Τοπωνυμια Μεσσουνης

Στα (πέρα τα τσιαΐρια), χιλιάδες όμορφα άσπρα κρινάκια με κίτρινους στήμονες και σπαθωτά φύλλα, λουλουδένιο χαλί πραγματικό, ευωδίαζαν την περιοχή και στόλιζαν τον επιτάφιο της Μεσσούνης. Ήταν τα περίφημα τσιτσέκια

Τα τοπωνύμια είναι αποτυπωμένα στο μυαλό των κατοίκων ενός τόπου και αναπόσπαστο στοιχείο προσδιορισμού του χώρου, κάτι σαν γεωγραφικές συντεταγμένες και σημεία αναφοράς τοπικών γεγονότων και θρύλων, που χάνονται στο βάθος του χρόνου, σαν γεγονός, σαν παραμύθι.

Αυτά τα τοπωνύμια του χωριού μου, της Μεσσούνης θα προσπαθήσω να καταγράψω, σημειώνοντάς τα, πάνω στους χάρτες Google Earth.

Το αγρόκτημα της Μεσσούνης περιβάλει περιμετρικά τον οικισμό. Φυσικό διαχωριστικό του είναι η παλιά Εθνική οδός, Κομοτηνής-Ξάνθης, μέσω Πόρτο Λάγους, που χωρίζει τα αγρόκτημα σε «Βάλτο» και «Μπαΐρια».

Ο «Βάλτος» είναι βόρια, κάτω από την άσφαλτο, με διάφορες επιμέρους τοπωνυμίες:

Τα αλώνια: Αμέσως μετά την άσφαλτο ΒΔ. Χώρος χέρσος όπου κάθε χρόνο έστηναν τον Ιούνιο τις θημωνιές για τα αλώνια.  Στο χώρο αυτό ήταν το μοτοράκι και τα υαλάκια (ποτίστρες των ζώων), που γέμιζαν από υδρομάστευση και αργότερα από τη δεξαμενή.

Από τα υαλάκια ο δρόμος οδηγούσε προς τη βαθυόστρατα, με τις μπάρες του Χάτσιου στην αρχή της.

Τους ανοιξιάτικους μήνες απαγορευόταν η βοσκή από το χώρο των αλωνιών, μέχρι τα τσαϊρια, τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο. Από 1ης Μαΐου, που  μεγάλωνε το χόρτο, επιτρεπόταν η βοσκή μόνο ενός ζευγαριού ζώων από κάθε οικογένεια, με το οποίο ασκούσαν τις αγροτικές τους εργασίες.

Στον ίδιο χώρο χάραζε και η ΔΟΞΑ Μεσσούνης το γήπεδό της, όταν δεν ήταν στοιβαγμένες οι θημωνιές.

Πόσες και πόσες ιστορίες, συζητήσεις, διαφωνίες, παρεξηγήσεις, παλαίστρες, καυγάδες, μαλώματα, θα διηγιόντουσαν, αν είχαν στόμα τα αλώνια, να θυμηθούν οι παλιοί τα κατορθώματά τους  και να μάθουν οι νέοι, τι συνέβαινε εκείνη την εποχή.

Κοντά προς το Καβακλή, μετά τον μύλο, ήταν χωριστά του Γκόρη τα αλώνια.

Τσαΐρια: Μετά τα αλώνια, ΒΔ, ακολουθώντας το φαρδύ δρόμο με τα αρκετά μέτρα  χερσότοπο δεξιά και αριστερά, που το λέγαμε αγελαδαριά (ιουδαριά), επειδή περνούσε η αγέλη των ζευγαριών πηγαίνοντας για βοσκή προς το μοιρά, ήταν το ποτάμι, αμέσως μετά του Μπαραμπάντσιου ο μπαχτσές με την τουλούμπα και την ποτίστρα. Αριστερά, η περιοχή μέχρι τα Καβακλιώτικα αμπέλια λεγόταν «ουζούνταρλα» (μεγαλοχώραφα). Στη συνέχεια φθάναμε στο μοιρά.  Ο μοιράς είχε διάφορες τοποθεσίες. Το χερσοτόπι ήταν αμμουδερό, όπου φύτρωνε μόνο τσιμένι (χόρτο), που βοσκούσαν τα ζώα. Στου παπά το πηγάδι ξεδιψούσαν τα ζώα, στον πίνακα βοσκούσαν το πράσινο τσιμένι, μετά την πρωτομαγιά. Ένα στενό λιβάδι ήταν του Οσμάν ο μοιράς.

Στα πέρα τα τσιαΐρια, χιλιάδες όμορφα άσπρα κρινάκια με κίτρινους στήμονες και σπαθωτά φύλλα, λουλουδένιο χαλί πραγματικά, ευωδίαζαν την περιοχή και στόλιζαν τον επιτάφιο της Μεσσούνης. Ήταν τα περίφημα τσιτσέκια. 

Μικρά χωράφια είχαν σχεδόν όλες οι οικογένειες στα τσαΐρια. Λόγω του αμμώδους εδάφους ήταν άγονα. Το τσιμένι, μαζί με άγριο τριφύλλι που φύτρωνε, μεγάλωνε, το κόσιζαν, το στέγνωναν, το έκαναν τεπέδες και το αποθήκευαν για χειμωνιάτικη ζωοτροφή.

Εδώ κατέληγε της Βαγγελιώς το ρέμα, που το συνόδευε ο μύθος της πνιγμένης Βαγγελιώς. Ήταν αποστραγγιστικό κανάλι. Ανοίχθηκε όταν έγινε το τεχνικό έργο στο ποτάμι, με σκοπό την ανακούφιση του ποταμιού σε περίπτωση μεγάλης πλημύρας.

Πέρα από το ρέμα ήταν ένας τριγωνικός χερσότοπος, αμφισβητούμενος ιδιοκτησιακά από τους Σουσουρκιώτες, όπου ήταν τακτικές οι φασαρίες ανάμεσα στους τσομπάνιδες, για τη βοσκή.

Τα αμπέλια: Ο αμπελώνας του χωριού ορίστηκε και αυτός στο βάλτο, βόρεια του χωριού, λίγο πριν το ποτάμι, όπου ήταν και το μικρό φράγμα που το λέγαμε «Τεχνικό» ή «Ντές(η)». Σε επαφή με τα αμπέλια ήταν το παλιόρυακο, με την τουλούμπα και το πόσιμο νερό και τις μπάρες του Μπάιου του Νταλαχούλα. Πάνω από το Τεχνικό ήταν του Ιβάντσιου τα καβάκια.

Ανατολικά από τα αμπέλια ήταν τα «Μινικλιώτικα», που συνόρευαν με τα χωράφια της Μελέτης (Μινικλή). Στα σύνορα του δρόμου για το Μινικλκή, ήταν του Καρβουντζή οι μπάρες, όπου το χώμα ήταν κατάλληλο, είχε νερό και χώρο για άπλωμα των κυρπιτσιών (χωμάτινα άψητα τούβλα, με λάσπη και συνδετικό το άχυρο), με τα οποία οικοδομήθηκαν σχεδόν όλα τα κτίσματα της Μεσσούνης, μέχρι το 1962.

Τα τσαΐρια, τα αμπέλια και τα μινικλιώτικα, έχασαν πλέον την οντότητά τους. Ο αναδασμός ισοπέδωσε τα πάντα. Χάθηκαν οι δρόμοι, ξεχάστηκε η βαθυόστρατα, εξαφανίσθηκε το παλιόρυακο, χάθηκε το τεχνικό, χάθηκαν οι μπάρες του Νταλαχούλα, του Χάτσιου, του Καρβουντζή, άλλαξε η κοίτη στο ποτάμι, χάθηκε η ομορφιά του τόπου και η πνευματική κληρονομιά των προηγούμενων γενεών. Έγιναν αναμνήσεις οι ζίγρες, τα τσιτσέκια, το τσιμένι, τα καρύδια, τα καΐσια, τα μήλα, τα ροδάκινα, τα κυδώνια, οι ιτιές, τα καβάκια, τα βατράχια, οι βδέλες, οι βινούδες και τα πηγαδούδια στις όχθες του ποταμιού.

Στο ανατολικότερο μέρος, της περιοχής κάτω από την άσφαλτο, είναι το αεροδρόμιο, που έκτισαν το 1942 οι Γερμανοί. Η περιοχή είναι γνωστή σαν «Αεροδρόμιο». Στο χώρο του αεροδρομίου ήταν εγκαταστημένος ο στρουμπουλός υπάλληλος της μετεωρολογικής υπηρεσίας, Χρήστος Καμπαρντίνας, με την γυναίκα του τη Χριστίνα. Είχε τουλούμπα με νερό και κοντά στην άσφαλτο το σκεπαστό το πηγάδι, γερμανικό δημιούργημα, που κατεβαίναμε με σκάλες μέχρι το πόσιμο νερό του.

Ο χερσότοπος-βοσκότοπος, που είναι ανάμεσα στο χωριό και το αεροδρόμιο, είναι τα «Μπουζαλίκια», οι «Σαβουρτσάρες», που πήραν το όνομά τους από τα άφθονα ομώνυμα θαμνώδη αγριόχορτα που φύτρωναν και ο «Καλές». Μέσα στην περιοχή ήταν τα δύο Γερμανικά «Μπούνκερε» και κοντά στο χωριό τα «Τουρκικά μνήματα».

Πάνω από την άσφαλτο, στα μπαΐρια (υψώματα), συναντούμε:

Στο νότο το «τόιτεπε», που περιέχει την περιοχή, προς τα «Καβακλιώτικα αμπέλια» με το πέρα πηγαδούδ, το «πηγαδούδ» και τα «μουρχανιώτκα», με ψηλότερο σημείο στη «σημαία» (τοπογραφικό ορόσημο) ή τσιούκα, όπως το λέγαμε.

Τακτικές οι μονομαχίες τσομπαναραίων της Μεσσούνης με τους αρβανίτες από το Μουρχάν (Παραδιμή) για τη βοσκή, με κατάληξη στην αστυνομία. Οι μάχες συνεχίσθηκαν μέχρι που έσβησαν και τα τελευταία κοπάδια στα δύο χωριά.

Ανατολικότερα είναι το ύψωμα «Μπαριακούδ», τόπος σχολικών εκδρομών με δάσκαλο τον Κουτσούμπη.

Τα χωράφια, στο δρόμο για το καϊνακούδ, ήταν το Πλούχταρλα (Αλετροχώραφα).

Το «Καϊνακούδ» ήταν ένα αβαθές πηγάδι με πόσιμο νερό, στο  ανατολικότερο σημείο του αγροκτήματος της Μεσσούνης, μέσα στο ρέμα. Ξεδίψασε τους αγρότες, τους τσομπάνους και τα ζώα, για πολλά χρόνια.

Απρίλιος 2021

ΥΓ. Κάθε οικογένεια χρησιμοποιούσε συγκεκριμένες ονομασίες για τα χωράφια της.

Στην ενδοοικογενειακή μας επικοινωνία χρησιμοποιούσαμε την παρακάτω ονοματοδοσία για τα  χωράφια:

Στου τσιαΐρ, σ΄ Μπαραμπάντσιου του μπαχτσιά, τ΄ αμπέλ΄ σ΄ Ντραγκάν,  τ΄ αμπέλ΄ σ΄ Λεωνίδα, του αμπιούδ, του τρανό στα Μινικλιώτκα, στου παλιέρυακου, στου αϊρουδρόμιο, στου σχουλιό, η κουπάνα σ΄ Καρβουντζή, οι στρινάρες ή αλλιώς του Οσμάν, του Τόιτεπε και στα Μουρχανιώτκα.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.