Φωφη Γεννηματα: Η πολιτικη προσωπικοτητα που ενσαρκωνε ελπιδες, αντιφασεις κι αδιεξοδα του ελληνικου κομματικου συστηματος τον 21ο αιωνα

Ο Χρύσανθος Τάσσης αναλύει την πορεία αλλά και την ταύτιση της αδικοχαμένης πολιτικού με τη δυσκολία αναπαραγωγής της κυρίαρχης θέσης του ΠΑΣΟΚ στο κομματικό σύστημα

Φώφη Γεννηματά, κόρη του αείμνηστου Γιώργου Γεννηματά, ο οποίος ενώ δεν υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ κατάφερε να αναδειχθεί ως μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του Κινήματος. Χαρακτηριστικά, το 1977 κατά τις διεργασίες της 1ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης, η οποία έλαβε χαρακτήρα Συνεδρίου, αναδείχθηκε μέλος της περίφημης Τρόικας της Κεντρικής Επιτροπής μαζί με τους Α. Τσοχατζόπουλο και Κ. Λαλιώτη και ανέλαβε υπεύθυνος για τους μαζικούς χώρους (συνδικαλιστικό κίνημα, Τοπική Αυτοδιοίκηση).

Η Τρόικα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πορεία του ΠΑΣΟΚ μέχρι το 1990, καθώς ο Α. Παπανδρέου είχε παραχωρήσει σημαντικές πρωτοβουλίες και σε ιδεολογικά αλλά και σε οργανωτικά ζητήματα αλλά και σε παρεμβάσεις σε μαζικούς χώρους, χαρακτηριστικό της προσπάθειας του νεαρού τότε ΠΑΣΟΚ να εντάξει την προσωπικότητα του ιδρυτή του σε ευρύτερα συλλογικά όργανα. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Γ. Γεννηματάς «ο Λαλιώτης είναι για να διαμορφώνει πολιτική, εγώ να την εφαρμόζω και ο Άκης είναι για να την περνάει στον Πρόεδρο».

Στο πλαίσιο αυτό ο Γ. Γεννηματάς εξέφρασε το άνοιγμα που πραγματοποίησε ο Α. Παπανδρέου στον Κεντρώο χώρο μετά τις εκλογές του 1977 (Τάσσης 2010: 589-590). Σε συνδυασμό με την απόφαση της 2ης Συνόδου της ΚΕ τον Φεβρουάριο του 1978 και της 5ης Συνόδου της ΚΕ τον Φεβρουάριο του 1979 το ΠΑΣΟΚ οργανώνεται σε ένα κόμμα μαζών με τη λογική του «ιμάντα μεταβίβασης», δηλαδή τη δημιουργία κομματικών οργανώσεων υπό τον πολιτικό έλεγχό του σε όλους τους μαζικούς χώρους.

Η απόφαση αυτή, παράλληλα με τη γρήγορη μαζικοποίησή του, πρόσφερε τη δυνατότητα στο ΠΑΣΟΚ να έρθει στην εξουσία το 1981, μόλις επτά χρόνια από την ίδρυσή του, και έδωσε τη δυνατότητα στον Γ. Γεννηματά να αναπτύξει τον πρώτο εσωκομματικό μηχανισμό λόγω των πετυχημένων επιλογών στους μαζικούς χώρους που πρόσφεραν μεγάλες εκλογικές νίκες στην Τοπική Αυτοδιοίκηση στις εκλογές του 1978 και του 1982, καθώς και στα εργατικά συνδικάτα με την εκλογική δυναμική της ΠΑΣΚΕ.

Μάλιστα ως Υπουργός Υγείας ο Γ. Γεννηματάς πιστώνεται τη θεμελίωση του ΕΣΥ με τον ν.1397/83. Το αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων είναι ότι ο Γ. Γεννηματάς από πολύ νωρίς αναδείχθηκε ως ο βασικός πρωταγωνιστής στην εσωκομματική ζωή του ΠΑΣΟΚ και μεγάλο φαβορί να διαδεχθεί τον Α. Παπανδρέου, καθώς μπορούσε να συνδυάσει το οραματικό στοιχείο του σοσιαλιστικού κόμματος με τον ρεαλισμό των αρχών της δεκαετίας του 1990.

Ωστόσο ο πρόωρος θάνατός του το 1994 ανέστειλε αυτή την εξέλιξη. Παρά το γεγονός ότι σε όλες τις εσωκομματικές αμφισβητήσεις από την εκσυγχρονιστική πτέρυγα προς το πρόσωπο του Α. Παπανδρέου (Ανάβυσσο και Πεντελικόν), ο Γ. Γεννηματάς κράτησε στάση υπέρ των επιλογών του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ και μάλιστα στήριξε την επιλογή του Α. Τσοχατζόπουλου για Γραμματέα του Κόμματος στην εσωκομματική σύγκρουση με τον Παρασκευά Αυγερινό, ενώ στη μάχη για τη διαδοχή το 1996 σχεδόν όλα τα μέλη της ομάδας Γεννηματά (συνδικαλιστικά στελέχη, στελέχη από την Τοπική Αυτοδιοίκηση και βουλευτές) στήριξαν την υποψηφιότητα του Κ. Σημίτη σε σχέση με την επιλογή του Α. Τσοχατζόπουλου με αποτέλεσμα ο Κ. Σημίτης να αναδειχθεί πρωθυπουργός τον Ιανουάριο του 1996 και Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ μετά τον θάνατο του Α. Παπανδρέου στο Δ΄ Συνέδριο τον Ιούνιο του ίδιου έτους.  Είναι η εποχή όπου το ΠΑΣΟΚ με το εκσυγχρονιστικό πρόταγμα γίνεται πιο ρεαλιστικό, πιο ευρωπαϊκό και μετριάζει τον ριζοσπαστικό και οραματικό του χαρακτήρα.

Παρά το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ υπό την ηγεσία του Κ. Σημίτη κερδίζει δυο συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις (1996 και 2000) την ίδια στιγμή εμφανίζει μεγάλη δυσκολία ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού, καθώς έρχεται αντιμέτωπο με τα προβλήματα της πολιτικής καρτελοποίησης, δηλαδή της πλήρους ενσωμάτωσής του στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές όπου η πολιτική ατζέντα και η παραγωγή του πολιτικού προσωπικού εκχωρείται στα ιδιωτικά ΜΜΕ (Τάσσης 2008). Είναι η εποχή όπου η Φώφη Γεννηματά αποφασίζει να συμμετάσχει ενεργά στην πολιτική και μάλιστα κάνει μια δυναμική είσοδο στις βουλευτικές εκλογές το 2000 και στην Α΄ Αθήνας σε μια δύσκολη για το ΠΑΣΟΚ εκλογική περιφέρεια.

Ωστόσο, η χρονιά ορόσημο για τη Φώφη Γεννηματά υπήρξε το 2002 όταν αποφάσισε να διεκδικήσει την Υπερνομαρχία Αθηνών, σε μια συγκυρία η οποία ήταν αρνητική για το ΠΑΣΟΚ, καθώς παρά το γεγονός ότι εμφανίζει σημαντικές επιτυχίες όπως η είσοδος στην ΟΝΕ και η υιοθέτηση του Ευρώ, η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, οι υψηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης και η προετοιμασία για τους ολυμπιακούς αγώνες, οι αντιφάσεις της πολιτικής όπως η υπόθεση Οτσαλάν, το χρηματιστήριο, το ασφαλιστικό του Τάσου Γιαννίτση και η επιθετική αντιμετώπιση προς τις αγροτικές κινητοποιήσεις καταδεικνύουν την πολιτική του υποχώρηση.

Ωστόσο, η Φώφη Γεννηματά καταφέρνει να κερδίσει τις εντυπώσεις σε σχέση με το αρνητικό για το ΠΑΣΟΚ αποτέλεσμα των εκλογών καθώς πετυχαίνει μια «ανέλπιστη» και εντυπωσιακή νίκη, σε μια αναμέτρηση η οποία χαρακτηρίστηκε από την προεκλογική διαφήμιση του υποψηφίου με τη ΝΔ Γιάννη Τζανετάκου που παραλλήλισε την εκλογική τους διαμάχη ως «κόντρα» ανάμεσα σε ένα Τζιπ (Τζανετάκος) και ένα Φιατάκι (Γεννηματά) (https://www.youtube.com/watch?v=MJXxBGj6ASI). Αντίθετα, η πολιτική μετριοπάθεια και κυρίως το χαμόγελο της Φώφης Γεννηματά κατάφερε να ανατρέψει το αποτέλεσμα και τελικά να κερδίσει την υπερνομαρχία Αττικής, να προσφέρει στο ΠΑΣΟΚ την ευκαιρία να κερδίζει τις εντυπώσεις σε μια δύσκολη εκλογική διαδικασία, αλλά και να την αναδείξει πλέον ως σημαντικό κομμάτι στην κεντρική πολιτική σκηνή και ως μια σημαντική εναλλακτική για την ανανέωση ενός γερασμένου πολιτικά και παρηκμασμένου από την αποκλειστική διαχείριση των κρατικών υποθέσεων πολιτικού προσωπικού.

Έτσι, παρά το γεγονός ότι «αναγκάστηκε» από τον Γ. Παπανδρέου να παραιτηθεί από την υπερνομαρχία, ώστε να βοηθήσει εκλογικά το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2007 και η υποψηφιότητά της τελικά δεν νομιμοποιήθηκε από τον Άρειο Πάγο δεν επλήγη πολιτικά, καθώς θεωρήθηκε πως ήταν μια απόφαση του τότε Προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Έτσι, μετά το 2009 η Φώφη Γεννηματά είναι Υπουργός σε όλα τα κυβερνητικά σχήματα που συμμετείχε το ΠΑΣΟΚ, είτε αυτοδύναμα (2009 – 2001), είτε στην κυβέρνηση συνεργασίας με τη ΝΔ και το ΛΑΟΣ (2011-2012), είτε με τη ΔΗΜΑΡ και τη ΝΔ (2012 – 2015), (Υφυπουργός Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Αναπληρώτρια Υπουργός Παιδείας, Αναπληρώτρια Υπουργός Εσωτερικών, και Αναπληρώτρια Υπουργός Εθνικής Άμυνας).

Είναι η εποχή που χαρακτηρίζεται από τις πολιτικές των Μνημονίων με τις οποίες το ΠΑΣΟΚ διέρρηξε τη σχέση του και με την παραδοσιακή κοινωνική συμμαχία των μη προνομιούχων αλλά και με μερίδες των μικροαστικών «δυναμικών» στρωμάτων που είχε οικοδομήσει την περίοδο του εκσυγχρονισμού (Βερναρδάκης, 2011: 104-106).

Επίσης η συμμετοχή του στην κυβέρνηση Παπαδήμου με την ΝΔ και το ΛΑΟΣ σηματοδότησε το τέλος του «αντιδεξιού επιχειρήματος» στη στρατηγική και στη ρητορεία του ΠΑΣΟΚ (Ελευθερίου & Τάσσης, 2013: 134-148).  Το αποτέλεσμα των συγκεκριμένων επιλογών, σε συνδυασμό με την απουσία της κομματικής οργάνωσης στο σχεδιασμό και στην υλοποίηση της πολιτικής, στην παραγωγή του πολιτικού προσωπικού, αλλά και στην πολιτική κινητοποίηση, διαδικασίες που έχουν ξεκινήσει ήδη από τη δεκαετία του 1990 οδηγεί στην πολιτική και εκλογική συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ στις διπλές εκλογές του 2012 (Βούλγαρης, & Νικολακόπουλος, 2014) και τη μετατροπή του από το ηγεμονικό κόμμα της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας σε ένα μικρό κόμμα της ελάσσονος αντιπολίτευσης (Ελευθερίου, 2019).

Και σε αυτή την εξέλιξη, η Φώφη Γεννηματά διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο καταρχάς με τη συμμετοχή της στα κυβερνητικά σχήματα της περιόδου 2009-2015, τα οποία προώθησαν τη συρρίκνωση των κοινωνικών υπηρεσιών στην Ελλάδα. Χαρακτηριστική η φράση του Υπουργού Υγείας Άδωνι Γεωργιάδη σε συνέντευξη Τύπου στις 13 Νοεμβρίου 2013 ότι «αν θα γίνουν απολύσεις γιατρών στο ΕΣΥ δεν θέλω να το χρεώνετε στην Τρόικα. Αυτές είναι αποφάσεις δικές μου» https://www.youtube.com/watch?v=rEAMT_KUTI4 . Και σε αυτή την πολιτική η Φώφη Γεννηματά δεν διαφοροποιήθηκε πολιτικά, αλλά τη στήριξε παραμένοντας στο ίδιο Υπουργικό Συμβούλιο μιας κυβέρνησης που προήγαγε τη συρρίκνωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας.

Στη συνέχεια, λίγους μήνες μετά το ιστορικά χαμηλό εκλογικό αποτέλεσμα στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 (4.68%), ο Ευ. Βενιζέλος παραιτείται από Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και η Φώφη Γεννηματά τον Ιούνιο του 2015 εκλέγεται Πρόεδρος μέσω ανοιχτής διαδικασίας εκλογής η οποία χαρακτηρίστηκε από πολύ χαμηλή συμμετοχή μελών και φίλων στη διαδικασία. Πιο συγκεκριμένα, συμμετείχαν μόλις 52.388 μέλη και φίλοι του ΠΑΣΟΚ ενδεικτικό της οργανωτικής και πολιτικής αφυδάτωσης του κόμματος και η Φώφη Γεννηματά έλαβε 26.868 ψήφους ενώ ο Ανδρέας Λοβέρδος 13.167 και ο Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος 11.944.

Η πρώτη δοκιμασία της νέας ηγεσία του ΠΑΣΟΚ είναι το δημοψήφισμα του 2015, σε ένα έντονα πολωμένο κλίμα, λόγω και της επιβολής των Capital Controls.  Σε αυτό το πλαίσιο η Φώφη Γεννηματά τάσσεται υπέρ της αποδοχής της Συμφωνίας και για μια ακόμη φορά συγκλίνει με τη ΝΔ και απομακρύνεται από τα κοινωνικά στρώματα που θέλουν μια άλλη πολιτική.

Έτσι, το «αναπάντεχο» αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος με το 61% να τίθεται υπέρ του ΟΧΙ, καταδεικνύει το πώς η ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ απομακρύνεται από την κοινωνία και ως εκ τούτου αδυνατεί να την εκφράσει, μια εξέλιξη που αφαιρεί από το ΠΑΣΟΚ τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την κυρίαρχη θέση του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα ακροατήριο που εν πολλοίς αποτελούσε την κοινωνική του συμμαχία.

Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 αποφασίζεται το ΠΑΣΟΚ να μην κατέβει ως αυτόνομο κόμμα, αλλά μέσω του σχήματος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης (ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ). Έτσι, παρά το γεγονός ότι η νέα Πρόεδρος καταφέρνει να συσπειρώσει διάφορες εσωκομματικές ομάδες και να διασφαλίσει την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση του κόμματος, ωστόσο η μικρή αύξηση στο 6.29% σε μια συγκυρία που ο ΣΥΡΙΖΑ γνώρισε μια πρωτοφανή διάσπαση φαίνεται να παγιώνει την παγίωση των εκλογικών ποσοστών του κόμματος σε μονοψήφια ποσοστά  (Ασημακόπουλος & Τάσσης, 2018: 89-91).

Η περίοδος 2015-2017 χαρακτηρίζεται από την αυτονομία της Φώφης Γεννηματά από τον παράγοντα πολιτικό κόμμα, σε συνέχεια της επιλογής του Ευάγγελου Βενιζέλου. Μάλιστα τον Απρίλιο του 2017, διαλύει την Κεντρική Επιτροπή και όλα τα αιρετά όργανα του ΠΑΣΟΚ προκηρύσσοντας έκτακτο συνέδριο το οποίο πραγματοποιείται τον Νοέμβριο του 2019.  Το αποτέλεσμα αυτής της επιλογής είναι ότι το ΠΑΣΟΚ για δύο χρόνια δεν έχει εκλεγμένα όργανα στην κομματική του δομή, μια εξέλιξη αδιανόητη για οποιοδήποτε ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (Ελευθερίου & Τάσσης, 2021).

Στην περίοδο της Φ. Γεννηματά το ΠΑΣΟΚ ουσιαστικά διαλύεται και «ρευστοποιείται» διαμέσου του «Κινήματος Αλλαγής» και αποφασίζεται η εκ νέου ανοιχτή διαδικασία εκλογής στην οποία επικρατεί ξανά η Φώφη Γεννηματά. Το ενδιαφέρον σε αυτή την περίπτωση είναι ότι από τους εννέα υποψήφιους οι οποίοι διεκδίκησαν την Προεδρία (Φώφη Γεννηματά, Σταύρος Θεοδωράκης, Γιώργος Καμίνης, Νίκος Ανδρουλάκης, Γιάννης Μανιάτης, Γιάννης Ραγκούσης, Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος, Kωνσταντίνος Γάτσιος, Δημήτρης Τζιώτης, Απόστολος Πόντας), κανένας δεν έδωσε έμφαση στην σοσιαλιστική παράδοση του χώρου. (Ασημακόπουλος & Τάσσης, 2018: 91-92).

Επίσης, η απόφαση για τη δημιουργία του Κινήματος Αλλαγής τον Μάρτιο του 2018, δεν αποτέλεσε απόφαση κάποιου συλλογικού οργάνου του ΠΑΣΟΚ. Το αποτέλεσμα αυτών των επιλογών είναι ότι η κομματική οργάνωση «…προσιδιάζει στα κόμματα προυχόντων/ελίτ που κυριαρχούσαν στο ελληνικό κομματικό σύστημα κατά την προδικτατορική περίοδο. Το νέο κόμμα λοιπόν μοιάζει να έχει περισσότερα κοινά στοιχεία με την παράδοση της Ένωσης Κέντρου ή του Φιλελεύθερου Κόμματος, παρά με την οργανωτική και ιδεολογική παράδοση του ΠΑΣΟΚ (Τάσσης, 2018: 146).

Σε ιδεολογικό επίπεδο η Φώφη Γεννηματά προσπαθεί να είναι πιο συμπεριληπτική καθώς προσπαθεί να επανεντάξει στοιχεία της ιδεολογικής παράδοσης του ΠΑΣΟΚ. Ωστόσο, η βασική της αναφορά είναι στη «δημοκρατική παράταξη», «…που ξεκινά από το Χαρίλαο Τρικούπη, και το μεταρρυθμιστικό του έργο, συνεχίζει με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και την εθνική ολοκλήρωση, τον Νικόλαο Πλαστήρα και το Γεώργιο Παπανδρέου και βέβαια τον Ανδρέα Παπανδρέου…» (Γεννηματά, 2015), αναδεικνύοντας μια φιλελεύθερη-κεντρώα παράδοση που δεν έχει σαφείς αναφορές στις αφετηριακές ιδεολογικές αναφορές του ΠΑΣΟΚ όπως προσδιορίστηκαν από την ιδρυτική του διακήρυξη, από την 2η Σύνοδο της ΚΕ τον Φεβρουάριο του 1978, αλλά ακόμα και από τη διακήρυξη του 1993.

Το πολιτικό πρόγραμμα της περιόδου βρίσκεται περισσότερο κοντά σε μια λογική κοινωνικού φιλελευθερισμού, όπου προτάγματα οικονομικού και πολιτικού φιλελευθερισμού συνυπάρχουν με μια νεοφιλελεύθερη αντίληψη περί κοινωνικής πολιτικής, παρά σε προγραμματικές θέσεις σοσιαλιστικού / σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (Ελευθερίου &, Τάσσης, 2021). Στη Διακήρυξη του Κινήματος Αλλαγής δίνεται έμφαση στα δυναμικά κοινωνικά στρώματα, στους επιχειρηματίες, σε συνέχεια της προτεραιότητας που υιοθέτησε το ΠΑΣΟΚ με την οικοδόμηση της νέας κοινωνικής συμμαχίας την περίοδο του εκσυγχρονισμού.  Εισάγει την αναγκαιότητα για Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων με στόχο την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου, με καθαρά ωστόσο νεοφιλελεύθερο πρόσημο  Πιο συγκεκριμένα αποσιωπάται η δομική διάσταση της οικονομικής κρίσης – μια ανάλυση  «απαραίτητη» / « αναγκαία» για ένα κόμμα που αυτό-προσδιορίζεται ως σοσιαλδημοκρατικό.

Αντίθετα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «στο επίκεντρο των ανισορροπιών στην Ελλάδα, βρίσκεται ένα υδροκέφαλο, και γραφειοκρατικό κράτος, που δεν έχει απαλλαγεί από τη διαφθορά και την πελατειακή λειτουργία […]Για τον λόγο αυτό, ένα πολιτικό κίνημα εθνικής ανόρθωσης δεν θα μπορούσε παρά να έχει ως κεντρικό πολιτικό του στόχο την κατάλυση του πελατειακού κράτους» (Κίνημα Αλλαγής, 2018). Ακόμα και στον τομέα του Κοινωνικού Κράτους προνομιακός τομέας και της Ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και του ΠΑΣΟΚ, η πολιτική του Κινήματος Αλλαγής ταυτίζεται απόλυτα με τις ακραίες νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις.  Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «για το Κίνημα Αλλαγής η έννοια του «δημοσίου» δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με την έννοια του «κρατικού». […] Το κράτος εγγυάται και διασφαλίζει την παροχή δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών.

Ο απαραίτητος δημόσιος χαρακτήρας των βασικών υπηρεσιών προς τους πολίτες – επίλυση δικαστικών διαφορών, ασφάλιση, υγεία, εκπαίδευση, κοινωνική προστασία κ.α. – δεν σημαίνει ότι πρέπει αναγκαστικά να παρέχονται μόνο από το κράτος» (Κίνημα Αλλαγής, 2018). Αλλά και η τελευταία μεγάλη της ομιλία στη ΔΕΘ ενώ έθεσε την ανάγκη για μια νέα Αλλαγή, προσδιόρισε το περιεχόμενό της με όρους καθαρά διαχειριστικούς. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται «μπροστά μας ανοίγονται δυο δρόμοι. Είτε θα σφυρηλατήσουμε μαζί με τους πολίτες ένα νέο πράσινο, κοινωνικό συμβόλαιο είτε το περίφημο “Green Deal” θα δώσει τη θέση του σε άλλο ένα, απαρχαιωμένο οικονομικό deal, πελατειασμού και συντήρησης». (Γεννηματά 2021).

Σε επίπεδο στρατηγικής, η Φώφη Γεννηματά προσπάθησε να εισάγει μια διαφορετική στρατηγική σε σχέση με την ηγεσία του Ευάγγελου Βενιζέλου, μια πολιτική ίσως αποστάσεων σε σχέση με ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, μια στρατηγική «διμέτωπου αγώνα». Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά το κόμμα «…οφείλει να οριοθετηθεί ουσιαστικά και ριζικά τόσο με το νεοφιλελευθερισμό, το συντηρητισμό και το μεταρρυθμιστικό προσωπείο της Ν.Δ. και της Δεξιάς, όσο και με τον ανέξοδο λαϊκισμό, τις παρωχημένες εμμονές και το δογματικό κρατισμό του ΣΥΡΙΖΑ και της Παραδοσιακής Αριστεράς….» (Γεννηματά, 2016). Αυτό σημαίνει μία συστηματική προσπάθεια ίσων αποστάσεων με σκοπό την εκλογική επιβίωση του κόμματος (Ελευθερίου, 2019).

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη των κομμάτων της Αριστεράς ως προνομιακών συμμαχικών εταίρων, και σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ επενδύει στην προσπάθεια επιστροφής των ψηφοφόρων στο ΚΙΝΑΛ (Κουστένης, 2019: 41-75). Ωστόσο, το αποτέλεσμα αυτών των επιλογών είναι η ουσιαστική καθήλωση των ποσοστών του ΚΙΝΑΛ μεταξύ 6% και 8%, αλλά και η ουσιαστική αμφισβήτηση της πολιτικής επάρκειας της Φώφης τόσο από τον Ανδρέα Λοβέρδο όσο και από τον Νίκο Ανδρουλάκη αλλά και από τον Χάρη Καστανίδη στις διαδικασίες εκλογής που έχουν προσδιοριστεί για τον Δεκέμβρη του 2021. Δυστυχώς η ασθένεια δεν την άφησε να δώσει και αυτή τη μάχη.

Συμπερασματικά, η πορεία της Φώφης Γεννηματά στο πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας ταυτίστηκε με τη δυσκολία αναπαραγωγής της κυρίαρχης θέσης του ΠΑΣΟΚ στο ελληνικό κομματικό σύστημα. Η τοποθέτηση του κόμματος στο Κέντρο του πολιτικού φάσματος, η λογική του διμέτωπου αγώνα σε σχέση με ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, η αποξένωσή του από παραδοσιακά κοινωνικά ακροατήρια, η υποβάθμιση του οργανωμένου κόμματος στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων και στην παραγωγή του πολιτικού προσωπικού, η αποκλειστική έμφαση στην κοινοβουλευτική ή και στην εκτελεστική έκφραση της πολιτικής, η απομάκρυνση του κόμματος από τις σοσιαλιστικές ιδέες είναι αιτίες και λόγοι της πολιτικής και εκλογικής του κατάρρευσης και η Φώφη Γεννηματά αποδείχθηκε δυστυχώς μέρος του προβλήματος και όχι μέρος της λύσης.

Ωστόσο, αυτό που θα λείψει σε μια κοινωνία όπως η ελληνική, η οποία συντηρητικοποιείται, που βλέπει ένα μεγάλο κομμάτι της νέας γενιάς να μεταναστεύει, με μια πολιτική ελίτ η οποία φαίνεται να μην μπορεί να προσφέρει λύσεις συμπεριληπτικές για το μεγάλο μέρος της κοινωνίας, είναι το φωτεινό χαμόγελο της Φώφης όπου ακόμα και στις πιο σκοτεινές ημέρες σηματοδοτούσε ότι η ελπίδα δεν είχε ακόμη χαθεί και ότι αξίζει κανείς να αγωνίζεται για καλύτερες μέρες.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.