Τουρκοβουλγαρικη συνωμοσια σε Διδυμοτειχο και Κομοτηνη τις μερες της Απελευθερωσης του 1920

Η ιστορία της εξουδετέρωσης της συνωμοσίας στο Διδυμότειχο, χάρη στην προθυμία ιδιωτών που συνέλαβαν έξω από τα Λάβαρα αγγελιοφόρους των συνωμοτών

Τις μέρες της Απελευθέρωσης της Δυτικής Θράκης, τον Μάιο του 1920, επιχείρησαν Τούρκοι και Βούλγαροι να μετατρέψουν τη χαρά σε μέγιστη λύπη και τραγωδία, εξαιτίας της απόπειρας σκοτεινών κύκλων, και από τις δύο πλευρές, να συνωμοτήσουν και να ανατρέψουν τις συνθήκες του Νεϊγύ, η οποία διέταξε την απομάκρυνση των Βούλγαρων από την περιοχή, και του Σαν Ρέμο, που παραχωρούσε ολόκληρη τη Θράκη στους Έλληνες.

Πρωταγωνιστής στη συνωμοσία αυτή ήταν ο διαβόητος Φουάτ Μπέης, αξιωματικός του τουρκικού στρατού, που έδρασε με παράνομες ληστανταρτικές ομάδες. Μετά τη συνθηκολόγηση της Τουρκίας με τη συνθήκη του Μούδρου, παρέμεινε στα βουνά της Θράκης με εντολή των Μουσταφά Κεμάλ και Ισμέτ Πασά, με στόχο τη συνεχή απασχόληση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, ώστε να μην περισσεύουν για να σταλούν στο μέτωπο της Μικράς Ασίας.

Ας έρθουμε όμως στο σημερινό μας θέμα. Την άγνωστη εξουδετέρωση της συνωμοσίας αυτής στο Διδυμότειχο, χάρη στην προθυμία ιδιωτών που συνέλαβαν έξω από τα Λάβαρα αγγελιοφόρους των συνωμοτών.

Μεταφρασμένο απόσπασμα της τουρκοβουλγαρικής συνωμοτικής επιστολής που ήταν αρχικά γραμμένη στην παλαιοτουρκική

Η σύλληψη των αγγελιοφόρων

Σύμφωνα με αναφορά της Υπομοιραρχίας Διδυμοτείχου, στις 18 Μαΐου 1920, εμφανίσθηκαν τρεις ιδιώτες, ο Νικόλαος Χατζάρας, ο Δημήτριος Πασχάλης και ο Σαράντης Δρόσος, που ανέφεραν τα ακόλουθα:

Νωρίς το πρωί εκείνης της μέρας βρίσκονταν έξω από το χωριό Σαλτίκιοϊ (σήμερα Λάβαρα) και αντιλήφθηκαν δύο άτομα που κατάλαβαν ότι είναι Οθωμανοί. Προφανώς κινούνταν ύποπτα. Ζήτησαν να εξακριβώσουν την ταυτότητά τους και τον τόπο προέλευσής τους. Οι Οθωμανοί όμως τράπηκαν σε φυγή. Οι τρεις ιδιώτες τούς καταδίωξαν και τους συνέλαβαν, μετά από μικρή συμπλοκή, στην οποία σημειώθηκαν και τραυματισμοί.  Έκαναν σωματική έρευνα και ανακάλυψαν στον Αλή Χασάν Ογλού μια επιστολή προερχόμενη από τον αρχηγό του τουρκοβουλγαρικού κομιτάτου Τεφήκ Μπέη. Ο Οθωμανός ομολόγησε ότι την επιστολή τη μετέφερε στο Διδυμότειχο για να την παραδώσει στον εκεί διαμένοντα Χασάν Μπέη. Στους δύο Οθωμανούς προσφέρθηκαν οι πρώτες βοήθειες, ενώ οι τρεις ιδιώτες κατευθύνθηκαν στη Χωροφυλακή όπου έκαναν τις σχετικές καταγγελίες.

Οι δύο Οθωμανοί εξετάσθηκαν στη συνέχεια από τις αρχές ασφαλείας και κατέθεσαν ότι στις 16 Μαΐου 1920 πήγε στο χωριό τους Μεχρικόζ (σήμερα Κέχρος) της περιφέρειας Σουφλίου ο Τεφήκ Μπέης, επικεφαλής μιας ομάδας 255 ενόπλων, και προσκάλεσε μέσω του παρέδρου του χωριού Μποσταντζή Ογλού Αμέτ τον Οθωμανό χωρικό Αλή Χασάν Ογλού και του παρέδωσε την επιστολή για να τη μεταφέρει στο Διδυμότειχο και να την παραδώσει στον ιδιώτη Χασάν Μπέη.

Σύμφωνα με την κατάθεση του «αγγελιοφόρου», αρνήθηκε αρχικά να παραλάβει την επιστολή από φόβο, γιατί ο ελληνικός στρατός είχε μόλις καταλάβει τα μέρη τους και φοβόταν μήπως τον ανακαλύψουν. Τελικά –ισχυρίσθηκε ότι– τον απείλησαν και έτσι αναγκάσθηκε να υπακούσει. Αμέσως πήγε σε ένα διπλανό χωριό και πήρε μαζί του τον φίλο του Ντελή Μπεκίρ Ογλού Αμέτ. Μαζί ξεκίνησαν για το Διδυμότειχο, για να παραδώσουν την επιστολή στον Χασάν Μπέη.

Καθ’ οδόν όμως συνελήφθησαν, και η επιστολή κατασχέθηκε και παραδόθηκε στη Χωροφυλακή.

Η σύλληψη του Χασάν Μπέη στο Διδυμότειχο

Άμεση ήταν και η σύλληψη του Χασάν Μπέη. Ταυτόχρονα μεταφράσθηκε η επιστολή, που ήταν γραμμένη στην παλαιοτουρκική γραφή, από ειδικό υπάλληλο της Υποδιοίκησης Διδυμοτείχου. Από την επιστολή φάνηκε ότι προϋπήρχε συνεννόηση και συνεργασία του Χασάν Μπέη με το τουρκοβουλγαρικό κομιτάτο. Ο ίδιος αρνήθηκε κάθε κατηγορία εναντίον του. Πρόσθεσε ότι ουδέποτε συνάντησε ούτε γνώριζε τον Τεφήκ Μπέη. Παραδέχθηκε όμως ότι, δύο μήνες νωρίτερα, ο Τεφήκ Μπέης του είχε στείλε επιστολή και του ανήγγειλε ότι είχε εκλεγεί πρόεδρος της οθωμανικής κοινότητας της Γκιουμουλτζίνας (Κομοτηνή), γιατί ο προκάτοχός του είχε αναχωρήσει για την Κωνσταντινούπολη, όταν καταλήφθηκε η Δυτική Θράκη από τους Γάλλους (σ.σ. εννοεί τη δημιουργία της Διασυμμαχικής Θράκης).

Τότε ο Τεφήκ Μπέης, με επιστολή του προς τη μουσουλμανική κοινότητα Διδυμοτείχου, ζήτησε πληροφορίες για τον μουσουλμανικό πληθυσμό του Διδυμοτείχου, αλλά η κοινότητα των μουσουλμάνων δεν έδωσε καμιά απάντηση.  Πρόεδρος της μουσουλμανικής κοινότητας Διδυμοτείχου είχε εκλεγεί ο αδελφός του Αλή Εφέντη, ενώ ο ίδιος ο Χασάν Μπέης είχε εκλεγεί πάρεδρος.

Η Υπομοιραρχία Διδυμοτείχου είχε υποβάλει τότε στην Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Δυτικής Θράκης στην Κομοτηνή αντίγραφο της ύποπτης επιστολής σε μετάφραση, γιατί η πρωτότυπη επιστολή του Τεφήκ Μπέη και μία προκήρυξη υποβλήθηκαν στον κυβερνητικό εκπρόσωπο στη Διασυμμαχική Θράκη, τον Χαρίσιο Βαμβακά. Η άλλη προκήρυξη είχε περιληφθεί στη σχετική δικογραφία.

Εκτός της επιστολής, δηλωτική των προθέσεων μερικών Τούρκων και Βούλγαρων ήταν και μια προκήρυξη που απευθυνόταν «στους κατοίκους της Δυτικής Θράκης» και αναφερόταν στις συνεννοήσεις τους με τη Διασυμμαχική Διοίκηση Θράκης. Σημειωτέον πως τα Διασυμμαχικά Στρατεύματα κατέλαβαν τη Δυτική Θράκη το φθινόπωρο του 1919 και η διοίκηση της περιοχής ανατέθηκε στον αρχιστράτηγο των συμμαχικών δυνάμεων Φρανσουά Ντ’ Εσπερέ, ο οποίος και διόρισε αντιπρόσωπό στου στην έδρα της Διοίκησης τον αρχηγό του Γενικού του Επιτελείου, στρατηγό Σαρλ Αντουάν Σαρπί. Οι δυο τους απεικονίζονται στη φωτογραφία, αριστερά και δεξιά αντιστοίχως (Προέλευση φωτογραφίας: www.imago-images.com/st/0093336087)

Η επίμαχη επιστολή

Με την επιστολή του ο Τεφήκ Μπέης ανέφερε ότι σχηματίσθηκε κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας Δυτικής Θράκης και ότι οι προκηρύξεις έπρεπε να προωθηθούν στην Αδριανούπολη. Στο Διδυμότειχο αλλά και σε άλλα μέρη, υπό τη διοίκηση του Χασάν Μπέη, θα έπρεπε να σχηματισθεί μία αρχή ασφαλείας με εξουσία, αλλά και με χωροφύλακες που θα πρέπει να βρεθούν. Στο Διδυμότειχο επίσης θα πρέπει να σχηματισθεί μια ταχυδρομική υπηρεσία, που θα αποτελεί κέντρο εξασφάλισης της διανομής αλληλογραφίας μεταξύ του ενεργού στρατού του Τζαφέρ Ταγιάρ, διοικητή της Αδριανούπολης και της Εθνικής Αμύνης Δυτικής Θράκης, που έδρευσε στο Μεχρικόζ (Κέχρος). Αμέσως μόλις ολοκληρωθεί η συμπλήρωση όλων των εντολών, αυτά να γίνουν γνωστά στους κατοίκους. Την επιστολή υπέγραφε ο γραμματέας του Κέντρου Εθνικής Αμύνης. Η υπογραφή του είναι δυσανάγνωστη.

Αποκαλυπτική των προθέσεων Τούρκων και Βούλγαρων ήταν η προκήρυξη η οποία απευθυνόταν προς «τους κατοίκους της Δυτικής Θράκης» και είχε ως ακολούθως:

«Ο αποτελών την αρχαίαν πλειοψηφίαν της Δυτικής Θράκης οθωμανικός λαός, από την σύναψη της ανακωχής μέχρι σήμερον και υπό την σκέπην του αντιπροσώπου της Γαλλίας, ευρίσκετο εις συνεννοήσεις με τους διαφόρους πολιτικούς, προς επίτευξιν ανεξαρτησίας. Το αποτέλεσμα της πολιτικής ταύτης υπήρξεν η διοίκησις της Δυτικής Θράκης με τα γνωστά σημερινά σύνορά της και η οποία ανετέθη εις τον Γενικόν Διοικητήν της Ανατολικής δυνάμεως στρατηγόν Δεσπεραί, εκ μέρους του οποίου διορισθείς διοικητής Θράκης είναι ο στρατηγός Σαρπύ».

Στην προκήρυξη εκφραζόταν η άποψη ότι, υπό τη σκέπη της Γαλλίας, το οθωμανικό έθνος θα εξασφάλιζε μια διεθνή διοίκηση για τη Θράκη και για τον σκοπό αυτό ασχολήθηκε η πολιτική τους. Τόνιζαν επίσης ότι η βάση των ενεργειών τους ήταν οι διακηρύξεις του Αμερικανού προέδρου Ουίλσον περί ισότητας και ελευθερίας, αλλά εξέφραζαν τη λύπη τους γιατί η επιθυμία του λαού θυσιάσθηκε στην πολιτική της Ελλάδας.

Στην τουρκοβουλγαρική προκήρυξη αναφέρονταν επίσης τα εξής:

«Η δοθείσα απόφασις εις την συνδιάσκεψιν του Σαν Ρέμο αφήνει την Πατρίδα μας εις την κατάληψιν της Ελλάδος. Ιδού οι κάτοικοι Τούρκοι και Βούλγαροι της Δυτικής Θράκης σήμερον επί των σημείων αυτών απεφάσισαν σύμφωνοι και σύσσωμοι να αμυνθούν προς περιφρούρησιν της υπάρξεώς των. Όλη η ανθρωπότης συμφωνεί. Ιδού σήμερον σύμφωνοι με τους Εθνικούς πόθους και με την γενικήν επιθυμίαν η σύμπραξις των Βουλγάρων δια την Εθνικήν  Άμυναν και υπό την σκέπην της Γαλλίας επισήμως δηλούται. Το κράτος μας, με όλας τας δυνάμεις του εις το ζήτημα τούτ,ο θα υποστηρίξη τα δίκαια των Θρακών».  

Η προκήρυξη κατέληγε με την ευχή «να ζήσει η υπό την σκέπην της Γαλλίας μέλλουσα κυβέρνησις της Εθνικής Αμύνης Δ. Θράκης» και με ζητωκραυγή υπέρ των κατοίκων της Δυτικής Θράκης.

Στην προκήρυξη υπήρχε και η σύνθεση της ψευδοκυβέρνησης των Τουρκοβουλγάρων, που αξίζει –για την ιστορία– να τους γνωρίζουμε:

Πρόεδρος Τεφήκ Μπέης, Υπουργός Εσωτερικών Χασάν Ταχσίν Μπέης, Υπουργός Στρατιωτικών Φουάτ Μπέης, Δικαιοσύνης Αμπντουλχαλίμ Εφέντης, Εμπορίου-Γεωργίας δόκτωρ Δότσκωφ, Ταχυδρομείων-Τηλεγραφείων Βαγγέλ Γεωργίεφ, Μααρίφ (Εκπαίδευσης) Τζελάλ Μπέης, Οικονομικών Τεφήκ Μπέης (επιτροπικώς), Θρησκευτικών Χασάν Χουσί Εφέντη, Οδοποιΐας (Ναφά) Κόστα Γεωργίεφ.

Όλο αυτό το ευχολόγιο για τη σκέπη της Γαλλίας επιβεβαιώνει τη φημολογία των ημερών εκείνων, ότι Γάλλοι των μυστικών υπηρεσιών κινούνταν στο παρασκήνιο για να δημιουργηθεί ένα ανεξάρτητο κρατίδιο Θράκης, το οποίο θα λειτουργούσε ως γαλλικό προτεκτοράτο. Ιδιαίτερο ρόλο είχε παίξει ο Γάλλος λοχαγός Ζαμπά, ο οποίος είχε στενή συνεργασία στην Αδριανούπολη με τον συνταγματάρχη Τζαφέρ Ταγιάρ προωθώντας τις ιδέες αυτές.

Στη φωτογραφία, ο αρχηγός επαναστατικών ομάδων Τάνε Νικολώφ και ο Φουάτ Μπέης, αξιωματικός του τουρκικού στρατού, που με τη δράση τους προωθούσαν ενεργά τα τουρκοβουλγαρικά σχέδια στη Δυτική Θράκη

Ο ρόλος του Φουάτ Μπέη

Σημαντικός για την προώθηση των τουρκοβουλγαρικών σχεδίων –αν και απέτυχε τελικά– ήταν ο ρόλος του ταγματάρχη Φουάτ Μπέη, που ενεργούσε με βάση τις εντολές του Μουσταφά Κεμάλ.

Η ιστορία του Φουάτ Μπέη άρχισε πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έδρασε εναντίον των Σέρβων στην ευρύτερη περιοχή των Σκοπίων και των Ελλήνων στη Δυτική Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία, συνεργαζόμενος με Βούλγαρους κομιτατζήδες.  Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1887 και πέθανε το 1970.

Φοίτησε στη στρατιωτική σχολή της Αδριανούπολης και, ως υπολοχαγός, εντάχθηκε στο Κίνημα των Νεοτούρκων, των οποίων αποτέλεσε δραστήριο στέλεχος, αναλαμβάνοντας διάφορες αποστολές κατασκοπείας ή υπονομευτικής δράσης στα Βαλκάνια. Επιδόθηκε από μικρός στο άθλημα της ξιφασκίας, όπου και διέπρεψε. Στους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες των Παρισίων το 1924 αγωνίστηκε, αλλά έχασε μεταξύ άλλων και από τον Έλληνα Κωνσταντίνο Κοτζιά, ο οποίος είχε χρηματίσει αργότερα δύο φορές δήμαρχος Αθηναίων και υπουργός στην κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά. Στους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Άμστερνταμ το 1928 έφτασε στους ημιτελικούς. Ο ίδιος ίδρυσε επίσης στην Κωνσταντινούπολη την αθλητική ομάδα Μπεσίκτας.

Στη Θράκη φαίνεται να έδρασε κατά διαστήματα από το 1913 έως και το 1923. Η δραστηριότητά  του κυμάνθηκε στο πλαίσιο της δράσης άτακτων ληστανταρτών και κομιτατζήδων, που σκόρπισαν αίμα και πόνο, αλλά δεν κατόρθωσαν να αποσπάσουν τη Θράκη από την Ελλάδα. Ο Φουάτ Μπέης έδρασε κυρίως ως πράκτορας της Teşkîlât-ı Mahsûsa. Η μυστική αυτή παρακρατική οργάνωση ιδρύθηκε από τον Εμβέρ Πασά στο πλαίσιο της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου των Νεοτούρκων. Στόχος της ήταν να πραγματοποιεί αναταραχές, προπαγάνδα και δολοφονίες στην Τουρκία και στο εξωτερικό.

Ο ίδιος ο Φουάτ Μπέης στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του αναφέρει ότι, το 1913, επί Προσωρινής Αυτόνομης Διοίκησης της Θράκης, με τουρκικές δυνάμεις έκαψε τα χωριά Έβρου και Ροδόπης Teke (σήμερα Ταύρη), Torbalı (σήμερα Πυλαία), Pişman (σήμερα Πεσσάνη), Vakıf (σήμερα Βάκος), Çamurdere, Domuzdere (τοποθεσία ΒΑ και κοντά στην Πόρπη Ροδόπης με πολλά αγριογούρουνα), Çukur, Bahadirviran (σήμερα Νέα Σάντα), Derbent (σήμερα Δέρειο), Papaz, Fındıcak (σήμερα Λεπτοκαρυά), Şıçanlık (σήμερα Ποντίκια, χωριό επάνω από τη Νέα Σάντα), Merhemli (σήμερα Πέπλος), Balik (σήμερα Μελία).

Το 1920 συμμετείχε στην οργάνωση της πολύνεκρης εισβολής κομιτατζήδων στα Πετρωτά και τον Μάιο του 1923 πήρε μέρος στην επίθεση στον Εχίνο, που κατέληξε στον φόνο του ταγματάρχη Πετρουτσάκου.

Επί Διασυμμαχικής Θράκης το 1919, ο Τεφήκ Μπέης και οι συνεργάτες του, Σαμπρή και Μαχμούτ Νεδήμ, είχαν επισκεφθεί κατ’ επανάληψη τον Χαρίσιο Βαμβακά, τον οποίο διαβεβαίωναν ότι εργάζονται για την προσέγγιση με την Ελλάδα, αλλά παρασκηνιακά δρούσαν εναντίον της. Για τον Τεφήκ Μπέη γνωρίζουμε ότι τελικά κατέφυγε στη Βουλγαρία.

Το 1921 είχαν διατυπωθεί κατηγορίες ότι η αντιβενιζελική κυβέρνηση προσπαθούσε να προσεγγίσει το τουρκικό στοιχείο και επέτρεψε να επιστρέψει από τη Βουλγαρία ο Τεφήκ Μπέης, πρόεδρος της λεγόμενης θρακικής κυβέρνησης, προστατευόμενος του νομάρχη Ροδόπης Γιαννόπουλου. Επετράπη επίσης να επιστρέψουν και πολλοί φυγάδες Τούρκοι που εντάσσονταν στο κόμμα του Δημητρίου Γούναρη.

Η τουρκοβουλγαρική συνομωσία που πλανιόταν επάνω από τη μόλις απελευθερωθείσα Θράκη σκόνταψε τελικά στο Διδυμότειχο.

ΥΓ. Για να γίνει κατανοητή η δράση του Φουάτ Μπέη, που κατόπιν μετονομάστηκε σε Φουάτ Μπαλκάν, συνιστώ να διαβάσετε και τρία επιπλέον άρθρα, που αναφέρονται στη δράση του εναντίον της Απελευθέρωσης της Θράκης, στους ακόλουθους συνδέσμους: 1)  https://sitalkisking.blogspot.com/2021/05/blog-post_22.html, 2) https://sitalkisking.blogspot.com/2021/07/blog-post_18.html, 3) https://sitalkisking.
blogspot.com/2021/06/blog-post_5.html

ΠΗΓΗ

—Ιστορικό και Διπλωματικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.