Οι αντιεμβολιαστες του 1913

Αδράνειες και αντιστάσεις στην Ελλάδα των Βαλκανίων Πολέμων

Τέτοιον ακριβώς καιρό, πριν από 108 ολόκληρα χρόνια, η ελληνική κοινωνία ζούσε το πρώτο κύμα μαζικού εμβολιασμού της, προκειμένου να θωρακιστεί απέναντι στην επιδημία της χολέρας που είχε ήδη πλήξει τα στρατεύματα των εμπολέμων κι απειλούσε άμεσα τα μετόπισθεν.

Η μαζική παραγωγή εμβολίων από το μικροβιολογικό εργαστήριο του Πανεπιστημίου και ο εμβολιασμός 105.735 στρατιωτών και 350.000 πολιτών έχουν καταγραφεί σαν αδιαμφισβήτητη επιτυχία, καθώς περιόρισαν τα καταγεγραμμένα κρούσματα σε περίπου 5.200 και τα θύματα σε μόλις 515 στρατιωτικούς και 1.500 πολίτες, ενώ στη γειτονική Βουλγαρία οι νεκροί πλησίασαν τις 10.000 (Λένα Κορμά, «Πτυχές της επιδημίας της χολέρας του 1913», στο συλλογικό «Ιστορίες πολέμου στη ΝΑ Ευρώπη», Αθήνα 2018, σ.453-69).

Ανατρέχοντας στα τεκμήρια της εποχής, διαπιστώνουμε ωστόσο όχι μόνο την ύπαρξη υπόγειων αντιστάσεων σ’ εκείνο το σωτήριο εγχείρημα, αλλά και την ομοιότητα της σχετικής επιχειρηματολογίας με την αντίστοιχη σημερινή.

Η απρόθυμη Λέλα

Μια πρώτη ιδέα παίρνουμε από τη δημοσιευμένη αλληλογραφία του Ιωάννη Μεταξά, στελέχους τότε του επιτελείου του βασιλιά Κωνσταντίνου, με τη σύζυγό του Λέλα στην Αθήνα. «Σήμερον εμβολιάσθην διά δευτέραν φοράν, αλλ’ ούτε πυρετόν ούτε άλλη ενόχλησιν έχω», της γράφει στις 14/6/1913 από τη Θεσσαλονίκη. «Φαίνεται ότι ο οργανισμός μου θα είναι αντιχολερικός».

Τρεις βδομάδες αργότερα, το προφυλακτικό μέτρο έχει ήδη δικαιωθεί: «Λιβόνοβο, 7.7.1913. Είχαμεν χολέρα εις το Γεν. Στρατηγείον και απέθανεν ο Καλλέργης, όστις δεν είχεν εμβολιασθή. Ολοι οι άλλοι, εμβολιασθέντες, είμεθα άριστα εις την υγείαν». Ο λόγος για τον 40χρονο ίλαρχο Ιωάννη Καλλέργη, γνωστό στους αναγνώστες μας από την αισθηματική σχέση ανάμεσα στη σύζυγο και τον κουνιάδο του, Παύλο Μελά. Από τον αθηναϊκό Τύπο, ο θάνατός του αποδόθηκε πάντως εύσχημα σε «συγκοπή» («Ακρόπολις», 7/7/1913).

Τέσσερις μέρες μετά, ο Μεταξάς ξαναγράφει στη γυναίκα του για να την ενημερώσει πως «εμβολιάσθη και διά τρίτην φοράν», κυρίως, όμως, για να την επιπλήξει:

«Γιατί δεν εμβολιάσθηκες; Είναι τρομερή η ευθύνη που παίρνεις επάνω σου, χωρίς να το εννοής. Ολοι όσοι απέθαναν από χολέραν δεν είχαν εμβολιασθή– ο Καλλέργης δεν ήθελε επ’ ουδενί λόγω, ο Παρνασσίδης το ίδιο, ο Πρασσάς το ίδιο. Τουναντίον, όσοι εμβολιάσθηκαν, ή δεν έπαθαν τίποτε ή πολύ ελαφρά. Και εις τας Αθήνας υπάρχει χολέρα. Πλην τούτων, τι θα γίνη όταν θα γυρίσω; Εγώ, ως εμβολιασμένος, φέρνω το μικρόβιον της χολέρας, χωρίς να παθαίνω τίποτε, το μεταδίδω όμως. Λοιπόν, δεν θα πρέπη να επιστρέψω εις το σπίτι μου, αλλά να μείνω κάπου μεμονωμένος διά 30-40 ημέρας διά να είσθε ασφαλείς. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της επιμονής σου να μη εμβολιασθήτε. Ολοι, εννοείται. Και το υπηρετικόν» («Μεταξάς. Το προσωπικό του ημερολόγιο», τ.Β΄, σ.221-4).

Αρνητές γιατροί

Η μετέπειτα πρώτη κυρία της 4ης Αυγούστου δεν ήταν η μόνη που απέφευγε να εμβολιαστεί στο Κλεινόν Αστυ, όπως μας πληροφορούν οι εφημερίδες των επόμενων ημερών. «Η χολέρα απειλεί τας Αθήνας», εξανίσταται λ.χ. σε πρωτοσέλιδο σχόλιό της η κυβερνητική «Πατρίς» (16/7).

«Και όμως πόσοι είνε εκ των 200 χιλιάδων κατοίκων της πρωτευούσης οι εμβολιασθέντες μέχρι τούδε; Επίσημος ανακοίνωσις μας λέγει μόνον 7½ χιλιάδες! Ολοι οι άλλοι κοιμώνται. Θα κλαύσουν ίσως διά την ραθυμίαν και απρονοησίαν των αυτήν, αλλ’ όταν θα είνε αργά πλέον». Σχολιάζοντας την ίδια είδηση, ο χρονογράφος του «Εμπρός» θ’ αποδώσει πάλι «αυτή την Ανατολική αδιαφορία προς τας συμβουλάς και τας υποδείξεις της επιστήμης» κυρίως σε ασύγγνωστη αδράνεια, επικαλούμενος ως παράδειγμα τον ίδιο του τον εαυτό: «Κι εγώ δεν έχω εμβολιασθή. Τοσάκις έχω αποφασίση να εμβολιασθώ, ώστε κατήντησε ν’ αμφιβάλλω αν εμβολιάσθηκα ή όχι. Το βέβαιον είνε ότι πολλάκις το απεφάσισα, αλλ’ έμεινα με την απόφασιν» (18/7).

Αρκετά διαφορετικούς λόγους μη εμβολιασμού απαριθμεί ωστόσο –και αντικρούει– σε δικό του άρθρο ο γιατρός της πανεπιστημιακής Αστυκλινικής, Αναστάσιος Αραβαντινός («Πατρίς», 14/7).  Οι αντιρρησίες δεν περιορίζονταν άλλωστε σε κάποιους ράθυμους «Ανατολίτες» ή απλές νοικοκυρές, αλλά περιλάμβαναν και μιαν απροσδιόριστη μερίδα του ιατρικού κόσμου:

«Δυστυχώς αμαθείς προλήψεις και ασύστατοι κατηγορίαι ηκούσθησαν κατά του εμβολιασμού. Ο εμβολιασμός είνε εντελώς ακίνδυνος. Οπως και κάθε ένεσις πρέπει να γίνεται από επιστήμονα ιατρόν, όχι από τον πρώτον τυχόντα ή την πρώτην τυχούσαν, όπως δυστυχώς γίνεται… Η Κυβέρνησις επρονόησε και ώρισεν ιατρούς, οι οποίοι εκτελούν τον εμβολιασμόν δωρεάν. Η ένεσις φέρει μόνον μικρόν ερεθισμόν εις το χέρι, δι’ αυτό και γίνεται εις το αριστερόν χέρι που εργάζεται ολιγώτερον. Εις μερικούς και ιδίως εις νευρικά άτομα φέρει αδιαθεσίαν, ολίγον πυρετόν, ανορεξίαν, διάρροιαν και κωλικούς. Τίποτε άλλο δεν ημπορεί να συμβή από την ένεσιν. Οσοι λέγουν τα αντίθετα δεν ευρίσκωνται εν τη αληθεία. Το δυστύχημα είνε ότι και μερικοί ιατροί πολεμούν τον εμβολιασμόν από πρόληψιν, όχι με επιχειρήματα.

Κατηγόρησαν ακόμη ότι ο εμβολιασμός δεν κάμνει τίποτε. Ούτε αυτό αληθεύει. Ο εμβολιασμός είνε αποτελεσματικός, αρκεί να έχουν γείνει και αι δύο ενέσεις και να έχουν περάσει 12 ημέρες περίπου από της δευτέρας ενέσεως. Οτι ο εμβολιασμός είνε αποτελεσματικός έχει αποδείξει ευρεία εφαρμογή εν Ιαπωνία και εν Ρωσσία […] Εν Πετρουπόλει επί 30 χιλιάδων εμβολιασθέντων έπαθον χολέραν 12 και εκ τούτων πάλιν απέθανον μόνον 4».

Στο μέτωπο, κάποιος «ανώτερος στρατιωτικός ιατρός, κεκηρυγμένος εναντίον του εμβολιασμού, επλήρωσε με την ζωήν του την πεποίθησίν του αυτήν» –απόδειξη ότι «πρέπει όλοι να εμβολιάζωνται χωρίς να ακούουν γνώμας ιατρών εναντίον του εμβολιασμού».

Διαφορετικής τάξης επιφυλάξεις γεννούσε δε η πρακτική κάποιων γιατρών, «που εμβολιάζουν δήθεν δωρεάν κατά της χολέρας, χωρίς να τηρούν τας στοιχειωδεστέρας απολυμαντικάς προφυλάξεις» («Ακρόπολις», 10/7), αλλά και η δυσπιστία απέναντι στην εγχώρια επιστημονική παραγωγή, που ο Αραβαντινός καταβάλλει ιδιαίτερη προσπάθεια να διασκεδάσει, τονίζοντας ότι «το εμβόλιον που παράγει το μικροβιολογικόν εργαστήριον του Εθνικού Πανεπιστημίου» είναι όχι μόνο «άριστον» αλλά και «πέντε φορές ισχυρότερον» από τα εισαγόμενα.

Η ταβέρνα και η «Σάριζα»

Οπως και στις μέρες μας, τις επιφυλάξεις ενίσχυε λογικά ο ιεραποστολικός ζήλος ορισμένων κηρύκων του εμβολιασμού, που άδραξαν την ευκαιρία να «σώσουν» την ελληνική κοινωνία όχι μόνο από την πανδημία αλλά κι από τον κακό της εαυτό. Τυπικό δείγμα, οι οδηγίες μιας γιατρίνας από τη μακρινή Αλεξάνδρεια από τις στήλες της «Ακροπόλεως» (15/7):

«Οι Ελληνες οικογενειάρχαι, οι Ελληνες νέοι που ήξευραν με τόσο ψυχικό μεγαλείο να θυσιασθούν για την Πατρίδα μας πάνω στους αιματοβρεγμένους και παγωμένους βράχους, θα θυσιάσουν τώρα κάθε ορμή υπερβολικής διασκεδάσεως, δεν θα ξενυχτούν στην ταβέρνα γιατί η κραιπάλη, το μεθύσι, η υπερβολική κούρασις του σώματος ευκολύνει τη μόλυνσι από το φοβερό μικρόβιο της χολέρας. Ξέρετε, ότι εις τας μεγαλουπόλεις όπου κατώρθωσε να εξαπλωθή η απαισία μάστιγα εσημειώθησαν τα περισσότερα κρούσματα την Δευτέρα, γιατί την Κυριακήν ο λαός ελεύθερος από την εργασία εδίδετο στο φαγοπότι, στο μεθύσι, στην ταβέρνα».

Ούτε βελτίωνε ιδιαίτερα την εμπιστοσύνη του κοινού η διαφημιστική καπατσοσύνη της εγχώριας επιχειρηματικότητας, δείγματα της οποίας κοσμούν τον Τύπο των ημερών: «Θέλετε να μη προσβληθήτε από χολέραν; Πίνετε Σάριζαν της Ανωνύμου Εταιρίας ιαματικών και ποσίμων υδάτων της Ελλάδος, ήτις δεν περιέχει μικρόβια» («Πατρίς», 13/7).

Πηγή: efsyn.gr

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.