Εορταζει ο Πατερας

Χρόνια πολλά στο Σύλλογο Πατεράδων της Ξυλαγανής και προκοπή στο έργο του

Ο Μάρτης εκείνο το χειμώνα του 1915 ήταν βαρύς και χιονισμένος. Στις 10 το πρωί πέρασε την πόρτα του Δημαρχείου στο Σιναπλή ο τριαντάχρονος Ήλιε (Ηλίας). Ήρθε όλο καμάρι, να δηλώσει τη γέννηση του μοναχογιού, μετά από δύο κορίτσια, τη Σιδέρω και την Πρόκη. 

Χρήστο, είπε θα ονομάσουν το αγόρι που γέννησε το βράδυ της 5ης Μαρτίου 1915, στο σπίτι, η γυναίκα του  Ιάννα (Γιαννούλα)  Ήλιεβα, 32 χρονών.  

Μάρτυρες της δήλωσης-ληξιαρχικής πράξης γέννησης, με αριθμό 46/14-3-1915, ο Δήμαρχος Νίκο Γκάντοφ (Νίκος Γκαντίδης) και οι χωροφύλακες, Βολκόφ Χρίστο (Βόλκος Χρήστος), Παναγιώτοφ Κύρο (Παναγιωτίδης Κύρος).

Τα χρόνια περνούσαν και κάπου εκεί την άνοιξη του 1920, ο μικρός Χρήστος  πηγαίνοντας με το γάιδαρο για το κοντινό χωράφι, έπεσε στο δρόμο, όπου τον βρήκαν αναίσθητο οι περαστικοί.

Από δυνατό ανεμοστρόβιλο, έλεγε και πίστευε στις κατοπινές του αφηγήσεις. Είχε παραισθήσεις, έβλεπε δαιμόνια, θεριά και φαντάσματα.

Δυστυχώς, δεν ήταν ένα απλό πέσιμο, ένα ατύχημα, αρρώστησε βαριά από τη μάστιγα της εποχής, τη μηνιγγίτιδα.   

Ο μικρός, έξι χρονών τότε, παρέλυσε και με τεράστια δυσκολία έτρωγε λίγο γάλα. Έχασε την μιλιά του,  δεν αισθανόταν, δεν είχε επαφή με το περιβάλλον του.

Άρχισαν οι πρακτικές συνταγές, από τη γιαγιά και τη μάνα του, με ξύδι, με λάδι, με εντριβές, με βεντούζες, με ξεματιάσματα, ρίχνοντας το μολύβι και τα χαρτιά, με ευχές του παπά και του κοντινού χότζα.

Όλοι απελπίστηκαν, μόνο η μάνα του  δεν έπαψε να ελπίζει, να πιστεύει και να προσπαθεί ασταμάτητα. Με αφάνταστη καρτερικότητα και φροντίδα, νύχτα και μέρα, με περιποίηση, με ευχές και προσευχές, αλλά κυρίως με τη διαίσθηση, τη δύναμη και την αστέρευτη αγάπη της μάνας, που όμοιά της δεν υπάρχει, μετά από μήνες εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια βελτίωσης. Ο μικρός Χρήστος δειλά δειλά πάτησε στα πόδια του. Η μάνα του δόξαζε το  Θεό  και άναβε τα καντήλια του Προφήτη Ηλία και της κοντινής Αγίας Τριάδας.

Μόνο, που  το παιδί δεν άκουγε, μιλούσε όμως, δόξα το Θεό, ήταν υγειές, ζωντανό.

Σε λίγους μήνες ο μικρός άρχισε να παίζει πλέον και να ακούει με τα μάτια, αυτά τα πράσινα, μοναδικά, πανέξυπνα και λυπημένα μάτια, που έπιαναν στον αέρα τις λέξεις και τις μετέφεραν ολοκάθαρες στον εγκέφαλο, λες και είχε την καλύτερη ακοή στον πλανήτη.

Όσο περνούσαν τα χρόνια και μεγάλωνε ο μικρός Χρήστος, τόσο λιγόστευαν οι ήρεμες μέρες στο Σιναπλή. Έτσι οι χωριανοί, Έλληνες από πάντα, αποφάσισαν ότι θα φύγουν για την Ελλάδα και  ο μικρός Χρήστος, όταν ήταν εννιά χρονών, βρέθηκε καθισμένος στην ουρά του κάρου, εκείνο το φθινοπωρινό  πρωινό του 1924, πιστεύοντας πως πάνε στο πανηγύρι της Αγίας Τριάδας και ακολούθησε το καραβάνι του ξεριζωμού από το Σιναπλή, στη Σάρτζα (Μεσσούνη –Κομοτηνής).

Ο μικρός μεγάλωσε, πάντα κάτω από την επίβλεψη της μάνας, ασχολήθηκε με τις αγροτικές  και κτηνοτροφικές δουλειές, όπως όλοι οι συνομήλικοi του στο χωριό, αλλά η τέχνη του σιδηρουργού  τον συνεπήρε.

Από μικρός ήταν υπομονετικός, πείσμων, μεθοδικός, αποτελεσματικός, χαμηλών τόνων και ρυθμού, κυρίως όμως ήταν πανέξυπνος.

Έμαθε στο σιδηρουργείο του Ισπιρίδη, στο Καβακλή, τις βασικές αρχές χειρισμού στο καμίνι και στο αμόνι και με βάση αυτό ασχολήθηκε με όλες τις γνωστές και αναγκαίες τέχνες της εποχής του.

Το αξιοθαύμαστο είναι ότι το σφυρί και το αμόνι τον οδήγησαν σε συνεχή δημιουργία και κατασκευή κλασικών και νέων πρωτοποριακών εργαλείων,  αξιοποιώντας πάντα πρωτογενή υλικά με ελάχιστο κόστος.  

Κάθε φορά που χρειαζόταν ένα εργαλείο το κατασκεύαζε, με το σφυρί και το αμόνι στο μεταλλικό μέρος και το ροκάνι και την πλάνη στο ξύλινο.

Έγινε άριστος καροποιός, ειδικά στις στέρεες ρόδες, σιδεράς και αυτοδίδακτος χτίστης, βαρελοποιός, επιπλοποιός, οινοποιός, κουρέας, αγρότης, ψαράς, έραβε ακόμη και τα ιαμπουρλούκια (κάπες), των τσοπαναραίων.

Εντόπιζε την κατάλληλη βελανιδιά που σε ένα χρόνο, περνώντας από διάφορα στάδια, γινόταν δρύινο βαρέλι για το κελάρι, οι λεύκες από το ιδιόκτητο δάσος μεταβάλλονταν σε έπιπλα, πόρτες και κουφώματα, στέγες σπιτιών και καυσόξυλα, τα παλιοσίδερα σε ινία για το άροτρο και γεωργικά εργαλεία, οι σπασμένες πριονοκορδέλες σε μικρά και μεγάλα  πριόνια.

Κατασκεύασε ειδικό μηχανισμό όπου δημιουργούσε σκούπες διαφόρων μεγεθών, τόσο για εσωτερική χρήση, όσο και για εξωτερική (αυλής).  

Το εργαστήριο του ήταν στην αποθήκη, δίπλα στο σπίτι, όπου ήταν και η περίφημη  «Ίσβα» με τις μπόμπες γεμάτες κρασιά και τις νταμιτζάνες με τσίπουρα.

Το νέο εργαστήριο φιλοξενεί και σήμερα το μηχανοκίνητο πλέον φυσερό, το αμόνι και τα κρεμασμένα στον τοίχο και τα ράφια δεκάδες χειροποίητα εργαλεία.

Τελευταία του κατασκευή ήταν το πατητήρι σταφυλιών, που σκέφτηκε και δημιούργησε, όταν έλειψαν  τα πόδια για το παραδοσιακό πάτημα των σταφυλιών.

Το 1963 σχεδίασε καινούργιο σπίτι μεταβάλλοντας πλήρως τη λειτουργικότητα του οικοπέδου. Χάραξε τις διαστάσεις, έσκαψε τα θεμέλια, έκτισε τους τοίχους, έκανε τη σκεπή, τους σοβάδες, τα ταβάνια, τα κουφώματα, τα ντουλάπια της κουζίνας, τις ντουλάπες, τα κρεβάτια, το έβαψε και το παρέδωσε στην οικογένεια.

Μόνο τούβλα, ασβέστη, κεραμίδια, σίδερα και τζάμια για τα παράθυρα αγόρασε, όλα τα άλλα προσωπική και οικογενειακή εργασία.   

Έκπληκτος ο μικρός του γιος, επιστρέφοντας από το σχολείο αντίκρισε ένα λευκό φρεσκοβαμμένο τραπεζογραφείο με συρτάρια και μια όμορφη βιβλιοθήκη. Ήταν ο τυχερός μαθητής, ίσως και ο μοναδικός στο χωριό, που είχε γραφείο και βιβλιοθήκη.

Η αυλή είναι γεμάτη με τις δημιουργίες του. Το σπίτι, το κουζινάκι, το φούρνο, το στάβλο με τα τσιμεντένια παχνιά, τη χρεία, το γιαλάκι για το πότισμα των ζώων. Όμορφο το σιδεράδικο με όλα τα εργαλεία στη σειρά, οι μεγάλες πόρτες στις αποθήκες, τα κλουβιά για τα κουνέλια, οι μπόμπες άδειες πλέον, με τα σκουριασμένα στεφάνια στο υπόστεγο, διάφορα κόσκινα για όλες τις χρήσεις. Μέχρι και τα  χειροποίητα δίχτυα (σάκοι) για το ψάρεμα, το μικρό για τις βινούδες και το μεγάλο για τα σαζάνια, ακόμη και το παπούτσι του ψαρέματος, στερεωμένο ανάμεσα στις δίπλες της αποθήκης.

Η καθημερινή παραγωγική δημιουργία ήταν το χόμπι του. Όταν πέρασαν τα χρόνια οι μεγάλες κατασκευές από πρωτόγονα ή άχρηστα υλικά περιορίστηκαν σε σουγιαδάκια, πριόνια από σπασμένες πριονοκορδέλες, όμορφα και στέρεα μπαστούνια, ξύλινες κουτάλες κουζίνας διαφόρων μεγεθών, σφραγίδες για πρόσφορα, φόρμες για το φούρνο και ότι άλλο ήταν απαραίτητο.

Δεν υπάρχει σπίτι στη Μεσσούνη που να μην δέχθηκε την άμισθη βοήθειά του, όταν είχε την τεχνική του ανάγκη.

Τα χειροποίητα ψάθινα σκαμποδάκια, με πλεχτά χόρτα από το ποτάμι (σάζια) και τα ξύλινα σκαμνάκια του, στολίζουν πολλά σπίτια, όχι μόνο στο χωριό.

Παντού η σφραγίδα του, οι δημιουργίες του υπογεγραμμένες με το μονόγραμμα του. Ως Μέγας  Ευγενής που ήταν, υπέγραφε σκαλίζοντας σε κάποιο σημείο της δημιουργίας του (Χ.Η.Γ.) Χρήστος Ηλία Γιοβανούδης.

Αυτό το σπάνιο και μοναδικό διαμάντι, αυτό τον άνθρωπο, αυτό το πλάσμα του Μεγαλοδύναμου, είχαμε την Ευλογία του Θεού και τη Μεγάλη Τύχη, στη ζωή, να τον έχουμε πατέρα.

Μέχρι την ημέρα που έκλισε τα μάτια του, πίστευε ότι θα βρεθεί τρόπος να ακούσει, είτε με τα ακουστικά, είτε με τα γιατροσόφια του μπάρμπα Γιώργη από το Μανδράκι, είτε από κάποιο θαύμα που πάντα προσδοκούσε, κυρίως όμως με επισκέψεις σε εξειδικευμένους γιατρούς.

Η αιτία της κώφωσης στην οικογένεια ήταν γνωστή αλλά ανίατη, ο ίδιος δεν το έμαθε ποτέ και η ελπιδοφόρα προσμονή μεταβαλλόταν σε ψυχική δύναμη.

Δεν τον είδαμε θυμωμένο, δεν άπλωνε τιμωρητικά το χέρι, δεν ύψωνε φωνή, ποτέ δεν μας μάλωσε, ποτέ δεν μας αδίκησε, ποτέ δεν μας στενοχώρησε, πάντα μας πρόσεχε, πάντα ήταν με απαλόχερα χάδια δίπλα μας.

Αξεπέραστο όμως ήταν το χάδι των ματιών του κοιτώντας μας κατάματα, κατά πρόσωπο, να πιάσει την έκφραση μας, την κίνηση του σώματος, το ψέλλισμα των χειλιών, τον προβληματισμό, τη χαρά ή τη λύπη μας.

Χωρίς δάσκαλο και σχολείο, όπου δυστυχώς δεν έγινε αποδεκτός, ξεφυλλίζοντας τα βιβλία και παρακολουθώντας τις εκφράσεις χειλιών των μεγάλων του παιδιών, έμαθε άριστη γραφή, ανάγνωση, σχεδιασμό και μαθηματικούς υπολογισμούς, πολύ καλύτερα από τους απόφοιτους του δημοτικού σχολείου.

Διάβαζε καθημερινά, κυρίως βιβλία θρησκευτικού και εθνικού περιεχομένου και αλληλογραφούσε με φίλους και συγγενείς.

Παντρεύτηκε το 1935 τη Ντόλη (Θεοδώρα Κατραντζή), που και αυτή είχε παράλληλη παιδική πορεία. Γεννήθηκε στο Μ. Μπουγιαλίκι της Ανατολικής Ρωμυλίας, ένα  Ελληνοχώρι, κοντά στο Σιναπλή και το Νοέμβριο του 1924 βρέθηκε και αυτή προσφυγοπούλα, με την οικογένειά της, στο Κουσλανλή (Ξυλαγανή – Κομοτηνής).  

Η διαίσθησή μου ίσως με οδήγησε σε φωτογράφησή τους τον Αύγουστο του 1993.  Είναι καθισμένοι σε χειροποίητα, σκαμνί και καρέκλα, μπροστά από τα θαυμάσια λουλούδια της μάνας μας. Στο βάθος της φωτογραφίας, φαίνεται η πόρτα και το μικρό παράθυρο του σιδεράδικου.

Όπως πάντα ομορφάντρας, άρχοντας πραγματικός, περιποιημένος, καλοντυμένος, καθαρός, κουρεμένος, ξυρισμένος.

Έφυγε από τη ζωή 10 Μαΐου 1994, πέντε μήνες μετά την απώλεια της γυναίκας του.   

Ο θάνατος του έκλισε ένα όμορφο, αθόρυβο και αξιοπρεπή κύκλο ζωής. Συνέβη μετά από μια μεγάλη ημέρα του χωριού, την επομένη από το ετήσιο κουρμπάνι, όπου ανταμώνουν όλοι οι ηλικιωμένοι, βοηθώντας να πραγματοποιηθεί το έθιμο, πίνοντας και τα τσιπουράκια τους.

Άφησε λίγα χρήματα για τα  μεταθανάτια έξοδα, δίκαιη περιουσιακή διαθήκη και αναπαύτηκε δίπλα στον τάφο της Ντόλης του.

Ποτέ δεν ξέχασε το Σιναπλή. Ήταν μικρός όταν έφυγε, είχε και την περιπέτεια της παιδικής του υγείας, αλλά θυμόταν πολλά.

-Το χωριό μας, έλεγε, ήταν τρανό, μια στράτα μακριά κι πέδουν (από εδώ) κι πέκειν (από εκεί) τα σπίτια. Κουντά ήταν το ρυάκι, κι πέκειν τα τρία καβάκια κι η Νάνις η τσιουμπάνς, αντίκρυ του κουρί (δάσος) μη τα ξύουα, τα ουτσιάτια.

Θυμόταν πολύ καλά την εκκλησία, το σχολείο, το ποτάμι, τους χορούς, αλλά συνεχώς μιλούσε για το σπίτι που γεννήθηκε, που το θυμόταν μέσα από τις παιδικές του αναμνήσεις, μεγάλο, ψηλό, ωραίο, σαν πραγματικό παλάτι.

Για όλους,  ειδικά όμως για τα παιδιά, το καλύβι τους είναι το παλάτι του κόσμου, όπως λέει και ο εθνικός μας ποιητής  Κωστής Παλαμάς:

Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι
στοιχειό είναι και με προσκαλεί· ψυχή, και με προσμένει.

Το σπίτι που γεννήθηκα, ίδιο στην ίδια στράτα
στα μάτια μου όλο υψώνεται και μ’ όλα του τα νιάτα.

Το σπίτι, ας του νοθέψανε το σχήμα και το χρώμα·
και ανόθευτο κι αχάλαστο, και με προσμένει ακόμα.

Της πόρτας του η παλαϊκή κορώνα, ώ! νά η καμάρα!
Μόνο οι χορδές της λείπουνε για να γενεί κιθάρα

να συνοδέψει του σπιτιού τ’ ολόχαρο τραγούδι
προς το παιδί· γυρίζω ανθός, δροσιά, ξεπεταρούδι,

πάω στη φωλιά, στη γάστρα μου, στο πρωί μου, στο μαγνήτη,
στη ζέστα της μητέρας μου, στο πατρικό άγιο σπίτι.

[…]

Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι.
Στοιχειό, και σαν απάτητο, με ζει και με προσμένει.

Μοναδικό του και παντοτινό παράπονο η αδιαφορία της πολιτείας για τα άτομα με αναπηρίες. Πίκρα για τον άδικο αποκλεισμό του από το δημοτικό σχολείο και τον αποκλεισμό του από ολοκληρωμένο γεωργικό κλήρο, αλλά και την αδιαφορία του δημοσίου συστήματος γενικά.  

Στήριγμα του η οικογένεια, γονείς, σύζυγος και παιδιά, που αυτοσχεδίασε ακόμη και μέθοδο νοηματικής επικοινωνίας, αντάξια και προπομπό της σημερινής.

Μεγάλη η παρακαταθήκη που έμεινε σε εμάς, τα παιδιά του, ειδικά για την αποδοχή και το σεβασμό στους συνανθρώπους μας που αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα.

Στην επαγγελματική μου καριέρα ευτύχησα να συνεργαστώ με υπαλλήλους που προσλήφθηκαν με το νόμο για άτομα με αναπηρία (ΑΜΕΑ). Ήταν άριστοι και άριστες σαν υπάλληλοι, έγιναν και παραμένουν φίλοι και φίλες ζωής.

Προσωπική μου ευχή και απαίτηση, η πολιτεία, που βοηθά αρκετά πλέον τα ΑΜΕΑ, να ενσκήψει με επιπλέον φροντίδα στις ανάγκες τους.

Όταν λέμε πολιτεία πρωτεύοντα ρόλο έχουν τα εντεταλμένα όργανα και οι υπάλληλοι που καλούνται να εφαρμόσουν τις πολιτικές, στο χέρι τους είναι το λίγο της πολιτείας να το πολλαπλασιάσουν.

Μεγαλύτερη πρέπει να είναι η κατανόηση και η θετική συμμετοχή της κοινωνίας. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια τα μικρά παιδιά, οι μαθητές, μαθαίνουν στο σχολείο και διδάσκουν στους μεγάλους θετικές συμπεριφορές.

Τα άτομα με αναπηρία δεν είναι, εκ του ασφαλούς, μακριά μας. Δεν γεννιούνται μόνο ως ΑΜΕΑ, τα περισσότερα γίνονται ΑΜΕΑ στη διάρκεια της ζωής τους. Η φροντίδα τους είναι σύνθετη, δύσκολη, ένα συνεχές πρόβλημα προς λύση για την οικογένεια, ας την απαλύνουμε σιωπώντας, μόνο με τη συμπεριφορά μας.  

Ποτέ κανείς δεν γνωρίζει …… τη σειρά του.

Ο πατέρας μας γεννήθηκε με ακοή, χάρηκε την ανθρώπινη ομιλία, την παιδική λαλιά, το κελάρυσμα του νερού στο διπλανό ποτάμι, το κελάιδισμα των πουλιών στις πυκνές ιτιές, τη γαλήνη και τη φουρτούνα της φύσης, το νανούρισμα και το τραγούδι της μάνας, τη γκάιντα στο χορό της παρέας.

Μακάρι να μπορούσε να ακούσει με τα αυτιά του, έστω για μια στιγμή, τη μαγική λέξη «πατέρα» από εμάς, τα παιδιά του, που τόσες φορές καθημερινά την ψελλίζαμε, κοιτώντας τον στα μάτια, για να την αισθανθεί βαθύτερα.

Μόνο αυτό επιθυμούσαμε.

Ποιος ξέρει, ίσως στα όνειρά του άκουγε, γι’ αυτό ξυπνούσε πάντα χαμογελαστός και καλοδιάθετος.

Εμάς, τα παιδιά και τα πολλά του εγγόνια, που έχουμε στα μάτια μας τη γλυκιά του ανάμνηση, πιστεύουμε ότι μας συνοδεύουν οι ευχές του.

Τον ευχαριστούμε που μας έκανε περήφανους με τη στάση της ζωής του και για το ήθος και ύφος που μας δίδαξε.

Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει και η μνήμη του αιωνία.

19 Ιουνίου 2022

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.