Η Iσμηνη Στεργιαννιδου-Σιανιδου παρουσιαζει τεσσερα νομικα βιβλια του Ζαφειρη Μεκου

Η εισήγησή της για τα βιβλία «Η δικαιοσύνη στην Ελλάδα», «Ο σύνδικος και τα προβλήματά του» «Οι αρμοδιότητες του Μουφτή και η ελληνική νομοθεσία», «Τα δικηγορικά ανάλεκτα»

Με τη σειρά μου θα ήθελα να ευχαριστήσω το Δ.Σ. της Εταιρίας Θρακικών Μελετών για την πρόταση να είμαι μια εκ των ομιλητών σε αυτήν την εκδήλωση τιμής στον συμπολίτη μας και αγαπητό συνάδελφο κ. Ζαφείρη Μέκο, παρουσιάζοντας μέρος του έργου του, που σχετίζεται με νομικά ζητήματα. Έτσι λοιπόν, για οικονομία χρόνου, εφόσον ακολουθεί και έτερος ομιλητής, ξεκινώ την αναφορά μου στα έργα αυτά με το πρώτο κατά χρονολογική σειρά εκδόσεως, που επιγράφεται «Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ». 

«Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ»

Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε το 1986 από τις νομικές εκδόσεις ΑΝΤ.Ν.ΣΑΚΚΟΥΛΑ, σημαντικό εκδοτικό οίκο νομικών εκδόσεων και επιχειρεί με απλό και εύληπτο τρόπο μια αναδρομή στην εξέλιξη της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα από την αρχαιότητα έως την τουρκοκρατία.  Βέβαια, όπως ομολογεί και ο ίδιος ο συγγραφέας, μια τέτοια αναδρομή, με πλήρη αναφορά σε όλες τις εποχές και στους επί μέρους θεσμούς της Δικαιοσύνης, αποτελεί τιτάνιο έργο και ασφαλώς δεν θα ήταν δυνατόν να περιληφθεί στις 140 σελίδες του εν λόγω βιβλίου.
Εδώ γίνεται μια συνοπτική αναφορά κατά συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους στις σχέσεις κράτους-πολίτη,  πολιτειακών οργάνων και λαού και επιχειρείται η ανίχνευση της επίδρασης του πολιτισμού κάθε περιόδου και της αλληλεπίδρασης των ιστορικών γεγονότων και των κοινωνικών εξελίξεων στην εφαρμογή του δικαίου.

Η καταγραφή ακολουθεί δύο άξονες, διατρέχει το χρόνο και ταυτόχρονα τους κλάδους του δικαίου, στο δημόσιο, ποινικό κυρίως και διοικητικό, στο ιδιωτικό-αστικό, αλλά και στο διεθνές δίκαιο, με μικρότερες ή εκτενέστερες αναφορές και προσωπικές εκτιμήσεις του συγγραφέα, που δίνουν μια λιγότερο ακαδημαϊκή, ωστόσο, μια ζωντανή ματιά στο κείμενο. 
Έτσι, το πρώτο κεφάλαιο, αναφέρεται στη συγκρότηση των πρώτων δικαστηρίων στην Αρχαία Ελλάδα, ως ανάγκη εγκαθίδρυσης της δικαστικής, ως ειδικής εξουσίας, πέραν της νομοθετικής και της εκτελεστικής, η οποία θα απένειμε το δίκαιο, κατ’εφαρμογή της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων του πολίτη και της βοήθειας προς τον αδικούμενο, αλλά και ως αποτέλεσμα κοινωνικής εξέλιξης και επίδρασης των φιλοσοφικών θεωριών της εποχής.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσφυγή του συγγραφέα στις πρωτότυπες ιστορικές πηγές, που όσο κι αν η παράθεσή τους γίνεται με ιδιαίτερο τρόπο, ωστόσο παρουσιάζει ενδιαφέρον και προσδίδει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στο έργο.
Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στην απονομή του δικαίου στις διάφορες πόλεις-κράτη της εποχής, ξεκινώντας στο δεύτερο κεφάλαιο από την Σπάρτη της εποχής των ολιγαρχών μέχρι τη ρωμαϊκή κυριαρχία και μάλιστα μέσα από τη σύνδεση με το εκάστοτε πολίτευμα, του οποίου η επίδραση στο θεσμό της δικαιοσύνης υπήρξε καταλυτική.

Ακολουθεί στο τρίτο κεφάλαιο η Αθήνα, κοιτίδα και φυτώριο της δημοκρατίας και του πνεύματος, η οποία αναδεικνύει τη συμμετοχή και την ισότητα των πολιτών και φυσικά την εφαρμογή της δικαιοσύνης με τρόπο άμεσο και ζωντανό, που ανταποκρίνεται στο περί δικαίου αίσθημα του λαού, ο οποίος δικάζει και συμμετέχει στη δίκη, ακόμη και μέσα από την υπερβολή, που δεν διαφεύγει του δηκτικού πνεύματος του Αριστοφάνη, ο οποίος στους «Σφήκες» του σατυρίζει αυτήν ακριβώς την υπερβολή.

Στο αθηναϊκό σύστημα αφιερώνεται σημαντικό τμήμα του βιβλίου. Γίνεται διάκριση σε επί μέρους ιστορικές περιόδους, τους προκλασικούς χρόνους μέχρι το Σόλωνα, τους κλασικούς από το Σόλωνα μέχρι τη ρωμαϊκή κατάκτηση και στους χρόνους μετά από αυτήν. Καταγράφονται ο τρόπος σύνθεσης των δικαστικών οργάνων, η διάκριση των δικαστηρίων σε φονικά και μη, με κριτήριο τα αδικήματα και τις δίκες, η λειτουργία των αρχών, τα αποδεικτικά μέσα, οι επιβαλλόμενες ποινές και γίνεται ενδιαφέρουσα αναφορά στο θεσμό της διαιτησίας, που ενώ ανευρίσκεται ακόμη και στον Όμηρο, ωστόσο βρίσκει ουσιαστικό έδαφος εφαρμογής στην αθηναϊκή πολιτεία και μάλιστα σε υποθέσεις με σημαντικό οικονομικό αντικείμενο διαφοράς. Ο συγγραφέας προχωρά και σε κριτική του αθηναϊκού συστήματος, το οποίο παρ’ όλες τις ακρότητές του που επέτρεψαν την εκμετάλλευση της δικομανίας των Αθηναίων για την εξουδετέρωση πολιτικών αντιπάλων, νεωτεριστών ή κοινών εχθρών, εκτιμά ότι παραμένει, ιστορικά, το αμεσότερο και φιλολαϊκότερο σύστημα απονομής δικαιοσύνης.  

Το τέταρτο κεφάλαιο αφιερώνεται στους βυζαντινούς χρόνους, όπου ως γνωστόν, ο Ιουστινιανός, με το σημαντικότατο έργο του, χαρακτηριστικό δείγμα του οποίου αποτελεί ο ομώνυμος κώδικας και η δημιουργία των 3 νομικών σχολών,  Κωνσταντινούπολης, Ρώμης και Βηρυτού, συνέβαλε στη διάσωση και συστηματοποίηση του ρωμαϊκού δικαίου και στην ανάπτυξη της νομικής σκέψης. Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται αναφορά στα είδη και την οργάνωση των δικαστηρίων, που ξεκίνησαν με καθαρά ρωμαϊκή μορφή, υπό τις επιρροές, όμως, της χριστιανικής θρησκείας και της γειτονικής ανατολής εξελίχθηκαν και έτσι, μετά την ομοιογένεια των βυζαντινών εδαφών και την επικράτηση της ελληνικής γλώσσας, έγιναν  περισσότερο προσιτά στους πολίτες της μεγάλης αυτοκρατορίας, με χαρακτηριστική την επέκταση της δικαιοδοσίας των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, ιδίως μετά την παρακμή του βυζαντινού κράτους, όπου πλέον έκριναν και πέραν των εκκλησιαστικών υποθέσεων.

Ενδιαφέρον στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζουν οι πληροφορίες για τους δικαστές και τους χώρους απονομής της δικαιοσύνης, όπου αναφέρονται ως ιδιαίτερα επιβλητικοί και μεγαλοπρεπείς, με συμβολισμούς ως προς την επιτελούμενη εντός αυτών λειτουργία.

Το πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο του εν λόγω βιβλίου αναφέρεται στην εποχή της τουρκοκρατίας και της ενετοκρατίας, όπου η δομή της κοινωνίας άλλαξε, περισσότερο όμως εξωτερικά, δεδομένου ότι η εξουσία του αυτοκράτορα στην ουσία αντικαταστάθηκε με αυτήν του Σουλτάνου. Διατηρείται η βασική διοικητική δομή του Βυζαντίου, ενισχυμένη, βεβαίως, με αντιλαϊκά συστήματα και με παράλληλη, ωστόσο, δημιουργία, κάτω από μεγάλο ή μικρό κρατικό έλεγχο, μιας διοικητικής λειτουργίας για τους υπόδουλους έλληνες, με κορυφή τον κλήρο μαζί με τους προεστούς, στους οποίους παρέχεται, πέραν της  διοικητικής και δικαστική εξουσία, δοτή, βέβαια, από τους καταχτητές και πολλές φορές διαβλητή και κατακριτέα στη λειτουργία της. Έτσι, αναπτύσσεται ένα σύστημα απονομής δικαιοσύνης παράλληλο προς τον τουρκικό δικαστικό μηχανισμό, ο οποίος, χαρακτηριζόμενος από παντελή έλλειψη οργανωτικής δομής και μεγάλη διαφθορά των οργάνων του, αλλά και από την αντίληψη ότι η απονομή της δικαιοσύνης αποσκοπούσε στην εκδίκηση για τις άδικες πράξεις και όχι στην απονομή του δικαίου, κατέληγε σε αυθαιρεσίες και βαρβαρότητες, με αποτέλεσμα ακόμη και οι τούρκοι πολίτες να αποφεύγουν τους ομόθρησκούς τους δικαστές και να επιζητούν την κρίση των ελλήνων κριτών.

Κι εδώ τελειώνει η αναφορά μου στο έργο αυτό, η οποία είναι εκτενέστερη σε σχέση με τα λοιπά έργα, λόγω του αντικειμένου του και θα προχωρήσω στο επόμενο έργο, που είναι «Ο ΣΥΝΔΙΚΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ». 

«Ο ΣΥΝΔΙΚΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ»

Το βιβλίο αυτό εξεδόθη το 1988 από τη ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΛΙΟΘΗΚΗ, επίσης γνωστό οίκο νομικών εκδόσεων, είναι ένα κείμενο 200 σελίδων και αποτελεί ένα αμιγώς νομικό βοήθημα, απευθυνόμενο κυρίως σε δικηγόρους, καθώς επεξεργάζεται ένα  ειδικό θέμα, το ρόλο του συνδίκου στην πτώχευση, που ανατίθεται σε δικηγόρο, ο οποίος καλείται να διεκπεραιώσει μέσα στις διάφορες προθεσμίες και διαδικαστικές πράξεις τη διαδικασία μιας πτώχευσης. Έτσι, το έργο αυτό, που στο πρώτο μέρος του αναφέρεται στις κείμενες για την εποχή διατάξεις της πτώχευσης, με αναφορές στη σχετική νομολογία και στο δεύτερο μέρος του περιέχει 60 υποδείγματα, καλογραμμένα και απλά, αποτελεί έναν επιτυχημένο συνδυασμό θεωρίας και πράξης και πολύτιμο και σωστό βοήθημα, όχι μόνο για το δικηγόρο, που θα διορισθεί σε κάποια στιγμή της καριέρας του σύνδικος σε πτώχευση μικρή ή μεγάλη, αλλά, γιατί όχι, και για το δικαστή που θα κληθεί ως εισηγητής της πτώχευσης να αντιμετωπίσει διάφορα ζητήματα σε κάθε βήμα της διαδικασίας αυτής.

Κι αν ακόμη το έργο αυτό σήμερα, λόγω των επανειλημμένων μεταρρυθμίσεων στο δίκαιο της πτώχευσης, έχασε την επικαιρότητα και τη χρηστικότητά του, όπως ατυχώς συμβαίνει σε πολλά επιστημονικά βοηθήματα που συνδέονται με ρυθμίσεις που μεταβάλλονται, ωστόσο εξακολουθεί να αποτελεί μια πρωτότυπη εργασία, μια συνθετική επεξεργασία θεωρίας και πράξης και διδαγμάτων της επιστήμης, ικανό να προσφέρει ακόμη και σήμερα βοήθεια στον μελετητή του θεσμού της πτώχευσης.  

«ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΜΟΥΦΤΗ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΊΑ»

Το τρίτο κατά χρονολογική σειρά συγγραφής νομικό έργο είναι «ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΜΟΥΦΤΗ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΊΑ». Εκδόθηκε από τις νομικές εκδόσεις ΑΝΤ.Ν.ΣΑΚΚΟΥΛΑ το 1991 και αναφέρεται στη δικαιοδοτική δικαιοδοσία του Μουφτή επί διαφορών οικογενειακού και κληρονομικού χαρακτήρα μεταξύ μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών της περιφέρειάς του, εφόσον αυτές διέπονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, τη γνωστή «Σαρία».

Στο έργο αυτό τίθεται διαχρονικά το νομοθετικό πλαίσιο της εξαιρετικής ανάθεσης καθηκόντων δικαστή στον κατέχοντα τον ιερατικό βαθμό του Μουφτή, ο οποίος αποδίδει δικαιοσύνη ερμηνεύοντας τον ιερό νόμο, το Κοράνιο και διατυπώνονται εκτιμήσεις του συγγραφέα για τη συνταγματικότητα των σχετικών διατάξεων, καθώς και τη σκοπιμότητα της διατήρησής του, καθώς επίσης παρατίθενται και 10 αποφάσεις του Μουφτή και ένας φετβά, προκειμένου να καταδειχθούν οι πρακτικές και ουσιαστικές ατέλειες και τα προβλήματα του εν λόγω θεσμού, που πολλές φορές οδηγείται σε προβληματική και άδικη κρίση.

Καθόσον το θέμα έχει, πέραν των νομικών, κυρίως πολιτικές και εθνικές προεκτάσεις, το έργο αυτό είναι ενδιαφέρον, διότι διατυπώνεται ένας αντίλογος με επιχειρήματα από κάποιον που δεν υπήρξε πολιτικός, ούτε διεθνολόγος, αλλά ένας άνθρωπος που βιώνει την πραγματικότητα στην περιοχή του μέσα από την καθημερινότητα των δύο κοινοτήτων και την πρακτική των δικαστηρίων, ο προβληματισμός δε αυτός εξακολουθεί πάντα να είναι επίκαιρος, ακόμη και σήμερα, μετά μάλιστα και τη στάση του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, του Α.Π., ο οποίος με πρόσφατη απόφασή του έκρινε ως νόμιμη την δικαιοδοτική αρμοδιότητα του Μουφτή και ανέτρεψε αυτό που τα τελευταία χρόνια τα δικαστήρια της ουσίας επέτυχαν, την κατάργηση δηλ. της σαρίας στις οικογενειακές υποθέσεις της μουσουλμανική μειονότητας, θέση την οποία, άλλωστε, ασπάζεται και τμήμα της μειονότητας, κυρίως οι νεότεροι σε ηλικία συμπολίτες μας, περισσότερο ή λιγότερο φανερά, θεωρώντας  αναχρονιστική τη διατήρηση του θεσμού αυτού. 

«ΤΑ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ»

Τέλος, θα αναφερθώ στο τελευταίο βιβλίο, «ΤΑ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ», που εξεδόθη το 1998 από τις εκδόσεις ΗΡΟΔΟΤΟΣ, το οποίο είχα την τιμή να παρουσιάσω κατά την πρώτη του κυκλοφορία, μαζί με τον τότε Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Ροδόπης αείμνηστο Πέτρο Ματσκίδη. Αποτελεί, κατά την άποψή μου, το πιο ώριμο έργο του συγγραφέα και χωρίζεται σε 4 θεματικές ενότητες-κεφάλαια, ανεξάρτητες μεταξύ τους, που η κάθε μια αναφέρεται σε ξεχωριστές έννοιες και παράγοντες της δίκης.

Η πρώτη ενότητα, που καταλαμβάνει και το μεγαλύτερο μέρος του έργου, αναφέρεται στην επιείκεια, έννοια δύσκολη και ευρεία, την οποία ο συγγραφέας, κυρίως, προσεγγίζει μέσα από τις μεγάλες μορφές της ελληνικής διανόησης, τα κείμενα των Ευαγγελίων, τα κείμενα των πατέρων της Εκκλησίας, αλλά και το Κοράνιο και την Παλαιά Διαθήκη.

Στη δεύτερη ενότητα αναφέρεται στο μάρτυρα, κυρίως με την έννοια του αποδεικτικού μέσου, ξεκινώντας από μια σύντομη ιστορική αναδρομή του θεσμού της εμμάρτυρης απόδειξης στην ελληνική αρχαιότητα, το Βυζάντιο, μέχρι τις μέρες μας. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται όχι τόσο στη δικονομική, όσο στην ανθρώπινη διάσταση της ιδιότητας του μάρτυρα και στην αξία της για την ανεύρεση της αλήθειας.
Στην τρίτη ενότητα αναφέρεται στο δικηγόρο, ιδιότητα την οποία και ο ίδιος ο συγγραφέας υπηρέτησε για πολλά χρόνια της ζωής του και κατά πόσον αυτός αποτελεί παράγοντα της απονομής της δικαιοσύνης, αναδεικνύοντάς την ταυτόχρονα και καθημερινά κατά την άσκηση του επαγγέλματός του.
Η τέταρτη και τελευταία ενότητα αναφέρεται στον κατηγορούμενο, ως ένα από τα πρόσωπα που μετέχουν στην ποινική δίκη, μέσα δε από σύντομη ιστορική αναδρομή επισημαίνεται η σημασία του σεβασμού των δικαιωμάτων για κάθε πολιτισμένη κοινωνία.
 
Για το κλείσιμο της αναφοράς μου στα παραπάνω έργα θα δανειστώ ένα κομμάτι από τον πρόλογο του αείμνηστου συναδέλφου, διατελέσαντος Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Ροδόπης και Δημάρχου Κομοτηνής κ. Χαράλαμπου Κατσιμίγα στο βιβλίο «Δικαιοσύνη στην Ελλάδα», που νομίζω εκφράζει με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο τα κίνητρα του συγγραφέα για την εκπόνηση του έργου που σήμερα παρουσιάζω.
…«Ερωτευμένος ο συγγραφέας με την επιστήμη, αναγκάστηκε να υποταχθεί στις συνθήκες του συμβατικού γάμου, που λέγεται «επαγγελματική επιβίωση». Και αν όμως υποτάχθηκε στην πραγματικότητα αυτή, ωστόσο δεν απέτρεψε εντελώς το πρόσωπό του από την πρώτη εκείνη αγάπη, την οποία ούτε βέβαια και μέσα στην επαγγελματική ζωή του έπαψε να θυμάται, τώρα όμως με τα έργα αυτά έρχεται να την τιμήσει εντελώς ιδιαίτερα».

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.