Αδικημενοι απο το δικαιο

Γράφει η Δήμητρα Αθανασοπούλου

Ο Michael J. Sandel κάθε χρόνο, στο Χάρβαρντ, παραδίδει ένα μάθημα πολιτικής φιλοσοφίας με θέμα τη Δικαιοσύνη, το οποίο συγκεντρώνει χιλιάδες φοιτητές. Αρκετά από τα ερωτήματα που έχει θέσει κατά καιρούς ο δημοφιλής πανεπιστημιακός και έχουν απαντηθεί στα πανεπιστημιακά έδρανα έχουν σταχυολογηθεί στον τόμο «Δικαιοσύνη. Τι είναι το σωστό», ένα βιβλίο που διερευνά το νόημα της δικαιοσύνης, εξετάζοντας παλιές διαμάχες με νέους διαφωτιστικούς τρόπους, όπως για παράδειγμα: είναι δυνατό ή επιθυμητό να επιβάλουμε νομοθετικά μια ηθική;

Η αποφυλάκιση του καταδικασμένου σε 12ετή κάθειρξη Δημήτρη Λιγνάδη επανέφερε στο προσκήνιο το περί δικαίου αίσθημα, ιδίως μετά την αντίδραση του καλλιτεχνικού κόσμου. «Οι δικαστικές αποφάσεις εκδίδονται στο όνομα του ελληνικού λαού.

Ως εκ τούτου οφείλουν να είναι ευθυγραμμισμένες προς το κοινό περί δικαίου αίσθημα», ανέφερε μεταξύ άλλων η ανακοίνωση του ΣΕΗ( Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών), την οποία ανέγνωσαν ηθοποιοί –μεταξύ των οποίων ο Γιάννης Στάνκογλου και η Μαρία Κίτσου– μετά το πέρας των παραστάσεων σε αρχαία θέατρα, καταδικάζοντας την απόφαση της Δικαιοσύνης ενώπιον του κοινού.

Είναι κοινά αποδεκτό πως το αίσθημα απονομής δικαιοσύνης δεν έχει ικανοποιηθεί για τους περισσότερους από εμάς ακόμα και εάν πολλοί από εμάς αναγνωρίζουμε πως οι αξίες δεν ανήκουν στην αρμοδιότητα του δικαίου. Αυτό σημαίνει πως το πρόβλημα της Δικαιοσύνης δεν μπορεί να λυθεί με τα μέσα της ορθολογικής γνώσης, καθώς είναι κοινός τόπος πως υπάρχουν ανθρώπινα συμφέροντα και επομένως συγκρούσεις συμφερόντων.

Από τη στιγμή όμως που διαθέτουμε ηθική συνείδηση, αισθανόμαστε αδικημένοι. Είναι άραγε εφικτή η ηθική δικαιολόγηση της Δικαιοσύνης; Ποιος είναι ο νομικός μας πολιτισμός; Είναι εφικτό να μην καταπατήσουμε τις προοδευτικές μας αξίες και να μην καταλυθεί μία από τις βασικές αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας –η δυνατότητα να κρίνουν οι δικαστές ανεπηρέαστοι από έξωθεν παρεμβάσεις– ενώ ταυτοχρόνως ο λαός θα έχει λόγο στις δικαστικές αποφάσεις;

Το ερώτημα: «Τι είναι δικαιοσύνη;» απασχολεί την ανθρωπότητα από τη νηπιακή της ηλικία, αφού το νήπιο γίνεται ομιλούν υποκείμενο με την εισαγωγή του στον νόμο της γλώσσας και στο δίκαιο. Ετσι αποκτά δικαιώματα και λόγο, γίνεται υπεύθυνο για τις πράξεις του και νομικά υπόλογο για τις συνέπειές τους. Από τότε προσπαθούμε να απαντήσουμε το ερώτημα της δικαιοσύνης, αρχικά στα παιχνίδια, στην οικογένεια και στις παρέες και εν συνεχεία στην κοινωνία, τη συντροφική ζωή, την εργασία.

«Αν μπορούμε να διδαχτούμε από την πνευματική εμπειρία του παρελθόντος, αυτό είναι ότι ο ανθρώπινος λόγος μπορεί να συλλάβει μόνο σχετικές αξίες, και αυτό σημαίνει ότι η κρίση με την οποία κάτι ανακηρύσσεται δίκαιο δεν μπορεί ποτέ να αποκλείει τη δυνατότητα μιας αντίθετης αξιολογικής κρίσης. Η απόλυτη δικαιοσύνη είναι ένα ανορθολογικό ιδεώδες», σημειώνει ο Χανς Κέλσεν στην πραγματεία του «Τι είναι δικαιοσύνη».

Ο εκπρόσωπος του νομικού θετικισμού καταπιάνεται με τις μετατοπίσεις των αντιλήψεων των ανθρώπων σχετικά με το τι είναι δίκαιο σε διαφορετικές εποχές, κοινωνίες και τόπους. Αυτές οι μεταβολές επιβάλλουν μια προσέγγιση σχετικιστική. Αν αναλογιστούμε πριν από μόλις μερικές δεκαετίες τη θέση της γυναίκας και τη «διαχείριση» της κακοποίησης, θα διαπιστώσουμε πως η ιεράρχηση των αξιών στην ίδια την κοινωνία αλλάζει μέσα στον χρόνο. Οπως μεταβάλλεται και από τόπο σε τόπο. Πώς δίνουμε λοιπόν προτεραιότητα σε μια αξία αντί σε μια άλλη; Ενδεικτικά… όλοι ξέρουμε πως όταν προηγείται η ασφάλεια, πλήττεται η ελευθερία… και αντιστρόφως.

Πολίτες και σωματεία ζητούν την άρση της απόφασης στην υπόθεση Λιγνάδη. Πώς γίνεται να μην προδώσουμε τον νομικό μας πολιτισμό στον βωμό του «περί δικαίου αισθήματος» και να μην αισθανόμαστε προδομένοι από την ίδια τη Δικαιοσύνη, ιδίως αν λάβουμε υπόψη τις περιπτώσεις ανθρώπων που κρίθηκαν με μεγάλη αυστηρότητα από την ελληνική Δικαιοσύνη για πράξεις όχι τόσο αξιόποινες, όπως η πλαστογράφηση ενός πτυχίου (η περίπτωση της καθαρίστριας);

Το μοναδικό ερώτημα που ενδεχομένως μπορεί να απαντηθεί είναι κατά πόσο τελικά οι δικαστές αποφασίζουν με βάση αποκλειστικά τη δικανική τους πεποίθηση.

Ο Αύγουστος Στρίντμπεργκ στο πολιτικό του μανιφέστο «Μικρή κατήχηση για τις κατώτερες τάξεις» σημείωνε πως «οι θεσμοί και η δομή της κοινωνίας είναι ένα καταχθόνιο κατασκεύασμα για την καθυπόταξη και εκμετάλλευση των κατώτερων τάξεων από την ανώτερη […] Η ηθική είναι μια αντίληψη του δικαίου που καλλιέργησε η ανώτερη τάξη, με σκοπό να προσελκύει τις κατώτερες τάξεις σε έναν ειρηνικό τρόπο ζωής». Από την ηθική αυτή, η ανώτερη τάξη εξαιρεί τον εαυτό της, αφού «μόνος ηθικός νόμος που ισχύει για εκείνη είναι η αυθαιρεσία».

Σε αυτό το πνεύμα ήταν και η τοποθέτηση του Θανάση Παπακωνσταντίνου στο κατάμεστο Κατράκειο, ενώ το πλήθος από κάτω βίωνε μια «ριζοσπαστική χαρά», όπως αποκαλεί τον διονυσιασμό στα χρόνια της κρίσης ο τραγουδοποιός: «Η Δικαιοσύνη πέρα από ταξική που ήταν πάντα, είναι πλέον και τοξική. Και μέσα σε αυτή τη φράση χώρεσαν οι παθογένειες της ύστερης νεωτερικότητας όσον αφορά τη δικανική εξουσία, όπου το κράτος υποχωρεί μπροστά στις αγορές και οι νομικοί εγκαταλείπουν τον ανθρωπιστικό τους ρόλο… παραδομένοι στη γοητεία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.

Αν λοιπόν ο νομικός μας πολιτισμός έχει εκπέσει τόσο πολύ, ίσως τότε ναι… οφείλουμε να παρέμβουμε και να τον επανεφεύρουμε.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.