Η μπαλαντα του λαθρομεταναστη

Το πολυφωνικό αυτό ποιητικό κείμενο γράφτηκε με αφορμή τον πνιγμό, στον ποταμό Έβρο, δύο αδελφών λαθρομεταναστών, που πάσχιζαν για ένα καλύτερο αύριο που δεν ήρθε ποτέ.
 
 

Ομ. Κοίταξε αδερφέ ψηλά
περνούνε πάλι τα πουλιά,
για το βορρά τραβάνε.
Αχ. Τα βλέπω, είναι γερανοί,
δικοί τους είν’ οι ουρανοί,
κι όλο ψηλά πετάνε.
Για μας είναι η μαύρη γη,
το χώμα που πατάμε.
Μακάρι να’ χαμε κι εμείς
φτερά και να πετάμε.
Ομ. Κοίτα τραβούν για το βορρά.
Πίσω τους μαύρη συμφορά
αφήνουνε και πάνε
σε άλλα μέρη μακρινά
να βρουν τροφή να φάνε.
Ας φύγουμ’ αδερφέ κι εμείς
την ώρα που νυχτώνει,
έτσι δεν θα μας δει κανείς.
Αχ. Μα πού θα πάμε μόνοι;
Και πώς ν’ αφήσουμε εδώ
τη μάνα τον πατέρα;
Ομ. Μα θα γυρίσουμ’ αδερφέ,
στ΄ ορκίζομαι μια μέρα,
που θα’ ναι όλ’ αλλιώτικα
χωρίς την πείνα, τις βρισιές
το ξύλο, τη φοβέρα.
Αχ. Εύκολο τούτο να το λες,
δύσκολο να το κάνεις.
Δρόμος μακρύς και άγνωστος,
για φτάνεις, για δε φτάνεις
στο τελικό σου το σκοπό.
Μπορεί και να πεθάνεις
-το σκέφτηκες ποτέ αυτό-
στου κόσμου κάποιαν άκρη,
χωρίς πάνω στο μνήμα σου
να στάξει ένα δάκρυ
της πικραμένης μάνας μας
και τ’ άμοιρου πατέρα.
Και τι ζωή θα’χουν αυτοί
από εδώ και πέρα;
Ομ. Όλα τα σκέφτομ’ αδερφέ,
μα αυτή ζωή δεν είναι.
Εγώ θα φύγω μια φορά,
εσύ αν θέλεις μείνε.
 
 
 
Ζούσαν ως τώρα και τα δυο
μαζί αγαπημένα,
τώρα πώς να χωρίσουνε
για τα έρημα τα ξένα;
Και πώς ν’ αφήσει ο Αχμέτ
τον αδερφό του τον Ομέρ
σαν να’ ταν κάποιος άλλος;
Κι αν γράφει κάτι το Κισμέτ:
Αλλάχ εκμπέρ, Αλλάχ εκμπέρ
-ο Θεός είναι μεγάλος-.
Θα ξεκινήσουνε μαζί
για τ’ άγνωστα τα μέρη
-να ζει κανείς ή να μη ζει-
θα τα’ χουν καταφέρει;
Μον’ ο Αλλάχ το ξέρει.
 
 
Φύγαν μια σκοτεινή βραδιά,
με φόβο μέσα στην καρδιά
και μια κρυφή ελπίδα
να πάνε κάπου μακριά
να ξαναβρούνε λευτεριά,
να βρουν νέα πατρίδα.
Διαβαίνουν όρη και βουνά
κι άγνωστα μονοπάτια,
μα κάθε μέρα που περνά
και μία πίκρα τους κερνά
και νιώθουνε το όνειρο
να γίνεται κομμάτια.
 
 
Πίσω στην πατρίδα
 
Περνούν οι μέρες κι οι νυχτιές,
χωρίς ένα χαμπέρι
κι η πικρομάνα με αχ και βαχ
παρακαλάει τον Αλλάχ,
με μια ελπίδα στην καρδιά,
καλή είδηση να φέρει,
να βρούνε πόρτες ανοιχτές
εκεί που πάνε τα παιδιά,
σ’ άγνωστα ξένα μέρη.
 
 
 
Και ο πατέρας ο φτωχός,
που έχει μείνει μοναχός,
τον πόνο πώς να κρύψει,
για τον πρωτότοκο Αχμέτ,
σαν τι να γράφει το Κισμέτ.
Τον είχε στήριγμά του.
Μα κι ο μικρός του ο Ομέρ,
αχ πόσο θα του λείψει,
θα νιώσει άραγε ποτέ
ξανά το άγγιγμά του;
Γι’ αυτόν τι λέει το Κισμέτ
σε ποια σελίδα άραγε
να γράφει τ’ όνομά του.
 
 
 
Κάθε που η μέρα χάνεται
κι ο ήλιος όταν σβήνει
κι έρχετ’ η νύχτα η σκοτεινή
κι όλα τα καταπίνει,
μέσα στο κατασκότεινο
τοπίο δίχως φόντο,
ακούς ένα αλλόκοτο,
αργό, βραχνό, σεγόντο
να συνοδεύει τη βαριά
φωνή του μουεζίνη,
για τον Αχμέτ, για τον Ομέρ
Αλλάχ εκμπέρ, Αλλάχ εκμπέρ, Αλλάχ εκμπέρ.
 
Μα ποια είν’ η κόρη που θρηνεί
βουβά, με σιωπηρή φωνή,
τι καίει τα σωθικά της,
ποια είν’ τα μυστικά της.
Γιατί αλυχτάει το σκυλί,
μέσα στη σκοτεινή αυλή,
κι ακούγεται σαν θλιβερό,
μακρόσυρτο και βουερό
του κόσμου μοιρολόϊ.
Γιατί από χθες σταμάτησε
λεπτά και ώρες να μετρά
στον τοίχο το ρολόϊ;
 
 
 
Στη μακρινή ανατολή,
η μάνα κλαίει και θρηνεί,
ραγίζετ’ η καρδιά της,
πικρό μαντάτο ένα πουλί
με πικρολάλητη φωνή
φέρνει για τα παιδιά της.
 
 
Φωνή πουλιού
 
Άμοιρη μάνα, μη ζητάς
νέα για τα παιδιά σου,
μόν’ σφίξε την καρδιά σου
και αν μπορείς -με βήματα-
κάτσε και μέτρα,
πόσο απέχει ο ουρανός από τη γη.
Τόσο είναι μακριά πολύ
η Δύση απ’ την Ανατολή.
Είν’ η ζωή πολύ σκληρή,
σκληρή σαν από πέτρα,
κι αυτό το λίγο πέρασμα
απ’ τη σκλαβιά στη λευτεριά,
πικρό γίνεται κέρασμα,
κι ας είναι λίγα μέτρα.
Καθώς ζωή και θάνατος
απέχουν ένα βήμα.
Για τον Ομέρ και τον Αχμέτ…
άλλα έγραφε το Κισμέτ.
 
 
 
Το «τέλος» δεν είχε «νέα» αρχή,
βλέπεις καμιά φορά αργεί,
ή και ποτέ δεν φτάνει.
Πάνω στη διαχωριστική γραμμή,
Τούς πρόφθασ’ ένα κύμα,
τους βρήκε το θανατικό
μεσ’ στο θολό ποτάμι,
τους έστειλε στο μνήμα.
 
 
Φωνή παιδιών
 
Μην κλάψεις μάνα μου πικρή
κι εσύ γλυκέ πατέρα,
καλύτερα ο θάνατος
παρά σκλαβιά και φυλακή
και πείνα και φοβέρα.
Αν δεις ποτέ μαύρα πουλιά
να κρώζουν στην αυλή μας,
στείλε μας δυο γλυκά φιλιά,
κι εμείς μέσ’ απ’ τον ύπνο σου
θα’ ρθουμε μέσ’ στον κήπο σου,
για να μας πάρεις αγκαλιά,
να νιώσεις το φιλί μας.
 
 
 
Μην κλαις μπαμπά,
μην κλαις αννέ,
για τον Ομέρ, για τον Αχμέτ,
αυτό έγραφε το Κισμέτ.

 
*Ο Σταύρος Τολούδης είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.