (αναγραμματισμός του Μπίλης) είναι ένας ακόμα νέος δημιουργός που έχει κάτι να πει. Λίγοι τον ξέρουν. Προσωπικά τον εντόπισα μέσα από την playlist που έχει φτιάξει ο The Boy στο YouTube με τίτλο Σύγχρονο Ελληνόστιχο Τραγούδι, μια λίστα-θησαυρό για όσους αναζητούν νέες, παράξενες φωνές. Γεννημένος στην Κατερίνη, ο Libys πήγε σε μουσικό σχολείο εκεί και σήμερα έχει τη βάση του στη Θεσσαλονίκη. Σπουδάζει στο Μηχανικών Πληροφορικής. Παράλληλα, πάει για πτυχίο στο κλασικό σαξόφωνο και γράφει κομμάτια, από dream pop μέχρι επιθετική synth pop, που όμως κρατάει ανοιχτή την πόρτα στην αυτοϋπονόμευση και στην αφέλεια. «Δεν μου αρέσει το επαγγελματικό, το σοβαρό της μουσικής βιομηχανίας», εξηγεί. «Στα τραγούδια μου υπάρχουν κάποια στοιχεία καθαρά για πλάκα. Αυτός είναι και ο λόγος που επιλέγω το DIY. Όπως είδες, τα βίντεο είναι γυρισμένα με κινητό. Νιώθω ότι έτσι είναι πιο legit, πώς να σ’ το πω; Καμιά φορά λες στους φίλους σου “παιδιά, μη με παίρνετε πολύ στα σοβαρά”. Ε, αυτό το στοιχείο θέλω να υπάρχει και στα κομμάτια μου. Άλλωστε, η μουσική είναι και λίγο παιχνίδι. Όποτε θέλω να χαλαρώσω, να ξεχαστώ, ανοίγω τον υπολογιστή, συνδέω το συνθεσάιζερ και παίζω ό,τι μου κατέβει. Αν κάτι μου αρέσει, το κρατάω. Από εκεί και πέρα, στα τραγούδια που έχουν και στίχους συνήθως υπάρχει μια ανάγκη από πίσω. Π.χ. θέλεις να πεις κάτι στην πρώην σου και δεν έχεις άλλον τρόπο».

Ίσως το καλύτερο δείγμα γραφής του Libys μέχρι τώρα είναι το Τσιγάρα, ένα βατό ποπ τραγούδι, που θα μπορούσε άνετα να ακουστεί στα ραδιόφωνα. «Τους στίχους τούς έχει γράψει ένας γνωστός μου, ο Jekxtasy», μου λέει. Προϋπήρχαν σε ένα δικό του τραπ κομμάτι που μια περίοδο άκουγα συνεχώς. Απλώς αισθάνομαι ότι η τραπ, ενώ είναι το δημοφιλές είδος της εποχής, ενώ έχει ζωηράδα, ρυθμό κ.λπ., πάντα χάνει κάτι από συναίσθημα. Ήθελα λοιπόν αυτοί οι στίχοι να ακουστούν έτσι όπως τους ένιωθα εγώ – και έτσι τους έβαλα μουσική». Στο τρυφερό videoclip του Τσιγάρα, ένα αγόρι και μια κοπέλα απολαμβάνουν γυμνοί τη φύση στο φαράγγι του Ενιπέα.

Ο Libys μιλάει με ενθουσιασμό, διακεκομμένες φράσεις και αρκετές αγγλικές λέξεις, όπως άλλωστε τα περισσότερα παιδιά της γενιάς του. Η συζήτηση μας πάει στην ευρύτερη underground σκηνή της Θεσσαλονίκης. Κατ’ αρχάς υπάρχει κάτι τέτοιο; «Υπάρχουν παιδιά που κάνουν πράγματα, καλά πράγματα, παίζουν και κάποια lives, αλλά δεν γίνεται ποτέ κάτι συστηματικό, οργανωμένο. Ενώ γνωριζόμαστε όλοι μεταξύ μας, ο καθένας πορεύεται μόνος του. Κανείς δεν παίρνει την πρωτοβουλία να οργανώσει κάτι. Κι εγώ που σ’ το λέω, δηλαδή, δεν έχω πει ποτέ “guys, καθίστε να οργανωθούμε”. Ένα μπαρ της πόλης που αγαπάει τους μικρούς καλλιτέχνες είναι ο Oratos. Κατά τα άλλα ευδοκιμεί η κουλτούρα του DIY, με συναυλίες σε πανεπιστήμια, καταλήψεις, κ.λπ. Πολλές φορές έρχονται και μπάντες από Αθήνα. H είσοδος είναι ελεύθερη, οπότε συνήθως υπάρχει ένα ταμείο ελεύθερης συνεισφοράς ή γίνεται μοίρασμα των εσόδων από το μπαρ».

Αυτόν τον καιρό, ο Libys ετοιμάζει ένα πειραματικό, φιλόδοξο mixtape με τίτλο Libido και κάνει πρόβες για τη συμμετοχή του στο Eλευθεριακό Φεστιβάλ Σαμοθράκης (28/7). «Βασικά, όταν είδα το μήνυμά σου, μου φάνηκε λίγο περίεργο», μου λέει πριν τερματίσουμε τη βιντεοκλήση. «Νόμιζα ότι με άκουγαν μόνο οι φίλοι μου».

Tom Yosi

Επιστροφή στην Αθήνα. Στην ιστορική Ίντριγκα των Εξαρχείων, ένα μπαρ που αρκετοί από εμάς έχουμε ταυτίσει με τα φοιτητικά μας χρόνια, συναντάω τον Tom Yosi. Φοράει μαύρα. Μια ροκ αύρα διέπει το παρουσιαστικό και τα λόγια του, κάπως παλιομοδίτικη, σίγουρα γοητευτική. Του αναφέρω ότι μοιάζει με τον Σιδηρόπουλο («μου το λένε πολλοί») και του ζητάω να θυμηθεί πώς ξεκίνησε: «Ήμουν στο χωριό, στην Ανδραβίδα Ηλείας, αλλά από τα 13 μου είχα ίντερνετ. Σε εκείνη την ηλικία πήγα επίσης στην εκκλησία και άρχισα μαθήματα βυζαντινής μουσικής, με έναν παπά από την Κω. Μελετούσα ένα βιβλίο, Θεωρία και Πράξη της Εκκλησιαστικής Μουσικής, το οποίο είχε απίστευτα πράγματα μέσα, τι να σου λέω τώρα; Κεντήματα, οξείες πάνω στις νότες, πράγματα που στη δυτική μουσική δεν τα βρίσκεις. Ε, μετά πήγα δυο τρεις φορές σε έναν φίλο μου που είχε κιθάρα, μου άρεσε φουλ και παρακαλούσα τον πατέρα μου να μου αγοράσει κι εμένα. Με τα πολλά, μου την πήρε, αδερφέ, και θυμάμαι την έριξα μέσα στο πορτ-μπαγκάζ, μπήκα κι εγώ στο πορτ-μπαγκάζ και φύγαμε. Μέχρι σήμερα, νιώθω ότι είμαι ακόμη εκεί μέσα». Καθώς μου μιλάει, κουνάει τα χέρια λες και έχω στήσει μπροστά του κάμερα. Κάθε τόσο μου κλείνει το μάτι, θέτοντάς με συνένοχο σε κάποια ημιπαρανομία, που ούτε ξέρω ποια είναι.

Στα 20 του, ο Tom έδωσε κατατακτήριες στο ICMP (Ιnstititute of Contemporary Music Performance) του Λονδίνου και τον δέχτηκαν. «Πήρα δύο κιθάρες, ένα χιλιάρικο, μια τσάντα ρούχα κι έφυγα. Στη σχολή, ένιωθα ότι τους ενδιαφέρουν περισσότερο τα δίδακτρα παρά οι σπουδαστές. Κυρίως μας μάθαιναν τρόπους να βγάζουμε χρήματα. Η μουσική ερχόταν δεύτερη. Κάθε βράδυ, όμως, γίνονταν jam sessions. Δευτέρα στο Σόχο, Τρίτη στο Κάμντεν, Τετάρτη στο Χόξτον, Πέμπτη κενό, Παρασκευή Λέστερ Σκουέαρ. Πήγαινες εκεί, αδερφέ, έγραφες το όνομά σου σε ένα χαρτί και κάποια στιγμή γινόταν ένας τυχαίος συνδυασμός και σε φώναζαν να ανέβεις στη σκηνή με παιδιά που δεν τα ήξερες καν. Κυρίως παίζαμε μπλουζ, γιατί είναι μια κοινή γλώσσα που την καταλαβαίνουν όλοι».

Εγκαταστημένος στην Αθήνα σήμερα, ο 24χρονος Tom Yosi είναι ένας από τους πιο περιζήτητους νέους κιθαρίστες. Παίζει στους Fundracar, γράφει δικά του κομμάτια και κάνει παρέα με δεκάδες μουσικούς, εκ των οποίων κάποιοι τον έχουν φιλοξενήσει στα σπίτια τους. Η «νυχτερινή», μπλουζ διασκευή στο Γράμμα του Τσιτσάνη, που ανέβασε στο YouTube το 2019, είναι μέχρι στιγμής η πιο γνωστή προσωπική του ηχογράφηση. Τον ρωτάω πώς και κόλλησε με τα μπλουζ, νέο παιδί: «Τα μπλουζ δεν τα διαλέγεις, σε διαλέγουν», μου λέει. «Τα παθαίνεις. Τα μπλουζ δεν είναι μόνο καταπίεση, δεν έχω να φάω, μου λείπει το κορίτσι μου, whatever. Είναι πολλά πράγματα. Μπορεί να βγάζεις πολλά λεφτά και να έχεις μπλουζ, γιατί νιώθεις ότι ο κόσμος σε κάνει παρέα για τα λεφτά σου».

Μου μιλάει για μια καινούργια μπάντα που έχει στήσει με τον ντράμερ Σωτήρη Ντούβα, για τους μετανάστες που τους βουτήξανε από τα Εξάρχεια, για τη ζωή του που, όπως λέει, μοιάζει με ζωή μποξέρ. Μαθαίνω πως το Tom Yosi είναι ένα όνομα που έτσι απλά του ήρθε. «Δεν σημαίνει κάτι», μου κάνει. «Αλλά ελπίζω στο τέλος να σημαίνει…». Η σερβιτόρα πλησιάζει και ρωτάει μήπως είναι εύκολο να την πληρώσουμε. «Βλέπω πράγματα που δεν περίμενα να δω», μου λέει ο Tom. «Ακούω πράγματα για ανθρώπους που δεν τα περίμενα». Τον κοιτάω. Με κοιτάει κι αυτός. Περιμένω να μου εξηγήσει τι εννοεί. Ένα τεμπέλικο τραγούδι της Κόρτνεϊ Μπαρνέτ παίζει από τα ηχεία. Ο Tom προτείνει να ξεκινήσουμε τη συνέντευξη από την αρχή, αλλά είναι ήδη αργά.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.