Η επισκεψη μας στον π. Παισιο (14/27-10-1989)

Μνήμη Αγίου Παϊσίου

Αγρυπνία τελέστηκε τη Δευτέρα το βράδυ στον Καθεδρικό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μαρωνείας και Κομοτηνής κ.Παντελεήμονα, και μεγάλος ήταν ο αριθμός των Κομοτηναίων που έσπευσαν να τιμήσουν τον νεότερο άγιο της εκκλησίας μας, και ιδιαίτερα αγαπητό και στην περιοχή μας, στη μνήμη του οποίου υπάρχει στον αύλειο χώρο του Καθεδρικού μικρό παρεκκλήσιο. Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας γνώρισε εξάλλου, όταν ο ήταν φοιτητής, τον Άγιο γέροντα και δεν παραλείπει να αναφέρεται στη συνάντηση αυτή, για την οποία έχει γράψει καταλεπτώς, αποδελτιώνοντας τους λόγους του Αγίου, στο περιοδικό «Παρρησία» της ΙΜΜΚ,
ο συμμμετέχων στην τότε παρέα των νεαρών, θεολόγος σήμερα Κωνσταντίνος Π. Θύμης, το κείμενο του οποίου, με πολύτιμες επισημάνσεις για τις αρετές του πνευματικού, αλλά και τη γεμάτη φως, εν ζωή, εικόνα του Αγίου, ακολούθως αναδημοσιεύοντας, φιλοξενούμε. Τ.Β.

Μετά από μία ζεστή βραδινή φιλοξενία στη μονή Φιλοθέου όπου κυριαρχούσε η προσευχή και η κατάνυξη ξεκινήσαμε οι πέντε συμφοιτητές και φίλοι προς τη Μονή Ιβήρων, όπου βρίσκεται η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Πορταΐτισσας. Με την εικόνα αυτή οι αγιορείτες πατέρες έχουν συνδέσει την ύπαρξή τους στο Άγιον Όρος. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν η εικόνα έφτασε θαυματουργικά στον Άθωνα, η Παναγία αποκαλύφθηκε σε κάποιους μοναχούς και τους είπε: « ότι όσο η εικόνα μου αυτή θα είναι στο Άγιον Όρος θα είναι προστάτης και σύμμαχός σας, όταν φύγει θα είναι σημάδι να το εγκαταλείψετε και εσείς». Μετά από την ευλογία που είχαμε να προσκυνήσουμε την εικόνα της Πορταΐτισσας και τα ιερά λείψανα της Μονής ξεκινήσαμε για τον π. Παΐσιο.
 
Σχεδόν δύο ώρες δρόμος, περάσαμε μέσα από μια παρθένα φύση, ανηφοριές, κατηφοριές, δρομάκια πέτρινα, κελαρυστά νερά… Στην πορεία μας βρίσκουμε και ένα χωμάτινο δρόμο (αυτοκινητόδρομο, σπάνιζαν τότε!). Κοντεύουμε προς το κελλί του π. Παϊσίου. Σε λιγάκι συναντάμε μερικές ταμπελίτσες που μας δείχνουν το δρόμο (γράφουν: «προς κελλίον Παναγούδα»). Για αυτό είχε μεριμνήσει ο Γέροντας για να μην μπερδεύονται οι επισκέπτες του σε άλλα παραπλήσια δρομάκια προς άλλους προορισμούς. Κατηφορίζοντας συναντούμε ένα νεαρό να ανεβαίνει και τον ρωτάμε:

– Ο π. Παΐσιος είναι εκεί;
– Μόλις ήρθε, μας απάντησε.
Όλοι σκεφτήκαμε, σε όλους πέρασε από το μυαλό, αλλά κάποιος, αν θυμάμαι καλά ο Στάθης, το είπε:
-Πού να αγρυπνούσε όλη τη νύκτα;

Συνεχίζουμε λιγάκι την πορεία μας. Να! φάνηκε το κελλί της Παναγούδας. Μία μικρή μονοκατοικία, που ο χρόνος τής είχε αφήσει τα σημάδια του. Φαινόταν ακατοίκητη ή καλύτερα φτωχική, ταπεινή. Πρώτο συμπέρασμα που μας δημιουργεί αυτή η εικόνα: οι άγιοι δεν ενδιαφέρονται τόσο για τα υλικά ή μάλλον η γεύση που έχουν από τα πνευματικά τούς έχει κερδίσει απόλυτα, βιώνουν και ζουν αυτή την ανώτερη-πνευματική πραγματικότητα όντες «φίλοι των αγίων και οικείοι του Θεού».
 
Στην είσοδο, μία ταμπελίτσα κρεμασμένη πάνω σε μία καρυδιά γράφει: «Ευλογία, μπορείτε να τρώτε». Ακριβώς, κάτω από το δένδρο και πάνω σε ένα κορμό δένδρου υπάρχει ένα κουτί με λουκούμια. Δίπλα υπάρχει επίσης μία βρύση για να δροσίζει ο Γέροντας και με φυσικό νερό τους διψασμένους επισκέπτες του. Αυτά είναι πριν το πορτόνι της εισόδου.
 
Μέσα στην αυλή είναι δύο παιδιά. Εμείς περιμένουμε έξω από την είσοδο να φανεί ο Γέροντας, να μάς δώσει ευλογία για να μπούμε στην αυλή. Στεκόμαστε μπροστά από το αυτοσχέδιο πορτονάκι πού είναι κατασκευασμένο από δύο σιδερένιους πασσάλους και συρματόπλεγμα. Στην παραμονή μας εκεί το ρίχνουμε στα λουκούμια. Παίρνουμε λουκούμι, και μάλιστα όχι μόνο ένα… Η κούραση και η πεζοπορία μάς έχουν ανοίξει την όρεξη.
 
Σε λιγάκι ανοίγει η πόρτα και βγαίνει ο π. Πα#σιος. Στο νου μου έρχεται αμέσως ο αγαπημένος μου άγιος, ο Άγιος Σπυρίδων. Αστραφτερός, αγέρωχος, λιτός, κοντούλης, αδύνατος, με διαύγεια και χάρη, μικρός και μέγας. Φορούσε ένα απλό εσώρασο (αντερί) λίγο κοντό, πέδιλα με κάλτσες μαύρες και στο κεφάλι του ένα σκούφο πλεκτό μάλλινο, σαν εκείνον που ιστορείται ο άγιός μας.
 
– Καλώς τα παιδιά, περάστε.
Τον Στάθη τον γνωρίζει και τον πειράζει με χαριτωμένα λόγια. Εγώ, ο Γιώργος και ο Σταύρος κρατάμε γκλίτσες, ο γέροντας το σχολιάζει:
– Εσείς παιδιά πρέπει να είστε Μετσοβίτες, μας λέγει (χαριτολογώντας).
-Όχι, γέροντα του λέμε είμαστε από την Κέρκυρα και την Καβάλα. Μάς ρωτάει το όνομά μας και που σπουδάζουμε.
-Στην Ανωτέρα Εκκλησιαστική Σχολή Αθηνών, του απαντάμε.
-Στην Κατωτέρα κανείς; μάς λέει εκείνος, και χαμογελώντας συνεχίζει:
-Στην ανωτέρα πνευματική ζωή σπουδάζετε;
– Πάτερ μου, εδώ είναι που σκοντάφτουμε του απαντάμε…
Ήδη βρισκόμαστε στην αυλή. Γενικότερα ο χώρος είναι πλαισιωμένος από πολλά δένδρα, καστανιές, λεύκες, κυπαρίσσια κ.ά. Καθόμαστε στο υπαίθριο αρχονταρίκι, όπως ο ίδιος ο Γέροντας το έλεγε, το οποίο ήταν ακριβώς μπροστά από το κελλί του.
 
Το καθιστικό του αποτελείται από ένα κορμό για τραπεζάκι, που πάνω του υπάρχει μία νάιλον σακούλα γεμάτη αμύγδαλα και σταφίδες, στην οποία ο Στάθης πρόσθεσε φουντούκια και καρύδια και, γύρω, γύρω από αυτόν πέντε έξι μικρότεροι κορμοί δένδρων για καθίσματα.
-Πάρτε παιδιά μάς είπε, αλλά εμείς όχι μόνον πήραμε, αλλά κοντέψαμε να του αδειάσουμε τη σακούλα.
Ο Γέροντας στη συνέχεια απομακρύνθηκε, πήγε πιο πέρα με έναν από τους δύο προηγούμενους επισκέπτες του, για να συζητήσουν κατ’ ιδίαν. Δεύτερες σκέψεις εκείνη την ώρα περνούν από το μυαλό μου. Μεγάλη η ευκαιρία που τον βρήκαμε. Ο π. Παΐσιος θεωρείται σήμερα -από το πλήρωμα της Εκκλησίας μας- ως ένας από τους πέντε μεγάλους γνωστούς στάρετς της οικουμένης. Η πνευματική προσφορά όλων αυτών τεράστια. Όπως ο ήλιος και το φως του δεν μπορεί να κρυφτεί, το ίδιο και η παρουσία ενός χαρισματούχου γέροντος εκπέμπει φως, που φωτίζει το πνευματικό μας σκοτάδι και πλουτίζει την πνευματική μας ένδεια. Οι συμβουλές τους πολύτιμες γιατί είναι καρπός προσευχής και θείου φωτισμού.

Πλέον ο ασυρματιστής του στρατού είχε προαχθεί σε ασυρματιστή του Θεού.
Τη στιγμή που ο γέροντας απουσιάζει κάποιος από την παρέα λέει το εξής:
 
-Κάποιος ρώτησε τον π. Παΐσιο:
– Πάτερ μπορούμε να δούμε την Παναγία;
-Μα είναι δύσκολο; Απάντησε αυθόρμητα εκείνος, επιβεβαιώνοντας το:
Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, όχι μόνο την Παναγία, αλλά τον ίδιον τον Θεόν (αυτοί) όψονται» (Ματθ. 5, 8).
 
Βλέπουμε τον Γέροντα να τελειώνει τη συζήτηση που είχε και να έρχεται κοντά μας. Κάθεται και αρχίζει να μάς μιλά:
 
-Παιδιά μου να ζείτε πνευματική ζωή, ζωή κατά Θεόν. Είμαστε παιδιά του Θεού και μέσα από αυτή τη σχέση ζούμε πραγματικά.
Να έχετε πνευματικούς καλούς. Να επιλέγετε όχι με το πώς σας βολεύει, αλλά με το πώς είναι αρεστό στο Θεό. Για παράδειγμα όπως κάποιος ασθενής ψάχνει και εμπιστεύεται τη σωματική του υγεία σε ένα καλό γιατρό το ίδιο πρέπει να γίνεται και με τον πνευματικό-(γιατρό) που του εμπιστευόμαστε την ψυχική μας υγεία. Να γνωρίζετε δε ότι ένας καλός πνευματικός πρέπει να έχει τρία πράγματα:
α. Ηλικία και βίωμα.
β. Το μυαλό του στη θέση του, και
γ. Να μην κάνει προσωπικό έργο και να μην σάς χρησιμοποιεί για αυτό.
Για το πρώτο, ηλικία και βίωμα προκειμένου να έχει εμπειρίες από την ιερατική του ζωή και από την εξομολόγηση, καθώς και τη χάρη του Θεού που είναι το κυριότερο για να μπορεί να σάς βοηθάει.
Για το δεύτερο, να έχει το μυαλό του στη θέση του σημαίνει να μην λέει κενά και παράδοξα, τάχα σύγχρονες απόψεις που σας χαϊδεύουν τα αφτιά, αλλά να στηρίζεται στην παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας μας.
Και για το τρίτο, άμα κάνει προσωπικό έργο και σάς χρησιμοποιεί για αυτό δεν ωφελεί ούτε την Εκκλησία, ούτε τα πνευματικοπαίδια του. Στην περίπτωση αυτή είναι σαν να προσφέρει ένα ωραίο πιάτο με φαγητό στο Θεό, π.χ. δύο αβγά μάτια (τηγανητά) και μέσα να έχει βάλει και μια κουτσουλιά, γίνεται αποδεκτό;
– Γέροντα πολλοί θεολόγοι και κληρικοί υποστηρίζουν ότι έγγαμοι ή υποψήφιοι έγγαμοι κληρικοί πρέπει να έχουν εγγάμους κληρικούς ως πνευματικούς και όχι αγάμους γιατί γνωρίζουν καλύτερα τα προβλήματα των σχέσεων των ζευγαριών. Τί μας συμβουλεύετε για αυτό;
-Παιδιά μου ο δρόμος για τον παράδεισο δεν κάνει διάκριση μεταξύ εγγάμων και αγάμων. Όπου αναπαύεται κανείς. Σημαντικό είναι ο πνευματικός να έχει τα παραπάνω γνωρίσματα και χαρίσματα που σας είπα και η χάρις του Θεού ενεργεί…
Έρχονται εδώ πολλοί και με ρωτάνε διάφορα πράγματα. Τους συμβουλεύω μέσα από την μικρή μου πείρα, αλλά δεν με ακούνε.
Με ρωτάνε, τους απαντάω και την ώρα που τους απαντάω, επειδή δεν τους βολεύει η απάντησή μου, πάλι μου κάνουν άλλη ερώτηση για να ξεφύγουν από την απάντησή μου. Δεν έχουν υπακοή σήμερα οι άνθρωποι… Ρωτάνε, τους απαντάω, με ξαναρωτάνε… Και μου λένε στο τέλος ότι δεν τους απάντησα.
Αφού λέω, αδελφέ μου, σου απάντησα. Όχι, μου λέει. Ε! τότε τι να πεις… Το αποτέλεσμα είναι όμως να μην μπορούν οι ίδιοι να ξεφύγουν από το προβλήματά τους και να είναι εγκλωβισμένοι σε αυτά…
 
Μετά από τα παραπάνω σηκώθηκε, πήρε πρώτα τον Στάθη λίγο πιο πάνω για να συζητήσουν ιδιαιτέρως. Με τα χέρια παράλληλα εργαζόταν, έπλεκε ένα κομποσκοίνι. Ήταν τόσο απλός, χαρούμενος, άνθρωπος με ωραίο χιούμορ, αλλά παράλληλα με μεστό, πηγαίο πνευματικό λόγο. Το πρόσωπό του είχε μία καθαρότητα που η παρουσία του σού προκαλούσε ιερό δέος. Σεβασμό και όχι φόβο. Και αν πράγματι η αγιότητα χαρακτηρίζεται από την απλότητα, τη χαρά, την καταδεκτικότητα, την καλοσύνη, την ζωντάνια, τη φιλαδελφία, την αγάπη, δεν μπορούσες να μην διακρίνεις αυτά τα γνωρίσματα στο πρόσωπο του Γέροντος Παϊσίου.
 
Είναι νομίζω αποδεκτό, ότι στην επικοινωνία μας με ανθρώπους που υποδύονται αγιότητα έχουμε νιώσει φόβο, καχυποψία, ανασφάλεια, δεν μιλούν στην ψυχή μας, ενώ άνθρωποι που αγωνίζονται ειλικρινά και προσπαθούν να αγγίσουν την αγιότητα, έχουμε νιώσει σεβασμό, εμπιστοσύνη, ασφάλεια, μιλούν στην ψυχή μας και κερδίζουν την καρδιά μας.
 
Παραλείπω τα κατ’ ιδίαν που είχαμε όλοι … και έρχομαι στον επίλογο αυτής της συνάντησης. Φεύγοντας νιώθαμε πολλή χαρά, είμαστε ανάλαφροι, νιώθαμε την ανάβαση προς τις Καρυές πολύ πιο εύκολη από την κατάβαση. Δεν είναι υπερβολή νομίζω να καταθέσω ότι μέσα μας κυριαρχούσε μία ανείπωτη πνευματική χαρά, ο εσωτερικός μας κόσμος ζούσε θα μπορούσα να πω σε μια μακαριότητα, σε μια μετέωρη κατάσταση, μεταξύ ουρανού και γης. Όλες μας οι αισθήσεις μιλούσαν και μας επιβεβαίωναν αυθόρμητα ότι η ζωή καταξιώνεται όντας μέσα στην αγκαλιά του Θεού. Εκεί υπερβαίνεις τον εαυτό σου, νικάς τον πόνο και το θάνατο και μαθαίνεις να αγαπάς αληθινά το κτιστό και το άκτιστο, τη δημιουργία και τον δημιουργό.
 
Τιμώντας τη μνήμη του καταθέτουμε αυτή την μεγάλη εμπειρία ως ένα ελάχιστο ευχαριστώ επικαλούμενοι τις πρεσβείες του.
 
Άγιε του Θεού Παΐσιε πρέσβευε υπέρ ημών.
 
*Ο Κωνσταντίνος Π. Θύμης είναι Θεολόγος-Ιστορικός, Γραμματέας Ι. Μητροπόλεως Κερκύρας και Παξών.
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.