Κουρμπανι και Πιρπερω στη Μεσσουνη

Δυο παράλληλα και αλληλοσυμπληρώμενα έθιμα που έφεραν οι πρόσφυγες στη Μεσσούνη από το Σιναπλή της Ανατολικής Ρωμυλίας

Η Πιρπέρω και το Κουρμπάνι είναι δυο παράλληλα και αλληλοσυμπληρώμενα   έθιμα που έφεραν οι πρόγονοί μας από το Σιναπλή της Ανατολικής Ρωμυλίας και πραγματοποιούνται την πρώτη Κυριακή και τη Δευτέρα, μετά την εορτή του Αγίου Γεωργίου.

Είναι παράδοση της Μεσσούνης Κομοτηνής και του Πολυκάστρου Κιλκίς. Με μικρές διαφορές τελούνται από τους απογόνους όλων των χωριών της επαρχίας Καβακλή της Ανατολικής Ρωμυλίας, συνήθως την άνοιξη η Πιρπέρω και κατά την τοπική πανήγυρι το Κουρμπάνι.

Θα αναφερθώ στις παιδικές μου αναμνήσεις, βοηθούμενος και από τα «Λαογραφικά», του Γιάννη Αλεξίδη, το φωτογραφικό μου αρχείο και το φωτογραφικό αρχείο της Γιάννας και Χρύσας Δραγανίδου.

Στην Πατρίδα (Σιναπλή), στα προγονικά χρόνια και στα πρώτα χρόνια εγκατάστασης στη Μεσσούνη, την Κυριακή το μεσημέρι, μετά του Αγίου Γεωργίου, περνούσε από τα σπίτια του χωριού μια μεγάλη ομάδα νεαρών κοριτσιών. Ήταν ξυπόλητες, με πρόχειρα φορέματα, βρεγμένες, με ξέπλεκα μαλλιά, κρατώντας στα χέρια μπαρατσούδια ή μπακιρούδια, γεμάτα  νερό (δοχεία νερού) και βούζιουα (ματσάκια λουλούδια και πρασινάδες-κισσούς  εποχής).

Συμβόλιζαν την πολυπόθητη και ευεργετική βροχή, που τόσο έχουν ανάγκη οι αγρότες. Έτσι, συμβολικά, πίστευαν ότι έμπαινε στο σπιτικό του νοικοκύρη η βροχή,  να βρέξει, να ποτίσει τα σπαρτά, ήσυχα, ήρεμα, χωρίς έντονες καταστροφές, όπως τα λυτά, ξέπλεκα μαλλιά των κοριτσιών.

Στα νεότερα χρόνια, που το έθιμο οργανώθηκε από τους συλλόγους, οι κοπέλες ντύνονται με τις εξαιρετικές παραδοσιακές Σιναπλιώτικες φορεσιές και τις ολοκέντητες τσούκνες.

Μια από τις κοπέλες είχε στεφάνι στα μαλλιά και λουλουδένιο ζωνάρι στη μέση. Αυτή ήταν η Πιρπέρω. Το έθιμο ήθελε την Πιρπέρω να είναι ορφανή από μητέρα.

Μπαίνοντας οι κοπέλες στην αυλή, με την Πιρπέρω πρωτοπόρα, χόρευαν σε κύκλο, σαν σε αρχαιοελληνική Διονυσιακή παράσταση, τραγουδώντας.

-Πιρπιρούδα πιρπατούσε, του Θιό παρακαλούσι, βρέξι Κύριε μ, στάξι Κύριε μ, για να γίνουν τα σιτάρια, Πιρπέρω  δροσέρω,

-Η Πιρπέρου παρπατεί, τουν Θιό παρακαλεί, για να πέσει νια βρουχή, για να γίνουν τα σταράκια και της μπάμπως τα κουκάκια.

-Η πιρπιρούνα παρπατεί, του θιό παρακαλεί, βρέξι Κυριε μ΄ νιά βρουχή, νια βρουχή τρανή βρουχή, να βραχούν οι τσιουμπαναίοι, να βραχούν κι οι γελαδαραίοι.

-Πιρπιρούνα παρπατεί , του θιό παρακαλεί , βρέξι Κύριεμ΄ στάξι Κύριε μ΄ 

για να γίνουν τα ψωμάκια, κι της μπάμπως τα κουκάκια.

Συγχρόνως ράντιζαν παντού, όπως ο παπάς τα Θεοφάνια, βρέχοντας και τη νοικοκυρά.

Η μάνα μας, θυμούμαι ότι είχε έτοιμα κοντά της ένα μπακίρι γεμάτο με νερό, ένα μαστραπά και το κόσκινο για το αλεύρι.

Με το μαστραπά προσπαθούσε να βρέξει και αυτή τα κορίτσια που έτρεχαν να προφυλαχτούν, γελώντας χαρούμενες.

Βέβαια στο δρόμο δεν έλειπαν και τα παλικάρια, που περίμεναν το βρέξιμο από την καλή τους.

Στη συνέχεια γινόταν κύκλος και στη μέση η Πιρπέρω έπαιρνε το κόσκινο της νοικοκυράς και το κυλούσε στην αυλή λέγοντας:

-Άιντε τώρα δα γκυλίσ του κόσκινου, άιντι να ιδούμι πώς δα κάτσει, άμα είνι ανάσκιουα δα βρέξ, άμα είνι μπρούμτα δε δα βρέξ. 

 Το κόσκινο κυλούσε και ευχή όλων ήταν να πέσει κανονικά ώστε τα σημάδια να είναι καλά, θα είχε βροχές και μπερεκέτια το σπιτικό.

Μετά το τέλος του εθίμου, αφού περνούσαν από όλα τα σπίτια,  τα κορίτσια έτρωγαν αυγά τηγανιτά στο σπίτι της Πιρπέρως και έβαφαν κόκκινα τα υπόλοιπα, που θα τα μοιράζονταν την επαύριον στο Κουρμπάνι.

Με το αλεύρι και το αλάτι που έπαιρναν σα δώρο  από τις νοικοκυρές, την επόμενη το πρωί, έκαναν το ψωμί της Πιρπέρως. Θα το μοίραζαν  και αυτό, κυρίως στους ξένους (φιλοξενούμενους).  

Τρεις μωρομάνες, σύμβολα γονιμότητας, στο σπίτι της Πιρπέρως έκαναν το ψωμί. Η μία κοσκίνιζε το αλεύρι, η άλλη  ζύμωνε το ψωμί και η τρίτη έκαιγε (άναβε) το φούρνο.

Τα κεριά και το λιβάνι, που επίσης προσέφεραν οι νοικοκυρές, τα παρέδιδαν στην εκκλησιαστική επιτροπή.  

Το Κουρμπάνι

Από το απόγευμα της Κυριακής, οι άνδρες του χωριού, με πρωτεργάτες την εκκλησιαστική επιτροπή, άρχιζαν την προετοιμασία για το Κουρμπάνι.

Αντάμωναν με τους τσομπάνηδες, διάλεγαν, έλεγχαν και έπαιρναν τις μαριές (πρόβατα που δεν γεννούσαν), από τα κοπάδια. Συνήθως τα πρόβατα ήταν προσφορά-δωρεά των τσομπάνηδων.

Κανόνιζαν πόσα και από πού θα πάρουν γανωμένα και καθαρά καζάνια,  για το βράσιμο του κουρμπανιού, συγκέντρωναν ξύλα για το πολύωρο βράσιμο, ώστε το πρωί της Δευτέρας να είναι όλα έτοιμα.

Συγχρόνως μέλη της εκκλησιαστικής επιτροπής περνούσαν από όλα τα σπίτια του χωριού και καλούσαν τους χωριανούς  να βοηθήσουν οικονομικά, με μετρητά ή με γεννήματα.

Τελευταίο θυμάμαι τον αείμνηστο φίλο μου, τον Πασχαούδ, που με το απαράμιλλο χιούμορ που τον διέκρινε, μπαίνοντας στην αυλή φώναζε τραγουδιστά:

-Καλημέρααααα. Ήρθι στου σπίτ΄ σας ι Άγιους. Μαζούνουμι ιά τουν Άιο.

Το πρωί της Δευτέρας, στον αυλόγυρο της εκκλησίας κατέφθαναν άνθρωποι που κάθε χρόνο βοηθούσαν, με την γνώση και το μεράκι τους, στην διεκπεραίωση του εθίμου, σφάχτες, μάγειροι και αρκετοί βοηθητικοί .

Στα παιδικά μου χρόνια θυμούμαι τον Δημήτρη Ν. Παρασκευούδη και τον επιτελάρχη Δημήτρη Βληγορούδη σα μαγείρους, ακολούθησαν ο Σιδέρης Μουρνούδης, ο Πασχάλης Δραγανίδης, ο Κώτσιος Κυρουβγίδης (σ΄Δήμαινας), ο Μήτσιος  Αγγουρούδης και οι νεότεροι Κώτσιος και Βασίλης Σκουδραμούδης, Γιώργος Ισπικούδης, Γιάννης Παπαλιάς και πολλοί νεότεροι.

Το τελετουργικό της θυσίας άρχιζε με τον σφάχτη των ζώων που άναβε τρία κεριά, θυμιατίζοντας τον τόπο της θυσίας και τα θυσιαζόμενα ζώα τρεις φορές. Έκανε στη συνέχεια, κοιτώντας προς την ανατολή, τρεις φορές το σταυρό του και σταύρωνε στον αέρα με το μαχαίρι τρεις φορές κάθε ζώο, πριν αρχίσει τη θυσία.

Τα σφάγια τεμαχίζονταν σε μοίρες (κομμάτια κρέας) και άρχιζε το βράσιμο, ώστε το απόγευμα να είναι έτοιμο το κουρμπάνι.

Οι συμμετέχοντες στην προετοιμασία, έπιναν τα τσιπουράκια τους, μασαλεύοντας  και τσιμπολογώντας.

Το απογευματινό χτύπημα της καμπάνας σήμαινε τη συγκέντρωση, σε ένα μεγάλο κύκλο στην αυλή της εκκλησίας.

Όλοι στολισμένοι με τα καλά τους, έπαιρναν θέσεις. Επίσημοι προσκεκλημένοι ήταν η οικογένεια του αστυνόμου του Πέτρου Δρακουλάκου, οι χωροφύλακες που δεν ήταν υπηρεσία, ο δάσκαλος, ο Πρόεδρος, ιερείς και φίλοι από τα διπλανά, χριστιανικά και μουσουλμανικά χωριά.

Οι γυναίκες, άνοιγαν τ΄μισάουα (μεσάλα-υφαντό ύφασμα),  άφηναν στο έδαφος το μπαρατσούδ, άνοιγαν τ΄ μισαούδα (μικρή μεσάλα) και έβγαζαν τη φρεσκοψημένη και όμορφα στολισμένη μπουγάτσα (μεγάλο γλυκόψωμο), τα μικρά σουμουνούδια-μπουγατσούδια και τυρί. Είχαν μαζί τους και μια γκούπζα (κούπα) και ένα χλιάρ (κουτάλι), για τον άντρα, τουν αφέντ.

Μόνο οι άντρες έτρωγαν επί τόπου, γεμίζοντας με μουξιές (μπουκιές) ψωμί την γκουπζούδα με το κουρπάνι. Οι γυναίκες έτρωγαν στο σπίτι.

Τρέχαμε εμείς, τα βαφτιστικά, να πάμε τη μπουγατσούδα στο νουνό και στη νουνά,  πάντα περιμέναμε κάτι καλό και σπάνιο να μας χαρίσει.  Το σχολείο ήταν κλειστό αυτό το απόγευμα.  

Στη μέση του μεγάλου κύκλου που σχημάτιζαν όλοι οι χωριανοί, ήταν τα καζάνια με το κουρμπάνι (βραστό), το τραπεζάκι να ακουμπήσει ο παπά Μάρος τα βιβλία με τις ευχές και το Ευαγγέλιο, δίπλα του ψάλτης ο Δημήτρης Αλεξίδης και  ένα παιδί με το θυμιατό, που κάποια φορά ήμουν και εγώ.

Μετά το τέλος της λιτανείας οι άνδρες έβαζαν με την κουτάλα μια μοίρα (κομμάτι κρέας) και μπόλικο ζουμί στο κάθε μπαρατσούδ(ι).

Τα κορίτσια μοίραζαν στους φιλοξενούμενους, κόκκινα αυγά και φέτες από το ψωμί που έκαναν το πρωί, με το αλεύρι της Πιρπέρως.

Όταν τελείωνε η τελετή, τα κορίτσια και τα παλικάρια, στολισμένα με τα ωραιότερα ρούχα τους, έστηναν τρικούβερτο γλέντι, μέχρι αργά το βράδυ.

Το Κουρμπάνι, για τους Μεσσουνιώτες ήταν ένα δεύτερο Πάσχα.

Η υπαίθρια αυτή προσευχή με τα σφάγια, ήταν ευσεβής παράκληση, λιτανεία επίκλησης βοήθειας και ευχαριστία στον Ύψιστο. Με το κεφάλι σκυφτό, τα καπέλα στο χέρι, τη μαντήλα σφιχτοδεμένη, με αυθόρμητες γονυκλισίες πίστης, μετάνοιας και ειλικρινή σταυροκοπήματα, ευχαριστούσαν το Θεό για το προηγούμενο μπερεκέτι και τον παρακαλούσαν να βρέξει και φέτος, να μη ρίξει τζιγραβέτσι (χαλάζι), να μην γίνουν πλημύρες και καταστροφές, ώστε να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα αγαθά για την αξιοπρεπή επιβίωση της οικογένειας.

Οι παρακλήσεις, όταν είναι ειλικρινείς και υπάρχει πίστη στο Θεό, πάντοτε εισακούονται. Τέτοιες ήταν και είναι οι παρακλήσεις των Σιναπλιωτών της Μεσσούνης.

Όπως αναφέρουν μεγαλύτεροι, για ένα δύο χρόνια επικράτησαν μικρότητες και αντιδικίες,  χαρακτηριστικό της ράτσας μας, που δεν επέτρεψαν να γίνει η Πιρπέρω και το Κουρμπάνι. Ο χειμώνας πέρασε, η άνοιξη έφθασε στη μέση και σταγόνα βροχή δεν έπεφτε. Στη γη άνοιξαν χαραματιές, τα πηγάδια είχαν ελάχιστο νερό. Τότε, παραμέρισαν τις διαφορές τους, έκαναν τη δέηση και έφθασαν μέχρι το ποτάμι, ψάλλοντας το Κύριε ελέησον.

Άκουσε ο Θεός την παράκλησή τους και μέχρι να επιστρέψουν, τα σύννεφα έφεραν δυνατή βροχή,  μουσκέψαν ως το κόκκαλο και η γη χόρτασε με ευεργετικό νερό.

Όπως μου είπε φίλος, μια άλλη χρονιά, που ξεράθηκε πραγματικά ο τόπος, μετά από συνεννόηση η δέηση έγινε με παράλληλη πορεία προς τα τσαΐρια και του εκκλησιάσματος από την Αίγειρο και την Αμβροσία.

Θυμούμαι ακόμη ότι όταν είχε ξηρασία, οι μουσουλμάνοι γείτονές μας στα χωράφια, ζητούσαν από τον πατέρα μας, να πραγματοποιηθεί η λιτανεία, πίστευαν  και αυτοί στη δύναμη της προσευχής, όπου συμμετείχαν πολλές φορές.  

Κάθε χρόνο όμως είχαμε και παράπονα. Στη διανομή, τη μοιρασιά, όπως σε όλες τις μοιρασιές, υπήρχαν προβλήματα. Νάχαμε να λέμε για καμιά βδομάδα.

-Μένα μουναχά κόκαουα  μ΄έδουσαν, Μένα ούλου άλμα ήταν, Μένα τοσουιά ήταν του κριάς.

(Εμένα μόνο κόκκαλα μου έδωσαν, εμένα λίπος, εμένα τόσο δε μικρό κομμάτι ήταν το κρέας).

-Πόθεν ν΄απουμίν κριάς, ούλου τόφαουαν, που τα σαμπάλια μέχρι του δειλνό έψεναν κι έτρουαν, τί θαρείτε, σαντέ κάμν ότι βουηθούν, να φαν πααίν, πότι δα χουρτάς η κώουϊτς.

(Πώς να μείνει κρέας, όλο το έφαγαν, από το πρωί μέχρι το απόγευμα έψηναν και έτρωγαν. Τι, πιστεύετε ότι πηγαίνουν να βοηθήσουν, να φάνε πηγαίνουν, πότε θα χορτάσει ο κώλος τους).

Αυτά και άλλα πολλά ακούγανε όσοι κοπίαζαν, ευτυχώς δεν θύμωναν και το έθιμο, γνήσιο και πατρογονικό, συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Πραγματοποιείται ανελλιπώς με πρωτεργάτη πλέον το σύλλογο και τους άοκνους μαγείρους και βοηθούς. Τα καζάνια είναι του συλλόγου, δεν υπάρχουν σφαχτά επί τόπου, αλλά κρέατα από τα κρεοπωλεία, όπως επιβάλλεται και από τους υγειονομικούς κανόνες. Κατά τα άλλα, όλα ίδια, σύμφωνα με την παράδοση.

Έχουν την ευλογία της εκκλησίας και τις ευχές και ευχαριστίες της όλοι όσοι συμμετέχουν και βοηθούν στη διεκπεραίωση του εθίμου.

Δεν πρέπει να το αφήσουμε. Είναι παλιό τάμα και ο Άγιος Γεώργιος, το τάμα του το περιμένει, όπως λέει και η λαϊκή σοφία.  

Πιστεύω βέβαια ότι η Πρόεδρος και το Διοικητικό Συμβούλιο, στο φετινό Κουρμπάνι, όπου θα φροντίσω να είμαι παρών, δεν θα φάνε τις καλές τις μοίρες (μερίδες κρέατος) και σε μένα να σερβίρουν, άλμα (λίπος) κι κόκαουα (κόκαλα);

Πριν μερικά χρόνια, οι γυναίκες του συλλόγου, με πρωτεργάτρια την αείμνηστη πρόεδρο Γιάννα Δραγανίδου και τη Γιαννούλα Γκουτσίδου, αποτύπωσαν έμμετρα με τα παρακάτω δώδεκα όμορφα τετράστιχα, που κάποια στιγμή ίσως γίνουν και τραγούδι, την ιστορική καταβολή από το Σιναπλή, της Πιρπέρως και του Κουρμπανιού.  

Το Κουρμπάνι τ΄Αϊ Λιά

-Σιαναπλί μου όμορφο χωριό, στη μέση έχεις ρυάκι, που πάνε οι Σιαναπλώτισσες, κι πλένουν τα σκουτιά τους.
-Νάκρα νάκρα στου χουριό, έχεις τρία καβάκια, εκεί σταλίζν τα πρόβατα, μες τα τρανά τσιαρδάκια.
-Χρόνια πολλά παλιότερα, είχε καιρό να βρέξει, τρία χρονάκια και μισό, χωρίς σταξιά να στάξει.
-Έσκασε η γης ξηράθηκε, έστιψαν τα πηγάδια, στέρεψε και το ρυάκι μας, τ΄Ασμάκ.
-Μαζώθκι ούλου του χουριό, παπάδες κι ψαλτάδις, πήραν σ΄ εικόνες αγκαλιά, κι παν για παρακάλι.
-Βγήκαν όξω που το χουριό, σι ούλα τα χουράφια, με παρακάλια στου Θιό, πολλή νιαρό να ρίξει.
-Άφκαν πιδιά ατάιστα, ιουάδια πεινασμένα, παρακαούσαν του Θιό, να βρέξει και να στάξει.
-Κι τα πιδιά τους έκλαιουαν, κι σ΄μάνες τους χαλεύουν, κι τα ιουάδια μούγκριζαν, κι τα σκυλιά ουρλιούνταν.
-Πααίν νάκρα στου χουριό, όπου ειν’ τρία καβάκια, σφάζουν πρόατα κι αρνιά, κουρμπάνι να μοιράσουν.
-Κι του κουρμπάνι δεν έβρασι, κι ο ουρανός κατέβασι, ρίχνει βροχή με του μπακίρ, μπάρις πηγάδια γιόμσε.
-Κατέβασι τ΄Ασμακ, νιαρό όσου τα νόχτια, χόρτασι κι γης νιαρό, πουτίσκαν τα χουράφια.
-Κι έκαμαν τάμα στου Θιό, να τον ευχαριστήσουν, να σφάζουν πρόατα κι αρνιά, σ΄Αί Λιά τ΄ν εκκλησιά.

Απρίλιος 2023

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.