Σεμιναρια γλωσσικης καταρτισης στο πλαισιο του «Προγραμματος δια βιου εκπαιδευσης θεολογων και ιεροδιδασκαλων της Θρακης»

Άννα Κόλτσιου-Νικήτα, καθηγήτρια του Τμήματος Θεολογίας του AΠΘ «Η γλωσσική αναβάθμιση των ιεροδιδασκάλων θα βελτιώσει τον επικοινωνιακό και διδακτικό τους ρόλο»

Ερευνώντας για ειδήσεις πρόσφατα στην ιστοσελίδα του προγράμματος http://religiouseduthraki.web.auth.gr πληροφορηθήκαμε ότι, από τις 21/5 και μέχρι τις 24/5, στο πλαίσιο του «Προγράμματος δια βίου εκπαίδευσης θεολόγων και ιεροδιδασκάλων της Θράκης σε θέματα θρησκευτικών, θρησκευτικής ετερότητας και διαπολιτισμικής θρησκευτικής αγωγής» η καθηγήτρια του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ κ. Άννα Κόλτσιου-Νικήτα θα επιμορφώσει τους ιεροδιδασκάλους της περιοχής μας με αντικείμενο την ενίσχυση της γλωσσικής τους κατάρτισης σε θεολογικούς όρους. Τα σεμινάρια αυτά γλωσσικής κατάρτισης πραγματοποιήθηκαν ήδη από την ίδια τον Απρίλιο στην Ξάνθη και τον Ιούνιο θα γίνουν για τους ιεροδιδασκάλους του Διδυμοτείχου.
 
Με αφορμή την είδηση αυτή επιχειρήσαμε να συνομιλήσουμε με την καθηγήτρια κ.Αννα Κόλτσιου-Νικήτα, που είναι και μέλος της επιστημονικής επιτροπής του Προγράμματος, επιστημονική υπεύθυνη του οποίου είναι η επίκουρος καθηγήτρια του τμήματος θεολογίας του ΑΠΘ κ. Αγγελική Ζιάκα, αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες για αυτή τη νέα του φάση, η οποία από την αρχή φαντάζει ως ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, αφού θέτει και το ζήτημα της μετάφρασης θεολογικών όρων του Ισλάμ στην ελληνική γλώσσα, θέμα που κατά την άποψή μας έχει ιδιαίτερη αξία για τη Θράκη και για τις δυνατότητες περαιτέρω δημιουργικού εμπλουτισμού του πολιτισμικού της γίγνεσθαι. Και όχι μόνον, αφού κύριος στόχος της είναι η στήριξη των ιεροδιδασκάλων της Θράκης στο διδακτικό τους έργο, στη διδασκαλία δηλαδή του Ιερού βιβλίου του Κορανίου στους μουσουλμάνους μαθητές στην ελληνική γλώσσα.
 
Ο λόγος στην καθηγήτρια κ.Αννα Κόλτσιου-Νικήτα όμως, και στην αναλυτική μαζί της συζήτηση για την εξέλιξη αλλά και το περιεχόμενο της γλωσσικής επιμόρφωσης των ιεροδιδασκάλων, αλλά και τα προβλήματα και τις δυσκολίες της μετάφρασης των ιερών κειμένων, την κλασική τους ή μη διάσταση… 

«Το “Πρόγραμμα” αποτέλεσε εξαρχής για μένα μια δημιουργική πρόκληση»

ΠτΘ: Κυρία Κόλτσιου, όντας γεννημένη στην Καβάλα και επιστρέφοντας στη Θράκη ως καθηγήτρια του Τμήματος Θεολογίας του AΠΘ, έχοντας αναλάβει ως εξειδικευμένη στα ζητήματα μετάφρασης επιστημόνισσα το θέμα της γλωσσικής ενίσχυσης των Ιεροδιδασκάλων του Ισλάμ στη μεταφορά μουσουλμανικών όρων και εννοιών στην ελληνική γλώσσα, και με δεδομένη την έλλειψη αίσθησης στην κοινωνία της αναγκαιότητας επικοινωνίας πέραν της εμπειρικής-«βιωματικής», των δυο κυρίαρχων θρησκειών της περιοχής της Θράκης, φανταζόσασταν ότι θα έρθει κάποια στιγμή η ώρα, και ως μέλη των συγκεκριμένων κοινωνιών, να συζητήσουμε και να επιλύσουμε και να συνδιαμορφώσουμε εντοπίως με ποιοτικούς όρους και τη συνδρομή της επιστήμης τις προϋποθέσεις για τη δημιουργική «διαχείριση»-μετάφραση των ιερών βιβλίων των συμπολιτών μας μουσουλμάνων;
Κι αργήσαμε γι’ αυτό ή απλά ήρθε η ώρα;
Α.Κ.-Ν.:
Χαίρομαι πραγματικά για την ευκαιρία αυτή να επισκεφθώ τη Θράκη με την ιδιότητά μου ως καθηγήτρια του Τμήματος Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου στο πλαίσιο της Επιμόρφωσης των Ιεροδιδασκάλων του Ισλάμ. Τα ερευνητικά μου ενδιαφέροντα εστιάζονται στη γλώσσα και τη μετάφραση θεολογικών κειμένων και από την άποψη αυτή ανέλαβα το τμήμα της επιμόρφωσης που αφορά στη γλωσσική ενίσχυση των ιεροδιδασκάλων με ιδιαίτερη έμφαση στην κατανόηση μουσουλμανικών θεολογικών όρων και τη μεταφορά τους στην ελληνική γλώσσα. Το πρόγραμμα αυτό αποτέλεσε εξαρχής για μένα μια δημιουργική πρόκληση. Στο επίκεντρο της επιμόρφωσης αυτής βρίσκεται αναμφίβολα η προσπάθεια να συνδράμουμε τους ιεροδιδασκάλους στο διδακτικό τους έργο, που συνίσταται στη διδασκαλία του Ιερού βιβλίου του Κορανίου στους μουσουλμάνους μαθητές στην ελληνική γλώσσα. Σίγουρα πρόκειται για ένα δύσκολο εγχείρημα αλλά παράλληλα, εκτιμούμε, και ιδιαίτερα σημαντικό. Η γλωσσική αναβάθμιση των ιεροδιδασκάλων θα βελτιώσει τον επικοινωνιακό και διδακτικό τους ρόλο και θα τους καταστήσει ικανούς στη συνέχεια να βοηθήσουν στη γλωσσική ανάπτυξη των μαθητών τους όχι μόνο στο μάθημα των Θρησκευτικών αλλά και στην εκπαιδευτική διαδικασία γενικά. Ειδικότερα μας απασχολεί βέβαια το θέμα της μεταφοράς όρων και εννοιών της μουσουλμανικής θρησκείας στην ελληνική γλώσσα. Και τούτο γιατί μπορεί οι μουσουλμάνοι μαθητές να καλύπτουν γλωσσικά τις ανάγκες της καθημερινής επικοινωνίας με τους συμπολίτες τους στην ελληνική γλώσσα, όμως η κατανόηση και η ορθή μεταφορά θεολογικών όρων και αφηρημένων εννοιών προϋποθέτει ένα υψηλότερο γλωσσικό εξοπλισμό και ένα πολύ πιο απαιτητικό και εξειδικευμένο λεξιλόγιο.
 
 Στο ερώτημά σας αν φανταζόμουν ποτέ πως θα ερχόταν η ώρα να διαχειριστεί η κοινωνία της Θράκης το θέμα της μετάφρασης των ιερών κειμένων των μουσουλμάνων και αν είναι ή όχι η ώρα για ένα τέτοιο εγχείρημα θα απαντούσα ως εξής: η εμπειρία που έχω αποκομίσει από τη μελέτη της ιστορίας της μετάφρασης γενικά των ιερών κειμένων είναι ότι ναι, αυτή η ώρα έρχεται πάντα. Μόνο που συνήθως αργεί, γιατί πρέπει να προηγηθεί η πολιτιστική, κοινωνική όσμωση των κοινωνιών. Η αποδοχή του άλλου, του διαφορετικού γλωσσικά και θρησκευτικά, είναι απαραίτητο να εδραιωθεί σε στέρεες βάσεις, να κερδηθεί βήμα-βήμα και μόνο τότε αβίαστα, «εμπιστεύεται», θα έλεγα, κάποιος τα ιερά κείμενα της θρησκείας του σε μια άλλη γλώσσα. Και έχω την εντύπωση ότι η κοινωνία της Θράκης το έχει πετύχει αυτό. 

«Τα θεολογικά κείμενα όλων των εποχών εμφανίζουν περίπου την ίδια μεταφραστική προβληματική»

ΠτΘ: Και οι ιεροδιδάσκαλοι και οι θεολόγοι που παρακολουθούν το Πρόγραμμα δίδουν την εντύπωση ότι διψούν για περισσότερη γνώση και εξειδίκευση και επίσης ότι όλοι συγκατανεύουν στην παραγωγή πιλοτικού υλικού για τη διδασκαλία του Ισλάμ στα δημόσια σχολεία της Θράκης, προσπερνώντας τα προβλήματα που παρουσιάζονται μεγάλα και για τα οποία επιστρατεύουν και την πολυγλωσσία τους και τις διαδικτυακές πηγές. Ποιες είναι οι δικές σας εικόνες από την πράξη των επιμορφώσεων στην Ξάνθη μέχρι τώρα; Δεν είναι πολύ μεγάλες οι δυσκολίες για τη μεταφορά μουσουλμανικών όρων και εννοιών στην ελληνική γλώσσα, δεδομένου ότι στην περιοχή μας από εντόπιους τουλάχιστον πολύ λίγες απόπειρες μετάφρασης στου Κορανίου στην ελληνική γνωρίζουμε, ή τελικά υπάρχει ευρεία βάση από την επιστημονική ελληνική βιβλιογραφία, οπότε μπορούμε να πούμε αρκεί που ήρθε η στιγμή να την αξιοποιήσουμε κι εμείς ως περιοχή;
Α.Κ.-Ν.:
Ας ξεκινήσουμε από την επιμόρφωση των θεολόγων καθηγητών. Η αποδοχή που είχε η παρουσίαση του θέματος της μετάφρασης των ιερών κειμένων στους θεολόγους καθηγητές που παρακολούθησαν το πρόγραμμα ήταν πολύ μεγάλη. Οι ερωτήσεις και η συζήτηση που ακολούθησε όσον αφορά την αναγκαιότητα, τις δυνατότητες, αλλά και τις προϋποθέσεις μιας μετάφρασης ήταν πολύ χρήσιμη και εποικοδομητική.
Θεωρώ ότι εκείνο που ιδιαίτερα βοήθησε ήταν η προσπάθειά μας να αναδείξουμε μέσα από τα δεδομένα της ιστορίας της μετάφρασης ότι τα θεολογικά κείμενα όλων των εποχών εμφανίζουν περίπου την ίδια μεταφραστική προβληματική. Έτσι λ.χ. η συντηρητική στάση που υπάρχει όσον αφορά τη μετάφραση στα Νέα Ελληνικά των κειμένων που χρησιμοποιούνται στη λατρευτική πράξη της χριστιανικής εκκλησίας, παρά το γεγονός ότι πολλά από αυτά δεν γίνονται κατανοητά, οδήγησε μέσα από τη συζήτηση στη συνειδητοποίηση ότι η επιφυλακτικότητα για τη μετάφραση όλων των ιερών κειμένων- και επομένως και του Κορανίου- είναι λίγο ως πολύ αναμενόμενη, κυρίως για διδακτικούς σκοπούς.
Όσον αφορά τώρα το πρόγραμμα της γλωσσικής ενίσχυσης στους ιεροδιδασκάλους, το οποίο είναι και πολύ μεγαλύτερης διάρκειας, οφείλω να ομολογήσω ότι η ανταπόκριση που είχε στην πόλη της Ξάνθης, όπου και έχει ολοκληρωθεί, ξεπέρασε τις προσδοκίες μου. Θέλω να σας πω ότι, καθώς ήταν κάτι εντελώς καινούριο, ξεκίνησα με αρκετές επιφυλάξεις και πολύ προβληματισμό. Έτσι, προκειμένου να χαρτογραφήσω τις γλωσσικές δυσκολίες και ανάγκες αλλά και τις προσδοκίες τους από το Πρόγραμμα αυτό, ακόμη πολύ πριν αρχίσουν τα μαθήματα της γλώσσας, καθώς και μετά από μια δίωρη άμεση επικοινωνία με τους επιμορφουμένους, όπου έγινε ενημέρωση για τη δομή και τους στόχους του προγράμματος γλωσσικής διδασκαλίας και ορίστηκαν οι μαθησιακοί στόχοι του Προγράμματος, διανεμήθηκε προς συμπλήρωση ένα ερωτηματολόγιο, το οποίο κλήθηκαν να συμπληρώσουν ανώνυμα. Ανταποκρίθηκαν με μεγάλη προθυμία. Από την κωδικοποίηση των απαντήσεών τους προέκυψε μια σειρά θεμάτων, μεταξύ των οποίων προεξέχουσα θέση κατείχαν το πρόβλημα της μετάφρασης του Κορανίου, η κατανόηση και απόδοση στα ελληνικά βασικών θεολογικών όρων, η έλλειψη διδακτικού υλικού για τη διδασκαλία του Ισλάμ και, κατά συνέπεια, οι δυσκολίες στην προετοιμασία της διδακτέας ύλης. Έθεσαν επίσης το θέμα για τις αιτίες στις οποίες οφείλονται τα γλωσσικά λάθη και πώς θα μπορούσαν να αποφύγουν λάθη στον τονισμό, τα γένη ή τη συντακτική δομή του λόγου. Επίσης, πώς να συντάξουν μία έκθεση, μία ομιλία. Ακόμη αρκετοί ζήτησαν να ασχοληθούμε με την παραγωγή και τους κανόνες του προφορικού λόγου και κυρίως πώς πρέπει να δομήσουμε τα επιχειρήματα και το λόγο μας σε έναν διάλογο για τη θρησκεία με κάποιον που ανήκει σε διαφορετικό θρήσκευμα. Οι ιμάμηδες έδειξαν ενδιαφέρον για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να περιγράψουν τα μέρη και τη λειτουργία του τζαμιού σε κάποιον επισκέπτη. Επίσης πώς να μεταφέρουν στην ελληνική γλώσσα τις στάσεις και την τελετουργία της προσευχής.
Σας απαρίθμησα αυτά τα ερωτήματα για να δείξω τις ανάγκες τους, όπως οι ίδιοι τις έχουν προσδιορίσει. Για μένα αυτό ήταν πολύ βοηθητικό, καθώς προσπάθησα να εντάξω τα θέματα αυτά στις διδακτικές ενότητες που σχεδίασα. Έτσι μιλήσαμε για την μοναδική αξία και σημασία της μητρικής γλώσσας, τα βασικά στοιχεία για τη δομή της νέας ελληνικής και της τουρκικής γλώσσας, τα γλωσσικά δάνεια και γλωσσικά σφάλματα. Μιλήσαμε για παραγωγή προφορικού-γραπτού λόγου: βασικοί κανόνες – στρατηγικές-ασκήσεις. Αναφερθήκαμε στη σύνδεση γλώσσας και θρησκείας: η γλώσσα της προσευχής, η μετάφραση των ιερών κειμένων, προβλήματα και «όρια» της μετάφρασης, μετάφραση και κατανόηση βασικών θεολογικών όρων. Επίσης κάναμε κάποιες σκέψεις για τη διαμόρφωση ενός πρώτου υλικού, που να είναι κοινό και να μπορούν να το χρησιμοποιούν στην τάξη.
Εκείνο που διαπίστωσα είναι η πραγματική αγωνία τους και η προθυμία τους να ανταποκριθούν όσο το δυνατόν καλύτερα στις απαιτήσεις του διδακτικού τους ρόλου. Η συνεργασία τους στις γλωσσικές ασκήσεις και η προθυμία τους να συμβάλουν από κοινού στην ανάλυση των θεολογικών όρων ήταν υποδειγματική και τους ευχαριστώ από καρδιάς γι’ αυτό. Γενικά, η στάση τους ήταν πολύ ενθαρρυντική προς την κατεύθυνση να συνεχίσω την προσπάθεια που αρχίσαμε, κάτι που και οι ίδιοι ζήτησαν.
Επιτρέψτε μου, τέλος, να συμπληρώσω εδώ ότι ο ρόλος που μπορούν να παίξουν αυτή τη στιγμή οι Ιεροδιδάσκαλοι στο θέμα της διδασκαλίας του μαθήματος του Ισλάμ στους μουσουλμανόπαιδες της Θράκης που φοιτούν στο δημόσιο ελληνικό σχολείο είναι καταλυτικός, μεταξύ άλλων και γιατί Ιεροδιδάσκαλοι και μαθητές εκκινούν από μια κοινή γλωσσική, θρησκευτική και πολιτισμική αφετηρία, γεγονός που διασφαλίζει άμεσα την αμοιβαία αποδοχή και αναγνώριση δασκάλου και μαθητή. 

«Η γλώσσα της μετάφρασης ενός ιερού κειμένου επιβάλλεται να διατηρεί ένα υψηλό επίπεδο, αντίστοιχο του κύρους και της ιερότητας του κειμένου που μεταφράζεται»

ΠτΘ: Ένα από αντικείμενα των σεμιναρίων γλώσσας τα οποία διδάσκετε στο Πρόγραμμα είναι και οι θεολογικές έννοιες και η ορολογία τους αλλά και ειδικά θέματα μετάφρασης των ιερών κειμένων και του Ιερού Κορανίου. Μπορείτε να μας αναφέρετε λίγα από τα θέματα, τις προϋποθέσεις που πρέπει να έχει υπ’ όψιν του όποιος αποπειράται τη μετάφραση του Κορανίου και γενικά των ιερών κειμένων του Ισλάμ; Υπάρχουν κάποιες ειδικές δυσκολίες;
Α.Κ.-Ν.:
Η μετάφραση γενικά των ιερών κειμένων αποτελεί ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο, δεδομένου ότι στα κείμενα αυτά προέχει η μοναδικότητα και η απόλυτη ισχύς του πρωτοτύπου. Παρά το γεγονός ότι τα ιερά κείμενα, μαζί με τα νομικά, είναι τα πρώτα κείμενα που μεταφράστηκαν, παραμένουν εν ισχύι δύο βασικά ερωτήματα: αν πρέπει να μεταφράζονται τα κείμενα αυτά και πώς πρέπει να μεταφράζονται.
Στο πρώτο ερώτημα η βασική ένσταση εστιάζεται στην άποψη περί ιερών γλωσσών. Η γλώσσα στην οποία καταγράφηκε το μήνυμα μιας θρησκείας θεωρήθηκε για αιώνες ιερή, ανώτερη και αναντικατάστατη. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Η επιστημονική προσέγγιση από την πλευρά της γλωσσολογίας δεν προτάσσει αξιολογικά τις γλώσσες, αφού η γλώσσα δεν είναι παρά το μέσον με τη βοήθεια του οποίου μεταφέρουμε το μήνυμα. Παράλληλα, η ανάγκη της διάδοσης του θρησκευτικού μηνύματος, η πολυπολιτισμική και πολυγλωσσική σύσταση της σύγχρονης κοινωνίας κατέστησαν σαφή την αναγκαιότητα της μετάφρασης των κειμένων αυτών, δεδομένου ότι με τον τρόπο αυτό προβάλλεται και διαδίδεται η ίδια η θρησκεία.
Στο δεύτερο ερώτημα, δηλαδή πώς πρέπει να μεταφράζονται τα κείμενα αυτά, προβάλλεται πάντα η ανάγκη της απόλυτα πιστής και αξιόπιστης μετάφρασης. Βέβαια αυτό είναι σχεδόν αδύνατον. Καμιά μετάφραση, οποιουδήποτε κειμένου δεν είναι απόλυτα ισοδύναμη με το πρωτότυπο κείμενο. Καταλαβαίνετε ότι αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τη μετάφραση των ιερών κειμένων, όπου η απόλυτη ακρίβεια και συνέπεια στο δόγμα και τις ιδιαίτερες θεολογικές έννοιες είναι αδιαπραγμάτευτη.
Τώρα όσον αφορά τις ιδιαίτερες δυσκολίες μιας μετάφρασης του Κορανίου.
Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν τέτοιες δυσκολίες. Και θα αναφερθώ ενδεικτικά στο γεγονός ότι στην περίπτωση αυτή εμπλέκονται όχι δύο αλλά τρεις γλώσσες, η κάθε μία με τη δική της δομή και το δικό της πολιτισμικό φορτίο. Το πρωτότυπο κείμενο από την αραβική προσλαμβάνεται αρχικά από τους μουσουλμάνους της Θράκης στην τουρκική και στη συνέχεια πρέπει να μεταφερθεί στην ελληνική. Οι λέξεις όμως και οι έννοιες στο ταξίδι τους μέσα στο χρόνο, όπως έλεγα και στα μαθήματα, αλλάζουν περιεχόμενο, εμπλουτίζονται ή διαφοροποιούνται. Καθώς διαφοροποιείται το πολιτισμικό περιβάλλον και οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις, υπάρχουν λέξεις, εικόνες, μεταφορικές έννοιες που δεν γίνονται κατανοητές. Επίσης υπάρχουν λέξεις που δεν μεταφράζονται, όπως λ.χ. κάποια ονόματα ή συχνές επικλήσεις. Τέλος, η γλώσσα της μετάφρασης ενός ιερού κειμένου επιβάλλεται να διατηρεί ένα υψηλό επίπεδο, αντίστοιχο του κύρους και της ιερότητας του κειμένου που μεταφράζεται, αν θέλετε να έχει μια απόσταση από τον καθημερινό λόγο.
Θα σας πω δύο απλά παραδείγματα: Πρώτον: Δεν μεταφράσαμε ποτέ σχεδόν ανά τους αιώνες και σε καμία γλώσσα τον όρο αμήν, μια λέξη με ευχετική σημασία (=είθε, μακάρι) που ακολουθεί ως κατακλείδα προσευχών, εκκλησιαστικών ύμνων ή εκφωνήσεων. Δεύτερον: Στην ελληνική μετάφραση του Κορανίου διαβάζουμε: «Στο όνομα του ΑΛΛΑΧ του Παντελεήμονα, του Πολυεύσπλαγχνου». Ο χαρακτηρισμός «Παντελεήμονα» που υπάρχει στην ελληνική αυτή απόδοση, χωρίς να είναι λανθασμένος, δεν είναι ίσως και ο πιο πρόσφορος, και τούτο για τον εξής λόγο:η λέξη αυτή στην ελληνική γλώσσα ανακαλεί περισσότερο το κύριο όνομα «Παντελεήμων», ένα όνομα που είναι σε καθημερινή χρήση. Θα ήταν, επομένως, σκόπιμο να αποφύγουμε στη μετάφραση ενός ιερού κειμένου τη χρήση αυτού του όρου. Εν προκειμένω το νόημα θα απέδιδε π.χ. ο όρος «ελεήμων», ο οποίος ακριβώς συναντάται σε άλλες μεταφράσεις και επίσης απαντά πολύ συχνά ως χαρακτηρισμός του θεού και στη χριστιανική θρησκεία. 

«Μια διδακτική μέθοδος με την οποία βασικά δουλέψαμε στο πρόγραμμα με τους θεολόγους ήταν η συγκριτική μέθοδος»

ΠτΘ: Με το Πρόγραμμα που είναι απολύτως διαλεκτικό στη μορφή του και συζητητικό, μετά και τη γλωσσική επιμόρφωση θα προχωρήσετε και στην παραγωγή πιλοτικού εκπαιδευτικού υλικού. Τα γλωσσικά σεμινάρια επομένως πέραν των γενικών επιστημονικών αρχών προσέγγισης- μετάφρασης των ιερών κειμένων, επικεντρώνουν μήπως και στο μελλοντικώς παραχθησόμενο υλικό που θα πληροί τους όρους της διαπολιτισμικής προσέγγισης στη σχολική τάξη της Θράκης, και σαφώς θα είναι εκπαιδευτικό, μπορεί δηλαδή ν’ αντλεί και από τα όρια της δικής μας κοινωνικής πραγματικότητας που καταλαβαίνουμε ότι και στο θρησκευτικό επίπεδο εμπεριέχει συγκλίσεις; Κοινές «εικόνες» κοινών σχεδόν θρησκευτικών ιστοριών;
Α.Κ.-Ν.:
Πολύ καλή ερώτηση. Ήδη σημείωσα ότι μια διδακτική μέθοδος με την οποία βασικά δουλέψαμε στο πρόγραμμα με τους θεολόγους ήταν η συγκριτική μέθοδος.
Θα αναφερθώ σε κάποια παραδείγματα από τα μαθήματα με τους ιεροδιδασκάλους.
Στην ενότητα όπου προσπαθήσαμε να περιγράψουμε με σωστούς ελληνικούς όρους τα μέρη από τα οποία αποτελείται ένα τζαμί ακολουθήσαμε την εξής πορεία: Στο υλικό που δόθηκε στους ιεροδιδασκάλους υπήρχε η περιγραφή ενός αρχαίου ελληνικού ναού, μιας χριστιανικής εκκλησίας και ενός μουσουλμανικού τεμένους, με τους αντίστοιχους όρους. Έτσι διαπιστώσαμε τις γλωσσικές ομοιότητες και τις αναλογίες, καθώς και τις διαφορές. Στη συνέχεια ήταν πολύ πιο εύκολο να προχωρήσουμε σε αντιστοιχίες και ορθές γλωσσικές επιλογές: κίμπλα, μιχράμπ, κουρσί, μινμπάρ άμβωνας – δεσποτικό κτλ. Επίσης δουλέψαμε με παροιμίες και γνωμικά που απαντούν στην πολυγλωσσία τους και αναδεικνύουν κοινές πολιτισμικές και θρησκευτικές αξίες.
Προς την ίδια κατεύθυνση θα μπορούσαν να συμβάλουν επίσης και κείμενα από την προφορική ή εικονική επικοινωνία, όπως ένα τραγούδι, ένα παραμύθι, μια θεατρική παράσταση, μια κινηματογραφική ταινία, μια ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκπομπή. Παράλληλα, προς την κατεύθυνση αυτή, πρέπει να συνυπολογιστούν και τα δεδομένα που προκύπτουν από τις έρευνες των τελευταίων χρόνων στα ποικίλα προγράμματα μειονοτικής και διαπολιτισμικής εκπαίδευσης διεθνώς. Ειδικότερα, έχει αποδειχθεί ότι στα προγράμματα αυτά πολύ σημαντικός θεωρείται ο ρόλος της λογοτεχνίας. Από την άποψη αυτή κρίνουμε σκόπιμο να ενθαρρύνουμε την εισαγωγή κάποιων λογοτεχνικών κειμένων ή κειμένων από τον ημερήσιο τύπο με πληροφορίες και ειδήσεις θρησκευτικού ή πολιτισμικού περιεχομένου, τα οποία αναδεικνύουν τα κοινά στοιχεία που διαμορφώνουν καθημερινά το άμεσο αλλά και το ευρύτερο περιβάλλον μας.

«Η γλωσσική αποτύπωση της αποκάλυψης του «θείου» λόγου, σε όποια εποχή και σε οποιαδήποτε συνθήκη, συνιστά ένα μνημείο λόγου με διαχρονικά μηνύματα για τους ανθρώπους»

ΠτΘ: Ως ειδική ερευνήτρια των επιτευγμάτων του ανθρώπου με βάση τη γλώσσα, θεωρείτε ότι τα έργα που προέκυψαν με αφορμή το θρησκευτικό συναίσθημα, μπορούν να θεωρούνται ακόμη κλασικά; Από όλους; Ή η κατάταξή τους στα κλασικά αφορά μόνον σε πιστούς ή και «θρησκόληπτους»;
Α.Κ.-Ν.:
Θεωρώ ότι τα έργα αυτά είναι και θα εξακολουθούν να παραμένουν κλασικά, με την έννοια του μοναδικού και ανεπανάληπτου.
Υπάρχουν κείμενα όλων των εποχών και όλων των πολιτισμών που εκφράζουν θρησκευτικά βιώματα ή θεολογικά ερωτήματα και ασφαλώς δεν αφορούν μόνο σε πιστούς ή θρησκόληπτους. Έτσι π.χ. σε μια από τις πιο κλασικές τραγωδίες της αρχαιότητας, την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, το βασικό διακύβευμα είναι θρησκευτικής υφής: η ηρωΐδα καλείται να επιλέξει ανάμεσα στη υπακοή στο θείο νόμο ή στον ανθρώπινο νόμο.
Ειδικότερα τώρα η γλωσσική αποτύπωση της αποκάλυψης του «θείου» λόγου, σε όποια εποχή και σε οποιαδήποτε συνθήκη, συνιστά ένα μνημείο λόγου, που έχει να δώσει διαχρονικά μηνύματα στους ανθρώπους. Βασικές πνευματικές έννοιες και αξίες, με την μία ή την άλλη μορφή, εμπεριέχονται στα κείμενα αυτά και το καθένα με το δικό του τρόπο ουσιαστικά επιχειρεί να απαντήσει στις μεταφυσικές αγωνίες και στα αιώνια ερωτήματα του ανθρώπου για το νόημα της ζωής, την τιμωρία ή την αμοιβή για όσα έπραξε κανείς στη διάρκεια της επίγειας ζωής του, την τύχη του μετά το θάνατο.
Η γλώσσα συνδέεται μοναδικά και ανεπανάληπτα όχι μόνο με το θείο λόγο και το λόγο της αποκάλυψης αλλά και με το λόγο που ο ίδιος ο άνθρωπος απευθύνει στο θεό του. Σκεφτείτε λ.χ. τα κείμενα της προσευχής. Σε όλες τις εποχές, από την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα, έχουμε κείμενα προσευχής. Οι προσευχές αυτές, είτε είναι αυτοσχέδιες είτε παρμένες από το τελετουργικό της κάθε θρησκείας, αποτελούν τη γέφυρα του ανθρώπου με τον θεό. Και ο θεός ακούει όλες τις προσευχές, σε όποια γλώσσα και αν λέγονται. 

«Μια μετάφραση ποτέ δεν μπορεί να θεωρηθεί τελική»

ΠτΘ: Έχετε εργαστεί με τη μετάφραση γενικά, τις παραμέτρους μιας καλής μετάφρασης και τα προβλήματά της και θεωρείστε εξειδικευμένη στον τομέα αυτό επιστημόνισσα, αλλά και με την ποιότητα των μεταφράσεων θρησκευτικών κειμένων και από την ελληνική και από τη λατινική γλώσσα, τελικά  οι «ελλείψεις» που υπάρχουν σ’ αυτές οφείλονται σε παρανοήσεις, σε έλλειψη θεολογικής εμβάθυνσης ή υπάρχει περίπτωση να οφείλονται και στα κοινωνιολογικά δεδομένα που αντιμετώπιζε η πίστη των ανθρώπων στο χρόνο ως χαρακτηριστικό  κάποιες φορές υποδεέστερων ανθρώπων;
Α.Κ.-Ν.:
Οι ελλείψεις μιας μετάφρασης ενός θεολογικού κειμένου ή καλύτερα η επάρκεια και πληρότητα μιας τέτοιας μετάφρασης είναι συνισταμένη πολλών παραμέτρων.
Είναι αναμφισβήτητο ότι για την εκπόνηση μιας τέτοιας μετάφρασης απαιτείται βαθιά γνώση της γλώσσας αλλά και της θεολογίας. Και τούτο γιατί πριν μεταφράσει κανείς πρέπει πρώτα να ερμηνεύσει το κείμενο. Η ορθή ερμηνεία και κατανόηση είναι η βάση επί της οποίας θα στηριχτεί ο μεταφραστής, προκειμένου να «μεταφέρει» τις έννοιες του πρωτότυπου κειμένου στη γλώσσα της μετάφρασης. Υπάρχουν σημεία και όροι που μπορεί να επιδέχονται περισσότερες της μιας ερμηνείες. Τι θα κάνει εν προκειμένω ένας μεταφραστής; Αυτός είναι ο λόγος που οδηγεί πολύ συχνά στην εκπόνηση υπομνημάτων (Ταφτίρ)  για τα κείμενα αυτά, όπου ακριβώς εξηγούνται και ερμηνεύονται τα δυσνόητα ή αμφίσημα σημεία του κειμένου και προφυλάσσουν τον μεταφραστή από παρανοήσεις και μεταφραστικά ατοπήματα.
Επίσης ο μεταφραστής απαιτείται να έχει συλλάβει το όλο νόημα και πνεύμα του κειμένου και εντός αυτού να κατανοήσει τους μεμονωμένους όρους. Η έλλειψη αντίστοιχου όρου μπορεί να οδηγήσει κάποιες φορές σε περιφραστικές και όχι απόλυτα ακριβείς αποδόσεις εξ ανάγκης. Βέβαια γνωρίζουμε ότι υπάρχουν και ουσιαστικές αλλοιώσεις και παραχαράξεις που έχουν γίνει κατά καιρούς κατά τη διαδικασία μιας μετάφρασης συνειδητά. Αυτό είναι μια άλλη παράμετρος και για το λόγο αυτό, ιδιαίτερα στα ιερά κείμενα, η ακριβής και αξιόπιστη μετάφραση, πέρα από γλωσσικό και φιλολογικό πόνημα, συνιστά ένα θρησκευτικό και ηθικό καθήκον.
Μια άλλη παράμετρος  που διασφαλίζει την αξιοπιστία και την ποιότητα μιας τέτοιας μετάφρασης είναι η συλλογική εργασία. Από την ιστορία της μετάφρασης προκύπτει ότι η μετάφραση τέτοιων κειμένων πρέπει να ανατίθεται σε ειδική ομάδα και ο καθένας, χωρίς να αποποιείται την προσωπική του ευθύνη, να συνεργάζεται και να λειτουργεί συμπληρωματικά με άλλους επιστήμονες.
Επίσης, εκείνο που προέχει είναι η «αλήθεια» του κειμένου και στη συνέχεια ακολουθεί η κομψότητα του λόγου. Η σύζευξη και των δύο παραμέτρων είναι κάποιες φορές ανέφικτη. Οι πιο ελεύθερες μεταφράσεις  μπορεί να είναι θελκτικότερες για τον αναγνώστη αλλά στην περίπτωση των ιερών κειμένων μάλλον είμαστε υποχρεωμένοι να προτάξουμε την απόλυτη ακρίβεια προκειμένου να μη θυσιάσουμε έστω και το ελάχιστο από την «αλήθεια» του πρωτοτύπου.
Τέλος, μια μετάφραση ποτέ δεν μπορεί να θεωρηθεί τελική. Πάντα μπορεί να βελτιώνεται και να αναθεωρείται. Εκείνο που παραμένει αναλλοίωτο και σταθερή βάση για κάθε αναθεώρηση είναι πάντοτε το πρωτότυπο. Εκείνο που κρύβει αλλά και αποκαλύπτει όλη την «αλήθεια» του κειμένου και μπορεί πάντα να ελέγχει και να διαπιστώνει την ορθότητα ή μη μιας  μετάφρασης είναι μόνο το πρωτότυπο και αυθεντικό κείμενο. 

Η καθηγήτρια και μεταφρασεολόγος κ.Αννα Κόλτσιου-Νικήτα

H κ. Αννα Κόλτσιου-Νικήτα είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ, στο γνωστικό αντικείμενο «Αρχαία Ελληνικά της Ιουδαϊκής και της Χριστιανικής Γραμματείας», όπου διδάσκει θέματα γλώσσας και μετάφρασης των βιβλικών και πατερικών κειμένων, καθώς και θέματα παλαιογραφίας και κριτικής κειμένου. Συγχρόνως είναι Διευθύντρια του Τομέα βιβλικής Γραμματείας και Θρησκειολογίας καθώς και της Επιστημονικής Συνάντησης του Biblicum και μέλος του Διοικητικού και Επιστημονικού Συμβουλίου του Δικτύου Κειμενικής και Ερμηνευτικής Εκκλησιαστικής Παραδόσεως (ΚΕΕΠ) της Επιτροπής Ερευνών του Α.Π.Θ., καθώς και του Κέντρου Αγίου Δημητρίου και Αγίου Γρηγορίου Παλαμά και της Συντακτικής και Επιστημονικής Επιτροπής του περιοδικού «Γρηγόριος Παλαμάς». Είναι επίσης μέλος της Επιτροπής Σπουδών του Α.Π.Θ., της Ελληνικής Εταιρίας Βιβλικών Σπουδών και της Εταιρίας Ελληνόφωνων Μεταφρασεολόγων.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.