«Δεν με νοιαζει αν πεθανω. Ουτε αν χαθουν τα εργα»

Το ταλέντο του Μπότσογλου ξεχώρισε από νωρίς, στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών

Ο Φρέντυ Βιανέλλης, έχοντας γυρίσει τρία ντοκιμαντέρ αριστοτεχνικής καταγραφής της πορείας του κορυφαίου ζωγράφου και φίλου του, σκιαγραφεί την προσωπικότητα εκείνου που έλεγε «Δεν έχω κάνει κανένα καλό έργο. Δεν μου αρέσουν τα έργα μου».

Βλέμμα διαπεραστικό, ανήσυχο, επίμονο, προσηλωμένο στην προσωπογραφία που δουλεύει. Με μανία, με κοφτές χειρονομίες προσθέτει χρώμα σε ένα σημείο, επιτίθεται με το πινέλο του στον καμβά, σχεδόν τον «τραυματίζει», επεμβαίνει ξανά, σβήνει, προσθέτει…

Ο φακός του Φρέντυ Βιανέλλη αιχμαλωτίζει τον Χρόνη Μπότσογλου εν ώρα δημιουργίας, στο εξαιρετικό ντοκιμαντέρ «Χρόνης Μπότσογλου», που ολοκληρώθηκε το 2021, προβλήθηκε πρόσφατα για πρώτη φορά από το CineDoc στο Γαλλικό Ινστιτούτο και αποτελεί μια αναδρομή στην πορεία και στο έργο ενός από τους σημαντικότερους Ελληνες ζωγράφους, ο οποίος έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 81 ετών. Συνοδοιπόροι σε αυτή τη σπάνια καταγραφή είναι μεταξύ άλλων οι ομότεχνοί του Μάκης Θεοφυλακτόπουλος, Γιάννης Ψυχοπαίδης, Γιώργος Χουλιαράς, Τριαντάφυλλος Πατρασκίδης και ο συλλέκτης Σωτήρης Φέλιος.

Ο Χρόνης Μπότσογλου ζωγράφιζε πολύ, διάβαζε πολύ, σκεπτόταν πολύ, μιλούσε λίγο. Και διακρινόταν για το λεπτό χιούμορ του. Η ζωγραφική ήταν για αυτόν μια συνεχής ενδοσκόπηση, υπαρξιακή αγωνία, πάλη να αντιμετωπίσει τον φόβο που φώλιαζε μέσα στην ψυχή του και τον οδηγούσε στην «πτώση».

Οχι μόνο με τη μεταφορική αλλά και με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, αφού το 1971, όταν βρισκόταν στο Παρίσι, μπήκε σε σκοτεινά μονοπάτια, σκεφτόταν να βάλει τέλος στη ζωή του πηδώντας από την ταράτσα του σπιτιού του, όπως αποκαλύπτουν τα Σημειωματάριά του.

Μακρόχρονη φιλία συνέδεε τον Φρέντυ Βιανέλλη με τον αγαπητό σε όλους ζωγράφο. «Πάντα μας ενθάρρυνε, πάντα είχε μια θετικότητα, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές, υπήρχε ένα δόσιμο», λέει ο βραβευμένος σκηνοθέτης. Η γνωριμία τους έγινε το 1981, μέσω του Μάκη Θεοφυλακτόπουλου -καθώς συμπτωματικά έμεναν στην ίδια διπλοκατοικία- που σύντομα καρποφόρησε το ντοκιμαντέρ «Δύο ζωγράφοι, δύο φίλοι», ενώ ακολούθησαν οι «Εικόνες αλληλογραφίας» με επίκεντρο την αλληλογραφία του Χρόνη Μπότσογλου με τον συγγραφέα και κριτικό τέχνης Χρήστο Λάζο.

«Ολη του η ζωή και η καριέρα ήταν μοναδική», τονίζει ο Φρέντυ Βιανέλλης. «Διαβάζοντας τα ημερολόγιά του ήταν μια αποκάλυψη. Συγκλονιστική ήταν η σχέση με τον πατέρα του. Πώς αυτός ο πατέρας πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία στη Θεσσαλονίκη, υπάλληλος στους σιδηρόδρομους, μετά τον πόλεμο, μεσούντος του Εμφυλίου παρατήρησε ότι ο 6χρονος γιος του έπαιζε με τα χρώματα και κατάλαβε πως δεν ήταν κάτι επιπόλαιο και τον ενθάρρυνε. Του αγόρασε χρώματα για να ζωγραφίζει.

Μάλιστα, το 1952, πήγαν μαζί στην Αθήνα για να φυλάξουν τα οστά του αντιστασιακού θείου του Χρόνη. Ηθελε να του μάθει την ιστορία της οικογένειας αλλά παράλληλα να του δείξει τα πρότυπα, το Αρχαιολογικό Μουσείο, την Κοιμωμένη του Χαλεπά, εφόσον επιθυμούσε να ασχοληθεί με την τέχνη. Και αυτή την επαφή με τον Χαλεπά την κουβαλούσε ο Χρόνης μέσα του 70 χρόνια, μέχρι που έκανε τα πορτρέτα του γλύπτη».

Το ταλέντο του Μπότσογλου ξεχώρισε από νωρίς, στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, στην Αθήνα. Οπως λέει ο Γ. Χουλιαράς στο ντοκιμαντέρ: «Ο Μόραλης είχε πει μυστικά γι’ αυτόν, “Αυτός θα κάνει…”». «Κι επειδή ήταν υπεύθυνος άνθρωπος, ο Μπότσογλου ως πρύτανης της σχολής δεν ήθελε να πάει εκεί και να κοροϊδεύει, επιδίωξε να διορθώσει τις ελλείψεις που έβλεπε ως φοιτητής και καθηγητής αργότερα», συνεχίζει ο Φ. Βιανέλλης.

«Με Μπότσογλου πρύτανη και Χουλιαρά αντιπρύτανη η βιβλιοθήκη της σχολής, ένα σχέδιο που είχε ξεκινήσει ο Κεσσανλής, πήρε τη μορφή που έχει σήμερα. Είναι η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη σε σχολή καλών τεχνών σε όλη την Ευρώπη. Επίσης δημιούργησε το Τμήμα Ιστορίας της Τέχνης και το Μεταπτυχιακό Τμήμα. Και είναι κρίμα που μια ομάδα καθηγητών υπονόμευε τις προτάσεις που κατέθετε, τον κατηγορούσε και τον οδήγησε σε παραίτηση».

Ανθρωποκεντρικός ζωγράφος, ο Χρόνης Μπότσογλου ήθελε να βρίσκεται το μοντέλο του κοντά του, αλλά δεν τον ενδιέφερε να ποζάρει ακίνητο. Τον ακούμε στο ντοκιμαντέρ, από παλαιότερη καταγραφή, να λέει: «Το 1965 είχα βάλει μπροστά μου ένα μοντέλο και καθώς προσπαθούσα να το αναπαραστήσω είχα μαγευτεί από το σπινθήρισμα που κάνει η σάρκα η ζωντανή. Το σπινθήρισμα της ζωής (…). Τώρα, σχεδόν 20 χρόνια μετά, με ενδιαφέρει να δω την πλαστική μου ύλη που αυτή καθαυτή εμπεριέχει το σπινθήρισμα της ζωντανής σάρκας, να το περιέχει όμως μέσα από την ύλη της».

Αγαπημένο του μοντέλο, η σύζυγός του Ελένη. Την έχει αποτυπώσει σε δεκάδες λάδια, ακουαρέλες, σχέδια, γλυπτά. «Μόλις γνωριστήκαμε, μόλις τα φτιάξαμε, ο Χρόνης άρχισε να με ζωγραφίζει. Ημουν 20 χρόνων και ο Χρόνης 21», αφηγείται η ίδια στο ντοκιμαντέρ, καθώς κάθεται δίπλα του. «Ο Χρόνης σού έλεγε κανε ό,τι θέλεις, δεν χρειάζεται να μείνεις ακίνητη… Οταν ήμουν έγκυος στα δίδυμα, ήμουν 30 και ζούσαμε στο Παρίσι. Εκεί με κάθισε σε μια μικρή καρεκλίτσα και έκανα πόζες… Ηταν και βιαστικό γιατί ήμουν ετοιμόγεννη».

«Η Ελένη έγκυος είναι ένα έργο που έχω ζηλέψει πολλές φορές. Είναι ένα αριστούργημα», δηλώνει ο Χουλιαράς, καθώς ο Μπότσογλου αφήνει τη σιωπή να αιωρείται κάθε φορά που τον ρωτούν ποιο έργο του ξεχωρίζει. «Δεν έχω κάνει κανένα καλό έργο. Δεν μου αρέσουν τα έργα μου», επιμένει. «Κάνω ό,τι μπορώ αλλά πάντα λέω, ρε γαμώτο κάτι μου ξέφυγε… Για μένα θεωρητικά δεν τελειώνει μια ζωγραφιά. Ο κάθε ζωγράφος μπορεί να βάλει ακόμα μια πινελιά. Ακόμα και στη Τζοκόντα ο Ντα Βίντσι θα μπορούσε να είχε βάλει ακόμα 10 πινελιές».

Στο ντοκιμαντέρ βλέπουμε πως ο Χρόνης Μπότσογλου εντάχθηκε από νωρίς σε ομάδες: με τους Νέους Ρεαλιστές, αρχές του ‘70 η τέχνη του είχε πολιτικό χαρακτήρα, έκανε έργα περισσότερο ρεαλιστικά και κριτικά και πριν από αυτούς ήταν μέλος μιας ομάδας «για να πάει η τέχνη στον λαό», με εκθέσεις σε απομακρυσμένες γειτονιές.

Τη δεκαετία του ΄80, κυριάρχησε η μορφή της μητέρας του στα έργα του, «όταν η άνοια άρχισε να εμφανίζεται και να καταστρέφει την προσωπικότητα και τη συνείδησή της», ενώ τη φρόντιζε μαζί με την αδελφή του. Στη συγκλονιστική προσωπική «Νέκυια» ζωγραφίζει τα πρόσωπα που μέτρησαν στη ζωή του και είχαν πεθάνει, συνδυάζοντάς τα με επεισόδια από την «Οδύσσεια», ενώ ο ίδιος εμφανίζεται γυμνός και γονατισμένος σαν νεκρομάντης. Εχει ζωγραφίσει όμως και την έκρηξη της ζωής, με ένα ζευγάρι σε ερωτικές σκηνές.

Σε μια διαρκή αναμέτρηση και αμφισβήτηση με την τέχνη του, ο σπουδαίος εικαστικός της γενιάς του, παρότι δημοφιλής και αναγνωρισμένος, με πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, κατέστρεφε αρκετά από τα έργα του, όταν δεν τα επιζωγράφιζε. «Ποιο είναι το καλό, ποιο είναι το χειρότερο;», τον ακούμε να λέει στο ντοκιμαντέρ. «Λίγα είναι τα καλά πράγματα που κάνω. Αντε να βρεις τρία καλά έργα σε μια ζωή». Δεν φοβόταν όμως τον θάνατο. «Δεν με νοιάζει αν πεθάνω. Δεν με νοιάζει αν χαθούν τα έργα. Τα έκανα όσο ζω, αυτό με ένοιαζε. Τα έκανα γιατί περνώ ωραία. Οταν μπαίνω στο εργαστήρι δεν θέλω να βγω».

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.