Το προσφυγακι της Ανατολικης Θρακης

Στη μνήμη του μπάρμπα Κώτσιου

Οι φθινοπωρινοί μήνες, εδώ και εκατό χρόνια, φέρνουν δυσάρεστες μνήμες και πόνο στις ψυχές των Ανατολικοθρακιωτών.

Εκατό χρόνια συμπληρώνονται φέτος από το θλιβερό εκείνο φθινόπωρο που δυστυχώς γι΄ αυτούς, η αδύναμη τότε πατρίδα μας μετά την μικρασιατική καταστροφή, αναγκάστηκε, με την πίεση Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας,  να υπογράψει την ταπεινωτική ανακωχή-συμφωνία των Μουδανιών, της 20-9-1922, (με το παλιό ημερολόγιο).

Προέβλεπε, μέχρι 12-11-1922, την εκκένωση (άδειασμα, σα να ήταν νερό στον κουβά) και την παραχώρηση (χωρίς ίχνος λογικής), του ελέγχου της Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία.

Σε πενήντα τρεις ημέρες, διακόσιες πενήντα χιλιάδες γηγενείς Έλληνες Ανατολικοθρακιώτες, μόνιμοι κάτοικοι από τα μυθικά ακόμη χρόνια και εκατόν πενήντα χιλιάδες στρατός και πολιτική διοίκηση, έπρεπε να μετακινηθούν σε νέους τόπους, εδώθεν του Έβρου ποταμού.

Ήταν η οριστική απώλεια της πολυαγαπημένης, πολύπαθης και αλησμόνητης πατρίδας τους.

Μετά την αποφοίτησή μου από τη σχολή τον Ιούλιο του 1969, τοποθετήθηκα στο Κιλκίς. Στην πρώτη μου άδεια αντάμωσα στο Σώστη Κομοτηνής με τον επιστήθιο φίλο, συμμαθητή και συνάδελφο μου, το Θανάση.

Ο πατέρας του, ορφανό προσφυγάκι της Ανατολικής Θράκης, που έζησε με χαμόγελο και υπομονή την δύσκολη ζωή του, καλοκάγαθος, καλοσυνάτος και χωρατατζής, μόλις με καλωσόρισε, ρώτησε με τη γλυκιά θρακιώτικη προφορά και ντοπιολαλιά του.

-Μπρέ  Τάσιο, σένα πού σ΄ έστειλαν.

-Στο Κιλκίς, του απάντησα.

Φωτίσθηκαν τα μάτια του, γέλασε το πρόσωπό του, ήλθαν μνήμες στο μυαλό του.

-Μπρέέέέ,  είπε, στο Κιλκίς!!!! Τι κάμν΄ μπρέ Τάσιο η Αη Ιώργης, οι Γαλλίδες καλόγριες είναι εκεί, είδις τ΄ σπηλιά στουν Αη Ιώργη.

Άι Τάσιο, μικρό πιδί, ορφανό, ξυπόλτου, παγουμένου, βρέθκα στου Κιλκίς τ΄ν άνξη του 1914, με κάτι θειούς. Έκαμάμι παράγκες, με τα καμένα και με κλεμμένα ξύλα, τάλπες τα έλεγαν, με τα χαλασμένα κυρπίτσια και πέτρες, κάτω από τουν Αη Ιώργη, κουντά στα τρανά τα χτήρια που είχαν οι καλόγριες.

Μας φώναζαν και μας τάιζαν οι καλόγριες, καλά νάναι.  Μεις, μικρά πιδιά όμως, ούλου παίζαμι. Ανεβαίναμι κουσιάζουντας στουν Αη Ιώργη. Κι εκεί ήταν καλόγριες. Κατεβαίνουντας για του σπίτ΄ περνούσαμε από τ΄σπηλιά. Απού τ΄ μικρή την τρύπα εμπαίναμι μέσα, ανάβαμι φωτιές, πααίναμι βαθυά, παίζαμι κρυφτό και βγαίνοντας τρέχαμι για το σπίτι.

(Προσπάθησα, όμως δεν μπορώ να αποδώσω απόλυτα τη ντοπιολαλιά του)

Ο μπάρμπα Κώτσιος (Μαυρίδης), με τους συγγενείς του, το 1920, έφηβος πλέον,  επέστρεψε στην Ανατολική Θράκη, απ΄ όπου ξεριζώθηκε για δεύτερη και οριστική φορά, φθινόπωρο του 1922.

Το κάρο της προσφυγιάς, μετά από πολυήμερο ταξίδι, με κρύο και συνεχή βροχή, μέσα από αδιάβατους λασπόδρομους, κουβαλώντας, ελάχιστο νοικοκυριό, τα ταλαιπωρημένα σώματα και τις ματωμένες ψυχές τους, αυτή τη φορά σταμάτησε οριστικά στο Σουσούρκιοϊ  (Σώστης) Κομοτηνής, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα, σε νέες πρόχειρες παράγκες.  

Δεν είχαν άλλο κουράγιο, ούτε τα ζώα, ούτε τα κάρα, ούτε προπαντός οι άνθρωποι,  να συνεχίσουν το δρόμο για την παράγκα του Κιλκίς. Πώς να κάνουν άλλα τριακόσια χιλιόμετρα;

Πολλοί Ανατολικοθρακιώτες, εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς το 1914, μετά την έναρξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, βίαια κυνηγημένοι από Τούρκους και Βουλγάρους. Οι περισσότεροι από αυτούς, το 1920, μετά την κατάληψη από τα Ελληνικά στρατεύματα της Ανατολικής Θράκης και την εγκατάσταση Ελληνικής διοίκησης, επέστρεψαν στα χωριά τους.

Πριν προλάβουν όμως να επισκευάσουν τα λεηλατημένα νοικοκυριά τους,  ήρθε η μικρασιατική καταστροφή, που ήταν καταλυτική για την τύχη τους, την εξαναγκαστική και οριστική προσφυγιά τους.

Οι περισσότερες οικογένειες, από τους Κιλκισιώτες πρόσφυγες του 1914, εγκαταστάθηκαν τώρα στη Δυτική Θράκη, με κύριο οικισμό τον Ίασμο (Ιασίκιοϊ), δίπλα στις σιδηροδρομικές γραμμές, στο πρανές της Ροδόπης, όπου σήμερα υπάρχουν συγγενείς τους.

Στο διπλανό χωριό, στο Σώστη (Σουσούρκιόϊ), εγκαταστάθηκε, έφηβος πλέον, ο Κωνσταντίνος Μαυρίδης.

Πολλές είναι οι περιγραφές για τη σιωπηλή και μακάβρια έξοδο των Θρακιωτών το φθινόπωρο του 1922, από δημοσιογράφους και αποσταλμένους εφημερίδων, από όλο τον κόσμο.

Η πιο δραματική, ίσως είναι η ευαίσθητη και αντικειμενική ανταπόκριση του νεαρού δημοσιογράφου και αργότερα διάσημου πεζογράφου, βραβευμένου με Νόμπελ, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, στην εφημερίδα Daily Star του Τορόντο, όπου γράφει:

«Σε μια ατέλειωτη, ιλιγγιώδη πορεία, ο Χριστιανικός πληθυσμός της Ανατολικής Θράκης στριμώχνεται στους δρόμους για τη Μακεδονία. Η κύρια φάλαγγα, που περνάει τον ποταμό Έβρο έχει μήκος τριάντα δύο χιλιομέτρων. Μια φάλαγγα τριάντα δύο χιλιομέτρων με κάρα, που τα σέρνουν αγελάδες, ταύροι και λασπωμένοι νεροβούβαλοι, ενώ δίπλα τους εξουθενωμένοι και ζαλισμένοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, με κουβέρτες πάνω από τα κεφάλια τους, περπατούν στα τυφλά, κάτω από τη βροχή, δίπλα στα εγκόσμια αγαθά τους. (…)Τώρα το μόνο που μπορούν να κάνουν, είναι να κρατούν τη φρικαλέα φάλαγγα, ενώ το πιτσιλημένο με λάσπες Ελληνικό ιππικό τους οδηγεί, όπως οι γελαδάρηδες τα γελάδια.

(…) Είναι μια σιωπηλή φάλαγγα. Ούτε που γκρινιάζει κανένας. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να συνεχίσουν να κινούνται. (…) Μόνο από την Ανατολική Θράκη, πρέπει να απομακρυνθούν διακόσιες πενήντα χιλιάδες πρόσφυγες. Πώς θα τραφούν. Κανείς δεν ξέρει.

(…)Ένα σαραβαλιασμένο Ford με Έλληνες επιτελικούς αξιωματικούς, με κόκκινα και βρόμικα, από την αϋπνία μάτια, και πάντα την αργή, μουσκεμένη αγροτιά της Θράκης, που βάδιζε με κόπο μέσα στη βροχή, αφήνοντας πίσω τα σπίτια τους».

Ήταν τόσο ζωντανές οι αναμνήσεις του μπάρμπα Κώτσιου, από τη γειτονιά του, το Ντερέ Μαλεσί, της όμορφης γενέτειράς του, της Αρκαδιούπολης (Λουλέ Μπουρκάς),  της Ανατολικής Θράκης!

Όλα ήταν τόσο όμορφα εκεί, το σπίτι, η γειτονιά, τα λαγκάδια, τα τσαΐρια, τα χωράφια, τα ποτάμια.  

Πρώτες απ’ όλες όμως εμφανίζονταν οι παιδικές του αναμνήσεις στο Κιλκίς. Ο Αη Γιώργης, οι Γαλλίδες καλόγριες και κυρίως το παιχνίδι, με τα ξυπόλητα ματωμένα πόδια, στις παρυφές του Αγίου Γεωργίου, γύρω και μέσα στο σπήλαιο, παρέα, τα Θρακιωτάκια με τα άλλα προσφυγόπουλα της γειτονιάς, τα Στρωμνιτσιωτάκια, τα Λαζάκια  (Καυκασάκια), μερικές φορές με λίγα Βουλγαράκια, ακόμα και Τουρκάκια.

Αναπαύεται στο νεκροταφείο του Σώστη, από το 2004.

 Έφυγε ευτυχισμένος, πλήρης ημερών, ανάμεσα σε παιδιά και εγγόνια, σιγοτραγουδώντας τη ζωή, στο ρυθμό και τον ήχο της γενέτειράς του.

Πόσων χρονών ήταν!!!. Πού να ήξερε και κείνος. Υπήρχε στην ταυτότητά του έτος γέννησης, σίγουρα όμως δεν ήταν πραγματική.

Οι αναμνήσεις του διέψευδαν το έτος γέννησης της ταυτότητάς του.

Η γενιά των προσφύγων παππούδων μας έφυγε, καλό είναι όμως να τους μνημονεύουμε.

Η ζωή και οι αναμνήσεις κάθε πρόσφυγα, του κάθε μπάρμπα Κώτσιου, είναι η υπερήφανη και μοναδική ζώσα ιστορία μας.

Νοέμβριος 2021

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.