Μνημοσυνη: Ιερευς Ιωαννης Αραπογλου (η Μαυριδης) ο καλος Σαμαρειτης της Ροδοπης (1909-1960) (Μερος Α΄)

Ένας άξιος και ενάρετος Καππαδόκης Λευίτης Χριστού και Λειτουργός της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Ιερά Μητρόπολη Μαρωνείας και Κομοτηνής
  • Ιστορικό αφιέρωμα ένεκα αιωνίου μνήμης και τιμής για τον βίο και το εν γένει εκκλησιαστικό και ποιμαντικό έργο του αοιδίμου Ιερέως Ιωάννου Αράπογλου στην Ιερά Μητρόπολη Μαρωνείας και Κομοτηνής.

Πολλές φορές παντελώς εσφαλμένα έχει διατυπωθεί και γραφεί από ορισμένους ότι η αγιότητα δεν μπορεί να επιτευχθεί εν τω κόσμω και ότι κρύπτεται «εν όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης», πρόκειται δηλαδή για κάτι ακατόρθωτο τόσο για τους κληρικούς όσο και τους λαϊκούς οι οποίοι διαβιούν και διακονούν μέσα στον κόσμο με όλες τις συνεπακόλουθες μέριμνες και ζάλες του βίου τούτου. Αυτή η άκρως εκτός ορθοδόξου θεολογίας και παραδόσεως αντίληψη διαψεύδεται περιτράνως στο πρόσωπο αμέτρητων ανθρώπων, κληρικών και λαϊκών, όλων των αιώνων και των εποχών, οι οποίοι όντες εν τω κόσμω, ενίκησαν τον κόσμο, κατά την θεϊκή ρήση του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού: «θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (ΙΩ.16,33), αφού με τον όλο καθαρό και πνευματικό βίο καθώς και την εν γένει πολιτεία τους, απέδειξαν ότι ο Ευαγγελικός λόγος δεν είναι κάτι το ανεφάρμοστο για έναν άλλον, εκτός του γήινου, ουτοπικό κόσμο, ούτε πάλι ότι η αγιότητα είναι προνόμιο των ολίγων και εκλεκτών οι οποίοι εγκαταλείπουν τον κόσμο τούτο.

Ένας τέτοιος λοιπόν άξιος Λευίτης Χριστού και λειτουργός της Ορθοδόξου Εκκλησίας στου οποίου το πρόσωπο επαληθεύεται η ζώσα ανά τους αιώνες πραγματικότητα της αγιοπνευματικής εμπειρίας και ζωής της Εκκλησίας του Χριστού ότι δηλαδή η αγιότητα είναι κατορθωτή στην ζωή για κάθε άνθρωπο, υπήρξε και ο αοίδιμος γόνος της ευλογημένης, αγιοτόκου και αγιοτρόφου, γης της Καππαδοκίας Ιερεύς της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας και Κομοτηνής Ιωάννης Μαυρίδης, ο οποίος καθόλη την διάρκεια της επιγείου ζωής ηγάπησε τον Χριστό και τους ανθρώπους εξ όλης ψυχής, καρδίας και διανοίας, γενόμενος τοις πάσι και κατά πάντα φιλόστοργος Πνευματικός Πατήρ και Ποιμένας, όντως άξιος λειτουργός του εν Τριάδι Θεού και των μυστηρίων της Αγίας Εκκλησίας Του. Στο δε πρόσωπο αυτού του φιλανθρώπου, φιλοστόργου και εναρέτου Ιερέως, άνευ ουδεμίας λεκτικής υπερβολής, ευρίσκει την απόλυτη εφαρμογή και επαλήθευσή του, το του Ευαγγελίου: «Ος δ’ αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη Βασιλεία των ουρανών» (ΜΘ. 5, 19).

Ο Ιερεύς Ιωάννης Αράπογλου ή Μαυρίδης εγεννήθη την 27η Δεκεμβρίου 1909 στο Αγυρνάς (Άγιοι Ανάργυροι) της Πρωτοθρόνου Ιεράς Πατριαρχικής Μητροπόλεως Καισαρείας της Καππαδοκίας από ευλαβεστάτους και φιλοχρίστους γονείς, τον έμπορο Νικόλαο Αράπογλου και την εξ ευπόρου οικογενείας και μοναχοκόρη Μαριάνθη Καρατισάλογλου. Ο Ιωάννης ήταν το πρωτότοκο τέκνο της οικογενείας και είχε άλλα δύο αδέλφια, ήτοι τον κατά τρία έτη μικρότερο του Κυριάκο και ένα ακόμη αδελφάκι το οποίο εκοιμήθη ενώ ήταν μόλις ολίγων μηνών. Στην ευλογημένη αυτή οικογένεια η σκληρά και επώδυνη δοκιμασία έκρουσε την θύρα της, όταν κατά το έτος 1915 ο Πατέρας του μικρού Ιωάννου επιστρέφοντας έφιππος στο Αγυρνάς από την πόλη της Άγκυρας με τα εμπορεύματά του και καθοδόν, έξω από την πόλη της Καισαρείας, εδέχθη επίθεση από ενόπλους Τούρκους Τσέτες, οι οποίοι αφού τον λήστεψαν, τον δολοφόνησαν. Όπως μας διηγείται η θυγατέρα του αοιδίμου Ιερέως Ιωάννου Μαυρίδη, Ραχήλ Μαρινίδου, «οι ώρες περνούσαν βασανιστικά στο σπιτικό του μαρτυρικού Νικολάου και ενώ όλοι ανέμεναν την επιστροφή του, εκείνος ωστόσο ουδέποτε επέστρεψε… τον αναζήτησαν αλλά δεν ευρέθη. Την επομένη ημέρα επέστρεψε το άλογό του και ολίγες ημέρες αργότερα τον εντόπισαν νεκρό. Η γυναίκα του Μαριάνθη, η οποία ήταν λεχώνα μόλις 20 ημερών στο τρίτο τους παιδί, από τον πόνο του αδικοχαμένου συζύγου της εκοιμήθη σε σαράντα ημέρες, με αποτέλεσμα να μείνουν ορφανά τα τρία παιδία της οικογένειας, ο Ιωάννης σε ηλικία 6 ετών, ο Κυριάκος σε ηλικία 4 ετών και το νήπιο δύο μηνών, το οποίο μετ’ ολίγον εκοιμήθη. Η γιαγιά Θεοπίστη, μητέρα της Μαριάνθης, παρά τον θρήνο και τον δυσβάστακτο πόνο της, παρακαλούσε τον Θεό να την ενδυναμώνει προκειμένου να μεγαλώσει τα δύο ορφανά εγγόνια της, τον Ιωάννη και τον Κυριάκο».

Ο τα πάντα καλώς οικονομών φιλάνθρωπος Θεός δεν εγκατέλειψε την οικογένεια και ο νεαρός Ιωάννης αφού επεράτωσε την βασική εκπαίδευσή του στο Αγυρνάς, εν συνεχεία εφοίτησε στην παλαίφατη και περίπυστη Ιερατική Σχολή της Ιεράς Μητροπόλεως Καισαρείας, η οποία εστεγάζετο, ως γνωστόν, στην Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου στο Νιντζίδερε ή Νιντζίντερε (Φλαβιανά) της επαρχίας Καισαρείας Καππαδοκίας εκ της οποίας αποφοιτούσαν όχι μόνο άρτια καταρτισμένοι κληρικοί αλλά και εκπαιδευτικοί οι οποίοι επάνδρωσαν τα σχολεία των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων στις εκκλησιαστικές επαρχίες του πανσέπτου Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Όταν συνέβη η Μικρασιατική Καταστροφή η γιαγιά Θεοπίστη με τα δύο ορφανά εγγόνια της, τον Ιωάννη και τον Κυριάκο, αλλά χωρίς τον σύζυγό της, ο οποίος είχε πεθάνει λίγο πριν, μέσα από έναν Γολγοθά κακουχιών, περιπετειών και επώδυνων περιπλανήσεων έχοντας μαζί τους μόνο τις λιγοστές αποσκευές τους και τις εφέστιες ιερές εικόνες τους, έφθασαν αρχικώς στην νήσο Πάρο, έπειτα αποβιβάστηκαν στον Πειραιά, όπου ετέθησαν σε αναγκαστική καραντίνα, και τελικώς από θαλάσσης έφθασαν στην Αλεξανδρούπολη από όπου μετεφέρθησαν και εγκατεστάθησαν στο χωρίον Ασκητές (Σουφλάρ ή Σουφλάρι) του Νομού Ροδόπης. Στην νέα πατρίδα τους, με τα λιγοστά κτήματα που τους παρεχώρησε το κράτος και μία αγελάδα για να επιβιώσουν, η γιαγιά Θεοπίστη έπρεπε να αναθρέψει τα ορφανά, οπότε άρχισε να ασκεί και το γνώριμο σε εκείνη επάγγελμα της πρακτικής Μαμής, βοηθώντας στη γέννα τις γυναίκες όχι μόνο των Ασκητών αλλά και των πέριξ χωρίων, λαμβάνοντας ως αμοιβή όχι χρήματα, αλλά είδη πρώτης ανάγκης που φυσικά ήταν τα διάφορα βασικά τρόφιμα.

Η ένθεη αγάπη του μικρού Ιωάννου για τον Χριστό και την Εκκλησία εκδηλώθηκε από της πρώτης στιγμής και στην νέα πατρίδα του, αφού πρώτος πήγαινε και τελευταίος έφευγε από την Εκκλησία κάθε Κυριακή καθώς και σε κάθε Θεία Λειτουργία πάσης εορτής ασκώντας μάλιστα από του αναλογίου και το διακόνημα του βοηθού Ψάλτου, διακρινόμενος για την καλλιφωνία του. Παρά το γεγονός ότι λίγο αργότερα άρχισε να εργάζεται ως Κλητήρας στην Κοινότητα Μαρωνείας, όπου υπό δυσμενείς και αντίξοες συνθήκες μετέβαινε καθημερινώς πεζοπορώντας και διασχίζοντας το βουνό, φροντίζοντας παράλληλα και τον φωτισμό της Κοινότητας η οποία διέθετε φανάρια με πετρέλαιο, εντούτοις ο διακαής πόθος του και άσβεστη φλόγα της όλης υπάρξεώς του ήταν να γίνει Ιερεύς και λειτουργός των μυστηρίων της Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας. Όταν μάλιστα εργαζόταν ως Κλητήρας στην κοινότητα Μαρωνείας γνωρίσθηκε και συνδέθηκε με φιλία με τον καταγόμενο εκ Μαρωνείας τότε Αρχιμανδρίτη Μιχαήλ Κωνσταντινίδη, μετέπειτα Μητροπολίτη Κορίνθου (1939-1949) και αργότερα Αρχιεπίσκοπο Αμερικής (1949-1958), ο οποίος του είχε δωρίσει ως ενθύμιο και ένα αξίας ρολόι χεριού.

Ο τα πάντα καλώς οικονομών εν Τριάδι Θεός ευλόγησε τον γάμο του νεαρού Ιωάννου με μία ευσεβή και φιλόθεη κοπέλα, καππαδοκικής καταγωγής, την Ελισάβετ Σεβδυνίδου η οποία από μικράς ηλικίας ήταν επίσης ορφανή μητρός, και μαζί απέκτησαν τέσσερα παιδία, την Μαριάνθη, την Ραχήλ, τον Νικόλαο και την Θεογνωσία. Αφού λοιπόν συνεφώνησε η νεαρή και φιλόχριστη Ελισάβετ, ο Ιωάννης σε ηλικία 29 ετών απεφάσισε να ενταχθεί στον Ιερό κλήρο της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας και Κομοτηνής και παρόλο που γνώριζε τους ιερούς κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας και είχε μια γενική θεολογική παιδεία, λόγω της φοιτήσεως του στην υψηλού επιπέδου Ιερατική Σχολή των Φλαβιανών της Ιεράς Μητροπόλεως Καισαρείας, εντούτοις θεώρησε επιβεβλημένο να φοιτήσει στην Προπαρασκευαστική Ιερατική Σχολή της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας, την οποία είχε συγκροτήσει και λειτουργήσει ο αοίδιμος και φιλοπρόοδος Μητροπολίτης Μαρωνείας και Θάσου Άνθιμος Σαρρίδης (1922-1938), για να έχει καλύτερη θεολογική κατάρτιση.

Αν και ο Ιωάννης ως οικογενειάρχης γνώριζε τα λιγοστά έσοδα και τις πολλές οικογενειακές υποχρεώσεις της εξαμελούς οικογενείας του, εντούτοις με τα ελάχιστα χρήματά του μετέβη στην Ιερατική Σχολή της Μητροπόλεως Μαρωνείας και αφού επέτυχε στις προβλεπόμενες εξετάσεις, ενεγράφη στην Ιερατική Σχολή ως οικότροφος αυτής, αλλά επειδή η φοίτηση απαιτούσα την καταβολή διδάκτρων και τα οικονομικά του Ιωάννου ήταν πενιχρότητα, ευρέθη ο ίδιος σε σύντομο χρονικό διάστημα σε οικονομικό αδιέξοδο, αλλά η Θεία Πρόνοια δεν εγκατέλειψε τον φλεγόμενο για την Ιερωσύνη Ιωάννη και εκεί που όλα φάνταζαν μάταιος κόπος, o Ιωάννης υπέβαλε στην Γενική Διοίκηση Θράκης σχετική αίτηση διά της οποίας ζητούσε από την Κοινότητα Μαρωνείας την χορήγηση ενός χρηματικού βοηθήματος εν είδει υποτροφίας προκειμένου να συνεχίσει και να αποπερατώσει απρόσκοπτα την φοίτησή του, όπερ και εγένετο. Σύμφωνα μάλιστα με το διαβιβαστικό προς την Κοινότητα Μαρωνείας έγγραφο του Αναπληρωτού Υπουργού Γενικού Διοικητού Θράκης Ιωάννου Λαζαρίδη, το οποίο ο Πατήρ Ιωάννης καθόλη την διάρκεια της ζωής του φύλαττε ωσάν κόρη οφθαλμού και αντίγραφό του μας παρεχώρησε η θυγατέρα του, Ραχήλ Μαρινίδου, η Γενική Διοίκηση Θράκης συνηγόρησε εκθύμως για την χορήγηση της εν λόγω φοιτητικής υποτροφίας και τοιουτοτρόπως η φοίτησή του ολοκληρώθηκε αισίως και ανεμπόδιστα.

Όταν λοιπόν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου ο τότε Μητροπολίτης Μαρωνείας και Θάσου Σπυρίδων Αλιβιζάτος (1938-1940) κατά την 18ην Ιουνίου 1939 χειροτόνησε Πρεσβύτερο τον Ιωάννη Αράπογλου ή Μαυρίδη και τον τοποθέτησε στην ενορία του Αγίου Γεωργίου Ασκητών, όπου διηκόνησε το αναίμακτο θυσιαστήριο με φόβο Θεού και ανεδείχθη άξιος και ενάρετος Ποιμένας και Πνευματικός Πατήρ της λογικής Ποίμνης την οποία του ενεπιστεύθη η Εκκλησία μέχρι και το τέλος του 1940, οπότε αρχάς του 1941 μετετέθη στην ιστορική Κοινότητα Μαρωνείας, όπου διακόνησε μέχρι και στις 19 Μαΐου του έτους 1942, διότι τότε οι Βουλγαρικές εκκλησιαστικές αρχές που είχαν εγκατασταθεί στην βουλγαροκρατούμενη Θράκη και ήδη κατά τον Ιούνιο του 1941 είχαν εκδιώξει τον κανονικό και νόμιμο Έλληνα Μητροπολίτη Μαρωνείας και Θάσου Βασίλειο (1941-1952), απεφάσισαν την 20η Μαΐου 1942 μετάθεση του Πατρός Ιωάννου στην ενορία του Τιμίου Προδρόμου Πελαγίας (1942-1945) απ’ όπου διακονούσε εκ περιτροπής ως Ιερεύς και στην ενορία της Εργάνης, αναδιοργανώνοντας κυριολεκτικώς την όλη ενορία της Πελαγίας επί υγιών πνευματικών και ποιμαντικών βάσεων. Έχοντας μάλιστα ιδιαίτερη έφεση στην βυζαντινή μουσική και μεγάλη αγάπη για τα παιδία, συγκέντρωνε κάποια από αυτά και δίδασκε την βυζαντινή μουσική για να ψάλλουν σωστά και εάν επιθυμούσαν στο μέλλον να γίνουν ιεροψάλτες ή και ιερείς της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως συνέβη με κάποιο παιδάκι ονόματι Χριστόδουλος, ο οποίος τελικώς αφού έμαθε την ψαλτική τέχνη, χειροτονήθηκε Ιερέας, όπως ήταν ο παιδιόθεν διακαής πόθος του.

Οι ευσεβείς κάτοικοι της μικράς ενορίας της Πελαγίας υποδέχτηκαν με χαρά και σεβασμό τον Πατέρα Ιωάννη και επειδή δεν υπήρχε κατάλυμα της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας για τον εκάστοτε Ιερέα της ενορίας, παρεχώρησαν δύο δωμάτια, τα οποία στην πραγματικότητα ήταν δύο μικρές αίθουσες ενός παλαιού σχολείου του χωριού τους για να διαμείνει ο Πατήρ Ιωάννης μετά της πολυμελούς οικογενείας του. Κατά τα μαύρα και πέτρινα χρόνια της βουλγαρικής κατοχής ο Πατήρ Ιωάννης υπήρξε ακοίμητος φύλαξ άγγελος για το δοκιμαζόμενο Ποίμνιό του προσπαθώντας με κάθε τρόπο να το προφυλάξει από τις βουλγαρικές κατοχικές δυνάμεις εμψυχώνοντας τον καθένα ιδιαιτέρως και κρυφίως με πολύ πατρική αγάπη. Πολύ συχνά και με κίνδυνο της ζωής του λάμβανε υπό μάλης διπλωμένο το τίμιο Πετραχήλι του και με την δικαιολογία ή το πρόσχημα ότι μεταβαίνει σε κάποια οικογένεια για να διαβάσει μία ευχή, αναλόγως την περίσταση, πήγαινε πότε σε μία οικογένεια και πότε σε άλλη προκειμένου ως αληθής Πνευματικός Πατήρ και Ποιμένας να ενθαρρύνει τον απελπισμένο και δεινώς δοκιμαζόμενο από τους βουλγαροκατακτητές λαό ενσπείροντας στις ψυχές των ανθρώπων την υπομονή και την βεβαία ελπίδα, λέγοντας ότι «Ο παντοδύναμος Θεός δεν θα μας εγκαταλείψει. Αυτοί κάποτε θα φύγουν. Κάνετε ολίγη υπομονή και μην απελπίζεσθε διότι ο Θεός είναι μεγάλος και είναι μαζί μας».

Κατά την διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής ο Πατήρ Ιωάννης δοκιμάσθηκε και σε προσωπικό επίπεδο σκληρά και πολλές φορές κινδύνευσε ακόμη και η ζωή του υπό διαφορετικές συνθήκες κάθε φορά και από διαφορετικά πρόσωπα, ήτοι άλλοτε από τους Βουλγάρους και άλλοτε από τους αντάρτες. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω συμβάν, όταν ένα βράδυ εισήλθαν ξαφνικά στην οικία του δύο άγνωστα άτομα μαζί με έναν εντόπιο κάτοικο της Πελαγίας και μετά από ολιγόλεπτη συνομιλία μαζί του, εζήτησαν επιτακτικά να τους ακολουθήσει στο βουνό διότι τον χρειάζονταν. Ο Πατήρ Ιωάννης τους απήντησε ότι «από έναν ξυπόλυτο Παπά τι θα μπορούσαν να αναμένουν ότι θα τους προσφέρει». Επιπροσθέτως, τους επεσήμανε ότι «για τους κατοίκους του χωριού θα υπάρξουν αντίποινα από τους Βουλγάρους κατακτητές και ήδη ο κόσμος δοκιμάζεται σκληρά και παντού υπάρχει φόβος και απελπισία, καθώς επίσης ότι μεταξύ των χωρικών υπήρχαν και δικοί τους συγγενείς και θα κινδύνευε και η δική τους ζωή». Το μεγαλείο όμως του Ιερέως Ιωάννη ως αληθούς Πνευματικού Πατρός και φιλόστοργου Ποιμένος είναι η παρακάτω φράση του προς τους τρεις άνδρες στους οποίους είπε απερίφραστα και μετά παρρησίας: «Ως Ιερεύς έχω ιερό χρέος και υποχρέωση να προστατεύσω και συμπαρασταθώ σε όλους. Έχω τρία ανήλικα παιδία και η παπαδιά είναι σε ενδιαφέρουσα κατάσταση. Εάν θέλετε να σκοτώσετε εμένα για να μη πάθει κανείς άλλος κακό από την ενορία μου». Όταν μάλιστα τον απείλησαν ευθέως ότι εάν δεν τους ακολουθήσει, θα τον σκοτώσουν, τους απήντησε «πως εάν φύγει θα καταστραφεί όλο το χωριό, οπότε καλύτερα θα ήταν να σκοτώσουν τον ίδιο». Επιμένοντας οι άνδρες αυτοί να τους ακολουθήσει στο βουνό, του είπαν ότι εάν δεν τους ακολουθήσει ούτως ή άλλως θα τον σκοτώσουν οι Βούλγαροι, οπότε και πάλι με αυτοθυσιαστικό πνεύμα απήντησε: «καλύτερα να σκοτώσουν εμένα και μόνο οι Βούλγαροι και να σωθούν οι άνθρωποι του χωριού παρά να φύγω στο βουνό και να καταστραφεί ολοσχερώς το χωριό και να οδηγηθούν σε βέβαιο  θάνατο όλοι οι συνάνθρωποί μου», και το όλο ζήτημα έληξε εκεί και αναιμάκτως για όλους.

Οι Βούλγαροι κατακτητές όντας ενταγμένοι στην μέχρι τότε σχισματική Βουλγαρική Εξαρχία, όπως ονόμαζαν την αποκομμένη αντικανονικά από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Βουλγαρική Εκκλησία τους, έβλεπαν ιδιαιτέρως τους Έλληνες Ορθοδόξους Ιερείς ως αγκάθι στα ανθελληνικά σχέδιά τους, οπότε και ο Πατήρ Ιωάννης ευρέθη στο στόχαστρο. Όταν λοιπόν ανησυχώντας για τον αδελφό του Κυριάκο, ο οποίος ζούσε με την οικογένειά του στους Ασκητές και δεν είχε νέα του από πολλών μηνών επειδή τον παρακολουθούσαν οι Βούλγαροι, έκαμε με διάφορες δικαιολογίες συνεχείς απέλπιδες προσπάθειες προκειμένου να εξέλθει της Πελαγίας και να πληροφορηθεί την κατάστασή τους, οι Βούλγαροι τον έθεσαν σε συνεχή παρακολούθηση και κάποτε ένας Βούλγαρος χωροφύλακας εισήλθε ξαφνικά στην οικία του Ιερέως εξετάζοντας ο,τιδήποτε υπήρχε εντός των δωματίων και όταν έπεσε το βλέμμα του σε ένα ξύλινο καναπέ σκεπασμένο με σεντόνι, αφού ανασήκωσε το καπάκι του επίπλου και βρήκε λίγο κριθάρι, κατηγόρησε τον Ιερέα Ιωάννη ότι τρέφει τους αντάρτες, όπως προφανώς οι διάφοροι καλοθελητές είχαν αναφέρει στον Βούλγαρο χωροφύλακα. Ο Πατήρ Ιωάννης αρνήθηκε την κατηγορία λέγοντας ότι «το λιγοστό αυτό κριθάρι ήταν για να τρέφει τα παιδία του», οπότε ο Βούλγαρος χωροφύλακας χωρίς να προβεί σε κάποια άλλη επιθετική ενέργεια, έκλεψε το κεχριμπαρένιο κομπολόι του και έφυγε.

Η μεγάλη όμως δοκιμασία του Πατρός Ιωάννου από τους Βουλγάρους κατακτητές ήταν κατά την διάρκεια μίας Μεγάλης Εβδομάδος, οπότε, ενώ μέχρι την Μεγάλη Τετάρτη τελούσε ανεμπόδιστα τις Ιερές Ακολουθίες του Νυμφίου στις οποίες μετείχαν και ορισμένοι Βούλγαροι που ήταν εγκατεστημένοι στον Νομό Ροδόπης λόγω της Βουλγαρικής κατοχής, εξαίφνης το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης και αφού είχε αναγνώσει κατά την ακολουθία των Θείων Παθών περίπου τα μισά από τα δώδεκα Ευαγγέλια, εισβάλλουν ασεβώς στην Εκκλησία τέσσερις Βούλγαροι χωροφύλακες, ο Βούλγαρος Μουχτάρης (Πρόεδρος) και ένας ανώτερος τους Βούλγαρος αξιωματούχος, απαιτώντας από τον Πατέρα Ιωάννη να διακόψει την Ακολουθία των Παθών και να τους ακολουθήσει. Όταν ο Ιερεύς απετόλμησε να τους παρακαλέσει να του επιτρέψουν τουλάχιστον να τελειώσει την Ακολουθία των Παθών, τον άρπαξαν βιαίως και τον έσυραν εκτός του Ναού, μεταφέροντάς τον στο κτίριο της Κοινότητος, όπου τον υπέβαλαν αμέσως σε πολύωρες ανακρίσεις, κατηγορώντας τον με μίσος, βαναυσότητα και βαρβαρότητα, ενώ ο ίδιος δεν γνώριζε ποια ήταν ακριβώς η κατηγορία για την οποία ήταν υπόλογος ενώπιον των Βουλγαρικών αρχών. Μετά από πολύωρες ανακρίσεις και ενώ ήταν εξουθενωμένος, χωρίς τροφή και νερό, τον φυλάκισαν σε ένα μπουντρούμι, που ήταν το σκοτεινό, βρώμικο και υγρό υπόγειο του κτιρίου της Κοινότητος όπου ούτε οι αχτίδες του ηλίου έφθαναν από τον μικροσκοπικό φεγγίτη που υπήρχε.

Ωσάν τον φυλακισμένο Ιησού Χριστό, ως άλλος Ιερομάρτυρας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο δέσμιος Πατήρ Ιωάννης, νηστικός και άυπνος, τρεμάμενος από το κρύο και μέσα στην υγρασία και το σκοτάδι κατά τις επόμενες ημέρες εκείνης της όντως Μεγάλης Εβδομάδος των Παθών, βίωνε τον δικό του προσωπικό Γολγοθά και σήκωνε τον δικό του Σταυρό, χωρίς καμία είδηση από τον έξω κόσμο, αλλά δεν απώλεσε ουδέ προς στιγμήν την πίστη του, αλλά με πόνο ψυχής για την Εκκλησία, την ανήμπορη και απροστάτευτη οικογένειά του καθώς και για το πολυμαρτυρικό Ποίμνιό του, προσηύχετο εκτενώς και με δάκρυα στα μάτια, πικραμένος και με ματωμένη την καρδία του για την κατάφορη αδικία που βίωνε, απορώντας μάλιστα πως τον φυλάκισαν ως τον έσχατο κακούργο με ανυπόστατες κατηγορίες και συκοφαντίες. Ο λόγος βέβαια της από μέρους των Βουλγάρων φυλακίσεως του Πατρός Ιωάννου ήταν η ψευδής μαρτυρία ενός συγχωριανού ο οποίος όταν βρέθηκε στη θέση του ανακρινομένου με την κατηγορία ότι είναι αντιστασιακός και ερωτηθείς για άλλους συντρόφους του, έδωσε το όνομα του παντελώς αμέτοχου Ιερέως, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και φυλακισθεί ο Πατήρ Ιωάννης και εκείνος αφέθηκε προσωρινά ελεύθερος και παρηκολουθείτο, αλλά τελικώς έφυγε στο βουνό. Ήταν το ίδιο πρόσωπο που κάποια νύχτα είχε εισβάλει στην οικία του Ιερέως και απαίτησε να τον ακολουθήσει στο βουνό, αλλά ο Πατήρ Ιωάννης αρνήθηκε επιλέγοντας την διακονία της Εκκλησίας και του Ποιμνίου του. Ενώ δε η οικία του φυλακισμένου Ιερέως ήταν απέναντι από το κτίριο της κοινότητος όπου εστεγάζετο το κέντρο διοικήσεως των Βουλγάρων κατακτητών, εντούτοις ουδείς μπορούσε να πλησιάσει και οι ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδος παρήρχοντο αλλά όλοι οι κάτοικοι της Πελαγίας παρέμεναν κλειδαμπαρωμένοι στις οικίες τους με φόβο και λύπη για όσα συνέβαιναν στον φιλόστοργο Ιερέα τους.

Όταν ήλθε η Κυριακή του Πάσχα και οι Βούλγαροι ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί εόρταζαν την ημέρα με χορούς και τραγούδια, έφθασε η είδηση ότι στον παρακείμενο ποταμό τον οποίο επεπειράθησαν να διασχίσουν έφιπποι τρείς νεαρής ηλικίας Βούλγαροι, ο ένας εξ αυτών έπεσε από το άλογό του στα ύδατα του ποταμού αλλά μη γνωρίζοντας κολύμπι, επνίγη. Ο νεκρός εκείνος ήταν ο υιός του Βουλγάρου Μουχτάρη (Προέδρου) της Πελαγίας και ο θάνατός του από μέρους της μητρός του και της θείας του (αδελφής του Μουχτάρη) απεδόθη στην Θεία Δίκη, διότι, όπως οι ίδιες οι ευλαβείς αυτές δύο γυναίκες θρηνώντας έλεγαν, αυτό που συνέβη ήταν ο από Θεού κολασμός τους για τις ανίερες πράξεις τους να διακόψουν την Μεγάλη Πέμπτη την Ακολουθία των Παθών, να σφραγίσουν την Εκκλησία, και αδίκως να βασανίσουν και να φυλακίσουν τον αθώο Ιερέα, ο οποίος τελικώς απελευθερώθηκε την δευτέρα ημέρα του Πάσχα και μάλιστα τέλεσε ο ίδιος την εξόδιο ακολουθία του νέου ανδρός. Παρά τα όσα υπέστη ο Πατήρ Ιωάννης φθάνοντας προ του τάφου λόγω της ψευδούς μαρτυρίας εκείνου του ανδρός από την Πελαγία, ο οποίος είχε φύγει στο βουνό, ουδέποτε απεπειράθη να τον βλάψει, αλλά τουναντίον όταν το έτος 1946 άρχισαν οι δίκες των δοσιλόγων στην Ελλάδα και εκλήθη ως μάρτυρας για να δώσει την μαρτυρία του, αυτός με πνεύμα συγχωρετικότητας, μακροθυμίας και ανεξικακίας εδήλωσε ότι εκείνος ο άνθρωπος δεν είχε μεταβεί οικειοθελώς στο βουνό αλλά τον είχαν μεταφέρει βιαίως άλλοι.

Μετά από τέσσερα μαύρα και πέτρινα έτη επώδυνης και φρικτής Βουλγαρικής κατοχής στο Νομό Ροδόπης ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και τελικώς φύσηξε ο ούριος άνεμος της Ελευθερίας, οπότε πρώτος ο Πατήρ Ιωάννης με ενθουσιασμό άρχισε να χτυπά τις καμπάνες της Εκκλησίας για το χαρμόσυνο γεγονός και στη συνέχεια μαζί και με άλλους συγχωριανούς του ύψωσαν την Ελληνική Σημαία στον ιστό της Κοινότητος, δοξολογώντας το πάντιμο όνομα του εν Τριάδι Θεού για την σωτηρία της πατρίδος και του ακριτικού και μαρτυρικού λαού της Θράκης. Όπως μας ανέφερε η θυγατέρα του μακαριστού Ιερέως, Ραχήλ Μαρινίδου, «ο Παπά Γιάννης, ο οποίος παρόλο που δεν είχε χορέψει ποτέ από την ημέρα που έγινε κληρικός και ενδύθηκε το τιμημένο ράσο, εντούτοις εκείνη την πανευφρόσυνη ημέρας της Εθνικής Απελευθερώσεως της Πατρίδος Ελλάδος, αφού αφήρεσε από την κεφαλή του το καλυμμαύχι του, έσυρε πρώτος τον χορό και άπαντες οι κάτοικοι της ενορίας, άνδρες και γυναίκες, νέοι, γέροντες και γριούλες, ακόμη και μανάδες με τα νεογέννητα μωρά τους στην αγκαλιά, πιασμένοι όλοι, χέρι – χέρι, στην σειρά, χόρευαν και με δάκρυα χαράς και αγαλλιάσεως στα μάτια τους τραγουδούσαν το εξής τραγούδι:

«Χτυπάτε με τα πόδια σας/
την γη την δοξασμένη/
κι αφήστε την πικρή σκλαβιά/
στα όρη να διαβαίνει/».

Η επιστροφή της γαλήνης στην μικρή ενορία της Πελαγίας όπου ο Πατήρ Ιωάννης συνέχιζε το θεάρεστο ποιμαντικό έργο του και απολάμβανε της αγάπης και του σεβασμού των ενοριτών του διεκόπη όλως ξαφνικά, επειδή ο τότε Μητροπολίτης Μαρωνείας και Θάσου Βασίλειος, ο οποίος εξετίμησε την όλη ποιμαντική διακονία του στην Πελαγία και -παρά το γεγονός ότι σύσσωμοι οι κάτοικοι της ενορίας Πελαγίας δεν συμφωνούσαν- απεφάσισε τελικώς την, κατά την 19η Σεπτεμβρίου 1945, μετάθεσή του στην χηρεύουσα ενορία  Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ροδίτη  με το σκεπτικό ότι από εκεί θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τις λειτουργικές και ποιμαντικές ανάγκες και των πλησιόχωρων ενοριών που δεν είχαν Ιερέα, όπως του Θρυλορίου, της Καλλιθέας, του Πρωτάτου, των Αμφίων, της Αρίσβης κ.ά.

Ο Πατήρ Ιωάννης μαζί με την πολυμελή οικογένειά του εγκατεστάθη στην ενορία Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ροδίτη περί τα τέλη Οκτωβρίου του 1945 και άρχισε με ένθεο ζήλο την ποιμαντική του διακονία στη νέα του ενορία, αλλά το αξιοθαύμαστο είναι ότι χωρίς γογγυσμό και με τον ίδιο ιερατικό ζήλο διακονούσε και τις μεγάλης αποστάσεως ενορίες του Θρυλορίου, της Καλλιθέας, του Πρωτάτου, των Αμφίων, της Αρίσβης, οι οποίες δεν είχαν μόνιμο Ιερέα. Επειδή μάλιστα δεν υπήρχε κατ’ εκείνα τα δύσκολα χρόνια συγκοινωνία και προκειμένου να φθάσει εγκαίρως στις ενορίες αυτές για να λειτουργήσει, εβάδιζε ώρες ολόκληρες πεζοπορώντας μέσα σε λασπωμένους δρόμους ή κάτω από τον καυτό ήλιο, αλλά ουδέποτε έβγαινε από το στόμα του λέξη αντιδράσεως, οργής, δυσθυμίας ή γογγυσμού. Πηγαίνοντας από το εσπέρας του Σαββάτου στην εκτός της έδρας του ενορία για να τελέσει τον Εσπερινό, έμενε την νύχτα είτε στην οικία του Εκκλησιαστικού Επιτρόπου είτε στην οικία του Ιεροψάλτου. Την επομένη ημέρα, μετά την Θεία Λειτουργία, όπου πάντοτε εκήρυττε από καρδίας και με λόγο απλό, κατανοητό και κυρίως μεστό περιεχομένου, επέστρεφε και πάλι στον Ροδίτη χαρούμενος και πεπληρωμένος Θείας Χάριτος και ευφροσύνης διότι είχε τελέσει το μέγα μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και δεν είχε αφήσει αλειτούργητους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς τόσων ενοριών τις οποίες εκ περιτροπής λειτουργικώς εξυπηρετούσε.

Όλα γινόταν από μέρους του Πατρός Ιωάννου με ένθεη αγάπη και θυσιαστικό πνεύμα, ουχί για προβολή ή χρήματα, αλλά μόνο και αποκλειστικώς για την δόξα του Θεού και την σωτηρία των ανθρώπων, θεωρώντας μάλιστα ο ίδιος ότι αυτό το λειτουργικό έργο του ήταν μία άνωθεν δωρεά του Θεού, ο οποίος τον αξίωνε κάθε φορά να το φέρει σε αίσιο πέρας παρά την κόπωση λόγω της χιλιομετρικής αποστάσεως και των κακών καιρικών συνθηκών. Άξιο ιστορικής μνείας είναι επίσης το γεγονός ότι μεταξύ των ετών 1947-1949, επειδή τόσο ο Ροδίτης όσο και τα πέριξ χωριά στα οποία διακονούσε ως λειτουργός ο Πατήρ Ιωάννης είχαν αδειάσει λόγω του εμφυλίου πολέμου, η Ιερά Μητρόπολη Μαρωνείας είχε καλέσει τον ευλαβέστατο αυτό Λευίτη του Θεού να διακονεί το αναίμακτο θυσιαστήριο τόσο στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παναγία) Κομοτηνής όσο και στον Κοιμητηριακό Ναό Ζωοδόχου Πηγής, ο οποίος ευρίσκεται στο Δημοτικό Κοιμητήριο της Κομοτηνής.

Υ.Γ. Για την συγγραφή του παρόντος αφιερωματικού κειμένου εκφράζουμε από καρδίας και ολοθύμως θερμές ευχαριστίες στην θυγατέρα και την εγγονή του αοιδίμου και μακαριστού Ιερέως Ιωάννου Μαυρίδη, κ.κ. Ραχήλ και Παρασκευή (Βούλα) Μαρινίδου, οι οποίες προθύμως ανταποκρίθηκαν στην παράκληση του γράφοντος και φιλοτίμως προσέφεραν το σχετικό υλικό και τις φωτογραφίες στον γράφοντα. Το δεύτερο και τελευταίο μέρος του αφιερωματικού κειμένου θα δημοσιευθεί το Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2021.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.