Αμερικανικο ονειρο: Νικος Αρβανιτιδης, ενας απο τους πρωτους Ελληνες της Silicon Valley
Το «Πρώτο Θέμα» έφερε ξανά χαιρετίσματα από την Αμερική στην Κομοτηνή, συγκεκριμένα, από τον world famous επιχειρηματία και επιστήμονα Κομοτηναίο Nίκο Αρβανιτίδη, που είχαμε την τύχη να τον πρωτογνωρίσουμε στην πρώτη Συνάντηση Αποδήμων Κομοτηναίων που συνδιοργανώσαμε το 2012 στην Κομοτηνή, όπου και συνομιλώντας μαζί του σκιαγραφήσαμε την γεμάτη εμπειρίες και επιτυχίες οδυσσειακή προσωπικότητά του. Σήμερα επανερχόμαστε όμως, διαβάζοντας και τώρα για τον Κομοτηναίο Νick των Ελλήνων της Αμερικής, αυτή τη φορά δια χειρός Αννας Γριμάνη.
H στάση του λεωφορείου στη Κομοτηνή. Ο ίδιος, με μια βαλίτσα στο χέρι. Και τι άλλο από σιωπή; Ευθυγραμμισμένος στην προοπτική ενός ονείρου- με ακυρωτικό: πού θα πάει; Ποιους θα βρει; Σε τι θα βασιστεί; Εξοπλισμένος με ευφυϊα ‒αλλά κι έχοντας οργή από τα σκληρά παιδικά χρόνια που έζησε για μεγάλο διάστημα με τον αυταρχικό θείο του και τους χειμώνες που πέρασε τιμωρία στη κρύα βεράντα. Επίσης, με άναρχα στοιχεία χαρακτήρα που δυσκόλευαν τα πράγματα, θα ταξιδέψει το 1959 για τις ΗΠΑ. Η τότε εποχή του, ‒τον προσδιορίζει πια, ως έναν όμορφο νεαρό, καλό μαθητή και χαρισματικό μπασκετμπολίστα‒ «ο Αμερικάνος» τον έλεγαν ενώ το ταλέντο του να διακρίνει τον θετικό εαυτό της ζωής, τον καθοδηγεί. Ανατρεπτικός, ιδιαιτέρως ευφυής, ισχυρογνώμων, ριψοκίνδυνος, συχνά αλαζονικός– όπως ο ίδιος θα το αναγνωρίσει σε μια εκ βαθέων συζήτηση, θωρακίζεται στην αυτοεκτίμηση που διαθέτει και εκφράζει κυρίως τον σεβασμό για τους άλλους. Δεν εξαργύρωσε καν ‒κι ούτε για μια στιγμή το σκέφτηκε‒ τα 150 δολάρια από τον φάκελο που οι γονείς του έστειλαν ‒ενώ δούλευε για να ανταπεξέλθει, ταξιτζής βραδινής βάρδιας στo Seatle‒ κάπως έτσι ανέγνωσε τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού‒ βγαίνοντας στο στίβο της καθημερινότητας. Σπούδαζε ταυτοχρόνως, μηχανολόγος, εξελισσόταν ταχύτατα, ο ίδιος άνθρωπος, που μετέπειτα έφτασε να εισαγάγει την φαρμακευτική εταιρεία που ίδρυσε και διοίκησε, την LTI (Liposome Technology Inc.) στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Αργότερα, επέτυχε την πώλησή της στην Johnson & Johnson, ενώ των εγκαταστάσεών της στο Silicon Valley στην εταιρία Facebook ώστε να φτιάξουν εκεί, το τρίτο κεντρικό γραφείο τους.
Επιστέγασμα όλων των ενεργειών και της πολυπραγμοσύνης του Νίκου Αρβανιτίδη στη μακρά επιχειρηματική διαδρομή του, αποτελεί η θέσπιση της υποτροφίας ARVANITIDIS FELLOWSHIP IN MEMORY OF WILLIAM K LINVILL στο Stanford για να τιμήσει τον μέντορα του καθηγητή William Linvill αλλά και την πατρίδα ‒αφού χρηματοδοτεί Έλληνες απόφοιτους Τεχνολογικών Επιστημών και Μηχανικής, με πιο πρόσφατη την Μαρία Δημακοπούλου που τελείωσε το Πολυτεχνείο με άριστα 10, παρέχοντας πλήρη οικονομική στήριξη για διδακτορικό στο πανεπιστήμιο του Stanford.
Από τους πρώτους Έλληνες του Silicon Valley
Τον συνάντησα ένα πρωινό με Καλιφορνέζικο ήλιο, στο campus του Stanford. «Θα διασχίσουμε τον χώρο του πανεπιστημίου, μου είπε, και η ξενάγηση μετά θα συνεχιστεί στις venture capital της περιοχής». Στο Stanford της φιλελεύθερης διανόησης έξω από τα κτήρια της Νομικής, της Μηχανικής Σχολής και των Μαθηματικών, εδώ, σε ένα περιβάλλον απολύτως οικείο για εκείνον. Στον περίβολο της ιστορικής εκκλησίας του πανεπιστήμιου, ενδιαμέσως των γλυπτών αριστουργημάτων του Ροντέν, στους κήπους του campus των 172.000 στρεμμάτων, ο «μέντορας», όπως οι Έλληνες του Silicon Valley αποκαλούν τον επιχειρηματία Νίκο Αρβανιτίδη, ξετυλίγει το νήμα της ζωής του, σε μια αφηγηματική κατάθεση που αισθάνεται το παρελθόν σαν σήμερα. Ένας, από τους μετρημένους στα δάκτυλα, πρώτους Έλληνες του Silicon Valley στη Καλιφόρνια, αποδέκτης αλλά κι ευρηματικός παίκτης στη θυελλώδη διακίνηση ιδεών και καινοτομικής δημιουργίας που χαρακτηρίζει την Κοιλάδα της Τεχνολογίας, έκτισε από το μηδέν τον επιχειρηματικό κόσμο του, ιδρύoντας, μεταξύ άλλων, την φαρμακευτική εταιρία Sequus Pharmaceuticals που μετά από το 1995 εξαγοράσθηκε, τη βιοτεχνολογική Delpor με νέας γενιάς φαρμακευτικά συστήματα, την iMEDD Inc που είχε πάντα την πόρτα της ανοιχτή σε κάθε Έλληνα.
Ευρισκόμενος μετά στο πεδίο της ακαδημαϊκής ελίτ, με κανένα προσωπικό του στοιχείο ή βιωματική εμπειρία να προδιαγράφει μια εξέλιξη όπως αυτή, ο Νίκος Αρβανιτίδης, ανεβάζει ακόμη ταχύτητα και σε μια πενταετία αρχίζει να διδάσκει στο Stanford μαθηματικά μοντέλα και τις εφαρμογές τους στα οικονομικά και τις επιχειρήσεις. Τότε, το 1968, ως καθηγητής φέρνει για μεταπτυχιακά στις ΗΠΑ την πρώτη σειρά αποφοίτων του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, άριστους φοιτητές «και καλά παιδιά!» θα πει, «που τα πήγαν περίφημα με τις σπουδές τους ανοίγοντας την πόρτα του πανεπιστημίου και για τις επόμενες γενιές Ελλήνων». Όπως ο ίδιος, εξελίσσοντας πρωτίστως επιστημονικά την προσωπικότητά του, αποφοίτησε με το πτυχίο του ηλεκτρολόγου μηχανολόγου από το πανεπιστήμιο του Seatle.
«Πήρα το τραίνο από τη Νέα Υόρκη για το Seatle με προπληρωμένο εισιτήριο από την Ελλάδα, για μια τετραήμερη διαδρομή. Το πολύ ενδιαφέρον είναι, ότι δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα, καθότι ήμουν απορροφημένος στη μοναξιά μου, τον φόβο για το άγνωστο, τον φόβο της αποτυχίας, κάτι που μου πήρε πολλά χρόνια, ίσως πάντα, για να τον ξεπεράσω […] Έμαθα πως υπήρχαν προγράμματα σπουδών σε κορυφαία πανεπιστήμια. Ο FatherWood με επανέφερε στην Μηχανολογία, αφού περιπλανήθηκα στις ιδέες Φυσικής και Μαθηματικών, και ξεκίνησε να με εκπαιδεύει για το αμερικανικό πανεπιστήμιο μεταπτυχιακών σπουδών και διδακτορικών. Και ξαφνικά, συνειδητοποίησα ότι η εκπαίδευσή μου δεν χρειαζόταν να μείνει σε ένα απλό πτυχίο. Όλα ήταν ξεκάθαρα μπροστά μου.
Το καλοκαίρι του 1962, μετά τον τρίτο χρόνο στο πανεπιστήμιο, ένας φίλος μου με αυτοκίνητο ‒εγώ κατάφερα να έχω αυτοκίνητο αφού είχα πάρει το διδακτορικό στα 27 χρόνια μου‒ με πήρε και κάναμε μια μεγάλη διαδρομή για να επισκεφτούμε τα μεγαλύτερα ερευνητικά πανεπιστήμια στην Καλιφόρνια, όπου σκεφτόμασταν να υποβάλλουμε τις αιτήσεις μας για μεταπτυχιακή δουλειά. Η διαδρομή μας περιελάμβανε το CalTech, UCLA, Berkley, και Stanford – όπου φτάσαμε στα τέλη Αυγούστου, μεσάνυχτα περίπου, μια νύχτα γεμάτη πανσέληνο μπροστά μας… κι οδηγήσαμε μέχρι το Palm Drive το Quad και το Chapel. Τον επόμενο χρόνο έκανα αίτηση σε 7 από τα καλύτερα πανεπιστήμια της χώρας. Σε όλα με δέχτηκαν και τα έξι μου έδιναν υποτροφία που θα κάλυπτε όλα τα έξοδα φοίτησης και διαβίωσης για ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα στην Ηλεκτρολογική Μηχανολογίa, φυσικά, ήξερα ότι το Stanford είναι αυτό, που ήδη είχα πάρει την απόφαση να επιλέξω».
Τα μεταπτυχιακά χρόνια στο Stanford 1963-1967
«Πήρα το διδακτορικό από το τμήμα Μηχανικής και Οικονομικών Συστημάτων, όταν κατέθεσα την διατριβή μου το 1967. Ο καθηγητής Linvill κι εγώ δουλέψαμε μαζί στο Πανεπιστήμιο του Stanford κι έγινε συνεργάτης μου στη πρώτη μου εταιρία Συμβούλων, INTASA. Παρέμεινα ένας από τους πλέον στενούς συμβούλους του, αφού κι εκείνος με τη σειρά του μέχρι που απεβίωσε ήταν από τους σπουδαιότερους μέντορές μου. […] Τελείωσα το μεταπτυχιακό μου Master’s σε ένα χρόνο, γιατί η υποτροφία μου πλήρωνε τα πάντα, οπότε δεν χρειαζόταν να δουλέψω, έπρεπε μόνο να διαβάζω κι αυτό μου ήταν κάτι το άγνωστο. Ξεκίνησα να ντύνομαι πιο καλαίσθητα, να βγαίνω και να κοινωνικοποιούμαι σαν να ανήκα σε αυτό το “χώρο”. Με τη βαθμολογία μου είχα διακρίσεις ενώ ο γενικός όρος μου ήταν σχεδόν άριστα. Έκανα αίτηση για το διδακτορικό πρόγραμμα και την απέρριψαν. Ο πρύτανης Φράνκλιν με καθοδήγησε σε έναν πιο ευέλικτο τρόπο επικοινωνίας που έπρεπε να αποκτήσω με τους καθηγητές. ”Ακόμη και οι εξυπνότεροι πρέπει να ρωτήσουν ‒ “Δούλεψε στους διαδρόμους Νικ’’ – ήταν μια έκφραση αυτή, “και πήγαινε διαβασμένος πριν από τα ραντεβού σου, διερεύνησε τι κάνει ο κάθε καθηγητής και προετοιμάσου να τους ‘επιβάλεις’ το ‘γιατί’ πρέπει να διαλέξουν εσένα’’. Πήρα το μήνυμα ότι, δεν έχει σημασία πόσο καλός είσαι σε κάτι, πρέπει να ξέρεις και να παρουσιάζεις τον εαυτό σου, παράλληλα με την τεχνογνωσία σου, στοιχείο που καθόρισε τη μετέπειτα επιτυχία μου. Κατάφερα να είμαι βοηθός στο εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο του καθηγητή Linvill, γεγονός που μου έδωσε μαθήματα στάσης ζωής».
«Τι χρειάζεται για να τα καταφέρεις αξιοκρατικά σε έναν ανταγωνιστικό κόσμο; Πρέπει να αγαπάς πραγματικά αυτό που κάνεις, το διακηρύττω περισσότερα από 50 χρόνια. Εκείνη την εποχή μάλιστα, δεν αγαπούσα και τόσο αυτό που έκανα, παρέμεινα όμως σιωπηλός, διευρύνοντας το φάσμα των γνώσεών μου ώσπου να βρω αυτό που ψάχνω […]. Και πάλι στάθηκα τυχερός με μια τρίτη λύση στο δίλημμα μου. Ο δίδυμος αδερφός του καθηγητή John Linvill, o William μόλις είχε έρθει στο Stanford από το ΜΙΤ και ξεκινούσε ένα νέο πρόγραμμα σε ένα καινούργιο πεδίο: Ινστιτούτο Μηχανικής και Οικονομικών Συστημάτων, τώρα γνωστό ως Τμήμα Διοικητικών Επιστημών και Μηχανικής. Η προθυμία των δύο Linvill να με βοηθήσουν παραμένει ακόμη ο ακρογωνιαίος λίθος της καριέρας μου, και όλα τα καλά ήρθαν μέσα από αυτή την απόφαση. Φανταστείτε το, σαν την πρώτη επιχειρηματική μου κίνηση, η οποία μ’ έβαλε σε νέα τροχιά και πήρα ένα ρίσκο μετά από ώριμη σκέψη, που με οδήγησε στη σωστή κατεύθυνση, και σε σπουδαία αποτελέσματα ενώ ενδιαφέρον είχε και το πολυεθνικό περιβάλλον του τμήματός μας στο Stanford- Καναδάς, Αίγυπτος, Ισραήλ, Ελλάδα. Επίσης, ότι απέτυχα στις προφορικές εξετάσεις του διδακτορικού εξαιτίας της αλαζονείας μου, ήταν ένα ακόμα μάθημα».
Την πανεπιστημιακή καριέρα του, διαδέχεται η επιχειρηματική, με τη δημιουργία αρχικά μιας εταιρείας συμβούλων και μετέπειτα ανοίγεται στο χώρο της Βιοτεχνολογίας, που θ’ αποτελέσει και τον βασικό κορμό της επιχειρηματικής δράσης του. Το Stanford εντέλει, ορόσημο στη πορεία του: είναι η μετάβαση σε ένα άλλο επίπεδο όπου θέτει τη συνέχειά του, διαφοροποιώντας έτσι και το επαγγελματικό του προφίλ από την προηγούμενη εποχή.
Τα πρώτα μου χρόνια ως μετανάστη ‒Οι δουλειές μου στο Seattle και το Four Winds
«Η πρώτη μου δουλειά ήταν στο Four Winds όπου έπλενα πιάτα, σε ένα πλωτό εστιατόριο στην λίμνη της Ουάσινγκτον. Ξεκίνησα εκεί κάνοντας χειρονακτικές εργασίες όπως να σκάβω για θεμέλια, ή να κουβαλώ κάποια εμπορεύματα κτλ, με μισθό 1,25$/ την ώρα ‒στο λιμάνι τις γιορτές πλήρωναν καλλίτερα. Την παραμονή αλλαγής του χρόνου είχα γεμίσει αλεύρι από τα σακιά που μετέφερα κι όταν πήγα να πλυθώ, το πρόσωπό μου άσπρο με δύο γραμμές από τα δάκρυα που κύλησαν όταν με είδα στον καθρέφτη. Στα 21 χρόνια μου ήμουν σερβιτόρος.
Η κοινωνική μου ζωή περιελάμβανε κι άλλους νέους Έλληνες μετανάστες που δούλευαν κυρίως σε εστιατόρια, όπως εγώ ‒12 ώρες τη μέρα τα καλοκαίρια και περιστασιακά‒ όσο σπούδαζα μηχανολογία. Μια φορά με έπιασαν με τη φοιτητική μου βίζα και χωρίς άδεια εργασίας και διανυκτέρευσα στο τμήμα. Την εγγύησή πλήρωσε ο πρύτανης της σχολής μου Kimball και ο σύντομα νέος μέντορας μου, father Francis Wood. Δεν πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να έρθω αντιμέτωπος με ένα δίλημμα: να γίνω ένας τυπικός μετανάστης όπως οι φίλοι μου που δούλευαν σε εστιατόρια, πηγαίνοντας σε νυχτερινά κέντρα, πίνοντας και παίζοντας πόκερ, ή να παραμείνω στο σχολείο, στο δύσκολο δρόμο των σπουδών μου; Είχα αγωνία να κλείσω τα 21 τον Σεπτέμβρη του ’61, ηλικία που επιτρεπόταν από το νόμο να πιω ή να σερβίρω αλκοόλ και να γίνω σερβιτόρος. Πηγαίνοντας στο εστιατόριο πήρα προαγωγή από λαντζέρης με καλύτερο μισθό. Αυτή η εποχή μεταμόρφωσε ριζικά την ζωή μου, αφού δίχως συναισθηματισμούς έκανα όποια τίμια δουλειά μπορούσα, για να κερδίσω το ψωμί μου. Έκανα ότι χρειάστηκε για αυτό».
Ξεκινώντας την επιχειρηματική του ζωή
«Η ιστορία της INTASA, Management Consultant σε θέματα οικονoμικής ανάπτυξης και περιβάλλοντος θα πει, είναι μια πρώτη επαγγελματική ιστορία αγάπης, έτρεξα την εταιρεία αυτή για 15 χρόνια και το λάτρεψα! Στο εστιατόριο, βοηθώντας τον Σαμ, ενεπλάκην κι εγώ σε μια πρώτη επιχείρηση εστίασης στο Menlo Park. Και αφού το ένα δεν ήταν αρκετό, ανοίξαμε και ένα δεύτερο στο Los Altos. Ξεκίνησα την πρώτη ντίσκο στο Bay Area to 1973 , την ”Nikos Disco″. Ο καθηγητής μου, οι φίλοι μου κι εγώ που είχαμε επενδύσει σε αυτή τη δουλειά, δεν καταφέραμε να κερδίσουμε χρήματα, αλλά… διασκεδάσαμε πολύ. Αποχώρησα από τις επιχειρήσεις εστίασης μετά τα εγκαίνια του τρίτου γραφείου της εταιρείας Συμβούλων INTASA – Ουάσινγκτον, Χαβάη, Menlo Park. Επιχείρησα αυτά τα βήματα όσο ακόμα είχα ενεργή συμμετοχή στο Stanford, έξυπνη από μέρους μου κίνηση. Τα χρόνια της INTASA θεωρώ ότι ήταν πολύ γενναιόδωρα με θετικό αντίκτυπο στην ταυτότητα που διαμόρφωσα, είχα μια προσωπική εσωτερική μεταμόρφωση, δηλαδή, έγινα ένας καλός μάνατζερ, εξελίχθηκα σε έναν αποτελεσματικό γενικό διευθυντή κι εντέλει… μια «καλοκουρδισμένη μηχανή» παραγωγής χρήματος. Όσο εξελισσόταν η ζωή μου στο να γίνω ένας ολοκληρωμένος επιχειρηματίας, εμφανίστηκε μια ευκαιρία, στην οποία δεν μπορούσαν α αντισταθώ».
Διαρκές ρίσκο
Ρίσκαρε λοιπόν, ο ίδιος. Ανακάτεψε πολλάκις τα τραπουλόχαρτα της ζωής του και συχνά με «τζόκερ» στα χέρια, αξιοποίησε τις καλές ευκαιρίες. Διέβλεψε τις αξιόλογες σχέσεις και τις έκτισε, πόνταρε με οξυδέρκεια σε ισχυρές συμμαχίες. Κατά βάθος, ήξερε ότι δεν θα επέστρεφε για ν’ ακουμπήσει στο βαμβάκι της οικογενειακής μικρής επιχείρησης κι ούτε θα επισκεπτόταν άλλη φορά τον αμπελώνα του πατέρα του, που ήταν το χόμπι του. Με λίγα λόγια, είχε ήδη θέσει, ημερομηνία λήξης, στην πρωθύστερη ζωή του:
«Νωρίς το πρωί ο πατέρας μου με πήγε στη μικρή επιχείρηση μαλλιού-βαμβακιού που είχαμε και σε ένα μικρό αμπελώνα ‒το χόμπι του, για να μου πει ότι δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχάσω ότι πάντα θα έχω κάπου να γυρίσω σε περίπτωση που δεν πάνε καλά τα πράγματα στην Αμερική‒ εκεί, όπου ο ίδιος έζησε για 25 χρόνια έως το 1935 που επέστρεψε στην Ελλάδα και παντρεύτηκε. Ο πατέρας μου ήταν ένας άγιος. Ένας αμόρφωτος άνθρωπος, καλοσυνάτος κι ακέραιος χαρακτήρας, χαρίσματα που δεν έβρισκες εύκολα στο κόσμο, αδιανόητο να τα βρεις στην σημερινή εποχή. “Η οικογένεια σου, μου είπε, η αγάπη μας, και η μικρή μας επιχείρηση θα είναι πάντα εδώ για εσένα”.
Επιστρέφοντας στη χώρα του ασυμβίβαστα
«Η Αμερική ήταν ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος και κενός από το μεγάλο μέρος του συναισθήματος, του να νιώθεις Έλληνας. Κάθε ταξίδι στη χώρα μου, σήμαινε την ασυμβίβαστη παραδοχή αυτής της έλλειψης και νοσταλγίας», εξηγεί ο ίδιος. Η προσωπική μου κληρονομιά δεν έχει να κάνει, παρά με μία επιτυχημένη ιστορία: ότι ξεκινώντας από το μηδέν, έλαβα εξαιρετική εκπαίδευση, είχα μια απίστευτη καριέρα και συνταξιοδοτήθηκα σχετικά νωρίς με αρκετό πλούτο για να κερδίσω χρόνο με την οικογένεια και να γνωρίσω καλλίτερα τον εαυτό μου. Μέρος της προσωπικής εξέλιξης ωστόσο, θεωρώ ότι είναι, να σε σέβονται οι άλλοι, όχι αποκλειστικά για την οικονομική δύναμη σου αλλά και για την κουλτούρα του να προσφέρεις- σε έναν κόσμο που οι περισσότεροι ξέρουν μόνον να ζητούν».
Ο Νίκος Αρβανιτίδης θυμήθηκε την πρώτη μας συνέντευξη στο περιοδικό ‘’Κ’’- που για εκείνον αποτέλεσε ένα σημείο αναφοράς και νέας δράσης.
«Το άρθρο σας για τους Έλληνες της Silicon Valley, τα έφερε όλα αυτά στο φως, ενδυναμώνοντας την ταυτότητά μου ως ‘’giver’’ με αρκετή γνώση και εμπειρία για να την μοιραστώ με τους νεώτερους ανθρώπους – ο ορισμός του να είσαι μέντορας. Ξεκινώντας το πρόγραμμα Silicon Valley Greek Seed Fund- ότι δεν έμαθα από τους Έλληνες της Αμερικής ακόμη, δεν έχω καταλήξει εάν αυτό, έκανε την ζωή μου ευκολότερη και τα προβλήματα μικρότερα. Όμως, έμαθα τόσα από εκατοντάδες Έλληνες νέους επιχειρηματίες που με επισκέφτηκαν τη τελευταία δεκαετία στη διάρκεια του φαινομένου brain drain – που είναι μια σημαντικότατη εμπειρία! Γίναμε αποδέκτες καλοσύνης κι αναγνώρισης η οικογένειά μου, στην προσπάθεια να βοηθούμε πάντα έναν φοιτητή, είτε έναν νέο επιχειρηματία, ή έναν επίσημο Έλληνα που επισκέφτηκε το Valley, είτε και για τις απλές ανάγκες της ελληνικής κοινότητας».
Από την Ουάσιγκτον στη Wall Street
Η ίδρυση της εταιρείας LTI Inc, (Biotech), για τον Νίκο Αρβανιτίδη, πρόκειται για μια «χαρακτηριστική ιστορία επιχειρηματικότητας απ’ όλες τις απόψεις όπως θα πει. «Ξεκινώντας, από μια νεοφυή επιχείρηση που αποτελούνταν από δύο ανθρώπους, φτάσαμε σε μια επιχείρηση με ομάδα μάνατζμεντ συγκεντρώνοντας κεφάλαια, εκατ. δολάρια, από παντού- από το Χονγκ Κονγκ έως την Σκωτία. Η εταιρεία εισήχθηκε στο χρηματιστήριο το 1987 ενώ κατά την πορεία είχαμε την έγκριση του πρώτου φαρμάκου από την FDA».
Μιλώντας για το παρασκήνιο δημιουργίας της εταιρείας, αφηγείται ότι, «από τον ρόλο του συμβούλου, γρήγορα έμαθα, ότι δεν μπορείς να επιβιώσεις για καιρό στη θέση αυτή χωρίς την τέχνη του ″απόλυτου πακέτου” ,κι εγώ ήμουν πολύ καλός σε αυτό. Στα τέλη της δεκαετίας ’70, ο Δημήτρης Παπαχατζόπουλος, ο συνεργάτης του, πήρε την έδρα Βιοχημείας στο τμήμα Ογκολογίας στο UCSF, στο Σαν Φρανσίσκο μία από τις κορυφαίες ιατρικές σχολές και μου είπε ότι θέλει να συμμετέχει στην ομάδα της Biotech του Consultant Technology. Mε τον Δημήτρη δεν τσακωθήκαμε ποτέ, είχαμε μια υποδειγματική φιλία και συνεργασία.
Εκείνος επιθυμούσε να ξεκινήσει μετά την δική του εταιρεία η οποία θα βασιζόταν σε κάτι που ήδη δουλεύαμε: τη LIPOSOMES. Μια πρωτοπόρα τεχνολογία για έναν νέο τρόπο θεραπείας σχετικά με ορισμένους τύπους καρκίνου. Μου τόνισε ωστόσο,ότι θα συμμετέχει σε ένα επιχειρηματικό σχήμα όπως αυτό, μόνον εάν άλλαζα καριέρα και διοικούσα την επιχείρηση. Η εμπιστοσύνη του στο πρόσωπό μου, αποτελούσε την προϋπόθεση για να κάνει το δικό του, ‘γιγαντιαίο βήμα’- εφόσον θα είχα τον κύριο διοικητικό ρόλο… Μου πήρε τρείς μήνες για να το διερευνήσω και συμπέρανα ότι η ευκαιρία ήταν πράγματι αληθινή».
Η απόφαση
«Έπρεπε όμως να κάνω προσεκτικά βήματα. Ήμουν ήδη παντρεμένος με 3 παιδιά και πάγιους μηνιαίους λογαριασμούς. Η Αθηνά ήταν, εκείνη που έπρεπε να μου επιβεβαιώσει εάν θα έκανα αλλαγή καριέρας στα 40 μου χρόνια. Εκείνη τότε με ρώτησε: ”Πώς θα ένιωθες εάν αυτό το ρίσκο δεν σου έβγαινε σε καλό;» Και της απάντησα: “Ήμουν ένας από τους καλύτερους σερβιτόρους στο Seatle και πάλι μπορώ να επιστρέψω εκεί, εάν το διδακτορικό μου στο Stanford δεν μου δημιουργήσει καμιά άλλη επαγγελματική ευκαιρία”. Πήρα το ”έχειν καλώς”! Αυτή, ήταν μια μεγάλη στιγμή και με τεράστιο ρίσκο, αλλά ήξερα που πήγαινα να εμπλακώ…Ο Δημήτρης κι εγώ τολμήσαμε στα βαθιά της αγοράς με ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο πλάνο εργασιών και χρηματοδότησης για να στηρίξουμε την έρευνα και ανάπτυξη της παραγωγής που στοχεύαμε- γεγονός που υπολογίζαμε ότι θα διαρκέσει πάνω από μια δεκαετία..Ξεκινήσαμε την εταιρία μας LTI (Liposome Technology Inc.) το 1981».
Η εισαγωγή της εταιρείας στο Χρηματιστήριο
«Έμαθα ότι υπάρχουν πολλές διαφορές στην διαχείριση μιας εταιρείας εισηγμένης στο χρηματιστήριο από μια μη ‒είναι η μέρα με την νύχτα‒ συνεπάγεται επίπονο διαρκή νομικό έλεγχο. Επιλογή σωστών συμβούλων επενδύσεων, ακόνισμα των δεξιοτήτων, ευθυκρισία, πώς ορίζεται η τιμή; Αξίζει η ρευστοποίηση; Παρουσιάσεις της εταιρίας εκτός έδρας σε ταξίδια διάρκειας και με στοχευόμενους προορισμούς».
Μια προοδευτική κουλτούρα το ΄80
«Ως ιδρυτής παρέμεινα και γενικός διευθυντής, επικεφαλής του συμβουλίου, κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο, αλλά το επεδίωξα εξαιτίας της ποιότητας των ανθρώπων που δούλεψαν κοντά μου και τις στενές σχέσεις επικοινωνίας με τους επενδυτές μου. Ήταν προϋπόθεση της επιτυχίας μια δυνατή ομάδα διοίκησης, ενώ να ελέγχεις τον τρόπο διαχείρισης, και να ορίζεις την κουλτούρα της εταιρείας. Επίσης, είχαμε αλλαγή νοοτροπίας των meetings…Τα υψηλόβαθμα στελέχη κάναμε συναντήσεις εργασίας κι εκτός γραφείων, πιο συγκεκριμένα, στο εξοχικό μου στη λίμνη Taho συνδυαστικά με chefs, σερβιτόρους, και λαντζέρηδες ενώ το νυχτερινό μας πάρτι με πόκερ ξεκινούσε μετά από μια μακρά 12ωρη μέρα εργασίας. Καθιερώσαμε ακόμη, τα πάρτι με μπλουτζίνς κάθε Παρασκευή βράδυ ‒από τα πρώτα και καλύτερα πάρτι στο Valley του ’80s. Σκληρή δουλειά και διασκέδαση».
Μέντορες ζωής
Στις σελίδες της υπό έκδοση αυτογραφίας του, αφηγείται με συναισθηματικές λεπτομέρειες γεγονότα της ζωής του, παραθέτοντας άλλοτε νοσταλγικά και άλλοτε επεξηγηματικά τα στάδια της εξέλιξής του. Ενώ συντομογραφεί το προφίλ ισχυρών επιχειρηματικών προσώπων venture capitalists κι επενδυτών που ως «μέντορες» του επέδρασαν και διαδραμάτισαν ρόλο στην επίτευξη των στόχων του. «Υπήρξαν δυνατοί άνθρωποι που με στήριξαν κατά την επιχειρηματική μου διαδρομή», λέει ο Nίκος Αρβανιτίδης: «Στην περίπτωσή μου δεν ισχύει το ότι ”τα κατάφερα μόνος μου”, είχα μέγιστη βοήθεια, από επιχειρηματίες με ισχυρό εκτόπισμα-μέντορες από το Valley, που άλλοι μ’ επηρέασαν ως φίλοι, άλλοι ως μέλη ΔΣ της εταιρείας μου ενώ οι δύο επενδυτικοί σύμβουλοί μου, στάθηκαν σχεδόν 15 χρόνια τόσο στις δύσκολες όσο και τις πολύ καλές στιγμές».
Ανάμεσα στα ονόματα των ισχυρών που συνεργάστηκε:
―Ο Robert Shapiro, «το φωτεινότερο επιχειρηματικό μυαλό που ως διευθύνων σύμβουλος γνώρισα, διεθνούς κύρους δικηγόρος με ειδικότητα στο εταιρικό δίκαιο. Η τοποθέτησή του στο ξεκίνημα κάθε στρατηγικού σχεδίου ήταν: «Νίκ, πες μας, εάν τα χρήματα δεν ήταν το θέμα σου, και είχες στη διάθεσή σου ό,τι χρειάζεσαι, τι θα έκανες»;
―O Bob Sackman, American investor, από τους ισχυρότερους επενδυτές. «Έχει ενδιαφέρον να αναφέρω ότι οι ελληνικοί χοροί στο εστιατόριο Balkan Village με βοήθησαν να τον συναντήσω- διοικητικό στέλεχος στην εταιρία Ampex και μετά στο risk management του Menlo Park California». O Ivan Zakelei, μου έμαθε το Μανχάταν. Υπήρξαν επίσης ο Τσέζυ Μπάρενχολτζ, ο Αλμπέρτο Γκάμπιζον…
Η οικονομική μου δυναμική μεταπήδησε σε άλλο επίπεδο. «Έφτασα στην κορυφή του ”βουνού”- η επιτυχία και η αναγνώριση, η εξέλιξη του εαυτού σου, η κοινωνική προσφορά. Η ευτυχία ωστόσο, δεν κρύβεται στο χρήμα ‒ελάχιστους ευτυχισμένους γνώρισα μόνον επειδή ήταν πλούσιοι‒ αλλά είναι το πώς νιώθεις για ό,τι είσαι και πώς οι άλλοι σε αντιλαμβάνονται».
Η διαδρομή του Νίκου Αρβανιτίδη, διέπεται από το πάθος και την δυναμική της προσωπικής του αντίληψης. Ας πούμε, και ότι μια καλή τύχη τον συνόδευε συχνά-πυκνά κατά τις επιλογές και αποφάσεις του κι άλλοτε πάλι σαν ρεύμα που παρέσερνε τα γεγονότα της ζωής του ως τα επιπλέοντα στο νερό του, στις καλές όχθες.
«Έμεινα ξάγρυπνος όλη νύχτα όσο πλησιάζαμε στο λιμάνι της Νέας Υόρκης. Περνώντας κάτω από τη γέφυρα του Verrazano, ζούσα ένα από τα σπουδαιότερα γεγονότα της ζωής μου, αρκετά αργότερα μου υπενθύμιζαν εκείνη τη στιγμή. Διάβαζα βιβλία με κινηματογραφικές σκηνές όπως για τον Σάνυ που πυροβολήθηκε στη γέφυρα στη ταινία του Νονού ή το ”Τίμα τον πατέρα σου”[…] Μετά από χρόνια, όταν επιτέλους τα είχα καταφέρει κι επισκεπτόμουν τη Νέα Υόρκη ως γεν. διευθυντής της εισηγμένης στο χρηματιστήριο εταιρείας μου ‒κι έως τον Σεπτέμβρη του 2001 που με το τρομοκρατικό χτύπημα άλλαξε ο τρόπος που ζούμε‒ έως τότε γευματίζοντας στο εστιατόριο του τελευταίου ορόφου του World Trade Center- στο εστιατόριο Windows on the World και… από τα παράθυρα στο κόσμο, κοιτάζοντας την γέφυρα σκεφτόμουν: “Τι ζωή έζησα και πόσο μακριά έφτασα”».
Ταξίδια Ζωής
(Ι)Από τη Θεσσαλονίκη στο Παρίσι
«Η διαδρομή του τραίνου από την Θεσσαλονίκη στο Παρίσι ποτέ δεν θα τη ξεχάσω… Το περισσότερο χρόνο τον πέρασα διαβάζοντας ένα ελληνογαλλικό λεξικό. Έμεινα στο Παρίσι δύο μέρες, ξόδεψα το μεγαλύτερο μέρος των λίγων χρημάτων μου. Πήρα πάλι το τραίνο για το Cherbourg ώστε να επιβιβαστώ στο πλοίο της εποχής Queen Elizabeth για το ταξίδι προς την Νέα Υόρκη. Αυτό το επταήμερο ταξίδι ήταν η αρχή για να συνειδητοποιήσω την πραγματικότητα που θ’ αντιμετώπιζα: μια νέα γλώσσα και κουλτούρα, οικονομικές δυσκολίες, σκληρή δουλειά, μοναξιά, ενθουσιασμό κι αγωνία για τις νέες μου προκλήσεις».
Έτσι φεύγοντας από την πατρίδα, οι ενήλικες εμπειρίες του, δεν μαρτύρησαν ποτέ, την απόλυτη νεότητά τους. Αρκέστηκαν σε κάθε παρόν, στη δυναμική μιας προσωπικότητας που σαν παγοθραύστης έσπαζε τις αντιξοότητες, απαντούσε στις προκλήσεις, επέβαλε κανόνες συνεργασίας –αλλά και ακολούθησε σεβόμενος την ιεραρχία, κι αποκωδικοποιώντας τις δεξιότητες των προσωπικοτήτων που λειτούργησαν ως μέντορές του, για να φτάσει εκεί που έφτασε και να γίνει ό,τι έγινε‒ με ένα ευρύ φάσμα επιλογών.
ΙΙ) Επιστροφές μέσω… Ιερουσαλήμ
Μια φορά στο τρίμηνο της δεκαετίας ’85-’95, ο Νίκος Αρβανιτίδης ταξίδευε στην Ιερουσαλήμ και τότε, όπως θα πει, ‘εκμεταλλευόταν’ την ευκαιρία να επισκεφτεί την Ελλάδα.
«Στη διάρκεια αυτής της εποχής, που δεν είχα την πολυτέλεια ν’ απολαμβάνω διακοπές διάρκειας για να επιστρέψω σπίτι μου, η δυνατότητα να βρίσκομαι ένα ολόκληρο σαββατοκύριακο- Αθήνα, Κομοτηνή, Θεσσαλονίκη ήταν ιδανική συγκυρία. Το πρωί της Δευτέρας πετούσα για τα γραφεία μας στο Λονδίνο ‒καθιερωμένο ταξίδι πριν από την επιστροφή μου στην Αμερική‒ και θυμάμαι ακόμη την ωραία αίσθηση ότι η επιχείρηση είναι διεθνούς εμβέλειας. Σε αυτά τα ταξίδια, κατάφερα να διατηρήσω, και να ενδυναμώσω τις σχέσεις μου με ανθρώπους της οικογένειας αλλά και φίλους και συντοπίτες… Έκλεινα συμφωνίες στον τόπο μου χωρίς να χρειάζεται να υπογράψω κάτι, ο λόγος και η χειραψία αποτελούσαν συμβόλαιο. Ένας εργολάβος μια μέρα μου είπε, ότι με γνώριζε από την φήμη που είχα, ότι βοηθώ πολύ κόσμο στην Κομοτηνή και ήθελε να εκφράσει μια συνολική ευγνωμοσύνη- στο πρόσωπό μου. Η εμπειρία αυτή, επαλήθευσε ότι μου είχε τονίσει ο πατέρας μου, “κάνε την καλή σου πράξη και μετά ξέχνα την, κάποια στιγμή θα σου επιστραφεί”.
[…]Αργότερα θα φιλοξενούσα όποιον από την Κομοτηνή ερχόταν στην Αμερική, ακόμη και βοηθώντας τα παιδιά τους με τα αμερικανικά πανεπιστήμια. Πήρε αρκετό καιρό για κάποιους φίλους να συνειδητοποιήσουν ότι έχω κάνει αρκετά πράγματα στη ζωή μου. Το να είμαι σεμνός, έως και σιωπηλός για ό,τι είχα επιτύχει ήταν o τρόπος για να συντηρήσω την αγάπη και την στήριξή τους ‒τα τελευταία χρόνια έχω τις περισσότερες εικόνες του Αγίου Νικολάου από… οποιονδήποτε άλλον στο πλανήτη», λέει σε τόνο υπερβολής. Η υπόσχεση στον εαυτό του για επιτυχία είχε τηρηθεί.
*Η Άννα Γριμάνη είναι αρθρογράφος και δημοσιογράφος. Πρώτη δημοσίευση της συνέντευξης στις 16/08/2020 στην ελληνική έκδοση της Χάφφιγκτον Ποστ, στη διεύθυνση: https://www.huffingtonpost.gr/entry/amerikaniko-oneiro-nikos-arvanitides-enas-apo-toes-protoes-ellenes-tes-silicon-valley_gr_5f342b76c5b64cc99fe16c2a
Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.