Ο Επαρατος Εθνοφυλετισμος και οι «Εθνικες η Φυλετικες» Εκκλησιες

Η λερναία Ύδρα της αιρέσεως του αντιευαγγελικού και αντιεκκλησιολογικού εθνοφυλετισμού διαιρεί επικίνδυνα την αδιαίρετη Εκκλησία του Χριστού σε Ελληνόφωνες, Σλαβόφωνες και Αραβόφωνες κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες
 (Μέρος Α΄)

Στη ζωή της Εκκλησίας ως «Σώματος Χριστού» μέσα στο διάβα των αιώνων παραμένει ως ακατάλυτος γνώμονας και κανόνας για την ενότητά της ο εναγώνιος λόγος του Θεανθρώπου Χριστού, του Μεγάλου της Εκκλησίας Αρχιερέως, προς τον Θεό Πατέρα: «Πάτερ Άγιε τήρησον αυτούς εν τω Ονόματί σου ω δέδωκας μοι, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς» (Ιω. 17, 11-12). Η ενότητα της αδιαιρέτου, Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας είναι οντολογική -υπαρξιακή θα έλεγα- προϋπόθεση για την συγκρότηση του Εκκλησιαστικού Σώματος ως «Ευχαριστικακής Συνάξεως επί το αυτό αντεξουσίων προσώπων με κεφαλή τον Χριστό» άνευ διακρίσεων και κατηγοριοποιήσεων μεταξύ των ζώντων μελών αυτής με αντιευαγγελικά και αντιεκκλησιαστικά κριτήρια. Συνακόλουθα και η του Αποστόλου των Εθνών Παύλου προτροπή και εναγώνια νουθεσία προς τους Κορινθίους είναι: «Παρακαλώ δε υμάς, αδελφοί, διά του Ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ίνα το αυτό λέγητε πάντες και μη η εν υμίν σχίσματα, ήτε δε καταρτισμένοι εν τω αυτώ νοΐ και τη αυτή γνώμη» (Α. Κορ. 1, 10-11).
 
Δεν νοείται συγκρότηση της Εκκλησίας ως «Σώματος Χριστού» με κριτήρια που σχετίζονται με το φύλο, τη φυλή (φυλετική καταγωγή), τη γλώσσα, το χρώμα, τα ήθη, τα έθιμα, τις τοπικές παραδόσεις και εν γένει τον διαφοροποιημένο πολιτισμό εκάστου μέλους αυτής. Ο θεόπνευστος λόγος του Αποστόλου Παύλου παραμένει αψευδής και ακατάλυτος μέσα στο αδιαίρετο σώμα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, εκφραζόμενος με σαφήνεια και απολυτότητα σε δύο αράδων λέξεις στην προς Γαλάτας Επιστολή του: «Πάντες γαρ υιοί Θεού εστέ διά της πίστεως εν Χριστώ Ιησού• όσοι γαρ εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε, ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ• πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού…» (Γαλ. 3, 26-29).
 
Στην αδιαίρετη και ενιαία Εκκλησία ως «Σώμα Χριστού» καταλύεται πάσα διάκριση και διαφοροποίηση με κοσμικά και «εξωτερικά κριτήρια» μεταξύ των μελών αυτής και τοιουτοτρόπως επιτυγχάνεται η ενότητα εν Χριστώ της Εκκλησίας ως «Ευχαριστιακής» Συνάξεως επί το αυτό ελευθέρων προσώπων με κεφαλή τον Θεάνθρωπο Χριστό». Ο αοίδιμος μεγάλος Θεολόγος π. Γεώργιος Φλορόφσκυ γράφει σχετικά: «Η Εκκλησία είναι ο νέος λαός της χάριτος, ο οποίος δεν ταυτίζεται με κανένα φυσικόν ή επίγειον έθνος: ούτε με τους Έλληνες, ούτε με τους Ιουδαίους, ούτε με τους βαρβάρους, ούτε με τους Σκύθας. Είναι το tertium genus, το τρίτον έθνος, που σχηματίζεται κατά εντελώς διαφορετικόν τρόπον• όχι διά της γεννήσεως, αλλά διά του Μυστηρίου του Ύδατος• διά της μυστικής ενώσεως με τον Χριστόν εν τω μυστηρίω της κολυμβήθρας• διά της χάριτος της υιοθεσίας, διά της ελευθερίας, της ασκήσεως και της δωρεάς της υιοθεσίας εκ μέρους του Θεού, «παρ’ Ου πάσα πατριά εν ουρανοίς και επί γης ονομάζεται».
 
Η ενότητα της Εκκλησίας όμως τίθεται εν αμφιβόλω, όταν ο «φυλετισμός ή εθνοφυλετισμός», ήτοι ο επάρατος πολιτικός «εθνικισμός», εμφιλοχωρεί και διαβρώνει ως «τύφος» ή «μεταστατικό καρκίνωμα» στο ενιαίο και αδιαίρετο εκκλησιαστικό σώμα. Ενεργεί και λειτουργεί αντιευαγγελικά και αντιεκκλησιολογικά υιοθετώντας και προτάσσοντας κριτήρια παντελώς αλλότρια και αντικείμενα προς το «είναι» και την «ταυτότητα» της Εκκλησίας. Τα πάντα κρίνονται σε αναφορά προς τις έννοιες της φυλής, του έθνους, της εθνικής πατρίδος. Το «φυλετικό ή εθνοφυλετικό αίμα» τίθεται υπεράνω του «αίματος του Σωτήρος Ιησού Χριστού» διά του οποίου «περιεποιήσατο την Αγία Εκκλησία Του», το «ίδιον έθνος» και η «εθνική Εκκλησία» υπεράνω της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, η αριθμητικά και οικονομικά εύρωστη τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία υπεράνω μιάς άλλης τοπικής Εκκλησίας με ισχνότερο ποίμνιο, η εθνικιστική πολιτική υπεράνω της Ευαγγελικής εν Χριστώ Αληθείας. Καθίσταται λοιπόν απολύτως σαφές και πασίδηλο ότι η αίρεση του εθνοφυλετισμού λειτουργούσα και ενεργούσα ως «διαβρωτικός τύφος» και «μεταστατικό καρκίνωμα» εντός της Εκκλησίας -ιδιαίτατα σε ορισμένες κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες- ανατρέπει κάθε ευαγγελική, εκκλησιολογική και κανονική αρχή με αποτελέσματα άκρως επικίνδυνα για την ενότητα της αδιαιρέτου Ορθοδόξου Εκκλησίας.
 
Ο δε αμεσότατος κίνδυνος της κοσμικής και πολιτικής «ιδεολογικοποιήσεως» της Χριστιανικής Ευαγγελικής διδασκαλίας και πίστεως, της εν Χριστώ Αληθείας, υπήρξε και είναι απτός, ορατός και πασίδηλα υπαρκτός. Τούτο συνέβη και κατά την περίοδο 1870-1945 από την αντικανονική και σχισματική Βουλγαρική Εξαρχία και δυστυχώς στις ημέρες μας από το Πατριαρχείο της Μόσχας και ουχί μόνον. Ο εθνοφυλετισμός, ο οποίος μέχρι και σήμερα δυστυχώς μετουσιώνεται σε συνείδηση και σε πράξη ακόμη και εντός ορισμένων κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, επειδή είναι διχαστική, κοσμική και πολιτική ιδεολογία, εμφιλοχωρεί ύπουλα στην Εκκλησία που είναι «εν Χριστώ Οντολογία», αλλοιώνει και διαστρεβλώνει την διδασκαλία του Χριστού και παράλληλα χρησιμοποιεί την Αγία Εκκλησία και την εις Χριστόν πίστη ως «εύχρηστο όργανο και εργαλείο» προς επίτευξη αλλοτρίων, κοσμικών και πολιτικών, αντιευαγγελικών, αντιεκκλησιολογικών και αντικανονικών επιδιώξεων, σκοπιμοτήτων, μωροφιλοδοξιών, παποκαισαρικών ηγεμονισμών και «εκκλησιαστικών ιμπεριαλισμών». Έτσι η αίρεση του εθνοφυλετισμού δρα ως «λερναία ύδρα» εντός της Εκκλησίας και με τις πολλές «κακόδοξες κεφαλές» του αποπειράται να ανατρέψει «όρια α έθεντο οι Πατέρες».
 
Ο αοίδιμος και μεγάλος Θεολόγος Al. Schmemann θέτει τον «δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων» και ορίζει με σαφήνεια ότι: «…ο κίνδυνος του εθνικισμού έγκειται εν τη υποσυνειδήτως συντελουμένη μεταβολή της ιεραρχήσεως των αξιών, καθ’ ην ήδη το έθνος δεν υπηρετεί την χριστιανικήν δικαιοσύνην και αλήθειαν και εαυτό, την ζωήν δ’ αυτού δεν αξιολογεί συμφώνως προς ταύτα, αλλ’ αντιθέτως, αυτός ούτος ο Χριστιανισμός και η Εκκλησία αρχίζουν να μετρώνται και να αξιολογώνται εκ της απόψεως των «υπηρεσιών» αυτών προς το Κράτος, την Πατρίδα κτλ». Και σε άλλο σημείο ο ίδιος απερίφραστα υπογραμμίζει ότι «ο νοσηρός εκκλησιαστικός εθνικισμός αποτελεί πραγματικήν αίρεσιν εν τοις κόλποις της Ορθοδόξου Εκκλησίας, απειλούσαν όντως το έργον της σωτηρίας». Στο ίδιο πλαίσιο προσεγγίσεως του διαβρωτικού και διχαστικού τρόπου με τον οποίο λειτουργεί και δρα ο επάρατος εθνοφυλετισμός εντός του Σώματος της ενιαίας και αδιαιρέτου Ορθοδόξου Εκκλησίας, έχει παρατηρηθεί ότι: «Η Ορθοδοξία, άλλοτε ταυτόσημη με την εκκλησιαστική καθολικότητα, έφθασε να κατανοείται πρωτίστως ως εθνική θρησκεία και να ταυτίζεται με την ιστορική ιδιοπροσωπία κάθε έθνους, τις πολιτικές περιπέτειες και φιλοδοξίες του και γίνεται ουσιώδης συνάρτηση της επίσημης κρατικής ιδεολογίας. Η ίδια η λέξη «Ορθοδοξία» καταντάει να παραπέμπει σε εργαλείο εθνοφυλετισμού για την κατοχύρωση μιάς κρατικής υπόστασης και ισχύος, παρά το ότι τούτο αντιβαίνει προς την ισότητα των πάντων που διακηρύσσει ο Παύλος (Κολοσ. 3, 11-12) και έχει επίσης καταδικαστεί στη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης του 1872 με ειδικό όρο κατά του εθνοφυλετισμού. Ο εθνοφυλετισμός λοιπόν αυτός είναι απότοκος της θρησκειοποίησης του εκκλησιαστικού γεγονότος και στην Ανατολή, όπως τούτο είχε ήδη πραγματοποιηθεί στη Δύση και έγινε εισαγωγή του στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία δεν μπόρεσε να αντισταθεί σ’ αυτή την εισβολή».
 
Τα παραπάνω βέβαια δεν συνεπάγονται ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία καλεί και απαιτητικώς, στανικώς, επιβάλλει στα πιστά μέλη αυτή κληρικούς και λαϊκούς, να μην αγαπούν το «ίδιον έθνος» και την «ιδίαν πατρίδα» αυτών, αλλά υπεράνω του Θεανθρώπου Σωτήρος Ιησού Χριστού και της αδιαιρέτου Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας δεν είναι δυνατόν να τεθεί ουδείς και ουδέν, μηδέ το «φυλετικό ή εθνοφυλετικό αίμα» ή η «επίγειος Πατρίς», διότι ισχύει αμεταθέτως και αστασιάστως ότι «εις τους αλήκτους αιώνας», κατά πάντα και δια πάντα και εν πάσι» Χριστός. Στο πλαίσιο αυτό της γνησίας ευαγγελικής και εκκλησιολογικής διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας ο αοίδιμος και πολύς Μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος με την σαφή και επιτυχή διατύπωσή του επισημαίνει ότι ο εθνοφυλετισμός ως αίρεση: «…όχι μόνον αποτελεί παρέκκλησιν από της υγιούς αγάπης προς το έθνος και το κράτος, αλλά και είναι πραγματικόν εμπόδιον εις την συνεγασίαν των Ορθοδόξων Εκκλησιών εν τω κόσμω και ο μεγαλύτερος εχθρός της ενότητος της κατ’ Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας». Δεν είναι μάλιστα τυχαίο το γεγονός ότι ένα τέτοιο νοσηρό αντιεκκλησιολογικό σύμπτωμα του εθνοφυλετισμού είναι και το να θεωρεί μία τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία ότι λόγω της «αριθμητικής ή οικονομικής υπεροχής» της δύναται να επιβληθεί ηγεμονικά έναντι των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών λειτουργώντας με «παποκαισαρικά» και «ιμπεριαλιστικά» κριτήρια, τα οποία είναι παντελώς καταδικαστέα ως αλλότρια και αντικείμενα προς το «είναι» και την «ταυτότητα» της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Με την ίδια κοσμική λογική, όπως ο εθνικιστικός σωβινισμός προβαίνει αυθαιρέτως σε αξιολογική κατηγοριοποίηση των εθνών ή κρατών σε «ανώτερα και κατώτερα, τοιουτοτρόπως και ο εκκλησιαστικός εθνοφυλετισμός κατατάσσει τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες σε «ανώτερες» και «κατώτερες», σε εκείνες που είναι προορισμένες να ηγεμονεύουν επάνω στις άλλες οι οποίες υπάρχουν για να υποτάσσονται.
 
Ο αντιευαγγελικός και αντιεκκλησιολογικός «φυλετισμός ή εθνοφυλετισμός» ως αναφυόμενο «αιρετικόν ζιζάνιον» εντός του «αμπελώνος Κυρίου» υπήρξε γέννημα και θρέμμα» του πολιτικού εθνικισμού, ο οποίος ανέτειλε κατά τον 19ο αιώνα όταν πλέον ψυχορραγούσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ως σωτήρια πρόταση για την εθνική αφύπνιση των υπόδουλων στην Υψηλή Πύλη Χριστιανικών λαών, οι οποίοι ενστερνισθέντες την «εθνική ιδέα» ή «εθνοτική ιδεολογία» συνεκρότησαν ανεξάρτητα εθνικά κράτη στην χερσόνησο του Αίμου, όπου τα γνωστά χριστιανικά κράτη των Βαλκανίων ή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Τα νεοπαγή αυτά ανεξάρτητα εθνικά κράτη, συμπεριλαμβανομένου και του βαυαρόπληκτου οθωνικού «Βασιλείου της Ελλάδος» του οποίου η Ιεραρχία έδωσε το «κάκιστο παράδειγμα» δημιουργώντας «εκκλησιαστικό προηγούμενο», άρχισαν το ένα μετά το άλλο να απαιτούν και να επιβάλουν χρησιμοποιώντας ως «εύχρηστο όργανο» αυτών την τοπική ορθόδοξη Ιεραρχία τους, με αντιεκκλησιολογικό, αντικανονικό και πραξικοπηματικό τρόπο έναντι της κοινής και τροφού Μητρός αυτών Εκκλησίας, ήτοι του μαρτυρικού και καθαγιασμένου Οικουμενικού Πατριαρχείου, την ίδρυση και ανεξαρτήτων (αυτοκέφαλων) «εθνικών εκκλησιών» προκειμένου να επιτύχουν την «ολοκλήρωση» της εθνικής οντότητός τους.
 
Είναι η ανατρεπτική περίοδος του 19ου αιώνα κατά την οποία πρώτη η Ιεραρχία της ελευθέρας Μικράς Ελλάδος με πρωταίτιο τον βαυαρόπληκτο και εμφορούμενο με τις αντιεκκλησιολογικές αρχές του Κοραϊσμού (εκκλησιαστικός κοραϊσμός), Αρχιμ. Θεοκλήτου Φαρμακίδη, περί «ελευθέρας εθνικής ελλαδικής Εκκλησίας», αποκεκομμένης από του σώματος της Μητρός αυτής Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, προέβη με αντικανονικό και αντιεκκλησιολογικό τρόπο στην αυτοανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της σχισματικής «Εκκλησίας της Ελλάδος» (1833-1850), όπως απαιτήθηκε και επεβλήθη τόσο από τους ετεροδόξους ηγήτορες της βαυαρικής οθωνικής αντιβασιλείας όσο και από τους κρυπτομένους πίσω από την όλη μεθόδευση Άγγλους. Αυτό υπήρξε το «εναρκτήριο λάκτισμα» και εν συνεχεία ως «επιδημική ή μεταστατική εκκλησιαστική ασθένεια» ο εν τη αδιαιρέτω Εκκλησία επάρατος εθνοφυλετισμός οδήγησε τις υποτεταγμένες στις εκασταχού πολιτικές εθνικές ηγεσίες Ιεραρχίες και άλλων γεωγραφικών περιοχών στα Βαλκανικά εθνικά κράτη, που ως εκκλησιαστικές επαρχίες υπήγοντο μέχρι τότε στην κανονική εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, να ζητήσουν ή μάλλον να απαιτήσουν την «αυτοκεφαλία» τους ως «εθνικές ή φυλετικές τοπικές Εκκλησίες», όπως π.χ. της από το 1831 αυτονόμου Εκκλησίας της Σερβίας (αυτοκέφαλον, 1879), της Ρουμανίας (1865-1885), και αφήνουμε, σκοπίμως, στο τέλος την πλέον επικίνδυνη κατά τον 19ο αι. για την ενότητα της αδιαιρέτου Ορθοδόξου Εκκλησίας περίπτωση της αντικανονικής εθνοφυλετικής λεγόμενης Βουλγαρικής Εξαρχίας, η οποία ενεργούσα με ακραία εθνικιστικά και αντιεκκλησιολογικά κριτήρια αυτοανακήρυξε πραξικοπηματικά το έτος 1870 την αυτοκεφαλία της, η οποία εδόθη κανονικώς υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1945. Κατά δε τον 20ο αι. καταγράφεται η ίδρυση και άλλων «εθνικών ή φυλετικών Εκκλησιών», όπως της Πολωνίας το 1924, της Αλβανίας (1922-1928-1937), της Γεωργίας το 1990 και της Τσεχίας και Σλοβακίας το 1998. Πριν όμως από αυτή την «εθνοφυλετική κατάτμηση» της Ορθοδόξου Εκκλησίας σε «τοπικές εθνικές ή φυλετικές Εκκλησίες» δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι η πρώτη «εκβιαστική και μεθοδευμένη» απόσχιση από την Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και δημιουργία «εθνικής ή φυλετικής Εκκλησίας» συνέβη το 1589 όταν η Εκκλησία της Ρωσίας έλαβε την «Πατριαρχική αξία και τιμή».
 
Οι τοπικές «εθνικές Εκκλησίες» στην πραγματικότητα απετέλεσαν, δυστυχώς, επί μακράν σειρά ετών το «εθνικιστικό όχημα» στο όνομα μάλιστα της Χριστιανικής πίστεως των νεοπαγών εθνικών κρατών της χερσονήσου του Αίμου ωσάν να ήταν το «υπηρεσιακό παράρτημα» του Υπουργείου των Εξωτερικών των εθνικών κρατών τους προκειμένου να προωθήσουν την «εθνικιστική ιμπεριαλιστική» και επεκτατική τους πολιτική στις πατριαρχικές επαρχίες του ενιαίου γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας και της Θράκης, όπου συντελέστηκαν οι πλέον ανθελληνικές, αιματηρές και δολοφονικές ενέργειες από την λεγόμενη Βουλγαρική Εξαρχία. Ανάλογες διχαστικές και διαιρετικές τάσεις και συγκρούσεις υπήρξαν κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα ακόμη και στο υπό την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Άγιον Όρος λόγω του ενταθέντος Σλαβικού και δη του Βουλγαρικού και Ρωσικού εθνοφυλετισμού. Ουδέποτε λοιπόν πρέπει να λησμονούμε ότι ο Πανσλαβισμός ως προϊόν του εθνοφυλετισμού έκρουσε κάποτε την θύρα του Αγίου Όρους και ίσως έτι και σήμερα κρούει αυτήν, αλλ’ όμως «έχουσιν γνώσιν οι φύλακες». Διερωτάται μάλιστα κάθε εχέφρων και υγιώς σκεπτόμενος Ορθόδοξος πιστός σε τι εξυπηρετεί άραγε ο τόσο βαρύγδουπος τίτλος του «Προέδρου του Τμήματος επί των Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων της Ρωσικής Εκκλησίας», ο οποίος γεννά αρνητικούς συνειρμούς σκέψης, απολύτως δικαιολογημένους, επειδή ακριβώς «Υπουργείο Εξωτερικών», το οποίο υπάρχει για να ασκεί μόνο πολιτική διπλωματία, διαθέτουν μόνο τα εθνικά κράτη και όχι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, και ο έχων νουν νοείν, νοείτω…
 
Η Πρωτόθρονος και Πρωτεύθυνος στη χορεία των Ορθοδόξων κατά τόπους Εκκλησιών, Μήτηρ Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτις Εκκλησία αίρουσα αδιαλείπτως, αγογγύστως και υπευθύνως επί των ώμων αυτής τον Σταυρό της πρωτοδιακονίας για την «θεοειδή ενότητα» των Πανορθοδόξων και ως ακατάβλητος υπεραμύντορας απέκρουσε πάντοτε κατά το παρελθόν και ανθισταμένη αποκρούει και σήμερα τα «ηκονημένα βέλη» των υπό τινων προκαλουμένων ερίδων, διχοστασιών, φατριών και σχισμάτων που γεννά ο τύφος του νοσηρού εθνοφυλετισμού, αυτό το «μεταστατικό καρκίνωμα», όταν στο πάντιμο και Άγιο αδιαίρετο Σώμα της Ορθοδοξίας εμφιλοχωρεί το αντιευαγγελικό, αντιεκκλησιολογικό και αντισωτηριολογικό κριτήριο της διακρίσεως, του διαχωρισμού και της κατηγοριοποιήσεως των μελών του ενιαίου και αδιαιρέτου χριστεπωνύμου πληρώματος που δεν είναι άλλο από την εθνοφυλετική καταγωγή, το «φυλετικό αίμα».
 
Το μαρτυρικό Οικουμενικό Πατριαρχείο πάντοτε διακηρύττει ότι η Ευαγγελική Αλήθεια, η μόνη εν Χριστώ Αλήθεια, δεν «ομογενοποιεί αλλά ενοποιεί» τα ζώντα μέλη της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού σε «Σώμα Χριστού», όπου «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ• πάντες γαρ υμείς εις έστε εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. 3, 28-29).
 
Η ως άνω θεόπνευστη ρήση του Αποστόλου των Εθνών Παύλου αποτελεί οντολογική-υπαρξιακή βιωματική διακονία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη διάρκεια των 17 αιώνων της Σταυρανασίμου αυτοθυσιαστικής κενώσεώς του για την ενότητα εν Χριστώ των Ορθοδόξων. Δεν είναι μάλιστα τυχαίο το γεγονός ότι η Μήτηρ Αγία Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως στο λεγόμενο «Όρο» της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, η οποία συνεκλήθη το 1872 στην Βασιλεύουσα λόγω της αντικανονικής και αντιεκκλησιολογικής δράσεως της σχισματικής και πραξικοπηματικής Βουλγαρικής Εξαρχίας, κατεδίκασε τον εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία νοσηρό «εθνοφυλετισμό ή φυλετισμό» ως αίρεση.
 
Στην θεμελιωμένη και τεκμηριωμένη επί ευαγγελικών, εκκλησιολογικών, υγιών και γνησίων ορθοδόξων θεολογικών βάσεων «Έκθεση», η οποία κατηρτίσθη υπό της συσταθείσης ειδικής επιτροπής που εξέτασε την κακόδοξη ετεροδιδασκαλία του φυλετισμού (εθνοφυλετισμού) εστηρίχθη και ο «Όρος» της Αγίας και Μεγάλης εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου (1872). Στην «Έκθεση» εκείνη, η οποία, δυστυχώς, είναι λίαν επίκαιρος λόγω της αναζωπυρώσεως εθνοφυλετιστικών τάσεων υπό τινων τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, αναφέρονται τα εξής: «Ο φυλετισμός, ήτοι η λόγω διαφόρου φυλετικής καταγωγής και γλώσσης διάκρισις και διεκδίκησις ή εξάσκησις αποκλειστικών δικαιωμάτων παρ’ ατόμων ή ομάδων ανθρώπων ομοχώρων τε και ομοταγών, οποίαν μεν τινά δύναται να έχη υπόστασιν εις τας κοσμικάς πολιτείας, είναι ξένον της ημετέρας διαθέσεως και έξω της παρούσης ερεύνης• αλλ’ εν τη Χριστιανική Εκκλησία, κοινωνία ούση πνευματική, προωρισμένη υπό του αρχηγού και θεμελιωτικού αυτής ίνα συμπεριλάβη πάντα τα έθνη εις μίαν εν Χριστώ αδελφότητα, ο φυλετισμός είναι τι ξένον και όλως αδιανόητον• και όντως ο φυλετισμός, ήτοι η εν τω αυτώ τόπω συγκρότησις ιδίων φυλετικών εκκλησιών, πάντας δε τους ετεροφύλους αποκλειουσών και υπό μόνον ομοφύλων ποιμένων διοικουμένων, ως αξιούσιν οι οπαδοί του φυλετισμού, είναι τι όλως ανήκουστον…».
 
Σε άλλο σημείο της «Εκθέσεως» αυτής γίνεται αναφορά στις συνέπειες οι οποίες μπορούν να επέλθουν λόγω του νοσηρού εθνοφυλετισμού εντός του ενιαίου και αδιαιρέτου εκκλησιαστικού σώματος, και επισημαίνονται τα εξής: «Εκ τούτου δε οπόση και οποία προκύψει εις την Εκκλησίαν ζημία! Είτα ο φυλετικός εγωισμός, ο εν εκάστη των φυλετικών εκκλησιών αναπτυχθησόμενος, κατά τοσούτον θα καταπνίξει τα θρησκευτικά αισθήματα, ώστε δυσκόλως θα επιτρέψη εις τινα εξ αυτών να μεριμνά και να συμπράττη υπέρ της ετέρας κατά καθήκον χριστιανικόν, αλλά το πολύ εκ φυλετικών συμφερόντων• και παρά τω λαώ δε τα φυλετικά αισθήματα και τα κοσμικά συμφέροντα, θα παρακωλύσωσι την προς τους ετεροφύλους θρησκευτικήν κοινωνίαν εν τοις μυστηρίοις και εν ταις λοιπαίς ιεραίς τελεταίς. Καθόλου δε ούτως εξανθρωπίζονται τα θειότατα και ιερώτατα, το κοσμικόν συμφέρον τίθεται υπεράνω του πνευματικού και θρησκευτικού, εκάστης των φυλετικών εκκλησιών επιζητούσης το εαυτής, το δε δόγμα της «εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν» πίστεως, λαμβάνει καίριον τραύμα. Ει δε ταύτα ούτως έχουσιν, ως δη και έχουσιν, ο φυλετισμόν ευρίσκεται εις φανεράν αντίφασιν και διαμάχην προς αυτό το πνεύμα και την διδασκαλίαν του Χριστού…».
 
Οι Πατέρες της Μεγάλης εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου (1872) αφού έλαβαν υπ’ όψιν τους τα παραπάνω ευαγγελικά, εκκλησιολογικά και κανονικά κριτήρια τα οποία περιλαμβάνονται στην «Έκθεση» της ειδικής επιτροπής, συνέταξαν τον «Όρο» της Μεγάλης Συνόδου στον οποίο μεταξύ άλλων αναφέρονται τα εξής: «Αποκηρύττομεν κατακρίνοντες και καταδικάζοντες τον φυλετισμόν, τουτέστι τας φυλετικάς διακρίσεις, και τας εθνικάς έρεις και ζήλους και διχοστασίας εν τη του Χριστού Εκκλησία, ως αντικείμενον τη διδασκαλία του Ευαγγελίου και τοις Ιεροίς Κανόσι των μακαρίων Πατέρων ημών, οι και την Αγίαν Εκκλησίαν υπερείδουσι, και όλην την χριστιανικήν πολιτείαν διακοσμούντες προς θείαν οδηγούσιν ευσέβειαν… Τους παραδεχομένους τον τοιούτον φυλετισμόν και επ’ αυτώ τολμώντας παραπηγνύναι καινοφανείς φυλετικάς παρασυναγωγάς κηρύττομεν, συνωδά τοις ιεροίς κανόσιν, αλλοτρίους της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και αυτό δη τούτο σχισματικούς…».
 
Υ.Γ.: Το παρόν ιστορικό-θεολογικό κείμενο αφιερούται στην ιερά μνήμη των Πατέρων των συγκροτησάντων την Αγία και Μεγάλη εν έτει 1872 Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία κατεδίκασε τον «εθνοφυλετισμό ή φυλετισμό» εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως αίρεση.
 
(Έπεται το δεύτερο και τελευταίο μέρος στο φύλλο του ερχόμενου Σαββάτου, 16 Ιουλίου 2016)
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.