Φαναριον – Γενος – Ελληνισµος

Ο διπλός Ευαγγελισμός της Θεοτόκου

Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453 µ.Χ.) υπό των αλλοθρήσκων οθωµανών υπήρξε το µέγιστο κοσµοϊστορικό γεγονός που άλλαξε τον ρου της ανθρωπότητος και την ιστορική περπατησιά του ευσεβούς ελληνορθοδόξου Γένους µας. Η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, όπως υποστασιοποιούνταν και ενσαρκωνόταν στον παλαίφατο θεσµό του Οικουµενικού Πατριαρχείου, ήτοι της µαρτυρικής και καθαγιασµένης Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, υπήρξε η «κιβωτός της σωτηρίας» και η ιαµατική και σωστική «Κολυµβήθρα» εντός της οποίας το ευσεβές Γένος µας ανεβαπτίζετο στα ανόθευτα νάµατα της ορθοδόξου πίστεως και παραδόσεως διατηρώντας, παρά τους δίσεκτους και δυσχείµερους καιρούς και χρόνους που βίωνε κάτω από τον αλλόθρησκο δυνάστη και τύραννο, την ελληνορθόδοξη αυτοσυνειδησία και ιδιοπροσωπία του, ήτοι την ιστορική και πολιτισµική ταυτότητά του.
 
Από της πρώτης στιγµής µετά την άλωση, το Οικουµενικό Πατριαρχείο στο πρόσωπο του πρώτου Πατριάρχου Γενναδίου Β΄ Σχολαρίου αξιοποίησε στο έπακρον τα εκ του Μωάµεθ Β΄ του Πορθητού δοθέντα «Σουλτανικά Προνόµια» και συνέβαλε καταλυτικά στην πολυεπίπεδη οργάνωση του ιδιωτικού και δηµοσίου βίου του υποδούλου Γένους, το οποίο ευρισκόµενο υπό τις προστατευτικές πτέρυγες της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως µπόρεσε παρά τις αντιξοότητες να επιβιώσει και να µεγαλουργήσει. Το Millet των Ρουµ (Ρωµιών) έχοντας ως ύψιστη κεφαλή τον εκάστοτε Οικουµενικό Πατριάρχη, ο οποίος ήταν Rum Millet Basi, δηλαδή ο «Γενάρχης» και «Εθνάρχης», ο απόλυτος θρησκευτικός και πολιτικός αρχηγός της «Πατριάς», του υπόδουλου ελληνορθόδοξου Γένους και γενικά όλων των υπό την οθωµανική ηµισέληνο ορθοδόξων, είχε κραταιά φωνή ενώπιον της Υψηλής Πύλης και του ιδίου του Σουλτάνου για τα εν γένει δίκαιά του και το κυριότερο για την ίδια την ζωή και την επιβίωσή του. Άξιο ιδιαιτέρας µνείας είναι και το γεγονός ότι το Οικουµενικό Πατριαρχείο ως η µόνη από την Υψηλή Πύλη αναγνωρισµένη πνευµατική αρχή, ασκούσε τον συγκεκριµένο «εθναρχικό και σωστικό» ρόλο του, και υπέρ όλων των υπολοίπων µη µουσουλµανικών ορθοδόξων χριστιανικών πληθυσµών που διαβιούσαν εντός των ορίων της οθωµανικής επικράτειας, οι οποίοι δεν ήταν φυσικά µόνον Έλληνες, αφού ο εκάστοτε Οικουµενικός Πατριάρχης ως κεφαλή και κατεξοχήν πνευµατικός ηγέτης εκπροσωπούσε όλους τους Χριστιανούς ενώπιον της Υψηλής Πύλης και οµιλούσε εξ ονόµατος αυτών σε κάθε περίπτωση. Έχει διατυπωθεί ότι η πνευµατική και διοικητική υπαγωγή όλων των ορθοδόξων στο Οικουµενικό Πατριαρχείο ήταν σύµφωνη µε το Κοράνι που επέτρεπε στους λαούς της Βίβλου, στους Χριστιανούς και τους Εβραίους, εφ’ όσον πλήρωναν το οθωµανικό «χαράτσι» (κεφαλικός φόρος) να ζουν στο πλαίσιο της οθωµανικής µουσουλµανικής πολιτείας και να διατηρούν την πίστη τους, τα ήθη και τα έθιµά τους. Ο Μωάµεθ Β΄ ο Πορθητής επικύρωσε αυτό το δικαίωµα, που το Κοράνι ευνοϊκώς έδιδε στους λαούς της Βίβλου, µε τα λεγόµενα «προνόµια» που παρεχώρησε στον Οικουµενικό Πατριάρχη Γεννάδιο Β΄ Σχολάριο και στους µετέπειτα διαδόχους του: «Έδωκε δε και προστάγµατα εγγράφως τω Πατριάρχη µετ’ εξουσίας βασιλικής απογεγραµµένης κάτωθεν, ίνα µηδείς αυτόν ενοχλήση ή αντιτείνη αλλά είναι αυτόν αναίτιον και αφορολόγητον και αδιάσειστον τε από παντός εναντίου, και τέλους και δόσε ως ελεύθερος έσηται αυτός και οι µετ’ αυτόν Πατριάρχαι εις τον αιώνα, οµοίως και πάντες οι υποτεταγµένοι αυτω αρχιερείς».
 
Η Ορθόδοξη κατ’ Ανατολάς Εκκλησία του Χριστού υπάρχουσα και υποστασιοποιηµένη στο θεσµό του µαρτυρικώς καθαγιασµένου Οικουµενικού Πατριαρχείου, τον µόνο ελληνορθόδοξο πνεύµονα, που ως «θαυµαστή παρεµβολή Θεού» επί της γης συνέχιζε να επιβιώνει από την πάλαι ποτέ Ανατολική Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία, εκ του οποίου ανέπνεε την ζωογόνο πνοή το υπόδουλο Γένος, ήταν και ενεργούσε ως «Εθναρχούσα Εκκλησία», η οποία µε βαρύτατο κόστος και ατίµητο φόρο αίµατος Πατριαρχών, Αρχιερέων, Ιερέων και Μοναχών έφερε και διεφύλαττε σωστικά στους µητρικούς και φιλόστοργους κόλπους της όλο το µαρτυρικό και εµπερίστατο Γένος µας. Η Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως µε την ευφυή και αριστοτεχνική αξιοποίηση και εκµετάλλευση των εκ του Πορθητού παραχωρηθέντων «Προνοµίων» επέτυχε αφενός µεν την εσωτερική και εξωτερική λειτουργική, πνευµατική και διοικητική ελευθερία της, η οποία συνεπαγόταν πρωτίστως την διαφύλαξη της ανοθεύτου πατρώας ορθοδόξου πίστεως και την κατά το δυνατόν ελευθέρα άσκηση των θρησκευτικών δικαιωµάτων των υπόδουλων Ρωµιών, αφετέρου δε την οργάνωση της κοινοτικής – διοικητικής, εκπαιδευτικής, οικονοµικής και εν γένει κοινωνικής και πολιτισµικής ζωής του ανελεύθερου Γένους και µάλιστα εντός του εχθρικού περιβάλλοντος του αλλοθρήσκου οθωµανού δυνάστου κατακτητού. Έτσι το µαρτυρικό Οικουµενικό Πατριαρχείο µε βαθειά συναίσθηση της ιερής εθναρχικής ευθύνης και αποστολής του, όταν  δεν υφίστατο κανείς άλλος επίσηµος κρατικός φορέας σωτηρίας για τους υπόδουλους Ρωµιούς και όλα γύρω «τα’ σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», διεφύλαξε µέσα στον ζοφερή ανελευθερία των τεσσάρων και πλέον αιώνων δυσβάστακτης δουλείας την ανόθευτη ελληνορθόδοξη ιδιοπροσωπία, αυτοσυνειδησία και ταυτότητα του ευσεβούς Γένους µας.
 
Εξάλλου είναι ιστορικά καταγεγραµµένος και αδιαµφισβήτητος ο ακατάβλητος διµέτωπος αγώνας του Οικουµενικού Πατριαρχείου και των κάθε βαθµίδος κληρικών του υπέρ της διαφυλάξεως και διασώσεως της θρησκευτικής και εθνικής αυτοσυνειδησίας των υπόδουλων Ρωµιών απέναντι στους βίαιους εξισλαµισµούς, που κατά περιόδους επέβαλε η Υψηλή Πύλη, καθώς και στον ύπουλο και δόλιο κίνδυνο που εκπήγαζε από την ποικιλόµορφη δράση των «προβατόσχηµων» ρωµαιοκαθολικών µισιοναρίων, οι οποίοι εκµεταλλευόµενοι την δεινή θέση των υπόδουλων ορθοδόξων, προσπαθούσαν παντί σθένει, µε δελεαστικές υποσχέσεις και ποικίλες διευκολύνσεις, να τους προσηλυτίσουν. Η µεγαλόπνοη φαναριώτικη τακτική, «η ιερά τακτική του Φαναρίου», όπως συνήθιζε να λέγει ο αοίδιµος Μητροπολίτης Κολωνίας Γαβριήλ, που η Μεγάλη Εκκλησία ακολούθησε καθ’ όλους τους χρόνους της πικράς δουλειάς, προκειµένου να εξουδετερώνει τις ποικιλόµορφες κατά του Γένους µεθοδεύσεις του εχθρού, έφθασε µέχρι του σηµείου της αυτοθυσίας, ήτοι της µαρτυρικής «κενώσεως» αυτής. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στο βωµό αυτού του ανηλεούς διµέτωπου αγώνος εχύθησαν θυσιαστικώς ποταµοί αιµάτων πλειάδος Πατριαρχών, Αρχιερέων, Ιερέων και Μοναχών, ενώ σε πολλές άλλες περιπτώσεις οι ορθόδοξοι κληρικοί υπέµειναν και τον δια της αγχόνης µαρτυρικό θάνατο. Έτσι ανεδείχθησαν οι περίλαµπροι, πολύτιµοι, ατίµητοι και αδαπάνητοι λίθοι της δόξας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που είναι οι Άγιοι Νεοµάρτυρες.
 
Η σφυρηλάτηση και διατήρηση άσβεστης της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως και ταυτότητος των υπόδουλων Ρωµιών µέσω της µόνης ακενώτου πνευµατικής δυνάµεως της ελληνορθοδόξου παιδείας και «νουθεσίας Κυρίου» συντελούνταν από τους πεπαιδευµένους ανθρώπους της Εκκλησίας και τους στηλοβάτες του Γένους ορθοδόξους κληρικούς µε άµεσο κίνδυνο της ίδιας της ζωής τους και υπό άκρως δυσχερείς και αντίξοες συνθήκες, όταν µάλιστα δάσκαλοι και οργανωµένο εκπαιδευτικό σύστηµα δεν υπήρχαν, ενώ και τα εκπαιδευτικά εγχειρίδια ήταν παντελώς ανύπαρκτα. Η κανδήλα όµως της εθνικής συνειδήσεως του Γένους παρέµενε άσβεστη, όπως και η ακοίµητη κανδήλα» του Φαναρίου, χάρη στο τόσο αισχρά και άδικα καταπολεµηµένο και κατασυκοφαντηµένο, τόσο από τους παλαιούς όσο και από τους νεοφανείς «αποδοµητές της ιστορίας», λεγόµενο «κρυφό σχολείο», που δεν ήταν άλλο από το αναλόγιο, το ψαλτήρι, όπως λέγει όµορφα ο λαός µας, των εκκλησιών και των µοναστηριών µας όπου υπό το ισχνό φως των κεριών και των κανδηλιών ο παπάς και ο καλόγερος δίδασκαν «κολλυβογράµµατα» στα σκλαβωµένα ρωµιόπουλα, τα οποία κατά τους συγκινητικούς και γλαφυρούς λαϊκούς στίχους µάθαιναν «γράµµατα σπουδάµατα του Θεού τα πράµατα», που εκπήγαζαν µέσα από τον αδαπάνητο και ατίµητο πλούτο των Ευαγγελικών και Αποστολικών περικοπών, από την Οκτώηχο και τους Ψαλµούς. Παράλληλα δεν έλειπαν βέβαια και οι µεµονωµένες φωτεινές και χαρισµατικές εκείνες εκκλησιαστικές µορφές, οι οποίες µε την διδαχή και τον αφυπνιστικό λόγο τους διετήρησαν άσβεστη την κανδήλα της θρησκευτικής και εθνικής συνειδήσεως του ρωµαίικου Γένους. Έτσι ως «εν κιβωτώ» διετηρήθησαν αλώβητα, η γλώσσα, οι παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιµα της Ρωµιοσύνης.
 
Του λόγου το αληθές για τον καταλυτικό ρόλο και την µέριµνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην εκπαίδευση των υπόδουλων ρωµιόπουλων επιβεβαιώνει και πιστοποιεί ο Ζ΄ Κανόνας της Συνόδου που συνεκάλσε το έτος 1593 ο αοίδιµος Οικουµενικός Πατριάρχης Ιερεµίας ο Β΄, σύµφωνα µε τον οποίο: «Επιτάσσεται εις έκαστον επίσκοπον τη εαυτού παροικία φροντίδα και δαπάνην την εαυτού ποιείν, ώστε τα θεία και ιερά γράµµατα διδάσκεσθαι βοηθείν δε κατά δύναµιν τοις εθέλουσι διδάσκειν και τοις µαθείν προαιρουµένοις εάν των επιτηδείων χρείαν έχουσιν». Έτσι στις εκκλησίες, στα µοναστήρια και στα µετόχια, ο εκάστοτε οικείος επίσκοπος της κάθε επαρχίας είχε την ευθύνη, την µέριµνα και την εν γένει εποπτεία της λειτουργίας των σχολείων. Αυτή δε την ιστορική αναντίρρητη πραγµατικότητα καθοµολογεί µε χαρακτηριστικό τρόπο και ο Νίκος Σβορώνος, ο οποίος αναφέρει: «Οι αξιόλογες προσπάθειες της Ορθόδοξης Εκκλησίας για την Εκπαίδευση, η οποία στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια της, µε µοναδικούς δασκάλους τους µοναχούς και των κατώτερο κλήρο, στα σχολεία που λειτουργούσαν στις εκκλησίες και τα µοναστήρια, οι αγώνες της για την διαφύλαξη της χριστιανικής πίστης και την καθαρότητα της ορθοδοξίας, τα µέτρα για το σταµάτηµα των εξισλαµισµών, αποτελούν θεµελιακή συµβολή για τη διατήρηση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων».
 
Με το πέρασµα των δύο πρώτων αιώνων κατά τους οποίους επικρατούσαν το απόλυτο σκότος της αµάθειας, η τυραννική δουλεία και οι απηνείς διωγµοί, αλλά κυρίως κατά τα τέλη του 17ου αιώνος, όταν πια η οθωµανική αυτοκρατορία παρουσιάζει τα πρώτα σηµεία καµπής και παρακµής, το Οικουµενικό Πατριαρχείο κινούµενο εντός του πλαισίου της αξιοποιήσεως των «σουλτανικών προνοµίων» του συνεργάζεται µε τους Φαναριώτες και σταδιακά επιτυγχάνει να διαµορφώσει ευνοϊκότερες συνθήκες για το µαρτυρικό υπόδουλο Γένος. Το κορυφαίο παράδειγµα του εθνοϊεραποστόλου και µεγάλου Διδάχου του Γένους Αγίου Κοσµά του Αιτωλού και των λοιπών Διδάχων που ακολούθησαν το παράδειγµά του, συνέβαλαν στην διατήρηση αλώβητης της ελληνορθοδόξου ταυτότητος των υπόδουλων Ρωµιών και στην εθνική αφύπνιση σύσσωµου του Γένους. Εύστοχα συνεπώς έχει γραφεί ότι: «οι µεγάλοι Διδάχοι του Γένους και οι στυλοβάτες της παιδείας υπήρξαν είτε κληρικοί, είτε άνδρες εξαρτώµενοι από την Εκκλησίαν, δεδοµένου ότι τελικά τα προνόµια, µε τα οποία ηθέλησεν ο Πορθητής να προικίσει την Εκκλησίαν, ελειτούργησαν ουσιαστικά ως ο Δούρειος Ίππος της Ρωµιοσύνης, που εκράτησαν αδούλωτο το φρόνηµα των Ρα γιάδων και εξέθρεψε το όραµα της εθνικής αποκατάστασης».
 
Το Οικουµενικό Πατριαρχείο, συν τω χρόνω, µε αργά αλλά σταθερά και προσεκτικά βήµατα, µέσω του άριστα δοµηµένου και ιεραρχηµένου διοικητικού εκκλησιαστικού συστήµατος των κατά τόπους Μητροπόλεων, Αρχιεπισκοπών και Επισκοπών του επέτυχε σε όλα τα επίπεδα την σταδιακή βελτίωση των συνθηκών ζωής και επιβιώσεως των υποδούλων απανταχού της οθωµανικής επικρατείας τέκνων του. Παράλληλα, το άριστα αυτό οργανωµένο διοικητικό κοινοτικό σύστηµα ως γνήσια έκφραση της «ευχαριστιακής – εκκλησιαστικής κοινότητος», µε τις λειτουργούσες εφοροδηµογεροντίες υπό την άµεση εποπτεία των εκασταχού πατριαρχικών Μητροπολιτών και σε άρρηκτη συνεργασία και συµπόρευση µε τους λοιπούς φιλοτίµους ορθοδόξους κληρικούς των ενοριών, καθώς επίσης και µε την από κοινού οµόψυχη και συνάλληλη δράση των σχολικών εφοροεπιτροπών, συνέβαλε στην οργάνωση, απρόσκοπτη και εύρυθµη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήµατος στις ελληνορθόδοξες κοινότητες. Συνέπεια όλου αυτού του εγχειρήµατος υπήρξε η άνοδος του πνευµατικού, µορφωτικού και εν γένει οικονοµικού και κοινωνικού επιπέδου του υπόδουλου Γένους, το οποίο ουδέποτε απώλεσε την πολιτιστική και εθνική του ταυτότητα διατηρώντας αλώβητα και ανόθευτα στο διάβα των αιώνων, θρησκεία, γλώσσα, παράδοση, ήθη και έθιµα.
 
Κι αν ακόµη θα µπορούσε κάποιος να επικρίνει την ενίοτε «συνετή» και «φρόνιµη ιερά τακτική» της διοικούσας Εκκλησίας έναντι της Υψηλής Πύλης, δεν θα πρέπει να αγνοεί ή εσκεµµένα να παραβλέπει, ως συνήθως γίνεται, ότι αυτή η ιερή τακτική απέβλεπε στην προστασία του Γένους από τον αφανισµό του αλλοθρήσκου κατακτητή. Είναι δε πολύ χαρακτηριστική η άποψη του µεγάλου ιστορικού Στήβεν Ράνσιµαν: «Στο βάθος της σκέψεως κάθε Έλληνα, όσο πιστά κι αν συνεργαζόταν µε τους νέους Τούρκους κυριάρχους του, φώλιαζε η πίστη ότι µια µέρα η εξουσία του Αντίχριστου θα κατέρρεε και ότι τότε ο ενωµένος ελληνικός λαός θα σηκωνόταν και πάλι για να ξαναδηµιουργήσει την αγία αυτοκρατορία του». Ο δε φωτισµένος και µεγαλόπνοος Οικουµενικός Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις εύστοχα παρατηρεί ότι: «Δέκα χρόνους αν εβασίλευεν ο Τούρκος ει την Φραγκίαν δεν θα εύρισκες εκεί Χριστιανούς», θέλοντας µε τον τρόπο αυτό να αντιπαραβάλει την µυστική δύναµη της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, η οποία θυσιάστηκε µαζί µε το λαό της και απετέλεσε το διαχωριστικό τείχος ανάµεσα σ’ αυτόν και στον αλλόθρησκο κατακτητή, µε αποτέλεσµα «τα δύο στοιχεία, ελληνικόν και τουρκικόν να παραµείνουν κατά την διάρκειαν 4 αιώνων άµικτα, ώσπερ το ύδωρ και το έλαιον» (Κ. Παπαρρηγόπουλος).
 
Αποδεικνύεται λοιπόν ιστορικά ότι στους δυσχείµερους και δίσεκτους χρόνους της υπέρ των τεσσάρων αιώνων υποδουλώσεως η Ορθόδοξη Εκκλησία «ενσαρκωµένη» και υποστασιοποιηµένη στο θεσµό του µαρτυρικώς καθαγιασµένου και αιµατόβρεχτου Οικουµενικού Πατριαρχείου απέβη, κατά την επιτυχή διατύπωση του Εµµ. Πρωτοψάλτη, «εις των κυριοτέρων παραγόντων της πολιτικής αποκαταστάσεως του υποδουλωθέντος έθνους µας». Τούτο δε συνέβη, όπως γράφει ο Βρετανός βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιµαν στο έργο του: «Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχµαλωσία», επειδή «η Εκκλησία κατώρθωσε να επιβιώσει. Και όσο η Εκκλησία επεβίωνε, το έθνος δεν µπορούσε να πεθάνει». Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο ο σοφός νοµοµαθής Νικόλαος Σαρίπολος δικαιολογηµένα από την ίδια την ιστορική πραγµατικότητα δι εκήρυττε στη Β΄ Εθνοσυνέλευση του 1864, σχεδόν αποκαλυπτικά και εν είδει δηµοσίας οµολογίας: «Εσώθηµεν διά της Εκκλησίας».

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.