Χριστινα Γκονου «Το υψηλο επιπεδο συναισθηματικης και κοινωνικης νοημοσυνης συντελει να κατανοησουμε ποιο κομματι στην εκμαθηση της ξενης γλωσσας μας προβληματιζει και πως να το αντιμετωπισουμε»

«Στην ξενόγλωσση εκπαίδευση θα πρέπει κάποια στιγμή να υπάρξει ενδιαφέρον και για τις δεξιότητες που χαρακτηρίζονται ως «μαλακές» και προς τις οποίες, σε μεγάλο βαθμό, δεν δίνεται ιδιαίτερη σημασία»

Η κ. Χριστίνα Γκόνου, αναπληρώτρια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Essex με αντικείμενο διδασκαλίας τη δεύτερη-ξένη γλώσσα επισκέφθηκε την Κομοτηνή ως επίσημη προσκεκλημένη του επιστημονικού Colloquium, που διοργάνωσε την Τετάρτη 16 Ιανουαρίου το Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, με θέμα την «Συναισθηματική και κοινωνική νοημοσύνη: Παραδείγματα από την ξενόγλωσση εκπαίδευση», αναλύοντας, για χάρη των μελλοντικών εκπαιδευτικών, αλλά και σύνολης της εκπαιδευτικής κοινότητας, σημαντικές παραμέτρους στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, όπως η   συναισθηματική και κοινωνική νοημοσύνη, που, εμπειρικά, εκπαιδευόμενοι αλλά και εκπαιδευτικοί αντιμετωπίζουν στη σχολική τάξη, αναγνωρίζοντας όλοι, και οι μεν και οι δε, πόσο επιβαρυντικός παράγοντας είναι, παραδείγματος χάριν, στην εκπαιδευτική διαδικασία το άγχος ή η χαμηλή αυτοεκτίμηση.
 
Κατά την επίσκεψή της όμως στην Κομοτηνή, είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε με την κ. Γκόνου στη ραδιοφωνική εκπομπή «Με το Ν και το Β», τόσο  για τα αποτελέσματα των ερευνών της, τον ρόλο της αρνητικής συναισθηματικής φόρτισης στην ξενόγλωσση εκπαίδευση αλλά και για τις εξελίξεις ευρύτερα στον τομέα της γλωσσολογικής επιστήμης.
 
Ο λόγος  στην ίδια… 

«Η αυτογνωσία και η αυτορρύθμιση όλων των συναισθημάτων είναι βασικά στοιχεία της συναισθηματικής νοημοσύνης» 

ΠτΘ: Με αφορμή την εισήγησή σας στο Colloquium του ΤΕΦ, γιατί πιστεύετε ότι χρειάζεται να γνωρίζουμε στην εκπαιδευτική πράξη περί  συναισθηματικής νοημοσύνης, και τι σημαίνει ο όρος αυτός;  
Χ.Γ.: Η συναισθηματική νοημοσύνη έχει τραβήξει το ενδιαφέρον των ερευνητών περισσότερο τα τελευταία χρόνια, και αναφέρεται κυρίως στην ικανότητα να καταλαβαίνουμε τα δικά μας συναισθήματα αλλά και τα συναισθήματα των άλλων, να νιώθουμε ενσυναίσθηση και να βρίσκουμε τρόπους να αντιμετωπίζουμε τα αρνητικά κυρίως συναισθήματα. Όταν μαθαίνουμε μία ξένη γλώσσα — αυτό ισχύει για όλες τις ξένες γλώσσες— νιώθουμε διάφορα αρνητικά συναισθήματα όπως φόβο, αγωνία, άγχος. Όταν όμως υπάρχει υψηλό επίπεδο συναισθηματικής αλλά και κοινωνικής νοημοσύνης, τότε μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε τα συναισθήματά μας, να τα κατονομάσουμε, να κατανοήσουμε ποιες καταστάσεις μας προκαλούν αρνητικά συναισθήματα, ποιο κομμάτι της εκμάθησης της ξένης γλώσσας μάς προβληματίζει αλλά και τι ακριβώς μπορούμε στη συνέχεια να κάνουμε για να το αντιμετωπίσουμε. Μία αντιμετώπιση που σίγουρα χρειάζεται αρκετό πειραματισμό. Οπότε η αυτογνωσία και η αυτορρύθμιση όλων των συναισθημάτων είναι βασικά στοιχεία της συναισθηματικής νοημοσύνης.
 
ΠτΘ: Άρα η συναισθηματική και κοινωνική νοημοσύνη είναι μία ιδιαίτερα σημαντική παράμετρος στην εκπαιδευτική διαδικασία…
Χ.Γ.: Ακριβώς, γιατί η σχέση εκπαιδευτικού και μαθητή είναι άκρως αμφίδρομη. Ο ίδιος ο μαθητής πρέπει να έχει την ικανότητα να αναγνωρίζει τα συναισθήματά του και να τα διαχειρίζεται. Ωστόσο, πολλές φορές αυτό δεν είναι εύκολο, όντας άπειροι οι μαθητές ως προς την εκμάθηση ξένων γλωσσών μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη βοήθεια που τους προσφέρει κάποιος πιο έμπειρος, όπως είναι ο εκπαιδευτικός. Οπότε είναι μία σχέση που λειτουργεί και από τις δύο πλευρές. Ο μαθητής μπορεί να αναλαμβάνει δράση, όταν όμως δεν μπορεί εξαιτίας του υπερβολικού άγχους που τον καταβάλλει, ο καθηγητής είναι αυτός που θα τον βοηθήσει. 

«Το άγχος και άλλου είδους αρνητικά συναισθήματα έχουν ήδη μελετηθεί για την επίδρασή τους στη γενικότερη εκπαίδευση· στην ξενόγλωσση όμως τα πράγματα είναι λίγο πίσω» 

ΠτΘ: Υπάρχει ενδιαφέρον στην ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα για το πώς η αρνητική συναισθηματική φόρτιση επηρεάζει την εκπαιδευτική διαδικασία;
Χ.Γ.: Η αλήθεια είναι πως η «πρακτική» αυτή δεν είναι τόσο γνωστή στην ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα. Είναι ένα θέμα αρκετά καινούριο. Στον δικό μου κλάδο, ερευνούμε για το ποιες έννοιες –που σχετίζονται με την αρνητική συναισθηματική φόρτιση– έχουν αναλυθεί και συζητηθεί στην εκπαιδευτική και κοινωνική ψυχολογία, και μετά προσπαθούμε να αντιληφθούμε αν και πώς αυτές εφαρμόζονται στην ξενόγλωσση εκπαίδευση. Πολλές από τις έννοιες που συζητήσαμε παραπάνω, όπως το άγχος και άλλου είδους αρνητικά συναισθήματα έχουν ήδη μελετηθεί για την επίδρασή τους στη γενικότερη εκπαίδευση. Στην ξενόγλωσση όμως, τα πράγματα είναι λίγο πίσω και αυτό που προσπαθούμε να διορθώσουμε. Μέχρι τώρα όμως συνειδητοποιούμε πως υπάρχουν μεγάλες ομοιότητες.
Αξίζει να σημειώσω ακόμη, πως η ξενόγλωσση εκπαίδευση δυστυχώς περιορίζεται σε πολύ συγκεκριμένες δράσεις ως προς το θέμα της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, όπου δίνεται περισσότερη έμφαση στο τεχνικό κομμάτι, στις μεθόδους δηλ. που θα χρησιμοποιήσουν, στο πώς θα διδάξουν τους κανόνες της γραμματικής κ.ά., και  δεξιότητες, όπως είναι η συναισθηματική και η κοινωνική νοημοσύνη, είναι αρκετά παραμελημένες. 

«Πόσο εύκολο είναι να διδάξεις σε κάποιον πώς να νιώθει, και τι να κάνει γι’ αυτό που αισθάνεται;» 

ΠτΘ: Η ξενόγλωσση εκπαίδευση έχει βαθιές ρίζες στην Ελλάδα και είναι ενδιαφέρον το πώς οι αρνητικοί συναισθηματικοί συντελεστές της δεν έχουν αρκετά μελετηθεί…
Χ.Γ.: Έχετε απόλυτο δίκιο. Αρχικά όμως, να αναφέρουμε πως το επίπεδο  γλωσσομάθειας στην Ελλάδα είναι αρκετά υψηλό και μάλιστα ξεπερνά το επίπεδο αρκετών ευρωπαϊκών και μη κρατών. Τώρα, στην ξενόγλωσση εκπαίδευση έχουν μελετηθεί πολλά, τα οποία όμως έχουν να κάνουν με το τεχνικό-θεωρητικό κομμάτι (hard skills) και όχι με αυτές τις δεξιότητες που χαρακτηρίζονται ως μαλακές (soft skills), στις οποίες σε μεγάλο βαθμό δεν δίνεται ιδιαίτερη σημασία. Κατά τη γνώμη μου, αυτή η πρακτική δεν είναι σωστή, διότι είναι σημαντικό να ενταχθούν και αυτές στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Οι λόγοι που δεν έχουν ενταχθεί ίσως είναι πολλοί. Μία αιτία είναι ο άγνωστος ακόμη τρόπος διδασκαλίας. Πόσο εύκολο πιστεύετε είναι να διδάξεις σε κάποιον πώς να νιώθει, και τι να κάνει γι’ αυτό που αισθάνεται. Αν και άγνωστος ακόμη ο τρόπος, όμως η γενικότερη επιμόρφωση των εκπαιδευτικών θα ήταν πολύ σημαντική πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα. 

«Η κοινωνική νοημοσύνη σχετίζεται άμεσα με το ευρύτερο περιβάλλον συναναστροφής» 

ΠτΘ: Όσον αφορά την κοινωνική νοημοσύνη, αυτή έχει σχέση με το κοινωνικό περιβάλλον του μαθητή, τη δυνατότητά του να επικοινωνεί ή να κλείνεται;
Χ.Γ.: Αυτού του είδους η νοημοσύνη σχετίζεται άμεσα με το ευρύτερο περιβάλλον συναναστροφής. Συγκεκριμένα, η κοινωνική νοημοσύνη αναφέρεται στις σχέσεις που δημιουργούμε με τους άλλους ανθρώπους σε διάφορα επίπεδα. Όταν μιλάμε για την εκπαίδευση, αναφερόμαστε στις διαπροσωπικές σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στους καθηγητές και τους μαθητές, τους ίδιους τους μαθητές, αλλά και ανάμεσα στο εκπαιδευτικό δυναμικό, κατά πόσο δηλαδή οι εκπαιδευτικοί συνεργάζονται και είναι ανοιχτοί να μοιραστούν ιδέες για τη διδασκαλία τους. Οπότε αυτού του είδους η νοημοσύνη μπορεί να αναπτυχθεί μέσα στο σχολείο, αλλά παράλληλα είναι και κάτι έμφυτο, υπάρχουν τρόποι να τη βελτιώσουμε, ωστόσο και για τη συναισθηματική και για την κοινωνική νοημοσύνη ισχύει ότι έχουν διαμορφωθεί –στον μεγαλύτερο βαθμό– από το οικογενειακό και ευρύτερο περιβάλλον στο οποίο έχουμε μεγαλώσει.
 
Μάλιστα, κατά κάποιο τρόπο η κοινωνική νοημοσύνη θεωρείται και επικοινωνιακή, οι συναναστροφές δηλαδή που κάνουμε, πόσο κοινωνικοί είμαστε, αυτά παίζουν σημαντικό ρόλο σε μία τάξη και δη όταν διδάσκεται μία ξένη γλώσσα, καθώς αυτό που θέλουμε να επιτύχουμε σε μία ξενόγλωσση εκπαίδευση είναι η επικοινωνία. Όταν για παράδειγμα βγάλουμε τους μαθητές στον αληθινό κόσμο θα πρέπει να επικοινωνήσουν χρησιμοποιώντας τη γλώσσα που μαθαίνουν. Έτσι, εκτός του ότι θα πρέπει να γνωρίζουν τη γλώσσα, τους κανόνες, το λεξιλόγιο κ.λπ. θα πρέπει να είναι σε θέση να συναναστραφούν και με άλλους ανθρώπους. 
 
ΠτΘ: Ποια είναι η επίδραση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας στην εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας; στην περίπτωση π.χ. που κάποιος αλλοδαπός μαθαίνει αγγλικά ζώντας στην Αγγλία…
Χ.Γ.: Εάν κάποιος μαθητευόμενος βρίσκεται σε περιβάλλον ξενόγλωσσο και προσπαθεί να μάθει τη γλώσσα εκείνη, τότε έχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Ταυτόχρονα όμως η συνομιλία σε μια ξένη γλώσσα είναι και κάτι που φοβίζει τους μαθητές, γιατί γνωρίζουν πως όπου και να βρεθούν θα «αναγκαστούν» να μιλήσουν στην ξένη γλώσσα, έτσι νιώθουν κατά κάποιο τρόπο πιο εκτεθειμένοι, όμως αυτό που προσπαθούμε είναι να τους κάνουμε να αντιληφθούν πως πρόκειται για μία μοναδική ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα και εκτός της τάξης.

«Ο επιστημονικός κόσμος στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει αποδεχθεί  τις γλωσσικές απλοποιήσεις» 

ΠτΘ: Καθώς τα αγγλικά αποτελούν μία lingua franca, σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον όπως αυτό του Ηνωμένου Βασιλείου η χρήση τους δεν είναι κατά κάποιο τρόπο πιο απελευθερωτική; Δεν απομακρύνει το άγχος από τον εκπαιδευόμενο;
Χ.Γ.: Σίγουρα λειτουργεί αρκετά απελευθερωτικά. Επίσης, σημαντικό είναι πως ο ίδιος ομιλητής με τον τρόπο που θα χρησιμοποιήσει την ξένη γλώσσα ίσως την οδηγήσει και σε κάποια εξέλιξή της, καθώς οι αλλαγές που θα επιφέρει ίσως περάσουν και στην επίσημη γλώσσα. Οι γλώσσες δεν είναι στατικές, οπότε όλη αυτή η πολυπολιτισμικότητα και το γεγονός ότι τα αγγλικά ομιλούνται περισσότερο από μη φυσικούς ομιλητές, αυτό οδηγεί σε πολλές γλωσσικές μεταρρυθμίσεις.
 
ΠτΘ: Για πολλά χρόνια υπήρχε το στερεότυπο πως οι κάτοικοι του Ηνωμένου Βασιλείου είναι αρκετά υπερασπιστικοί ως προς τη γλώσσα τους, στις αλλαγές σε γλωσσολογικό επίπεδο πώς αντιδρούν;
Χ.Γ.: Ο επιστημονικός κόσμος το έχει αποδεχθεί πλέον, καθώς εκεί οι συναναστροφές με ανθρώπους από άλλες χώρες είναι πολύ κοινές. Στον υπόλοιπο κόσμο είναι λίγο δύσκολο, και μάλιστα τους επηρεάζει αρκετά στη γλωσσομάθειά τους. Το γεγονός ότι η γλώσσα τους είναι τόσο διαδεδομένη τούς κάνει κατά κάποιο τρόπο πιο εγωιστές, με αποτέλεσμα να θεωρούν πως δεν χρειάζεται να μάθουν κάποια άλλη γλώσσα. Γι’ αυτόν τον λόγο και τα επίπεδα γλωσσομάθειας στην Αγγλία είναι πολύ χαμηλά, παρόλο που σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες υπάρχουν τμήματα για εκμάθηση ξένων γλωσσών ακόμη και για ανερχόμενες γλώσσες όπως τα κινεζικά. Τα πράγματα όμως αλλάζουν, στον έξω από την πανεπιστημιακή έρευνα κόσμο υπάρχει αποδοχή στην αλλαγή, αλλά δεν είναι πλήρης.   

«Προσπαθούμε να προσαρμόζουμε τα εκπαιδευτικά υλικά στα σύγχρονα μέσα μάθησης, διότι οι μαθητές είναι με αυτά πολύ πιο εξοικειωμένοι» 

ΠτΘ: Η γλωσσολογία στη χώρα που εργάζεστε παραμένει ερευνητική, ποιες λοιπόν οι  εξελίξεις από τον τομέα που ερευνάτε, τον γλωσσολογικό;
Χ.Γ.: Υπάρχουν πολλοί κλάδοι της γλωσσολογίας που μελετώνται αυτήν την περίοδο. Υπάρχει η έρευνα που σχετίζεται με την εφαρμοσμένη γλωσσολογία, στην οποία προσπαθούμε να αντιληφθούμε πώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι θεωρητικές γλωσσολογικές γνώσεις μέσα στην τάξη και πώς μπορούμε να τις μεταφέρουμε στους μαθητές ώστε να γίνουν εύκολα αντιληπτές. Ακόμη, υπάρχει ο κλάδος που ονομάζεται computer assistant language learning, μέσω του οποίου εξετάζουμε μεθόδους για το πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τους υπολογιστές και τα άλλα τεχνολογικά μέσα στην εκμάθηση των αγγλικών. Γενικότερα, προσπαθούμε να προσαρμόζουμε τα εκπαιδευτικά υλικά στα σύγχρονα μέσα μάθησης, διότι οι μαθητές είναι πολύ πιο εξοικειωμένοι με αυτά.
 
Η χρήση των τεχνολογικών μέσων στην ξενόγλωσση εκπαίδευση έχει προχωρήσει αρκετά, αν και ακόμη θα έλεγα ότι η εκπαιδευτική διαδικασία συνήθως γίνεται παράλληλα με το βιβλίο. Είναι κάτι ανερχόμενο, ωστόσο έχει προχωρήσει αρκετά ακόμη και η παραγωγή αντίστοιχων ηλεκτρονικών συγγραμμάτων, τα λεξικά για παράδειγμα στην έντυπή τους μορφή παρατηρούμε πως οι μαθητές δυσκολεύονται να τα χρησιμοποιήσουν εν αντιθέσει με τα ηλεκτρονικά.   

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.