Οι «αλλοι κομμουνιστες» του Μεσοπολεμου

Ένα βιβλίο για την ιστορία του αρχειομαρξισμού

Υπάρχουν ορισμένες πτυχές της Ιστορίας για τις οποίες όλοι (ή σχεδόν όλοι) κάτι έχουν ακούσει, αλλά κανείς (ή σχεδόν κανείς) δεν έχει επαρκή εικόνα. Κι αυτό επειδή απουσιάζει εντελώς κάποια σχετική εξιστόρηση, οσοδήποτε συνοπτική, στην οποία να μπορεί ο ενδιαφερόμενος ν’ ανατρέξει για να καλύψει τα κενά του: ό,τι βρίσκει δεν είναι παρά μόνο κάποια σκόρπια αφηγηματικά θραύσματα, άλλοτε αποσπασματικά κι άλλοτε απλώς υπαινικτικά, που απλώς αυξάνουν την περιέργειά του.

Η περίπτωση των αρχειομαρξιστών, αυτής της δεύτερης κομμουνιστικής συνιστώσας του μεσοπολεμικού εργατικού κινήματος, αποτελεί μία από τις πιο χαρακτηριστικές απωθημένες πτυχές της νεοελληνικής Ιστορίας: μέχρι πρότινος όλοι κάτι είχαν ακούσει γι’ αυτούς, ελάχιστοι όμως μπορούσαν να περιγράψουν κάτι περισσότερο από τις μεσοπολεμικές κατηγορίες εις βάρος τους (για επιθέσεις «με φαλτσέτες» ενάντια στους ορθόδοξους κομμουνιστές και τα συνδικάτα τους) ή τη σκιαγράφησή τους ως θυμάτων της κατοχικής και δεκεμβριανής ΟΠΛΑ.

Οι βασικοί λόγοι αυτής της αποσιώπησης ήταν δύο. Κατ’ αρχήν οι αρχειομαρξιστές υπήρξαν μια ιδιόμορφη εκδοχή της ελληνικής Αριστεράς που ηττήθηκε ιστορικά –κι όχι μόνο με τη διάσπαση κι οργανωτική αποσύνθεσή τους το 1934 ή την εξόντωση μερικών δεκάδων εμβληματικών στελεχών τους το 1944. Ακόμη καθοριστικότερο ρόλο έπαιξε η κατοπινή προσχώρηση των επιζώντων στο αστικό στρατόπεδο κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, με πανηγυρική αποποίηση του «κομμουνιστικού» αυτοπροσδιορισμού τους και θριαμβολογίες για τη νίκη του Εθνικού Στρατού στον Γράμμο και το Βίτσι. Σε αντίθεση με τους ορθόδοξους τροτσκιστές, που διατήρησαν μέχρι τέλους την αριστερή φυσιογνωμία και ταυτότητά τους, από ένα σημείο και μετά δεν υπήρχε έτσι σχεδόν κανείς που να τους επικαλείται.

Ο δεύτερος λόγος είναι περισσότερο τεχνικός: λόγω της ιδιάζουσας οργανωτικής μυστικοπάθειας που χαρακτήρισε μεγάλες περιόδους της δράσης τους, τα διαθέσιμα τεκμήρια για τους αρχειομαρξιστές είναι λιγοστά και, το κυριότερο, εξαιρετικά άνισα. Για την πρώτη ιδίως δωδεκαετία της ύπαρξής τους, μέχρι την επαφή τους με την τροτσκιστική Διεθνή Αριστερή Αντιπολίτευση και την έκδοση της εφημερίδας «Πάλη των Τάξεων» (1930), περισσότερα μαθαίνουμε γι’ αυτούς από τους αντιπάλους τους (εκτός και -κυρίως- εντός της Αριστεράς) παρά από τους ίδιους.

Με όλα αυτά δεδομένα η πρόσφατη έκδοση του βιβλίου του ιστορικού Κώστα Παλούκη, «Αρχειομαρξιστές. Οι άλλοι κομμουνιστές του Μεσοπολέμου» (Αθήνα 2020, εκδ. Ασίνη) είναι κάτι παραπάνω από καλοδεχούμενη. Συντομευμένη μορφή της διδακτορικής διατριβής του συγγραφέα, που υποστηρίχθηκε προ πενταετίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό βιβλιογραφικό κενό, παρέχοντας στον αναγνώστη μια πλήρη εικόνα της διαδρομής του επίμαχου πολιτικού ρεύματος στα μεσοπολεμικά χρόνια, από τις απαρχές του στα τέλη της δεκαετίας του 1910 μέχρι τη δικτατορία του Μεταξά, μ’ έναν άκρως λακωνικό επίλογο για τα μετέπειτα.

Από τη σκιά στο πεζοδρόμιο

Η αφήγηση αυτής της διαδρομής αναπτύσσεται σε δύο παράλληλα επίπεδα: τη χρονολογική ανασύσταση της πορείας και των μετασχηματισμών της οργάνωσης στο πέρασμα του χρόνου αφενός και την ανάλυση των κοινωνικών χαρακτηριστικών και παρεμβάσεών της αφετέρου. Ο συγγραφέας αποφεύγει να διαχωρίσει αυστηρά το ένα από το άλλο· επισημαίνει, απεναντίας, την αμφίδρομη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις κεντρικές πολιτικές επιλογές της οργάνωσης και τα κοινωνικά στρώματα με τα οποία αυτή συνδέθηκε προνομιακά, εκφράζοντας από ένα σημείο και μετά κυρίως τα δικά τους ιδιαίτερα συμφέροντα και αντιλήψεις.

Το βιβλίο διακρίνει τρεις περιόδους της μεσοπολεμικής δράσης των αρχειομαρξιστών με σαφώς διακριτά η καθεμιά τους χαρακτηριστικά:

  • Μεταξύ 1921 και 1926 η οργάνωση -μ’ επικεφαλής τον Κεφαλλονίτη Φραγκίσκο Τζουλάτι- ακολουθεί μια στρατηγική βαθιάς («συνειδητής») παρανομίας με έμφαση στη μορφωτική δουλειά των μελών της, απουσία οποιασδήποτε μαζικής δράσης και εισοδισμό, από ένα σημείο και μετά, στο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ), δηλαδή το μετέπειτα ΚΚΕ, μέχρι τον εντοπισμό και τη διαγραφή τους απ’ αυτό το 1924. Το οργανωτικό μοντέλο της, έντονα επηρεασμένο από τον τεκτονισμό μέλος του οποίου υπήρξε ο Τζουλάτι, αντιγράφει βασικά χαρακτηριστικά των μυστικών επαναστατικών εταιρειών του 19ου αιώνα.

Αρχικά, το 1921, η οργάνωση αυτοαποκαλείται «Κομμουνιστική Ενωση» και η ηγεσία της «Πρώτος Πυρήνας»· το 1923, με την έκδοση του (καθαρά θεωρητικού) περιοδικού «Αρχείον Μαρξισμού», τα μέλη και οι οπαδοί της θ’ αποκτήσουν πια το προσωνύμιο με το οποίο έμειναν στην Ιστορία. Η πρώτη αυτή περίοδος κλείνει με αλλαγή ηγεσίας της οργάνωσης: το 1926 ο Τζουλάτι αποχωρεί κι αναλαμβάνει ο Δημήτρης Γιωτόπουλος, πατέρας του κατοπινού ηγέτη της 17Ν.

  • Η δεύτερη περίοδος, μεταξύ 1927 και 1930, χαρακτηρίζεται από ακόμη μεγαλύτερη στεγανοποίηση της ιεραρχίας της οργάνωσης, που κατέστη κυριολεκτικά αόρατη: μια σκιώδης τριμελής επιτροπή ονόματι «Εργασία», με μοναδικό γνωστό μέλος τον ίδιο τον Γιωτόπουλο. Το καθεστώς βαθιάς παρανομίας διατηρήθηκε επίσης, με καθοριστική όμως διαφορά την εγκατάλειψη της μορφωτικής αποκλειστικά δουλειάς και τη στροφή προς τους εργασιακούς και λοιπούς μαζικούς χώρους. Στροφή σημαδεμένη από αλλεπάλληλα βίαια επεισόδια, τόσο με τα μέλη και τους οπαδούς του ΚΚΕ (με κορυφαία τα γεγονότα του συνεδρίου της Ενωτικής ΓΣΕΕ στη Θεσσαλονίκη τον Φεβρουάριο του 1929) όσο και με συντηρητικότερους εργάτες (διάλυση π.χ. από τους αρχειομαρξιστές μιας εκδήλωσης της επίσημης ΓΣΕΕ για το ασφαλιστικό τον Μάρτιο του 1930) –επεισόδια που θα χαρίσουν στην οργάνωση τον επιθετικό χαρακτηρισμό «αρχειοφασίστες».

Σε γενικές πάντως γραμμές οι αρχειομαρξιστές αυτά τα χρόνια αναλαμβάνουν μέσα στο εργατικό κίνημα «τον ρόλο ενός κομμουνιστικού συνδικαλισμού της νομιμότητας» (σ.340) δραστηριοποιούμενοι στα ρεφορμιστικά σωματεία που ελέγχουν οι σοσιαλιστές των Δημήτρη Στρατή και Νικολάου Καλύβα. Οταν εκδικώκονται απ’ αυτά, π.χ. στη Θεσσαλονίκη, συγκροτούν δικές τους αυτόνομες οργανώσεις, όπως ακριβώς είχε ήδη κάνει και το ΚΚΕ μετά την αποβολή του από τη ΓΣΕΕ.

  • Τρίτη και σημαντικότερη περίοδος υπήρξε αυτή του «τροτσκιστικού αρχειομαρξισμού» (1930-1934). Μέσα στο 1930 η ηγεσία των αρχειομαρξιστών ήρθε σ’ επαφή με τη Διεθνή Γραμματεία της τροτσκιστικής Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης κι αναγνωρίστηκε επίσημα ως ελληνικό τμήμα της, εκτοπίζοντας τους εγχώριους «καθαρούς» τροτσκιστές της Ομάδας «Σπάρτακος» (Παντελής Πουλιόπουλος, Σεραφείμ Μάξιμος κ.ά.). Την αναγνώριση αυτή ακολούθησε η δημόσια πλέον συγκρότηση του ρεύματος ως κανονικής οργάνωσης με τον τίτλο «Κομμουνιστική Οργάνωση Μπολσεβίκων-Λενινιστών της Ελλάδας/Αρχειομαρξιστές» (ΚΟΜΛΕΑ), γραφεία, καταστατικό, συνδικαλιστικές παρατάξεις κι εφημερίδα («Πάλη των Τάξεων»).

Σχετικά ορατή καθίσταται σ’ αυτή τη φάση ακόμη και η ηγεσία της: το πρώτο συνέδριο του 1932 εκλέγει 15μελή Κεντρική Επιτροπή κι 7μελές Πολιτικό Γραφείο, με γενικό γραμματέα τον Γιωτόπουλο, που λίγο αργότερα θα σταλεί στο Παρίσι ως εκπρόσωπος του ελληνικού κινήματος στη Διεθνή Γραμματεία της ΔΑΑ. Η ΚΟΜΛΕΑ μετέχει ενεργά στους εργατικούς αγώνες της περιόδου, με σημαντικότερους σταθμούς τη μεγάλη απεργία των αρτεργατών το 1931 και την απεργιακή έκρηξη του 1932 κατά της πρώτης κυβέρνησης Τσαλδάρη. Κάποια μέλη της θα μετάσχουν επίσης τον Ιούνιο του 1933 στην αντιφασιστική κινητοποίηση κατά της καθόδου των «χαλυβδόκρανων» της ΕΕΕ από τη Βόρεια Ελλάδα στην Αθήνα κι ένα απ’ αυτά, ο τυπογράφος Παναγιώτης Θωμόπουλος, θα σκοτωθεί έξω από τη Βαρβάκειο από τα πυρά φασιστών και αστυνομίας.

Σ’ αυτό το πλαίσιο οι σχέσεις ΚΟΜΛΕΑ – ΚΚΕ εμφανίζουν σ’ αυτή τη φάση έντονες αντιφάσεις. Η πολεμική και οι αλληλοκατηγορίες των δύο πλευρών συνεχίστηκαν βέβαια στα έντυπά τους με αμείωτο ρυθμό, ενώ δεν έλειψαν κατά καιρούς και τα βίαια επεισόδια. Από την άλλη, παρατηρήθηκαν επίσης αρκετές περιπτώσεις σύμπλευσης στο εργατικό κίνημα, ακόμη και συμμετοχή αρχειομαρξιστών στις εκλογικές επιτροπές του ΚΚΕ το 1932.

Η διάσπαση του 1933

Το 1933 συνιστά το απόγειο της επιρροής του αρχειομαρξισμού. Η δικαίωση των προειδοποιήσεών του για την κομβική σημασία μιας ναζιστικής κυβέρνησης στη Γερμανία (σε αντίθεση με τη στάση της Κομμουνιστικής Διεθνούς και του ΚΚΕ, που μέχρι την τελευταία στιγμή θεωρούσαν μεγαλύτερο κίνδυνο τους σοσιαλδημοκράτες και τους κεντρώους αστούς) οδήγησε σε αύξηση στρατολογιών με τη μεταπήδηση στην ΚΟΜΛΕΑ όχι μόνο μεμονωμένων μελών αλλά και ολόκληρων οργανώσεων του ΚΚΕ.

Αποκαλυπτική για την πίεση που αισθάνθηκε το τελευταίο από τη συγκυρία ήταν και η διοργάνωση κοινών εκδηλώσεων με όλες τις τάσεις της τότε κομμουνιστικής Αριστεράς (ΚΚΕ, ΚΟΜΛΕΑ, «Σπάρτακος», ΚΕΟ του Μιχάλη Ράπτη) για το γερμανικό ζήτημα και το ενιαίο μέτωπο. Δεδομένου ότι τα εκατέρωθεν μεγέθη παρέμεναν εξαιρετικά άνισα (στις εκλογές της 5/3/1933, τις πρώτες που κατέβασε δικούς της υποψηφίους, η ΚΟΜΛΕΑ απέσπασε μόλις 1.387 ψήφους έναντι 52.958 του ΚΚΕ), το πρωτόγνωρο αυτό άνοιγμα πρέπει ν’ αποδοθεί περισσότερο στην ύπαρξη και διαπάλη διαφορετικών γραμμών εντός του ορθόδοξου κομμουνιστικού κινήματος για ζητήματα στρατηγικής παρά στην εγγενή δυναμική μιας τέτοιας διεύρυνσης.

Ελάχιστους μήνες απείχε πάντως αυτή η κορύφωση από την τελική πτώση. Η ρήξη Γιωτόπουλου – Τρότσκι σχετικά με τη μετεξέλιξη της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης σε μια Τέταρτη Διεθνή και η σχεδόν ταυτόχρονη δημοσιοποίηση εσωκομματικών διαφωνιών στο πλαίσιο του προσυνεδριακού διαλόγου για το επικείμενο 2ο συνέδριο της ΚΟΜΛΕΑ οδήγησαν το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς σε διάσπαση και -κυρίως- οργανωτική αποψίλωση: από τα 1.600 μέλη που αριθμούσε η ΚΟΜΛΕΑ το φθινόπωρο του 1933, στις αρχές του 1934 δεν απομένουν πια παρά μόνο 135, ισομερώς μοιρασμένα στις αντίπαλες τάσεις του Γιωτόπουλου και του ηθοποιού Γιώργου Βιτσώρη. Τον Ιούλιο του 1934 η φράξια Γιωτόπουλου θα πραγματοποιήσει το προγραμματισμένο συνέδριο μετονομάζοντας την ΚΟΜΛΕΑ σε Κομμουνιστικό Αρχειομαρξιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΑΚΕ)· οι εξελίξεις του χώρου έχουν πάψει όμως πλέον να έχουν κάποια σημασία για την πορεία της ελληνικής Αριστεράς. Δεν ισχύει βέβαια το ίδιο για τις μετέπειτα διαδρομές των (πρώην) αρχειομαρξιστών, πολλοί από τους οποίους θα παραμείνουν πολιτικά και κοινωνικά ενεργοί σε άλλα μετερίζια.

Πολιτισμικά συμφραζόμενα

Αυτά όσον αφορά την ιστορική διαδρομή του αρχειομαρξισμού. Το βιβλίο του Κώστα Παλούκη δεν περιορίζεται όμως απλά και μόνο στην ανασύνθεσή της· εξίσου, αν όχι περισσότερο, ενδιαφέροντα αποδεικνύονται τα τρία κεφάλαιά του που είναι αφιερωμένα στην ανάλυση των βασικών χαρακτηριστικών του ρεύματος, σε αντιπαραβολή με τα τεκταινόμενα στην υπόλοιπη Αριστερά και νεοελληνική κοινωνία.

Το πιο σημαντικό κεφάλαιο είναι πιθανότατα αυτό που καταπιάνεται με την κοινωνική σύνδεση και τη συνδικαλιστική δράση της οργάνωσης. Βασική διαπίστωσή του: ο αρχειομαρξισμός απευθύνθηκε πρωτίστως στους ειδικευμένους τεχνίτες των παραδοσιακών μικρών εργαστηρίων, στρώματα «συντεχνιάζοντα» κι απαρτιζόμενα σχεδόν αποκλειστικά από γηγενείς Ελλαδίτες· δεν μπόρεσε, απεναντίας, να επεκταθεί στις καινούργιες μάζες βιομηχανικών εργατών, προσφυγικής κυρίως προέλευσης, που στη διάρκεια του Μεσοπολέμου στρατολογούνταν κυρίως από τον βενιζελισμό ή το ΚΚΕ.

Η γείωση αυτή είχε συγκεκριμένες επιπτώσεις τόσο πάνω στην οργανωτική φυσιογνωμία όσο και στη στάση της ΚΟΜΛΕΑ απέναντι στις κεντρικές πολιτικές εξελίξεις. Αξιοσημείωτη είναι η επισήμανση του συγγραφέα ότι «θα μπορούσε κανείς να συσχετίσει τη δομή του οργανογράμματος της αρχειομαρξιστικής οργάνωσης με αντιλήψεις για τον χαρακτήρα της ιεραρχίας και του καταμερισμού της εργασίας σε αυτά ακριβώς τα στρώματα», εντοπίζοντας ακόμη και «μια απόλυτη αντιστοίχιση ανάμεσα στους παραγιούς, τους καλφάδες και τους μαστόρους», από τη μια, «και τα δόκιμα, τα κανονικά και τα έμπειρα μέλη» του Αρχείου, από την άλλη (σ.70). Εξ ου και η σταθερή υποστήριξη των αρχειομαρξιστικών συνδικάτων και παρατάξεων στην παραδοσιακή συνδικαλιστική οργάνωση με βάση την ειδίκευση και η αντίθεσή τους στην προώθηση από το ΚΚΕ οριζόντιων συνδικαλιστικών δομών κατά «Βιομηχανικές Ενώσεις» ‒αντιπαράθεση που θυμίζει την (αρκετά διαφορετική βέβαια) σύγκρουση των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων για τα κλαδικά ή βιομηχανικά συνδικάτα.

Στο πολιτικό πάλι επίπεδο η διασύνδεση μ’ αυτά τα παραδοσιακά εργατικά στρώματα σε καιρούς βίαιου εκσυγχρονισμού προσέδωσε στον αρχειομαρξισμό τον χαρακτήρα μιας αντιμοντέρνας «κομμουνιστικής αριστεράς του Αντιβενιζελισμού», ριζικά διαφορετικής από τον μοντερνιστικό προσανατολισμό του ορθόδοξου κομμουνιστικού κινήματος. Η πρόσληψη του αντιβενιζελισμού ως μικροαστικού ρεύματος, αντικειμενικού συμμάχου των εργατών ενάντια στον μεγαλοαστικό βενιζελισμό, και της εκλογικής επικράτησής του ως μεσοβέζικης απλώς «κερενσκειάδας» θα συμβάλει έτσι τελικά στην κρίση της ΚΟΜΛΕΑ, όταν έγινε πλήρως αντιληπτός ο πραγματικός χαρακτήρας της πολιτικής μεταβολής του 1933.

Εξίσου ενδιαφέροντα αποδεικνύονται τα κεφάλαια για την ιδεολογία και μορφωτική δραστηριότητα των αρχειομαρξιστών (με την εμβέλεια της δεύτερης να υπερβαίνει κατά πολύ την πολιτική περίμετρο του ρεύματος) και τη σχέση τους με τη βία –τόσο απέναντι στο κράτος και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, όσο και στις σχέσεις τους με τις υπόλοιπες συνιστώσες της μεσοπολεμικής Αριστεράς. Γι’ αυτό το τελευταίο ο συγγραφέας υιοθετεί κι εδώ μια πολιτισμική κατά βάση ερμηνεία, επισημαίνοντας τη συμβολή των εθνοτοπικών χαρακτηριστικών της μαζικής βάσης και του προνομιακού ακροατηρίου της οργάνωσης (Μανιάτες, Ηπειρώτες κ.λπ.) στην αναπαραγωγή στο εσωτερικό της μιας κουλτούρας «προάσπισης της τιμής» και μιας ιδιαίτερης ροπής στα δυναμικά ξεκαθαρίσματα λογαριασμών.

Με άλλα λόγια, το βιβλίο του Κώστα Παλούκη προσπερνά την ιστορικά κληρονομημένη «λαθολογία», επιτρέποντάς μας να δούμε την Αριστερά εκείνης της εποχής σε μια διαλεκτική σχέση με το κοινωνικό υπόβαθρό της. Αποδεικνύεται έτσι όχι μόνο πολύτιμο βοήθημα για τη διερεύνηση μιας μέχρι πρότινος απροσπέλαστης πτυχής της νεότερης ελληνικής Ιστορίας, αλλά και απαραίτητο έργο αναφοράς για κάθε ερευνητή του ελληνικού Μεσοπολέμου.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.