Γρηγορης Λεοντιαδης: «Πιστευω πολυ στο ρητο του Andre Gide: “για να μπορεσεις να βρεις νεους τοπους, πρεπει να εισαι διατεθειμενος να χασεις απο τα ματια σου την στερια για πολυ καιρο”»

Αντίστροφα ξεκινώντας, ο κ. Λεοντιάδης είναι σήμερα επίκουρος καθηγητής στον τομέα Γαστρεντερολογίας του Πανεπιστήμιου McMaster (Καναδάς), αξιόλογος ερευνητής και πάνω από όλα Άνθρωπος. Ζει, δηλαδή, τα τελευταία 2 χρόνια στην Βόρεια Αμερική, εκπονώντας μελέτες, διδάσκοντας, αλλά και εξασκώντας την γαστρεντερολογία κλινικά. Πριν είχε θέση λέκτορα στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο της Ιατρικής στην Αλεξανδρούπολη. Νωρίτερα είχε εργαστεί και ως ιδιώτης. Όντας ειδικευόμενος στην Θεσσαλονίκη τόλμησε να αφήσει την σίγουρη θέση στο δημόσιο υγειονομικό σύστημα, για να συνεχίσει την ειδικότητά του στην Αγγλία. Οι προπτυχιακές και μεταπτυχιακές του σπουδές έλαβαν χώρα στην Θεσσαλονίκη και Αλεξανδρούπολη αντίστοιχα. Καθοριστική για την μετέπειτα ιατρική του κατεύθυνση υπήρξε η συμμετοχή του στο τότε πιλοτικό πρόγραμμα Erasmus ECTS στην Αγγλία ως προπτυχιακός φοιτητής.

Πρωτοπαρουσιάστηκε στην εφημερίδα του «ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗ της Θράκης» με μια αναδημοσίευση από την «Ελευθεροτυπία» άρθρου του Χρήστου Μιχαηλίδη ως Κομοτηναίος και Θρακιώτης, χωρίς να παραγκωνίζεται η αξία του ατόμου. Και αυτή είναι που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Καμιά φορά, δεν είναι ούτε τα έργα, ούτε τα λόγια που σε κάνουν να σταθείς σε ένα κείμενο, σε μια είδηση είτε ως γεγονός είτε ως πρόσωπο. Απλά, σ’ αυτή την περίπτωση αναγνώρισα μια φλόγα. Δεν μπορώ να εξηγήσω ακριβώς τι μου εμπνέει ο διακρινόμενος επιστήμονας, ίσως την αγάπη για την επιστήμη του, ίσως την αγάπη για τον άνθρωπο. Πράγματα, που η νεανική μου ουτοπική σκέψη θέλει να τα βλέπει αλληλένδετα σε κάθε επιστήμονα.

Γρηγόρης Λεοντιάδης όμως σε μια εκ βαθέων συζήτηση για την χώρα μας, τα πανεπιστήμιά της, την έρευνα, την οικονομική κρίση, τους γονείς του και όσα τους οφείλει, την αγάπη του για τον γενέθλιο τόπο, την Κομοτηνή…

«Η επιλογή κατεύθυνσης σε όλους τους επιστημονικούς τομείς στη χώρα μας γίνεται συνήθως στα τυφλά»

Μαρούλα Πολίτου: Διευκρινίζοντας τα των σπουδών, θα ήθελα να σας ρωτήσω πώς οδηγηθήκατε στο να επιλέξετε την συγκεκριμένη ειδικότητα της γαστρεντερολογίας; Γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά, πως πολλές φορές δεν υπάρχει συγκεκριμένη κατευθυντήριος γραμμή από την μεριά των πανεπιστημίων.
Λεοντιάδης Γρηγόρης: Πράγματι, η επιλογή κατεύθυνσης σε όλους τους επιστημονικούς τομείς γίνεται συνήθως στα τυφλά. Η απόφαση για την επιλογή της ειδικότητας ήρθε κατά ευτυχή σύμπτωση. Στην ουσία, εμπνεύστηκα από συγκεκριμένους «δασκάλους». Συνάντησα, δηλαδή, κάποιους φωτισμένους ανθρώπους που κατά σύμπτωση ήταν γαστρεντερολόγοι. Αυτό συνέβη στο Bristol της Αγγλίας, όταν συμμετείχα στο πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών Erasmus ECTS.

Μ.Π.: Αντιλαμβάνομαι πως σε ένα άνθρωπο-επιστήμονα είναι αδύνατο να μην υπάρχουν όνειρα και στόχοι μετεξέλιξης, θα τους μοιραστείτε μαζί μας;
Λ.Γ.:
Η ιατρική, για μένα, αποτελεί κάτι περισσότερο από άσκηση κλινικής ιατρικής. Η αντιμετώπιση των αρρώστων που έχω μπροστά μου, μου δίνει την άμεση ικανοποίηση. Όμως, το πιο σημαντικό κομμάτι της δουλειάς μου είναι η έρευνα, η οποία δίνει λύσεις σε χιλιάδες γιατρούς σε όλο τον κόσμο για να βοηθήσουν εκατομμύρια ανθρώπων που υποφέρουν. Μειονέκτημα, βέβαια, ότι δεν βλέπεις άμεσα το αποτέλεσμα, το χαμόγελο στο πρόσωπο του ανθρώπου που βοήθησες. Τα χαμόγελα είναι σε πρόσωπα σκορπισμένα στις τέσσερεις γωνιές του πλανήτη. Αν όμως μπορέσεις να φανταστείς μερικά εκατομμύρια ανθρώπους να χαμογελούν, η ηθική ικανοποίηση, αθροιστικά, είναι συγκλονιστική, δεν συγκρίνεται με τίποτε άλλο.

«Το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Αλεξανδρούπολης αποτελεί ένα εξαιρετικό περιβάλλον»

Μ.Π.: Πιστεύετε ότι δίνονται ευκαιρίες στην Ελλάδα για έρευνα; Δηλαδή, τι αποδοχή είχατε σε όλα όσα θα θέλατε να κάνετε;
Λ.Γ.:
Δυστυχώς, στην Ελλάδα υπάρχει έλλειψη πόρων, ακόμη περισσότερο τώρα, και ένας διαφορετικός προσανατολισμός των πανεπιστημίων. Υπήρχε και στη Ελλάδα αποδοχή. Στην Αλεξανδρούπολη, ιδιαίτερα, δεν είχα κανένα παράπονο. Το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Αλεξανδρούπολης αποτελεί ένα εξαιρετικό περιβάλλον, ό, τι καλύτερο θα μπορούσε να επιτευχθεί εντός Ελλάδας. Όμως, δεν περισσεύει αρκετός χρόνος για έρευνα. Όπως παντού στην Ελλάδα, υπάρχουν άμεσες κλινικές ανάγκες και αναγκαστικά η έρευνα έρχεται σε δεύτερο πλάνο. Στο εξωτερικό η χρηματοδότηση των πανεπιστημίων εξαρτάται άμεσα από την αποδοτικότητά τους η οποία σε μεγάλο βαθμό είναι συνάρτηση της έρευνας που παράγουν. Ενθαρρύνουν την έρευνα από ανάγκη επιβίωσης, όχι από καλοσύνη ή μεγαλοψυχία. Έπρεπε λοιπόν να φύγω από την πατρίδα μου για να μπορέσω να παράγω όσο γίνεται περισσότερα στο πεπερασμένο χρόνο μιας ανθρώπινης ζωής. Άλλωστε, οι αρρώστιες δεν έχουν σύνορα. Οι Θρακιώτες θα ωφεληθούν πολύ περισσότερο αν παραμείνω στο McMaster παρά στην Αλεξανδρούπολη.

«Ό,τι έχω καταφέρει στη ζωή μου το οφείλω στην διαπαιδαγώγηση και τα πρότυπα που έλαβα από τους γονείς μου»

Μ.Π.: Μιλώντας πρώτα για τον Άνθρωπο-Γιατρό, που ο ίδιος έχει προσωπικές ανάγκες, όνειρα, φιλοδοξίες και μια προσωπική ζωή. Ενώ, από την άλλη ο Γιατρός που δρα για το κοινωνικό σύνολο, για να βελτιώσει το «περιβάλλον» του, που θέλει να δει τον καλύτερο για τον τόπο του, σε ένα ευρύτερο φυσικά πλαίσιο. Δυο εσωτερικές φύσεις του ίδιου ανθρώπου που αντιμάχονται και συνυπάρχουν. Υπερίσχυσε κάποια ως προς τις επιλογές που εν τέλει κάνατε; Ή η μία αλληλο-επικαλύπτει την άλλη;
Λ.Γ.:
Αντιμαχόμενα σαφώς μέρη, ανταγωνίζονται για τον πεπερασμένο μου χρόνο. Ευτυχώς ή δυστυχώς συνήθως κερδίζει το καθήκον προς τον Άνθρωπο. Η αντίφαση είναι συνεχώς ανοιχτή. Στην πράξη είναι πολύ δύσκολο να επιλέξεις. Κάθε αναβολή μιας σημαντικής έρευνας μπορεί να στοιχίσει τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων. Είναι βαριά ευθύνη. Συνεπώς, συνήθως την «πληρώνει» η προσωπική μου ζωή. Αλλά αυτό είναι η προσωπική μου επιλογή και η ευτυχία μου.

Μ.Π.: Πώς επέδρασε το γονικό περιβάλλον στην λήψη αποφάσεων για την ως τώρα πορεία σας;
Λ.Γ.:
Κατά την εφηβεία έχασα τον πατέρα μου, οπότε ο ρόλος της μητέρας μου ήταν καθοριστικός. Στο άρθρο του Μιχαηλίδη ίσως δόθηκε μια λάθος εντύπωση. Πράγματι, είναι μια γυναίκα μόνη και σίγουρα δυσκολεύτηκε πολύ στην απόφασή μου να φύγω έξω. Αλλά ποτέ δεν με εμπόδισε να ακολουθήσω τον δρόμο μου. Ίσα-ίσα υπήρξε πολύ δυνατή ενθαρρύνοντας με να φύγω. Θέλει πολύ δύναμη να θυσιάσεις ως γονιός την προσωπική σου ασφάλεια για το καλό του παιδιού σου. Ποτέ δεν άφησε να εννοηθεί το παραμικρό, ενώ γνωρίζω το πόσο πονάει. Και αυτή, αν θέλετε, είναι η προσωπική αγάπη της μάνας. Γενικότερα πάντως καθοριστικός ήταν ο ρόλος και των δύο γονιών μου νωρίτερα, στην παιδική και εφηβική μου ηλικία. Ό,τι έχω καταφέρει στη ζωή μου το οφείλω στην διαπαιδαγώγηση και τα πρότυπα που έλαβα από αυτούς. Σε όλη μου την παιδική και εφηβική ηλικία ένιωθα απόλυτη σιγουριά για την αγάπη τους, την εμπιστοσύνη τους και την ειλικρίνειά τους. Κατάφεραν όχι απλώς να ανεχθούν αλλά και να ενθαρρύνουν τις παιδικές μου ερευνητικές ανησυχίες (παρά τις καθημερινές δυσκολίες που τους προκαλούσα, έχοντας μετατρέψει το δωμάτιο μου σε εργαστήριο). Κι αυτό είναι μήνυμα κι ευχή προς τους σημερινούς γονείς: ας προσέξουν να μη σβήσουν τις μικρές φλόγες που τρεμοπαίζουν στην ψυχή των παιδιών τους. Ας τις προστατεύσουν διακριτικά και μια μέρα αυτές οι φλόγες θα θεριέψουν και θα τροφοδοτήσουν το πάθος που θα χρειαστεί η νέα γενιά για να σώσει τον κόσμο.

«Αγαπώ την Κομοτηνή, την θεωρώ μια πολύ όμορφη πόλη»

Μ.Π.: Η Κομοτηνή μας τόπος γέννησης. Την νοσταλγείτε;
Λ.Γ.:
Αγαπώ την Κομοτηνή. Με συνδέει με τα παιδικά μου χρόνια στα σοκάκια της παλιάς πόλης, με την εφηβεία μου. Την θεωρώ μια πολύ όμορφη πόλη και ας είναι ίσως η κρίση μου υποκειμενική. Πάντα έτσι θα μείνει μέσα στην μνήμη μου. Δυστυχώς δεν μπορώ να επιστρέψω λόγω των επαγγελματικών μου επιλογών. Πάντα, όμως, θα ‘χει την πρώτη θέση στην καρδιά μου.

Μ.Π.: Η Κομοτηνή και το σύστημα υγείας. Το γνωρίζετε και εδώ και χρόνια οι συνθήκες παραμένουν οι ίδιες. Το βιώσατε και ως πολίτης στην νεανική σας ηλικία. Πώς αιτιολογείτε την κατάσταση; Τι προτείνετε;
Λ.Γ.:
Το νοσοκομείο της Κομοτηνής είναι εν μέρει ικανοποιητικό. Το πρόβλημα είναι πως επισκιάζεται από το νοσοκομείο της Αλεξανδρούπολης. Η επικρατούσα πολιτική υγείας είναι συγκεντρωτική, γι αυτό και επενδύουν περισσότερο στην Αλεξανδρούπολη. Θα μπορούσε, ίσως, στην Κομοτηνή να δοθεί έμφαση σε ένα αύταρκες, άρτια οργανωμένο, εξοπλισμένο και επανδρωμένο σύστημα αντιμετώπισης επειγόντων περιστατικών. Τα πιο πολύπλοκα περιστατικά εφόσον δεν είναι επείγοντα, θα μπορούν να παραπέμπονται στο Πανεπιστημιακό νοσοκομείο που έχει την κατάλληλη υποδομή. Αυτή θα ήταν μια συμβιβαστική λύση. Δεν υπάρχουν ιδανικές λύσεις. Τα συμφέροντα είναι πολύπλοκα και αντικρουόμενα.

Μ.Π.: Με αφορμή την αλλαγή του διοικητικού περιβάλλοντος, τι θα περιμένατε από τους ανθρώπους που το διοικούν; Και πώς οι πολίτες της μικρο-κοινωνίας μας περιμένετε να ενεργούν;
Λ.Γ.:
Θα πρέπει οι πολίτες να επισημάνουν στην διοίκηση τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν καθημερινά, αν και αυτά είναι πολλά. Το σημαντικό είναι να διατηρηθεί μια επικοινωνία μεταξύ των πολιτικών και των πολιτών, σε βάθος χρόνου και όχι μόνο εν όψει των εκλογών. Και αυτό είναι ένα από τα πλεονεκτήματα της Ελλάδας, πως οι πολίτες ακόμη συμμετέχουν και έχουν ενδιαφέρον για τα κοινά, παρά την σχετική μείωση της συμμετοχής στις τελευταίες εκλογές. Στον Καναδά η συμμετοχή στις εκλογές είναι απελπιστικά χαμηλή.

«Για την οικονομική κατάσταση της χώρας μεγάλη ευθύνη έχουν όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών, αλλά υπάρχει και προσωπική ευθύνη των πολιτών»

Μ.Π: Η Ελλάδα μας βρίσκεται σε μια δεινή θέση. Οικονομική κρίση. Κακοδιοίκηση. Ανθρώπινη εξαθλίωση. Κατανοώ πως πολλές φορές νοιώθετε να θέλετε να απολογηθείτε για όλα αυτά. Πολλές φορές συμβαίνει και σε μας του εγχώριους, όταν ενημερωνόμαστε από ξένες πηγές Μ.Μ.Ε.. Θα αποδίδατε κάπου ευθύνες; Πώς βλέπουν τα πράγματα οι Αμερικάνοι;
Λ.Γ.:
Η απάντηση που δίνω στους Καναδούς, όταν θίγεται αυτό το θέμα, δεν είναι απόλυτα ειλικρινής. Προσπαθώ να υπερασπιστώ την Ελλάδα, ίσως περισσότερο από ό, τι της αξίζει. Όπως όλοι οι Έλληνες της διασποράς πασχίζω να καθησυχάσω τους ξένους, να αμβλύνω τις εντυπώσεις. Στην πραγματικότητα είμαστε πολύ πιο απογοητευμένοι και αρνητικοί από όσο δείχνουμε. Εύχομαι τα μέτρα που ήδη λήφθηκαν να αποδώσουν. Σαφώς μεγάλη ευθύνη πέφτει σε όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών. Αλλά υπάρχει και η προσωπική ευθύνη των πολιτών, χωρίς να εξαιρώ τον εαυτό μου. Το λάθος βρίσκεται στην αντίληψη ότι η Πολιτεία είναι κάτι απόμακρο και εχθρικό και οι πόροι της είναι μη πεπερασμένοι. Δηλαδή, όταν σε κάθε κλάδο γίνονται διεκδικήσεις και συνήθως για μεγαλύτερες απολαβές, δεν αναλογιζόμαστε πως θα είναι εις βάρος των άλλων κλάδων, του κοινού συμφέροντος. Εδώ στον Καναδά, έχουν περισσότερο ανεπτυγμένο το κοινό αίσθημα. Οι απαιτήσεις του κάθε κλάδου γίνονται στο πλαίσιο των πεπερασμένων πόρων της Κοινωνίας. Οι ξένοι είναι πολύ απαισιόδοξοι για τη κρίση της Ελλάδας. Οι Καναδοί στεναχωριούνται με αυτή την κατάσταση, γιατί σέβονται και αγαπούν τον ελληνικό πολιτισμό. Ανησυχούν όμως γενικά και για το μέλλον της Ε.Ε., γιατί αν αυτή καταρρεύσει θα συμπαρασύρει και τις οικονομίες της Βόρειας Αμερικής.

«Πολλοί βλέπουν την κρίση σαν μια ευκαιρία να αλλάξουν τα πράγματα»

Μ.Π.: Βλέπετε κάποιο φως να λάμπει μέσα σε αυτή την καταστροφολογία; Δηλαδή, θέλω να πω, οι σύγχρονοι νεοέλληνες παρ’ όλη την πολυσχιδή κρίση, δείχνουν ελπιδοφόρα μηνύματα για το μέλλον; Θα ήθελα να μου απαντήσετε πρώτα από την δική σας σκοπιά, ως έλληνας του εξωτερικού. Έπειτα να μου μεταδώσετε την γενική εικόνα του κόσμου με τον οποίο έρχεστε σε επαφή.
Λ.Γ.:
Υπάρχει φως. Μιλώντας με νέους ανθρώπους, πολλοί βλέπουν την κρίση σαν μια ευκαιρία να αλλάξουν τα πράγματα, να τελειώσει αυτή η πελατειακή σχέση με τα Κόμματα, να ξεκινήσει μια πιο δημιουργική περίοδος με καινοτομικές επενδύσεις. Η υπαρξιακή κρίση της Ελλάδας αποτελεί ερέθισμα σε κάποια φρέσκα μυαλά, σε νέους ανθρώπους, ώστε να ανοίξουν νέοι δρόμοι.

Μ.Π.: Μια ευχή, ένα μήνυμα…
Λ.Γ.:
Το μήνυμα που θέλω να περάσω, κυρίως στους νέους, είναι πως μπορούν να πετύχουν ό,τι θέλουν, αρκεί να το θελήσουν πραγματικά και να είναι διατεθειμένοι να ρισκάρουν. Πιστεύω στο ρητό του Andre Gide: «για να μπορέσεις να βρεις νέους τόπους, πρέπει να είσαι διατεθειμένος να χάσεις από τα μάτια σου την στεριά για πολύ καιρό». Δε νομίζω όμως ότι μπορεί κανείς να βρει τη δύναμη να συνεχίσει εν μέσω των δυσκολιών που αναπόφευκτα θα συναντήσει, αν οι στόχοι του δεν έχουν και αλτρουιστική συνιστώσα. Αυτή η συνιστώσα είναι αστείρευτη πηγή δημιουργικότητας, αντοχής και αυτάρκειας. Όπως λέει ο αγαπημένος μου Καζαντζάκης «μονάχα όποιος υπακούει σε ανώτερό του ρυθμό είναι ελεύθερος». *

Μια ιδανική – αλλά εξαιρετικά σπάνια – μορφή Αγάπης της Mάνας

«Πρώτο feedback, από τον Καναδά. Ο Γρηγόρης, κάνει μία διευκρίνιση, διορθώνοντας μία… συναισθηματική μου εντύπωση.
Είπαμε, εδώ, η δημοσιογραφία μας θα έχει συνέχεια.
«Επίσης, προφανώς σου έδωσα λανθασμένη εντύπωση για την στάση της μητέρας μου, αν και αυτό δεν διορθώνεται εύκολα πια. Η μητέρα μου ασφαλώς και πονάει που είμαι μακριά της. Φυσικά και ελπίζει ότι στο μέλλον κάτι θα αλλάξει στον Ελληνικό ακαδημαϊκό χώρο έτσι ώστε να μπορέσω να επιστρέψω στην πατρίδα μου, απολαμβάνοντας τις συνθήκες εργασίας που προς το παρόν μπορώ να βρω μόνον στο εξωτερικό. Όμως αυτό που την ξεχωρίζει από την «κλασική Ελληνίδα μάμα» είναι ότι ούτε μια φορά δεν μου ζήτησε να μην φύγω ή να επιστρέψω στην Ελλάδα. Ούτε μια φορά! Το αντίθετο μάλιστα! Όταν αντιλήφθηκε ότι δίσταζα να δεχθώ τη θέση γιατί ανησυχούσα γι’ αυτήν, έκανε ό, τι μπορούσε για να με πείσει ότι δεν έχει πρόβλημα. Συνεχώς μου τονίζει ότι για αυτήν έχει μεγαλύτερη σημασία να είμαι ευτυχισμένος κάνοντας υψηλού επιπέδου έρευνα για να «σώσω τον κόσμο», παρά να με έχει κοντά της για να μη νιώθει μοναξιά. Αυτή είναι η ιδανική – αλλά εξαιρετικά σπάνια – μορφή Αγάπης της Mάνας.

Απόσπασμα από mail του Γρηγόρη Λεοντιάδη στον Χρήστο Μιχαηλίδη, το οποίο ο τελευταίος δημοσίευσε στο blog του, «Φύλλο και Φτερό»

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.