Τα αυγα του Γκορη στο καφενειο της Μεσσουνης

Ο Μάγγανος, γνωστός για τα ωραία και πιπεράτα μακάμια του έκανε ένα μικρό καφενείο στην αυλή του σπιτιού

Ο Μάγγανος, γνωστός για τα ωραία και πιπεράτα μακάμια του, τη δεκαετία του πενήντα έκανε ένα μικρό καφενείο στην αυλή του σπιτιού, ακριβώς κάτω από την εκκλησία, αυτό που αργότερα έγινε κουρείο.

Στο καφενείο αυτό συγκεντρώνονταν αρκετοί χωριανοί, κυρίως από τον άλλο (δυτικό) μαχαλά της Μεσσούνης.

Ένα βράδυ, καθισμένοι γύρω από τη σόμπα, κύριο θέμα συζήτησης είχαν για το Γκόρη. Ο μπάρμπα Γιώργης ο Γκόρης (Γεώργιος Γκορίδης), γνωστός τσορμπατζής και αρχοντάνθρωπος, που είχε το μύλο στο Καβακλή, παραπονέθηκε ότι του κλέβουν τις κότες και τα αυγά, γι’ αυτό δήλωσε ότι παραμόνευε τα βράδια στο μύλο, ώστε να πιάσει τον κλέφτη. Είπε ακόμη ότι πριν δυο ημέρες είδε στο απογευματινό μισοσκόταδο έναν άνθρωπο που ερχόταν μέσα από τα χωράφια της Μεσσούνης να μπαίνει στο κοτέτσι. Κακάρισαν οι κότες και ο κόκορας, γαύγιζε ζωηρά ο σκύλος, έτρεξε στο κοτέτσι, έψαξε παντού, αλλά άνθρωπο δεν βρήκε. Παράδοξα και παράξενα είχε εξαφανιστεί, σα να άνοιξε η γη και τον κατάπιε, οπότε, μετά από αρκετή ώρα, αφού ησύχασαν οι κότες, τα κοκόρια και ο σκύλος, έφυγε για το σπίτι του.

Οι παρέες στο καφενείο πήραν θέσεις για την ξερή και το γερμί αλτί (εξήντα εξ), οπότε ο νεαρός τότε Στέργιος, ανεψιός του Μάγγανου, έκατσε στην τετράδα για μια ξερή με τους φίλους του.

Ο Μάγγανος, που ήταν αδελφός με πατέρα του Στέργιου, έξαλλος, άρπαξε τα χαρτιά από το τραπέζι και απευθυνόμενος στον ανεψιό του, φώναξε:

-Στιργιούδ, τί δα γέν, νταή γράψτα, νταή  γράψτα,  ιόμσι του τιφτέρι.  Χέμ  παράδις δεν έχς, χέμ χαλεύς  κάθι  βράδ να παίϊζ.

Σηκώνετε τότε θιγμένος ο Στεργιούτς και βγάζει από τον κόρφο του τέσσερα αυγά.

-Να ε νταή, παράδις μπουρεί να μην έχου, έχου όμως αυγά να σι πλιαρώσου.

-Αυγά;!;!!;!, είπε απορημένος ο Μάγγανος, μάπ σεις αρνήθις δεν έχτι, τα αυγά πού τα βρήκις;

-Hμείς αρνήθις δεν έχουμι, έχ΄ όμους η Γκόρης στου μύ(λ)ου. Τί θαρρεί η Γκόρης, μπουρεί να μι πιάσ’. Μόλις κακάρσαν οι αρνήθις, μέσ΄ σκουτίδα, στάθκα νο ντιρέκ  (ξύλινος στύλος), ούτι ανάσα, ούτι κούν(η)μα. Έκλισα κι τα μάτια μ΄ να μη ιαλίζν, πέρασι κουντά μ΄, θάρσει ήμαν πουρόξυου (ξύλινος στύλος που στερεώνεται η αυλόπορτα), στάθκει στάθκει, κοίταξι όιρα (ολόγυρα) κι έφκι ιά του σπίτ.

Ατελείωτε Στέργιο, με τα καμώματα και τη λεβεντιά σου. Μαθαίνω ότι ζεις ευτυχισμένος παππούς κάπου στην Αθήνα.

Πόσο τυχεροί θα ήμασταν αν ανταμώναμε, να αφηγηθείς, όπως μοναδικά έκανες πάντα, μικρές αλήθειες και μεγάλα μασάλια, για τα παιδικά σας χρόνια, τη φτώχια, τις παλαίστρες, το ξύλο, τα πρόβατα, το σχολείο, τα τσαλιά, τις αυλόπορτες, αλλά να χορέψεις λεβέντικα και ένα τσάμικο, κι ας πέρασαν τα χρόνια, έτσι που θα σε ζήλευαν ακόμη και οι Μοραΐτες.

Όσο για το καφενείο, αν ρωτάτε, δεν μακροημέρευσε. Αφού «ιόμσι του τιφτέρ» με  βερεσέδια, ένα απόγευμα οι θαμώνες βρήκαν το στέκι τους μια για πάντα κλειδωμένο και το Μάγγανο στρογγυλοκαθισμένο στου παπά Μάρου το καφενείο να αφηγείται τα παθήματά του.

Μάιος 2022

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.