Μ.Ι. Βαρβουνης, Καθηγητης Λαογραφιας του Δ.Π.Θ.: Ο Ζαφειρης Μεκος και το πολυπολιτισμικο υποβαθρο της θρακικης παραδοσης

Ο Ζαφείρης Μέκος, ως ενεργός και σκεπτόμενος πολίτης, προβληματίστηκε έντονα από τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της θρακικής καθημερινότητας, τον οποίο αποτύπωσε σε σειρά βιβλίων του. Θα άξιζε μάλιστα να τονιστεί ότι την πολυπολιτισμικότητα αυτή εξέτασε όχι μόνο στο επίπεδο των κάθε είδους μειονοτήτων της περιοχής, αλλά και όσον αφορά τις πολλές και ποικίλες εθνοτικές ομάδες του θρακικού χώρου, προϊόν βεβαίως των ιστορικών περιπετειών του τόπου.
 
Το βιβλίο του «Οι Πομάκοι στη Θράκη», με υπότιτλο «Η ιστορία, η καθημερινή ζωή, το ιερονομικό δίκαιο, οι γιορτές, η θρησκεία, ο κοινωνικός βίος και η εξέλιξή του (Θεσσαλονίκη 2001, εκδ. Ηρόδοτος, σελ. 111) αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του τρόπου με τον οποίο ο κ. Μέκος πλησιάζει και παρουσιάζει τη μουσουλμανική μειονότητα, και μάλιστα ένα από τα πλέον πολύπαθα και ενδιαφέροντα κομμάτια της, τους πομάκους.
 
Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι έλληνες συγγραφείς ασχολούνται με τους Πομάκους της Θράκης, σε μια προσπάθεια να γίνουν περισσότερο γνωστοί αυτοί οι αινιγματικοί, μέχρι πρότινος κάτοικοι της Ροδόπης. Στο κλίμα αυτό εντάσσεται και η μελέτη του κ. Ζαφείρη Μέκου, ο οποίος έχει παραλλήλως μελετήσει πολλά θέματα σχετικά με την μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης στην κοινωνική, οικονομική και νομική της υπόσταση.
 
Το βιβλίο αναφέρεται με συντομία στην ιστορία, την καθημερινή ζωή, το ιερονομικό δίκαιο, τις γιορτές, τη θρησκεία, τον κοινωνικό βίο (γέννηση – γάμο – θάνατο) και την εξέλιξη των Πομάκων, καλύπτοντας τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια. Το ενδιαφέρον είναι ότι πέρα από τη βιβλιογραφία, ο συγγραφέας μας γνωρίζει από αυτοψία τους Πομάκους, τόσο στο νομό Ξάνθης, όσο και στο νομό Ροδόπης, έτσι περιγράφει με ενάργεια τις αλλαγές που με το χρόνο και την είσοδο της τεχνολογίας ήρθαν στη ζωή τους, κινούμενος από το παρόν στο παρελθόν και αντιστρόφως. Απολαυστική, για παράδειγμα, είναι η αναφορά του στη διαβίωσή του σε κάποιο πομακοχώρι, όταν, πριν μερικά χρόνια, είχε ορισθεί εκεί δικαστικός αντιπρόσωπος σε εκλογές.
 
Αυτή η προσωπική ψηλάφηση των πραγμάτων είναι που δίνει ιδιαίτερη αξία σε κάποιες αναφορές του, ώστε όσα γράφει για την προπαγάνδα που συστηματικά ασκείται στους Πομάκους, να αγγίζει το πρόβλημα στην καρδιά του, αφού δίνει απτά παραδείγματα των αποτελεσμάτων που έχουν παρόμοιες διαδικασίες. Αλλά και τα παραρτήματα του βιβλίου, με αποφάσεις του μουφτή, έγγραφα και φωτογραφίες, έχουν ιδιαίτερη αξία για τον μελετητή, αφού θίγουν διαστάσεις που είναι λίγο γνωστές ή προσέχονται ελάχιστα απ’ όσους ασχολούνται με τα περί του Πομάκους ζητήματα.
 
Προσεγγίζοντας επιλεκτικά, αλλά και κριτικά, τη βιβλιογραφία, με ζωντανό και βιωματικό τρόπο, ο συγγραφέας κατορθώνει να παρουσιάσει ολοκληρωμένα και πειστικά τη δική του άποψη, κάτι που σπάνια συμβαίνει σε θέματα πολυδουλεμένα, όπου οι βιβλιογραφικές παραπομπές συνήθως λειτουργούν ως σειρήνες. Τα σχετικά πάλι με την καθημερινή ζωή, τα έθιμα και τις γιορτές έχουν ιδιαίτερη λαογραφική αξία, μιας και η λαογραφική μελέτη των Πομάκων δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Το βιβλίο λοιπόν αυτό μπορεί να διαβαστεί με το ίδιο ενδιαφέρον τόσο από τον ειδικό όσο και από τον φιλίστορα και ενημερωμένο μέσο αναγνώστη, αφού το υλικό του καταφέρνει να λειτουργεί σε διάφορα επίπεδα, ενώ στα τελευταία του κεφάλαια θίγει και το ζήτημα του νομικού καθεστώτος, το οποίο σπάνια λαμβάνεται υπόψη σε λαογραφικές, ιστορικές και ανθρωπολογικές προσεγγίσεις.
 
Ο κ. Μέκος κατάφερε να συνθέσει ένα έργο με στοιχεία πρωτοτυπίας για ένα θέμα που, όπως ανέφερα παραπάνω, ενδιαφέρει όλο και περισσότερο την έρευνα. Γι’ αυτό και το βιβλίο του θα χρησιμοποιηθεί, πιστεύω, ποικιλοτρόπως από τη μεταγενέστερή του βιβλιογραφία, αφού κοντά στη γνώση προσφέρει το βίωμα, και κοντά στην έρευνα προσθέτει την εμπειρία, στοιχεία που όλο και περισσότερο λείπουν, όσο περνούν τα χρόνια, από παρόμοιες συγγραφικές και συνθετικές προσπάθειες.
 
Σε παρόμοιο μήκος κύματος κινείται και το βιβλίο του «Μουσουλμάνοι, Αρμένιοι και Εβραίοι συμπολίτες μου Κομοτηναίοι. Πρόσωπα, χρονολογίες, συνεντεύξεις, τραγούδια, φωτογραφίες» (Θεσσαλονίκη 2007, εκδ. Αντ. Σταμούλη, σελ. 233). Κι εδώ ο υπότιτλος είναι απολύτως ενδεικτικός των προθέσεών του «Η αρμονική και ειρηνική συνύπαρξη διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, παραδόσεων, θρησκειών και πολιτισμών», όπως ενδεικτικός είναι επίσης για την πραγματική κατάσταση που επικρατεί στη Θράκη, όπως βιωματικά τη γνωρίζουμε.
 
Στο βιβλίο του ο κ. Μέκος πραγματεύεται τα σχετικά με το μουσουλμανικό, το αρμενικό και εβραϊκό στοιχείο της πόλης μας, με τρόπο άμεσο και ουσιαστικό, μέσα από υλικό που έχει συγκεντρώσει εδώ και χρόνια, μέσα από συνεντεύξεις – τις οποίες παραθέτει αυτούσιες – τραγούδια και πολλές φωτογραφίες. Διασώζει έτσι πληροφορίες από την καταγραφή της προσωπικής προφορικής παράδοσης, μέσα από τη μνήμη, στο περιεχόμενο και την, εκλεκτική συχνά, λειτουργία της οποίας έχουν στραφεί, τα τελευταία χρόνια, κλάδοι της λαογραφίας, αλλά και της κοινωνικής και της πολιτισμικής ανθρωπολογίας.
 
Με τον άμεσο και ανθρώπινο τόνο που επιβάλλει μια φιλική συνομιλία, αποτυπώνονται στο βιβλίο αυτό πρόσωπα και χρονολογίες, γεγονότα και συγκυρίες, αντιλήψεις και νοοτροπίες, συμπεριφορές και εθιμικές πρακτικές για τα σύνοικα των χριστιανών πληθυσμιακά στοιχεία της Κομοτηνής. Πέρα από την ολοφάνερη χρησιμότητα του βιβλίου ως πηγής για τη λαογραφία των μουσουλμάνων της Θράκης – για την οποία, όπως και με άλλη ευκαιρία έχουμε εκθέσει, ελάχιστα βιβλιογραφικά δεδομένα διαθέτουμε – ο συγγραφέας μας δείχνει πως μπορούν οι διαφορετικές θρησκείες να αποβούν παράγοντες ειρηνικής και αρμονικής πολυπολιτισμικής συνύπαρξης, αφού οι μουσουλμάνοι της Θράκης ούτε διώχνουν, ούτε εκδιώχθηκαν, σε αντίθεση βεβαίως με τους ρωμιούς της Πόλης, της Σμύρνης, της Ίμβρου και της Τενέδου.
 
Όπως όμως κι ο ίδιος σημειώνει, είναι απάνθρωπο οι απλοί άνθρωποι να υφίστανται τις  συνέπειες της πολιτικής οξύτητας. Σε κάθε περίπτωση, οι αφηγήσεις του βιβλίου φανερώνουν το υψηλό επίπεδο θρησκευτικών και κοινωνικών ελευθεριών που απολαμβάνουν οι μουσουλμάνοι, οι Εβραίοι και οι Αρμένιοι της Θράκης. Άλλωστε, η αρμονική συνύπαρξη φαίνεται και από το γεγονός ότι τις καλές προσωπικές του σχέσεις χρησιμοποιεί ο συγγραφέας ως μοχλό για να πλησιάσει τους πληροφορητές του, και να συνομιλήσει μαζί τους.
 
Οι συνεντεύξεις χωρίζονται, ορθότατα κατ’ εμέ κριτή, ανάλογα με το επάγγελμα, δηλαδή την οικονομική και κοινωνική θέση, του καθένα πληροφορητή. Απολύτως εύλογο, αφού η υλική αυτή βάση είναι που καθορίζει και το πνευματικό εποικοδόμημα, στο οποίο ανήκει και ο λαϊκός πολιτισμός. Διέρχεται έτσι καθέτως την παραδοσιακή κοινωνία, και μας παρέχει υλικό άξιο προσοχής και εγκυρότατο, για τις μελλοντικές επιστημονικές του χρήσεις, τις οποίες και προηγουμένως υπαινίχθηκα. Και βέβαια, το βιβλίο αυτό για μια ακόμη φορά δείχνει τον πλούτο του υλικού που παρέχει η ελληνική Θράκη και ιδιαίτερα η Κομοτηνή και η περιοχή της, με τα ποικίλα πληθυσμιακά στοιχεία, τους διάφορους σύνοικους πολιτισμούς, τις συνυπάρχουσες θρησκείες και τις διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις.
Αυτός ο θρακικός κοσμοπολιτισμός, που αναπτύχθηκε σε χρόνο ανύποπτο και με τρόπο τέτοιο ώστε να μην συγχωνευθούν, αλλά να διατηρηθούν σεβαστικά και ακέραια τα επιμέρους συστατικά του, αποτελεί σήμερα πιλοτική περίπτωση για όλη την ελληνική κοινωνία, που με έκπληξη βλέπει την πολυπολιτισμικότητα να κερδίζει συνεχώς έδαφος στα όριά της. Αλλά και στα πλαίσια της επερχόμενης παγκοσμιοποίησης των πολιτισμών, η Κομοτηνή αποτελεί φωτεινό παράδειγμα προς μίμηση. Ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας των συνεντεύξεων και το περιεχόμενο των περιγραφών του βιβλίου αυτού οδηγούν τον καλόπιστο αναγνώστη στην διαπίστωση αυτών ακριβώς των αρχών που εγγυώνται την ισότιμη και αρμονική συνύπαρξη διαφορετικών πληθυσμών. Είναι μια διεργασία και μια γνώση που μας χρειάζονται όλο και περισσότερο πανελλαδικώς.
 
Αποτελεί λοιπόν, το βιβλίο αυτό του κ. Μέκου πολυεπίπεδο ανάγνωσμα, ευχάριστο και  διδακτικό, καταγραφικό αλλά και έμπρακτα ερμηνευτικό. Και αυτό επειδή η κοινωνική σοφία του συγγραφέα και των πληροφορητών του διαφαίνεται ζωντανή πίσω από τις απλές λέξεις και τις διατυπώσεις. Είναι ένα βιβλίο για την αρμονική συνύπαρξη λαών και παραδόσεων, θρησκειών και πολιτισμών απ’ αυτούς τους ίδιους που έκαμαν πράξη και βίωσαν προσωπικά την συνύπαρξη τούτη∙ κι εδώ βρίσκεται η ιδιαίτερη αξία των γραφομένων, αλλά και όλου του εγχειρήματος, συνολικά. Το βιβλίο του κ. Μέκου ξεφεύγει από την καταγραφή της προσωπικής και της οικογενειακής μνήμης – όπως την έχουμε δει σε πλήθος παρόμοιων, αυτοβιογραφικών όμως, καταγραφών παιδικών αναμνήσεων και εφηβικών εντυπώσεων, που τον τελευταίο καιρό βλέπουν το φως της δημοσίευσης σχεδόν ομαδικά και προχωρά στην αποτύπωση της κοινωνικής μνήμης. Εκεί βρίσκεται και η ιδιαίτερη αξία του.
 
Τις ίδιες αρχές ακολουθεί ο κ. Μέκος και όταν αφηγείται την ιστορική πορεία της ίδιας του της οικογένειας, στο βιβλίο «Ριζώσαμε στην Κομοτηνή, από τη Μάνη (1800), την Πόλη και τη Γωνιά της Κυζίκου (1900)» (Θεσσαλονίκη 2002, εκδ. Ηρόδοτος, σελ. 214). Και έχει ίσως τη σημασία του να καταθέσω ότι τον κ. Ζαφείρη Μέκο, πριν τον γνωρίσω στην Κομοτηνή το 1993, τον ήξερα βιβλιογραφικώς. Η προσωπική γνωριμία ενίσχυσε την εντύπωση που είχα αποκομίσει από τα βιβλία του, ότι πρόκειται για έναν ενδιαφέροντα άνθρωπο, με γνώση και αγάπη για τον τόπο και την επιστήμη του. Κι οι ενδιαφέροντες άνθρωποι είναι πάντοτε γοητευτικοί όταν αφηγούνται, και γοητευτικότεροι ακόμη όταν αποτυπώνουν στο χαρτί τις αφηγήσεις, τα βιώματα, τις οικογενειακές παραδόσεις και τις μνήμες τους.
 
Ο υπότιτλος και πάλι μακροσκελής, αλλά και πλήρως διαφωτιστικός: «Πόλεμοι, καταστροφές, προσφυγιές, εμφύλιες διαμάχες, κατοχές. Ιστορική και λαογραφική προσέγγιση της ιστορίας της νεότερης και σύγχρονης Θράκης και Κομοτηνής». Μάλιστα, το επιμύθιο του βιβλίου αυτού υπογράφει ο τότε Δήμαρχος Κομοτηνής μακαριστός Γεώργιος Παπαδριέλλης, γόνος και ο ίδιος επήλυδων Κομοτηναίων.
 
Στο βιβλίο αυτό συγκεντρώνονται πληροφορίες για την οικογένειά του, απ’ τον Ζαφείρη Ζαφειριάδη της Μάνης που έγινε Ζαφείρης Μέκκας στην Πόλη, ως τον Θοδωρή Μέκκα, τον Κώστα Μέκκο και τον Ζαφείρη Μέκο, τον ίδιο δηλαδή τον συγγραφέα, απ’ τη Μάνη στην Πόλη, τη Γωνιά, την Κύζικο και την Κομοτηνή. Ο τρόπος όμως της αφήγησης ξεπερνά τα στενά δεδομένα μιας οικογενειακής ιστορίας. Ο συγγραφέας καταγράφει γλαφυρά και απολαυστικά όσα έχει ακούσει για την καθημερινή ζωή, τους ανθρώπους, τα ήθη και τα έθιμα, τα συνταρακτικά ιστορικά γεγονότα του α΄ μισού του 20ού αιώνα με τους πρωταγωνιστές τους, τον υλικό και κοινωνικό βίο τους. Πόλεμοι, καταστροφές, προσφυγές, εμφύλιες διαμάχες, κατοχές αλλά και μικρές ευτυχισμένες στιγμές, όνειρα, αισιοδοξίες και απογοητεύσεις, όλ’ αυτά πλέκουν τον καμβά όπου κεντά την γοητευτική του αφήγηση.
 
Το βιβλίο αυτό συμβάλλει τόσο στη λαογραφία, με την αστική μάλιστα εκδοχή της, όσο και την ιστορία, αφού είναι γνωστό πως λείπουν από τη βιβλιογραφία μας μελέτες για την νεότερη και σύγχρονη ιστορία της Κομοτηνής, για την ιστορία της οποίας γενικώς υπάρχουν λίγα στοιχεία, τα οποία έχει συγκεντρώσει μεθοδικά ο Νικ. Μουτσόπουλος στη «Θρακική Επετηρίδα» 7(1987-1990), σ. 171-199, έτσι το βιβλίο του κ. Μέκου έρχεται να προστεθεί στις προσωπικές και αυτοβιογραφικές (τουλάχιστον ως προς το τελευταίο τμήμα του) αφηγήσεις που τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν, και μέσα απ’ τις οποίες ο ιστορικός του μέλλοντος θα επιχειρήσει τη σύνθεση και τη συγγραφή της ιστορίας της πόλης.
 
Γι’ αυτό και είναι χρησιμότατη ως και η παραμικρή λεπτομέρεια που διασώζει, ιδίως εκεί που αναφέρεται στην Κομοτηνή, όπου η ανυπαρξία σχεδόν αρχείων, οργανωμένων συλλόγων και σειρών ακόμη του τοπικού τύπου, κατά το 19ο  και 20ο αιώνα, καθιστούν το έργο της συνθετικής ιστορικής και λαογραφικής προσέγγισης δύσκολο και, κάποτε, αδύνατο.
 
Τα τελευταία χρόνια η μελέτη της προφορικής ιστορίας και των αυτοβιογραφικών διηγήσεων αποτελεί προτεραιότητα της λαογραφίας, της ιστορίας και της πολιτισμικής ανθρωπολογίας. Το βιβλίο του κ. Μέκου προσφέρει άφθονο σχετικό υλικό, που πιστεύω ότι θα εκτιμηθεί δεόντως από τους αντίστοιχους επιστημονικούς κλάδους. Κι αυτό επειδή δεν περιορίζεται σε εξιστόρηση προσωπικών ή οικογενειακών συμβάντων, αλλά προχωρεί σε συνολικές και ολοκληρωμένες εικόνες ζωής, στην περιγραφή του κλίματος, του ιδεολογικού και εθιμικού περίγυρου, των συνθηκών και των όρων διαβίωσης, κι όλ’ αυτά χωρίς να θεωρητικολογεί, με μιας ανάλαφρη, εύληπτη και ευχάριστη γραφή, που κρύβει όμως βάθος πληροφοριών και τη σοφία της εποπτείας και εμπράγματης γνώσης όσων αφηγείται.
 
Μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας διαφαίνεται η ιστορία ενός τόπου, της Θράκης, και πολλών πόλεων, η διαδρομή μιας γενιάς και η πορεία ενός έθνους, σε μερικές από τις πλέον δύσκολες και κρίσιμες στιγμές της μακραίωνης ύπαρξής του. Δεν είναι επιστημονικό το βιβλίο αυτό, γι’ αυτό και μπορεί άνετα να διαβαστεί απ’ τον καθένα, είναι όμως ενδεικτικό δεδομένων και στοιχείων που η επιστήμη μελετά, και για τα οποία οι επιστήμονες ενδιαφέρονται. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται όχι μόνο η χρησιμότητά του, αλλά και η διπλή του λειτουργικότητα που ενισχύονται από το πλούσιο, και εν πολλοίς ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό διαφόρων ιδιωτικών συλλογών, που κοσμεί τον τόμο.
 
Σε ένα βιβλίο του δημοσιευμένο το 2005, και πάλι στη Θεσσαλονίκη και από τις εκδ. Αντ. Σταμούλη, με τίτλο «Ενθύμιον Κομοτηνής» (σελ. 300), ο κ. Μέκος προεκτείνει τη μέθοδό του να καταγράφει και να ιστορεί από την οικογένεια στην πόλη, από τη σφαίρα του ιδιωτικού στον δημόσιο χώρο. Το δηλώνει και πάλι ο υπότιτλος: «Η ιστορία, η εικόνα και η ζωή της πόλης και των ανθρώπων της στις προηγούμενες τρεις γενιές».
 
Το βιβλίο αυτό δεν είναι επιστημονικό, νομικού ή εθνικού περιεχομένου, όπως συνήθως συμβαίνει με τα δημοσιεύματα του κ. Μέκου. Αποτελεί κατάθεση καρδιάς και εμπειρίας, έκφραση αγάπης προς την Κομοτηνή μας και ευλαβική αναφορά για τους κατοίκους της, τους συμπολίτες μας Κομοτηναίους των πέντε, περίπου, τελευταίων δεκαετιών. Έχει γι’ αυτό όχι μόνο πληροφοριακή, αλλά και έντονη συναισθηματική υφή, καθώς παρουσιάζει πρόσωπα και γεγονότα με έναν επαινετό υποκειμενισμό, αφού ο συγγραφέας του αν συμφωνεί στο χαρτί τις αναμνήσεις και τις κρίσεις του.
 
Γι’ αυτό και ασχέτως του αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με τις εκτιμήσεις του, δεν μπορεί να μην θαυμάσει τη ζωντάνια και τη γλαφυρότητα της περιγραφής. Ισχύει αυτό μάλιστα και για τις πλέον υποκειμενικές διαπιστώσεις του, όπως είναι τα όσα γράφει για την πολιτική κατάσταση και την αποτίμησή της, αν και διαφωνώ με πολλές από τις πολιτικές θέσεις και κρίσεις του, δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω τη νηφαλιότητα, την ηρεμία και την υφολογική εκλέπτυνση που κρύβεται πίσω τους, που μπορεί να διαπιστωθεί ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου του κ. Μέκου.
Ωστόσο, η απόλαυση από την ίδια την ανάγνωση του έργου συνδυάζεται με το όφελος των όσων καταγράφονται στο βιβλίο για τον μελλοντικό ιστορικό της Κομοτηνής, που θα βρει εδώ μια πρώτης τάξεως μαρτυρία, ως πηγή για τις συνθετικές και ερμηνευτικές ιστορικές προσεγγίσεις του. Θυμίζω εδώ ότι στην ιστορία και στη λαογραφία οι πηγές αυτές χρησιμοποιούνται ευρύτατα ως πρωτογενές υλικό, με την προϋπόθεση ότι ο ιστορικός ή λαογράφος θα πρέπει να έχει υπόψη του ότι πρόκειται για ατομικές θεωρήσεις, πάντοτε υπό το πρίσμα της ιδιαίτερης οπτικής γωνίας του συγγραφέα τους, η οποία με τη σειρά της καθορίζεται από την ιδεολογία, τις νοοτροπίες, και την ιδιαίτερη προσωπικότητά του, από την ίδια δηλαδή τη στάση ζωής του απέναντι στα σπουδαία ζητήματα του τόπου και της εποχής του.
 
Ο κ. Μέκος περιγράφει τα πρόσωπα στο πλαίσιο της πόλης, της Κομοτηνής και αποτυπώνει τη ζωή της πόλης από τα πρόσωπα των κατοίκων της. Μας δείχνει έτσι ότι στη σκέψη του οι άνθρωποι και ο τόπος αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο, δύο άξονες μέσα στους οποίους εγγράφεται αρμονικά το ιστορικό γίγνεσθαι. Συνεχίζει έτσι μια διαφωτιστική παράδοση της ελληνικής λογιοσύνης, που κρατά ήδη από τα χρόνια του Γρ. Κωνσταντά και του Δημ. Φιλιππίδη των περίφημων Δημητριέων του νεοελληνικού διαφωτισμού. Η παρατήρηση αυτή δεν είναι γραμματολογικής υφής, δείχνει τις ρίζες και τις καταβολές της σκέψης του, αλλά και τα θεμέλια της συγγραφικής του πρακτικής. Έτσι, ο κ. Μέκος παρέχει ολοκληρωμένες εικόνες ζωής, που αλληλοδιαδοχή και συναρμογή τους μπορούν να παρουσιάσουν, στα μάτια του αναγνώστη, το πολύχρωμο ψηφιδωτό της αστικής ζωής στην Κομοτηνή, από τα μέσα του 20ου αιώνα και μετά.
 
Με όσα προηγήθηκαν, θέλησα να δείξω ότι το βιβλίο αυτό δεν περιλαμβάνει μια απλή καταγραφή ηθογραφίας της Κομοτηνής, αλλά ότι περιέχει μια εύληπτη μορφή αστικής λαογραφίας της πόλης, η οποία θα ήταν ίσως και επιστημονικότερη, αν είχε διατυπωθεί κα εμφανιστεί διαφορετικά. Οι προθέσεις βεβαίως του συγγραφέα δεν είναι να αφήσει ένα έργο επιστημονικό, αλλά να καταγράψει τη ζωή και τα πρόσωπα της πόλης του, στο διάστημα και της δικής του ζωής στην Κομοτηνή. Τους στόχους αυτούς ο κ. Μέκος καλύπτει με επάρκεια και πληρότητα, γι’ αυτό και το βιβλίο του αυτό όχι μόνο πλουτίζει τη σχετική πενιχρή βιβλιογραφία της Κομοτηνής, αλλά και θα πρέπει να στολίζει κάθε βιβλιοθήκη της πόλης, ώστε να θυμούνται οι παλαιότεροι και να γνωρίζουν οι νεότεροι.
 
Η μνήμη, η πολιτισμική μνήμη ιδίως, αποτελεί μηχανισμό αυτοάμυνας και αντίστασης απέναντι στις αλλοτριωτικές τάσεις των καιρών μας. Την μνήμη αυτή καλλιεργεί το βιβλίο του κ. Μέκου, γι’ αυτό και όχι μόνο είναι σημαντικό έργο, αλλά θα πρέπει να εκληφθεί και ως ένας μόνο σταθμός σε ένα μακρινό και παραγωγικό συγγραφικό ταξίδι, που οπωσδήποτε συνεχίζουμε, και το οποίο εδώ απλώς και αδρομερώς ιχνηλατούμε.
 
Το ταξίδι αυτό χάρισε στον κ. Ζαφείρη Μέκο πολλές και σημαντικές εμπειρίες, που τις αποτύπωσε το βιβλίο του «Τη Θράκη και τα μάτια σας», το οποίο εκδόθηκε το 2000 από τις εκδ. Ηρόδοτος (σελ. 123). Με βάση όλη αυτή την εμπειρία του, με άριστη, βιωματική και θεσμική, εμπειρική και θεωρητική γνώση της θρακικής πολυπολιτισμικότητας, τόσο σε επίπεδο μειονοτήτων, όσο και σε επίπεδο εθνοτικών ομάδων, ο κ. Μέκος προχωρά εδώ σε διαπιστώσεις και συμπεράσματα, που είναι πολύτιμα για την μελλοντική διαχείριση, σε πολιτισμικό, κοινωνικό, θρησκευτικό και πολιτικό επίπεδο της θρακικής πολυπολιτισμικότητας, εκκινώντας πάντοτε από την αγαπημένη μας Κομοτηνή. 
 
Για τα βιβλία του κ. Ζαφείρη Μέκου έχω και στο παρελθόν εκφραστεί, όποτε μου κάνει την τιμή να μου εμπιστευθεί τον πρόλογό τους. Είναι το κέρδος μου διπλό από τους προλόγους αυτούς: κρατούν ενεργή μια φιλία πολύτιμη για μένα και μαζί μου δίνουν το προνόμιο να είμαι από τους πρώτους αναγνώστες των πάντοτε επιμελημένων χειρογράφων του, πολύ πριν τα χειρόγραφα να γίνουν βιβλία και να καταστούν προσβάσιμα από το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό.
 
Ο κ. Μέκος για μένα είναι φίλος πολύτιμος και σεβαστός. Από την αρχή της παρουσίας μου στην πόλη μας – εδώ και 25 περίπου χρόνια – με περιέβαλε με τη φιλία, την αγάπη, και τη στήριξή του. Πέρα όμως από την προσωπική μας σχέση, είναι η αίσθηση της αξίας του έργου του, που με κάνει να βρίσκομαι σήμερα ενώπιόν σας. Είναι η επίγνωση ότι αποτελεί ένα σημαντικότατο πολιτισμικό κεφάλαιο για την Κομοτηνή και τη Θράκη, και ταυτοχρόνως η αδήριτη ανάγκη να τον ευχαριστήσω για όσα έχει κάνει και να τον συγχαρώ δημοσίως, εκ βάθους ψυχής, για την προσφορά και το ήθος του.
 
Εύχομαι κ. Μέκο να είναι τα έτη σας πολλά, υγιεινά, παραγωγικά και καρποφόρα, για να μας χαρίζετε «εις μακρότητα ημερών» τη σοφία σας. Η κοινωνία σας τιμά, ο Θεός σας ευλόγησε με μια χαριτωμένη οικογένεια, οι φίλοι σας είναι περήφανοι για σας. Μένει τώρα θεσμικά ο Δήμος Κομοτηναίων να τιμηθεί τιμώντας σας επάξια.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.