Η κατα θερος μεγιστη πανηγυρις της Βλαχερνητισσης Παναγιας

Η Εσωκαστρινή Βλαχερνήτισσα ως Κιβωτού φυλακτήριον της Χαριτοβρύτου Θεομητορικής Εσθήτος
 
  • Τη Β΄ του αυτού μηνός (Ιουλίου), μνήμην ποιούμεθα της εν τη Αγία σορώ καταθέσεως της Τιμίας Εσθήτος της Υπεραγίας Θεοτόκου, εν Βλαχέρναις, επί Λέοντος του μεγάλου, και Βηρίνης της αυτού γυναικός
  • Οι αθάνατες πολίτικες μνήμες παλαιών πανηγύρεων εν μέσω του θέρους για την αυτοκρατορική παλαίφατη Βλαχερνήτισσα Παναγιά της οποίας ο ναός κατέστη ιερά καθέδρα και «θεομητορικόν εγκόλπιον» της χαριτοβρύτου εσθήτος της Υπεραγίας Θεοτόκου

Στο μηναίο του Ιουλίου και συγκεκριμένα στο Συναξάριο της Β΄ του αυτού μηνός αναγιγνώσκουμε τους θεοπνεύστους στίχους: «Χιτών μεν Υιού Χριστοφρουροίς δημίοις / Εσθής δε Μητρός Χριστοφρουρήτω πόλει / Δευτερίη κατέθεντο σορώ Εσθήτα πανάγνου». Η ιστορική ταύτη γραφή ως αναμνήσεως αϊδίου υπόμνηση ανάγει πάντα Ορθόδοξο Ρωμηό, στον παρελθόντα χωροχρόνο της Θεοτοκοφρουρήτου Κωνσταντινουπόλεως, δεκαπέντε αιώνες πίσω, όταν επί των ημερών του αυτοκράτορος Λέοντος του Μεγάλου και Βηρίνης της αυτού γυναικός κατετέθη εκ Παλαιστίνης στην περιώνυμη και παλαίφατη εσωκαστρινή Βλαχερνήτισσα η χαριτόβρυτος Εσθής, ήτοι η λεγομένη Αγία Ζώνη, της Θεονυμφεύτου Θεομήτορος, η οποία απεθησαυρίσθη εντός της αποκαλουμένης «Αγίας Σορού» και κατέστη αρραγές τείχος και κραταιά σκέπη της Βασιλίδος των Πόλεων, όπως ψάλλει αγαλλομένη η Μήτηρ Ορθόδοξος Εκκλησία: «Παράδεισος τερπνός, ευωδίαν του Πνεύματος, Πανάχραντε αποπέμπτων, ο ναός κατέχων την σην Εσθήτα δέδεικται».
 
Ο μουσοστεφής και φιλόμουσος πολιός Μητροπολίτης Πέργης Ευάγγελος (Γαλάνης) σε ένα κείμενό του, το οποίο περιλαμβάνεται στα «Εκ Φαναρίου Γ΄». και φέρει τον τίτλο: «Το Πηγόρρητον Άσμα. Η Βλαχέρνα», με την ενήδονη και σχεδόν ουράνια μυσταγωγική πολίτικη και εν ταύτω φαναριώτικη γραφή του αναφέρεται στην εσωκαστρινή Βλαχερνήτισσα και εξομολογείται τον ακόρεστο πόθο και το «άπληστο απαθές πάθος»  του να μυσταγωγηθεί στο μυστήριο το οποίο περιβάλλει την θεομητορική Αγία Ζώνη, γράφοντας μεταξύ άλλων τα εξής: «Βγήκα κι απόψε στην Πόλη σου, συντροφία με Σένα. Με τη φωνή του Γένους. Την παντοτεινή και την έκτακτη. Περπατώ με το πάθος του ονείρου και με την αγωνία της στιγμής. Κι αναρριχώμαι στην Επτάλοφό Σου, όπως η ματιά μου στο εικόνισμά Σου.
 
Τρεμοσβύνουν οι ουρανοί από κατάνυξη. Φεγγοβολούν σαν ένα «πυρός αμυντήριον». Και δονούνται τα επίγεια από το μυστήριο που τα διατρέχει. Να μπορούσα να φέξω κάποιες μορφές του Γένους, με το πανάρχαιο λυχνάρι που κρατώ. Να μπορούσα να μαντέψω το ρίγος τους για τη Βλαχέρνα! Τον ιδρώτα, το πάθος, το λούσμα τους! Νιώθω να με περιμένουν οι Πατρίκιοι, ο Γάλβιος, ο Κάνδιδος, ο Λέων ο Βασιλεύς ο Μεγάλος (457-471). Να με μιλήσουν για τη Ζώνη την Τιμία περιμένω. Για τη θαυματουργή της Μεγαλόχαρης Εσθήτα. Πώς βρέθηκε, πόσο την αγόρασαν στην Παλαιστίνη, πώς τη μετέφεραν, πώς την κατέθεσαν στη Βλαχέρνα. Κι ύστερα να χτυπήσω την πόρτα της Αυγούστας Ζωής (886-912). Ν' ακούσω απ' το στόμα της τη θεραπεία της. Το άγγιγμα της χάριτος ν' ακούσω. Να γονατίσει η ψυχή μου πάνω στο ιδρωμένο θαύμα…».
 
Αναγόμενοι δεκαπέντε αιώνες πριν και τα παρελθόντα ως αεί παρόντα στην εορτολογική και λατρευτική ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας καταγράφοντες, μνείαν ποιούμεθα της απαράμιλλης γραφής του Αλεξάνδρου Μωραϊτίδου, όπως μνημονεύεται σε σχετική ιστορική γραφή και υπό του εμφιλοσόφου απαθούς εραστού του Φαναρίου, Αγίου Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Παναγίας Τατάρνης Ευρυτανίας Αρχιμ. Δοσιθέου, περί του ιερού Συνταξαρίου της καταθέσεως της τιμίας Θεομητορικής Εσθήτος εν Βλαχερναίς, ο οποίος μεταξύ άλλων γράφει: «Εις τους αρχαίους Βυζαντινούς χρόνους ο ναός των Βλαχερνών ήτο ένας από τους ωραιοτέρους ναούς της Βασιλευούσης, περιβόητος διά το κάλλος του, τα μάρμαρά του και την ζωγραφίαν του. Εκτίσθη το πρώτον υπό της θυγατρός του Αρκαδίου Πουλχερίας, συζύγου του αυτοκράτορος Μαρκιανού. Μεταρρυθμισθείς δε κατόπιν υπό άλλων βασιλέων κατέστη ακόμη λαμπρότερος. Οι κίονες αυτού ήσαν πολυτελέστατοι, εκ παρίου λίθου, τους οποίους κατεχρύσωσεν όλους ο μεγαλόπλουτος περί τα τοιαύτα αυτοκράτωρ Ρωμανός ο Αργυρός, αναζωγραφίσας εκ νέου όλον τον ναόν. Εν αυτώ κτισθέντι επί τούτω είχεν αποτεθή η Αγία Σορός, μία αργυρόχρυσος θήκη, εν η εφυλάσσετο η τιμία εσθής της Θεοτόκου, ονομαζομένη Μαφόριον, όπερ κυρίως ήτο επικάλυμμα της κεφαλής, μανδήλα, πίπτουσα και εις τους ώμους, ιμάτιον εξ ερίων ομοχρόων υφασμένου, διαμένον τόσους αιώνας άφθαρτον.
 
Ακούσωμεν το ιερόν Συναξάριον της ανακομιδής του ιερού τούτου Μαφορίου της Θεοτόκου εκ Παλαιστίνης. Είνε τερπνότατον και γλυκύτατον όσον συνάμα και θαυμαστόν:
 
Δύο Πατρίκιοι αυτάδελφοι, στρατηγοί, Γάλβιος και Κένδιδος, λαβόντες άδειαν από τον Βασιλέα Λέοντα τον μέγαν, πολλήν δορυφορίαν και χρήματα, αναχώρησαν εις Ιεροσόλυμα, εις προσκύνησιν των Αγίων Τόπων. Καθ' όδον διέμειναν εις τι χωρίον, εις την οικίαν Εβραίας τινός γεροντίσσης.
 
Εκεί φιλοξενούμενοι παρετήρησαν ότι εν τινι των δωματίων, υπήρχε λαμπρά φωτοχυσία, κατέκειντο δε αγρυπνούντες την νύκτα διάφοροι ασθενείς, ως εντός ναού. Ευωδία δε θυμιαμάτων  εξήρχετο εκείθεν. Μετά το δείπνον οι δύο Πατρίκιοι παρεκάλεσαν την γραίαν να είπη προς αυτούς περί του ιερού εκείνου δωματίου. Αύτη εξαναγκασθείσα εφανέρωσεν εις αυτούς το αποκεκρυμμένον μυστήριον. Εις το δωμάτιον αυτό, είπεν, έχω εν μικρόν κιβωτίδιον, εν ω φυλάσσεται ένα φόρεμα της Παναγίας, το οποίον κάμνει άπειρα θαύματα, εις όσους μετ' ευλαβείας προσέλθουν.
 
Ακούσαντες ταύτα οι δύο ευλαβέστατοι Πατρίκιοι έφριξαν. Παρεκάλεσαν δε την γραίαν να επιτρέψη εις αυτούς να αγρυπνήσουν την νύκτα εκείνην εν τω ιερώ δωματίω εξ ευλαβείας. Την νύκτα, όταν είδαν ότι όλοι οι κατακείμενοι ασθενείς εκοιμώντο, ησπάσθησαν μετά δακρύων το ιερόν κιβωτίδιον, επήραν τα μέτρα αυτού λεπτομερώς, και το πρωί ανεχώρησαν. Προσκυνήσαντες δε τους Αγίους Τόπους επέστρεφον εις Κωνσταντινούπολιν. Αλλά διήλθον πάλιν από το χωρίον εκείνο, να προσκυνήσουν και πάλιν το ιερώτατον κειμήλιον. Η γραία υπεδέχθη αυτούς με πολλήν χαράν και εδέχθη τα πλούσια δώρα των, άτινα εκόμισαν εις τιμήν της Θεοτόκου, θυμιάματα ευωδέστατα και αρώματα πολύτιμα. Την νύκτα λαβόντες την άδειαν, παρέμειναν πάλιν αγρυπνούντες και ευχόμενοι και βρέχοντες το έδαφος με τα δάκρυά των από την μεγάλην ευλάβειαν. Και όταν είδον ότι όλοι οι ασθενείς εκοιμώντο ύπνον βαθύτατον, γονυπετήσαντες μετά θερμών δακρύων ησπάσθησαν το ιερόν κιβωτίδιον, θέσαντες δε εις την θέσιν του ένα άλλο όπερ κατεσκεύασαν όμοιον καθ' όλα, σύμφωνα με τα μέτρα όπου επήραν, καθώς είδομεν, έλαβον το περιέχον τον πολύτιμον θησαυρόν, και καλύψαντες το νέον όπου είχον κατασκευάσει, το κενόν, με χρυσοΰφαντον επικάλυμμα, ανεχώρησαν με φόβον και με χαράν∙ και έφθασαν εις Κωνσταντινούπολιν.
 
Με αυτόν τον θαυμαστόν τρόπον εκομίσθη  εις Κωνσταντινούπολιν εκ Παλαιστίνης η τιμία Εσθής της Θεοτόκου, ήτις κατατεθείσα εν τω ναώ των Βλαχερνών εν τη Αγία Σορώ, διεφημίσθη εις όλον τον χριστιανικόν κόσμον διά τα εξαίσια θαύματα, τα οποία ετελούντο. Η δόξα του ιερού αυτού κειμηλίου ήτο τόσον μεγάλη, η θαυματουργός αυτού δύναμις τόσον ζωηρά, και η προς αυτό ευλάβεια του Γένους, τόσον βαθεία, ώστε πολλακις οι  αυτοκράτορες εκστρατεύοντες έφερον αυτό μεθ' εαυτών ως όπλον ανίκητον και κραταίωμα ακαταμάχητον. Με αυτό ελάμβανον τα νικητήρια, και με αυτό εστόλιζον τους θριάμβους των».

 
Η τιμή της επισήμου πολιτείας της Νέας Ρώμης εν των προσώπω του αυτοκράτορος και πάντων των συγκλητικών προς την Υπερμάχο Στρατηγό της Βασιλίδος κατά την ιερά και πάνδημη πανήγυρη της αναμνήσεως της καταθέσεως της τιμίας θεομητορικής Εσθήτος στον παλαίφατο και περίπυστο ναό των Βλαχερνών καταγράφεται από τον Ακύλα Μήλλα, ο οποίος μεταξύ άλλων αναφέρει: «Λίαν πρωΐ, με την ανατολή του ηλίου, ενδεδυμένοι τα σκαραμάγγιά τους, έσπευδαν οι συγκλητικοί στις Βλαχέρνες για να υποδεχθούν τον βασιλικό δρόμωνα που διέπλεε τον Κεράτιο, κομίζοντας από τον Ιερό Παλάτιο τον αυτοκράτορα με τους οικιακούς του θεράποντες, τον λογοθέτη του δρόμου, τον πρωτοασηκρήτη, τον επί των δεήσεων, τον εταιρειάρχη και τον δρουγγάριο της βίγλας. Προσορμιζόταν ο δρόμων στην κοιλιωμένη παράλια πύλη των τειχών, τη σημερινή Αϊβάν Σαράι – καπουσού, όπου τους υποδέχονταν οι μάγιστροι, οι πατρίκιοι και οι οφφικίαλοι, και οδηγούνταν από τους πραιποσίτους του κουβουκλίου, που με τις ξύλινες ράβδους τους άνοιγαν δρόμο μεταξύ του πλήθους να περάσει η βασιλική πομπή που κατευθυνόταν στα προπύλαια της εκκλησίας. Εκεί τους ανέμενε ο σκευοφύλαξ του ναού με θυμιατά και όλοι μαζί εισέρχονταν στον νάρθηκα, όπου ο αυτοκράτωρ άναπτε κηρία. Αυτά συνέβαιναν στα κραταιά εκείνα της Ρωμιοσύνης χρόνια, ημέρα μνήμης κατά τα Μηναία «της εν Αγία Σορώ καταθέσεως της τιμίας εσθήτος της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Βλαχέρναις».
 
Εφεξής μνείαν ποιούμεθα των θαυμασίως και αριστοτεχνικώς γραφέντων υπό του Αλεξάνδρου Μωραϊτίδου περί της Ιεράς Πανηγύρεως στην Βλαχερνήτισσα κατά μήνα Ιούλιο, όταν κλήρος και λαός της πολίτικης ρωμηιοσύνης προσήρχοντο στην εσωκαστρινή για να μυσταγωγηθούν στα θαυμαστά και θαυμάσια της θεομητορικής τιμίας Εσθήτος.
 
Γράφει με το απαράμιλλο ύφος του μεταξύ άλλων τα εξής: «Εις τας Βλαχερνάς.
 
Θα λάβωμεν μέρος σήμερον εις μίαν από τας ωραιοτέρας θρησκευτικάς πανηγύρεις του υποδούλου Γένους, η εκτύλιξις της οποίας θα μας παρουσιάση μίαν πανοραματικήν σκηνήν της παλαιάς Βασιλίδος των πόλεων εν μεγάλη εθνική εορτή. Τελείται σήμερον η πανήγυρις των Βλαχερνών. «Η κατάθεσις της τιμίας εσθήτος της Θεοτόκου εν τω ναώ των Βλαχερνών». Ο ναός ούτος ο περίκλυτος έχει απαθανατισθή επισημότατα εν τη παραδόσει του Γένους μετά την Αγίαν Σοφίαν τόσον, ώστε το όνομά του να καταστή δημοτικόν και προσφιλέστατον, και να κτίζωνται, και σήμερον ακόμη, εν ταις χώραις του ελληνισμού ναοί, φέροντες το ωραίον όνομά του: Η αγία Βλαχέρνα. Παναγία η Βλαχέρνα.
 
Εις το βάθος κάτω του Κερατίου κόλπου, εγγύς των χερσαίων τειχών, μία ευτελής ξύλινη αποβάθρα, φέρουσα το βαρβαρικόν όνομα Άϊ-Βασσαρί, μέσα στον βόρβορον και την λάσπην του Εβραϊκού Μπαλατά, θα χρησιμεύση εις απόβασίν μας, οπόθεν με κόπον έπειτα προχωρούντες, ένεκα των λιμναζόντων εκεί υδάτων, θα ανακαλύψωμεν το όπισθεν υψηλού τοίχου κρυμμένον ιερόν άλσος του τιμημένου Αγιάσματος. Πηγαινοέρχονται κατάφορτα κόσμου τα ατμόπλοια κερατίου. Ένας κόσμος πολύμορφος και πολύχρωμος, κινών την ευάρεστον περιέργειαν με την χαριτωμένην ποικιλίαν των αμφιέσεων όλων των συνοικιών της Μεγάλης του Χριστού Μητροπόλεως, από  του σεμνού και τόσον αρχοντικού κεφαλοδέσμου της παλαιάς Φαναριωτίσσης, μέχρι των πτερών της δαντελλομένης δεσποίνης του Σταυροδρομίου, ή των ποικίλων άλλων ενδυμασιών των χωρίων του Βοσπόρου και της Προποντίδος, και μέχρι Νικομηδείας ακόμη και των περιχώρων της, οπού καταφθάνουν με βαποράκια και με καΐκια, και με χρυσούς μπιαντέδες∙ και άλλοι από όλαις τις σκάλαις του Κερατίου. Και στενάζει από τα πλήθη η ταπεινή ξύλινη αποβάθρα και τριζοκοπά από τον συνωστισμόν των ευλαβητικών προσκυνητών, οι οποίοι συν γυναιξί και τέκνοις έρχονται να μετάσχωσι της πανηγύρεως, να λειτουργηθούν και αγιασθούν. Και ωθούν και ωθούνται εκεί κατά την αποβίβασιν εις την σκάλαν του Άϊ – Βασσάρι, προσκυνηταί οπού έρχονται και προσκυνηταί οπού φεύγουν. Προσκυνηταί οπού έρχονται με τα δώρα τους και τα ταξίματά των, και προσκυνηταί οπού φεύγουν περιχαρείς με τα μικρά δοχεία, με τα οποία φέρουν το αγίασμα διά τους οίκους των. Και βροντοκωπούν αι κώπαι και πλαταγίζει η θάλασσα, και φωνάζουν τα βαποράκια με βόμβον και θόρυβον αδιάκοπον.
 
Εισέλθωμεν διά της πύλης του περιτοιχίσματος εις το ωραίον άλσος, γεμάτον από ευωδίαν, γεμάτον από δρόσον. Εις το τέρμα του εγείρεται ο ναός, ξύλινος και ταπεινός, κατερχόμενος υπό την γην, εντός του οποίου υπάρχει η Ιερά Εικών Οδηγητρίας και το Αγίασμα.
 
Τόσον ταπεινός, ωσάν να τρέμη να υψώση την στέγην του, μήπως διεγείρη τον φθόνον και την οργήν των υψηλών μιναρέδων του κατέναντι Νασταύθμου.
 
Ήδη ήρχισεν η Πανήγυρις. Ήρχισεν η Ακολουθία. Αρχιερεύς από των Συνοδικών ελθών από το Φανάριον, παρακολουθούμενος και από όλον τον χορόν του πατριαρχικού ναού, τελεί την θείαν Λειτουργίαν. Εισέλθωμεν από το υαλόφρακτον προπύλαιον, κατέχον όλην την αριστεράν πλευράν του ναού, ένθα η κυρία είσοδος. Καταβώμεν ολίγας βαθμίδας∙ και ιδού κατέναντί μας η Αγία Εικών της Παναγίας Βλαχέρνας επί προσκυνηταρίου χωμένου όλου μέσα εις τα άνθη, ρόδα προ πάντων πολυειδή και πολύχρωμα.
 
Μεγάλη Πηχυαία το μήκος η Εικών. Παναρχαία… Η θεία λειτουργία εγγίζει εις το τέρμα. Οι ύμνοι οι βυζαντινοί των χορών, των πατριαρχικών χορών του Φαναρίου, εύφρανον πάντας τόσον οπού δεν ησθάνθησαν από την γλυκύτητα της μολπής πως παρήλθεν η ώρα. Καθ' όλον το διάστημα επηγαινοήρχοντο οι προσκυνηταί μετ' ευλαβείας πολλής και ησυχίας. Ησπάζοντο την Αγίαν Εικόνα, ήναπτον της λαμπάδας, και εξήρχοντο πληρούντες το προαύλιον και το άλσος εις βάθος πολύ, ένθα ήσαν παρατεταγμέναι ένθεν μεν αι τράπεζαι του επιτροπικού, εκείθεν δε τα ταψία των πωλούντων την πολίτικην μπογάτσαν και τα άλλα τρωγάλια.
 
Όταν δε ο γλυκύμολπος Πρωτοψάλτης Βιολάκης, κατά την διανομήν του αντιδώρου έψαλλε, βοηθούμενος από τον Δομέστιχον και τους καλλιφώνους κανονάρχας του, τον καλοφωνικόν Ειρμόν: «Άνωθεν οι Προφήται…» ο κόσμος των προσκυνητών ο παμποίκιλος εντός του οποίου συνανεμίγνυντο και οθωμανίδες εστολισμέναι λαμπρώς με τα ολομέταξα γιασμάκια των, και εβραίαι υπερηφάνως φέρουσαι τον ιδιαίτερον κρήδεμνον της κεφαλής των -διότι την αγίαν Βλαχέρναν ευλαβούνται όλαι αι φυλαί της Πόλεως ως εκ  των θαυμάτων της, των οποίων την χάριν καθ' εκάστην απολαύουσιν – ο κόσμος τότε των προσκυνητών ο παμποίκιλος διεσπάρη περί το άλσος απολαμβάνων την αχόρταστον αυτού δροσιάν, και πίνων από το αθάνατον αγίασμα, εν χαρά και ευφροσύνη ψυχής, διακοπτόμενος μόνον από τους μεταλλίνους κρότους των ταψίων, των πωλούντων της μπογάτσαν, και από τας φωνάς των άλλων πωλητών των πρωϊνών γλυκισμάτων.
 
Και μόνον οι Καραμανλήδες έμποροι, οι ευλαβέστατοι Καισαρείς, απέμειναν γύρω από τον Πρωτοψάλτην, εντρυφώντες ευφροσύνως εις την σεμνήν εκείνην μελωδίαν, και εκφράζοντες αναφανδόν τον ενθουσιασμόν των και την ψυχικήν των αγαλλίασιν…
 
Επί τρεις ημέρας καθ' εκάστην θα τελήται αρχιερατική λειτουργία, και επί τρεις ημέρας θα ψάλλωνται οι ωραίοι της πανηγύρεως ύμνοι, να ημπορέση να μετάσχη της εορτής όλος ο ορθόδοξος της Βασιλευούσης κόσμος, χιλιάδες αναρίθμητοι. Η δε αγία Εικών θα διαμείνη εν τω ναώ μέχρι της παραμονής του Προφήτου Ηλία. Διότι, ως γνωστόν, η Αγία Βλαχέρνα δεν είνε ναός ενοριακός, αλλά θεωρείται μοναστήριον, παράρτημα του Φαναρίου. Η δε αγία εικών μένει πάντοτε εν τω εγγύς ενοριακώ ναώ του Αγίου Δημητρίου της Ξυλοπόρτης, παρά την παραλίαν, οπόθεν την παραμονήν της εορτής, το δειλινόν, μετακομίζεται εν λαμπρά λιτανεία, ότε λαμπαδηφορούντες οι εφημέριοι του Πατριαρχικού ναού προεξάρχουσι της ιεράς πομπής, παρακολουθούντος μετ' ευλαβείας απείρου πλήθους, ενώ προ των παροδίων οικιών και προ των μαγαζείων όλων των φυλών καίονται ευώδη θυμιάματα∙ οι δε  πλανόδιοι πωληταί ίστανται αποκαλυπτόμενοι και καταπαύουσι τας φωνάς των, να ακουσθώσιν οι ύμνοι οι μεγαλοπρεπείς της Ορθοδοξίας∙ στρατός δε της κυριάρχου εξουσίας παρατάσσεται κατά μήκος της οδού εις τιμήν της ιεράς λιτανείας…».
 

Επειδή όμως η εσωκαστρινή Βλαχερνήτισσα και Πολίτισσα Θεόνυμφη Κόρη δεν νοείται άνευ του μαρτυρικού, αειθαλούς και αείφωτου τηλευγεστάτου Φαναρίου καθώς και το Σταυραναστάσιμο και «αεί ανθιστάμενο» Φανάρι άνευ της αυτοκρατορικής πνευματικής εφόρου, ακαταμαχήτου και κραταιάς Αγίας Σκέπης και «αεί ζώσης» τροφού της Βασιλευούσης προκαθεζομένης Πόλεως,  που είναι αδιαλείπτως η ακοίμητος Βλαχερνήτισσα, έρχεται ο ενήδονος και φωταυγής στην περισυλλογή του νοός και της γραφίδος, αθεράπευτα εμπαθής εραστής του μυστηρίου της μυσταγωγίας του Φαναρίου και της πολίτικης Ρωμηοσύνης, φιλόμουσος Μητροπολίτης Πέργης Ευάγγελος για να επισφραγίσει με την ουράνια γραφή του όσα το «θαυμασίως συναμφότερον» σύζευγμα Φαναρίου και Βλαχερνήτισσας αποκαλύπτει μέσα από την παράδοξη διαχρονία του, γράφοντας τα εξής θαυμασίως θαυμαστά: «Μεσ' από τέτοια γεύση της Ρωμηοσύνης, απ' αυτό το «έθνος του σύμπαντος», το Φανάρι παίρνει μιά έννοια Σκήτης. Ιδότυπης και ιδόμορφης, αλλά και ιδόσημης. Αυλακίζεται κάθε πρωΐ να οσφρανθεί πρώτα από τα γύρω τη θεόλεκτη παρουσία. Ορθρίζεται βοώντας τον Κύριο από τα πέριξ. Κι ύστερα υπερβαίνοντας τα ηχεία εγκατάλειψης της «χώρας» του, αρχίζει το θεόφραστο λόγο του. Και παίρνει την πρώτη πλησιόχωρη αίσθηση μιάς μεγάλης παρουσίας. Μιάς γρηγορούσας παρηγοριάς της Ρωμηοσύνης.
 
Της Παναγίας της Βλαχερνήτισσας. Φανάρι και Βλαχέρνα. Η αρχή και η λήξη της πρώτης «χώρας». Δύο ακρόλοφοι ακροφαείς με αειζωία από τη χάρη που ενσαρκώνουν. Και με ιστορία λιβανισμένη και στεφανωμένη. «Βολβοί της γης χρυσοί», που κερνούν στήριξη και γαλήνη, ανάμεικτη ενίοτε και με μνήμη αλγηδόνας». Από την ιστορία και τα Συναξάρια. Αλλά με στρωμένα πάντοτε τα κατασάρκιά τους, που σηματοδοτούν σήμερα τη ζωντανή προσκυνηματική Ορθοδοξία. Δίνουν περιεχόμενο στον αστάθμητο χρόνο της ζωής. Και αισθάνονται αδιάκοπη την κάθοδο της χρυσής νεφέλης του θεού…
 
Η γη από το Φανάρι στη Βλαχέρνα είναι μιά ιερή οδός, εμποτισμένη από κρουνούς άφθαρτης θρησκευτικότητας. Κι από σταλαγματιές δημιουργικού ιδρώτα. Στους κατά μήκος ερειπιώνες της, στα στενορύμια και τους παραδρόμους της, η φωνή της Ρωμηοσύνης σφυρίζει σαν μεσ' από έρημου μύλου χαλάσματα. Μα στους ακρέμονες αυτού του «απόστρατου λαβύρινθου», στο Φανάρι και τη Βλαχέρνα ηχούν γλυκές φωνές που ξεπερνούν τη θλίψη….».
 
Υ.Γ.: Ως ελάχιστον αντίδωρον αφιερούται τρεμαμένη υϊική χειρί στις δύο ένσαρκες και έμψυχες ζώσες φλόγες του σταυραναστάσιμου Φαναρίου, οι οποίες πυρπολούν εμφλόγως συνειδήσεις και θερμαίνουν καρδίες των επιγενομένων βλαστών της Εσταυρωμένης Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, ήτοι στον πολιό Σεβ. Μητροπολίτη Πέργης Ευάγγελο και στον Πανοσιολογιώτατο Καθηγούμενο της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Παναγίας Τατάρνης Ευρυτανίας Αρχιμ. Δοσίθεο.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.